Τρία ποιήματα από τις «Νέες προσφωνήσεις»

Τ. Άσμπερυ και Κ. Κοκ στη Θεσσαλονίκη (1997). Φωτ. Β.Π.
Τ. Άσμπερυ και Κ. Κοκ στη Θεσσαλονίκη (1997). Φωτ. Β.Π.

Προς το «ναι»

Είσαι πάντα μέλος μιας ομάδας
συνοδευμένο από μια ερώτηση –
Αν ο κόσμος τελειώνει με τον τρόπο αυτόν, πρόκειται πράγματι να το κάνει;
Όχι. Είσαι βουδιστής; Ίσως. Μουσώνας; Ναι.
Μου έδωσες μεγάλη χαρά ακόμη και στο υπόγειο,
όταν σε ρώτησα αν μπορούσα να πάρω μερικά κάρβουνα και η απάντηση ήταν ναι.
Ναι στην οριστικότητα της λαμπρότητας
και στις αιώνιες ηχητικές χροιές του κορυδαλλού.
Κελαηδεί στην πύλη του παραδείσου. Είναι όμως ξεμαντάλωτη; Μανταλωμένη; Ναι.
Ποιο όμως είναι ποιο; Στο οποίο η απάντηση δεν μπορεί να είναι ναι,
γι’ αυτό αντέστρεψε την ερώτηση. Η Πάμελα που σκύβει μπροστά στο τζάκι
γυρνά γρήγορα και λέει Ναι! Θα σε συναντήσω στη Βοστόνη
στις εννιά και πέντε, αν η ιρλανδικότητά μου ισχύει ακόμη,
όπως και οι παγκόσμιες αμαδρυάδες, του «ναι» μου νύμφες των δασών.
Πες μου όμως, Πάμελα, τι σημαίνει αυτό; Είμαι το ναι
που θα τεθεί ενώπιον αρνητικής επιλογής;
Ή μήπως ο ουρανός μου έχει αφαιρέσει την έσχατη εικασία του
για το πώς ίσως όλα τελικά θα είναι τρομερά,
πράγμα που πάντα ξέραμε, καθώς μας έχει τροποποιήσει ένα ναι,
ενώ αυτό που θέλουμε είναι ξεκάθαρο, έχει όμως μια εξαιρετικά λαμπερή ουρά
από άστρα. Ή μήπως πρόκειται για αστερίσκους; Ναι, Τι κρύβεται
πίσω από την πιο εύκολη ερώτηση; Θα πεθάνουμε; Ναι. Συμβαίνει
αυτό πάντα αργότερα από τώρα; Ναι.
Μου αρέσει η επέκτασή σου
από την απάντηση σε μια απλή ερώτηση ως την κατάσταση ειρήνης
που έχει πιάσει τον κόσμο απ’ τον λαιμό. Λέω ψέματα; Ναι.
Χαμογελάς; Ναι. Θα έρθω μαζί σου, ναι; Καμιά απάντηση.

Προς την επιχείρηση του πατέρα μου

Ο Λίο σκύβει πάνω απ’ το γραφείο του
και κοιτάζει επίμονα ένα υπόμνημα
ενώ ο Στιούαρτ στέκεται δίπλα του
και χαμογελώντας του λέει
«Λίο, η παραγγελία για τα γραφεία
έφτασε σήμερα
από τη Βελόνα και Κλωστή της Γιάνγκσταουν!»
Σ. Λοθ ΑΕ, να ’σαι λοιπόν
σαν τον Μπαλμπόα τον κατακτητή
αυτών που θέλουν ν’ αγοράσουν έπιπλα γραφείου
ή διάκοσμους μπαρ
το χίλια εννιακόσια σαράντα στο Σινσινάτι, στο Οχάιο!
Γραμματείς γράφουν σφυροκοπώντας
τιμολόγια σε πανάρχαιες γραφομηχανές –
Δακτυλογράφοι και
νυχοφάγοι.
Κάθομαι πάνω σ’ ένα γραφείο
και κοιτάζω τον μπαμπά μου
που είναι περήφανος για το μικρό του αγόρι, αλλά είναι αβέβαιος
για κάποιες πλευρές του.
Και συνεχίζω να εξερευνώ
βαθιά και / ή δίχως νόημα θέματα
ενώ ο πατέρας μου στέκει στο σκοτεινό και σκληρό ξύλινο πάτωμα
χτυπημένος από μερικές ηλιαχτίδες του Οχάιο.
Κέννυ, μου λέει, κάποια μέρα θα δουλεύεις στο μαγαζί.
Και γω είπα μέσα μου «ποτέ ξανά» ή «ουδέποτε».
Το Χάρβαρντ ήταν ακόμη μακριά
όπως και ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος,
η ψυχανάλυση ήταν πολύ ακριβή.
Όλα αυτά μ’ έσωσαν από σένα.
Σ. Λοθ, έκανες τον πατέρα μου ευτυχισμένο,
έχω δει το πρόσωπό του να λάμπει,
γελούσε πολύ όταν δούλευε σε σένα.
Είπε στη δεσποινίδα Ρίττερ,
τη γραμματέα του:
«Ριττ, αυτός είναι ο γιος μου, ο Κέννυ!»
«Γεια σου, Κέννυ», είπε αυτή.
Η καρδιά μου ήταν αναστατωμένη.
Σ’ αγαπούσα, αλλά μου ήταν αδύνατο
να μείνω κοντά σου.
Μπορώ τώρα να δω τα πλεονεκτήματα
που θα είχα, αν ζούσα μαζί σου.
Μια αίσθηση ισορροπίας,
συμβιβασμού και αποδοχής –
Όχι μεμονωμένες στιγμές λάμψεις,
όπως ένα κορίτσι δίχως παπούτσια,
αλλά κάποιος για τον οποίο νοιάζεσαι κάθε μέρα –
Η ανάγκη για πελάτες και για οικονομία
δεν χάνονται.
Μοίραζαν μικρά φυλλάδια
στους χώρους σου
για το πώς πετυχαίνεις επιχειρηματικά.
Το καθένα είχε οχτώ με δώδεκα σελίδες,
υπήρχε ολόκληρη σειρά απ’ αυτά
και όλα τελείωναν με τις λέξεις
«ΥΓ. Την πήρε τη δουλειά».
Μια ιστορία για ένα αγόρι έλεγε
«Σκούπιζα δρόμους, κύριε,
όταν εσύ κοιμόσουν ακόμη.» Ή
«Είχαν περισσέψει πεντακόσιοι κατάλογοι
και τους πήγα σε ανθρώπους στην πόλη που έχουν σκύλο» –
ΥΓ. Την πήρε τη δουλειά.
Εγώ δεν την πήρα τη δουλειά.
Δεν πίστευα ότι μπορούσα να την κάνω τη δουλειά,
πίστευα ότι θα με τρέλαινε η δουλειά
αν έμενα σε σένα.
εσένα που θα μπορούσα ν’ αγαπήσω,
αλλά που δεν θα μπορούσα να σου ανήκω.
Οι γραμματείς σταμάτησαν να πληκτρολογούν,
οι Smith Corona τους έκλεισαν στις πέντε το απόγευμα
και μετά πήραν το τραμ για το Κεντάκι.
Έφυγα κι εγω επίσης.

Προς τις προσβολές

Κάποτε, και ως ένα σημείο, ζούσα από σας. Όποτε
χρειαζόμουν κάποια από σας, ήσασταν διαθέσιμες,
εμφανιζόσασταν απαίσιες, απόλυτες και με σκοπό να πληγώσετε.
Ω, τι τρομερή ικανοποίηση
που προσφέρατε σε διάστημα ενός δευτερολέπτου!
Είστε διαπρεπείς στον κύκλο μερικών ειδημόνων –
γρήγορες εισπνοές δηλώνουν ότι είναι ενθουσιωδώς ενήμεροι.
Είστε επικίνδυνες! Το θύμα σας μπορεί να προσβληθεί
σοβαρά και / ή να εξωθηθεί σε αντίποινα, ν’ αντεπιτεθεί
χρησιμοποιώντας σωματική δύναμη. Μερικές φορές οι εκδήλωσεις σας
και τ’ αποτελέσματά σας είναι τόσο εντυπωσιακά όταν τα βλέπουμε
όσο και τα συντρίμμια ενός αυτοκινήτου. Όταν προέρχεστε από μένα
με πιάνει φόβος, λες κι έχω αθετήσει κάποια υπόσχεση
για ν’ απολαύσω το απολίτιστο πάθος σας. Πώς θα μπορούσα ποτέ ξανά
να ξανακερδίσω το έδαφος της φιλίας, ή ακόμη και της ευπρέπειας;
(Έχετε όμως μια αξιέπαινη αρετή.
Είστε απόλυτες και μπορείτε να καθαρίσετε έναν χώρο
από τα συσσωρευμένα του σκουπίδια, αν και μόνο σπάνια, αν ποτέ,
είστε μια αναγκαιότητα.)
Μερικά παιδιά σας χειρίζονται επιδέξια, και φαίνεται ότι το ίδιο έκαναν και
οι Γάλλοι αυλικοί. Οι θεοί και οι πολύ δυνατοί δεν σας χρειάζονται.
«Κανείς δεν είδε τον Σωτήρα μας να γελά», έγραψε ο Μπωντλαίρ.
Ή να σας χρησιμοποιεί.

Kenneth Koch By Lo Snofall

Ο Κένεθ Κοκ (Σινσινάτι 1925, Νέα Υόρκη 2002) υπήρξε από τους πιο σημαντικούς ποιητές των ΗΠΑ και φίλος με τους Φρανκ Ο’Χάρα, Τζέιμς Σκάιλερ και Τζον Άσμπερυ, τους οποίους γνωρίζουμε και σαν μέλη της ανεπίσημης σχολής ποιητών της Νέας Υόρκης. Έγραψε πολλές ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, και βιβλία για την τέχνη της ανάγνωσης και της γραφής ποίησης. Η συλλογή ποιημάτων New addresses, ποιήματα της οποίας παρουσιάζουμε στο τεύχος αυτό, δημοσιεύτηκε το 2000 και αποτελείται από πενήντα προσφωνήσεις, οι οποίες λειτουργούν και σαν σύντομες αποτιμήσεις συγκεκριμένων εμπειριών του εβδομηνταπεντάχρονου τότε ποιητή. Το 1997 καλέσαμε τον Κοκ και τον Άσμπερυ στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα Θεσσαλονίκη. Οι φωτογραφίες μου, τραβηγμένες με μικρή κάμερα, είναι από την επίσκεψη εκείνη. Τον συνάντησα μια τελευταία φορά στη Νέα Υόρκη τρεις μήνες πριν πεθάνει. Φάγαμε σ’ ένα ωραίο εστιατόριο ψηλά στην Upper West Side όλοι μαζί και πάλι: Ο Κέννεθ, η γυναίκα του Κάρεν και ο Τζον Άσμπερυ. Έδινε την εντύπωση, με το γνωστό χιούμορ του, ότι είχε πει του θανάτου τη ζωή μου θα την πάρεις, αλλά τη διάθεσή μου δεν θα τη χαλάσεις. [ Β.Π. ]

ΣΣ. Το σχέδιο  (πορτρέτο του Κ. Κοκ) της Lo Snöfall έγινε ειδικά για το βιβλίο Στη σκιά του τρένου, με ποιήματα των Κοκ και Άσμπερυ σε μετάφραση Β.Π, που δημοσιεύτηκε με τη συνδρομή της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας (Θεσσαλονίκη '97) από τις εκδόσεις Υπερίων.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: