Μικρό σουηδικό ανθολόγιο

Μικρό σουηδικό ανθολόγιο


Κοντά στις λίμνες

μπαίνει μέσα κοντά στη λίμνη Τρούμεν
προσπερνά τις μέρες κολυμπώντας,
δείχνει αυλόπορτες
σαν οδοιπόρος παλιού καιρού με άρμενο,
βρεγμένη φώκια σε τοξωτούς λιθόστρωτους δρόμους,
ένα φρεσκολουσμένο πουλί
που κλεφτά πετά στη στέγη
και χάνεται στον ουρανό
έτσι πρέπει να ζεις: περίεργη και απαιτητική
χωρίς να σκέφτεσαι το υπόλοιπο
ενός απογεύματος στην οδό Σμόλαντ
στην πόλη που πλέει στο νερό
δύο μικρά δωμάτια κάτω από την ξύλινη στέγη
και το τρίτο πίσω από τον τοίχο
κάθε μέρα περνούσε μπροστά από την κλειδωμένη πόρτα
με το ίδιο απορημένο τραγούδι στο κεφάλι της
και η ζωή έτσι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ
παρά παρέμεινε ρευστή, γεμάτη ερωτήσεις
και όνειρα όπου επιφάνειες επεκτείνονται
λίμνες γίνονται θάλασσες

Σεσίλια Ντάβιντσον




Λουντ, revisited

Το μικρό σπίτι κοντά στο Δημοτικό Πάρκο
σαν τελωνείο
για όσους θέλουν να μπουν στο πάρκο
γύρω γύρω μια λίμνη επικίνδυνα ρηχή
οι πάπιες, ίσως
ένας κύκνος
περπάτησα πιο ωραία πάνω στο ανάχωμα
ανάμεσα στο πάρκο και την πόλη
εκεί που έγερναν τα δέντρα
πεσμένα, αρχές για ποιήματα
έβγαιναν βιαστικά από τα φυλλώματά τους
από τα μάτια μου
στα μάτια των περαστικών
μπορούσες να δεις της Μπιργίτας
την πλάτη μερικές φορές στην παιδική χαρά
με το μακρύ βαρύ παλτό της
με κάποιο εγγόνι
η υπομονή
Ευρώπη υφασμένη στη φόδρα
δεν υπήρχε μέλλον
η σπάλα του προσώπου
που ξεδιπλώνεται
που είναι ο εσωτερικός κόσμος
τραγουδά κάποιος
από μέσα, εντός
ή είναι εκεί επειδή το τραγούδι
δεν μπαίνει ποτέ μέσα

Χέλγκα Κρουκ



Το ποίημα θέλει να είναι εσύ

«Το ποίημα είναι θλιμμένο επειδή θέλει να γίνει δικό σου και δεν μπορεί.»
ΤΖΟΝ ΑΣΜΠΕΡΙ

Είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά. Το ποίημα
κοιμάται στο κρεβάτι του σαν παιδί, στριφογυρίζει
καθώς ονειρεύεται διάφορα
πράγματα. Τώρα μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο
που δεν ξέρει σε ποιο πόδι να σταθεί.

Το ποίημα θέλει να γίνει δικό σου και να είναι εσύ, αλλά εσύ
δεν είσαι εδώ και ούτε ξέρεις πώς θα
μπορούσες να έρθεις, αν τώρα βέβαια
θέλεις να είσαι εδώ και μπορείς να βρεις χρόνο γι’ αυτό.

Κάθε ομολογία είναι μια άγραφη σελίδα.
Ξέρω πολύ λίγα για τον εαυτό μου για να μπορώ
να κάνω κάποιες αποκαλύψεις.

Και όμως είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε αυτό για να
μπορούμε πραγματικά να συναντάμε ο ένας τον άλλο.

Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Ή απλώς κάποιες φορές.

Αν ξυπνήσεις το ποίημα, θα γίνει δικό σου.

Τόμι Ούλοφσον



Πάντα ρει. Στον Βασίλη

                                       

Αυτό το απειρόπτυχο ποτάμι
αναστρέφει τις πέτρες του βυθού
για αιώνες, ανοίγει
δρόμο δίπλα στο κυπαρίσσι και την κρεμοκλαδή σημύδα
απλώνεται ώσπου στη θάλασσα κοντά το διεγείρουν
τα φύκια που συναντά· τα μαύρα κοχύλια
στις όχθες, κρυμμένα, λησμονημένα σημεία
που θ’ ανοιχτούν σε λευκή άμμο, ήχοι κελαηδοκελαρυστοί επίσης
κοσκινίζονται, διαστρώνονται, ελευθερώνονται, σκορπίζουν
Μπορείς ν’ ακούσεις
τι λέγεται όταν το ποτάμι
γυαλίζει ανυπόμονες φράσεις, κυλιστές λέξεις
Οι λέξεις μπορούν να κρύβονται
αλλά σε ιδιαίτερη συντροφιά
στροβιλίζονται και γίνονται ιδιόμορφη γραφή

Εύα Ρούνεφελτ



Μουσική δάσους

Η ορχήστρα κουρδίζει τα όργανά της
κοάσματα στο χαντάκι γύρω από το βοσκοτόπι

Ο μαύρος τρυποκάρυδος επέλεξε τον τόνο της μέρας
– επίμονα επίμονος σε επίμονο πλήκτρο
Σήμερα κάνουν πρόβα τζενεράλε στο δάσος
Τα δέντρα ακούνε έγχορδα και ρυθμούς
Ο άνεμος φυσά μέσ’ από την τούμπα και την κορνέτα
και μεταφέρει στον ουρανό δύο γερακίνες που κάνουν κύκλους
Σ’ ένα ξέφωτο τέσσερις λυγαριές υψώνουν τα δοξάρια τους
και παίζουν το δέκατο τέταρτο κουαρτέτο εγχόρδων του Μπετόβεν

Νίκλας Ρόντστρεμ



Από την ενότητα
«Λεσβιακή χλωρίδα»

Σίκαλη? Όχι, είναι

κεχρί ... Σσς

Χωράφια

Σσσς! Τι;! Σσσσς!

Σκέφτομαι εδώ και

πέρα από εδώ. Εσύ; Χωράφια, ναι, ή

αστραφτερό παρκέ ίσως. Μυρωδιά κολόνιας και βότκας.

Κρύσταλλο σε πολυέλαιους, κρύσταλλο σε οξύληκτα ποτήρια. Ακατέργαστο μετάξι που θροΐζει. Σσς… σσσς… σσσσς. Οι δερμάτινες σόλες των λουστρινιών. Σββασς, κ, κ, σβσς ... Κεχρί

είναι

βαριά επιμήκη ώριμα στάχυα ακριβώς πριν τον θερισμό. Ηλιόλουστα χωράφια

που διασχίζεις. Ακούγεται λίγο σαν τις πέτρες που κροταλίζουν τώρα στο κύμα του γιαλού. Έτσι

θα είναι

η ζωή, σκέφτηκες. Ώριμη. Απλή. Πεπερασμένη. Ένας άντρας, πόσο μπορεί να είναι…; Ίσως σαράντα πέντε με πενήντα. Δυνατοί μηροί και φαρδιοί ώμοι, αγκυροβολεί το ανοιχτό πλοίο του, λικνίζεται και στηρίζεται γερά στους γοφούς του καθώς

τελικά στέκει στην αποβάθρα. Για σένα ένα ούζο μ’ ένα παγάκι. Κεχρί

είναι. Σσσς! Ο

άντρας αυτός τα ξέρει όλα, σκέφτεσαι, καθώς διασχίζεις το χωράφι με τα κίτρινα στάχυα. Να
ήταν έτσι

ο θάνατος, ναι, σαν να διασχίζεις στοχαστικά ώριμα κεχριά, ένα χωράφι

στον ήλιο, να συναντάς το δρεπάνι φανερά, άνετα. Να πέφτεις απλά, να μένεις μετά έτσι με σχισμένα χείλια, να αιμορραγείς, να γίνεσαι ένα με

τη μαύρη γη

Μάγκνους Βίλιαμ-Ούλσον

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: