2. Στην παλίρροια της Όξφορντ Στριτ

2. Στην παλίρροια της Όξφορντ Στριτ

Κάτω στις απο­βά­θρες βλέ­πει κα­νείς την ακα­τέρ­γα­στη πλευ­ρά των πραγ­μά­των, τη χύ­μα, την υπερ­με­γέ­θη. Εδώ στην Όξ­φορντ Στριτ έχουν όλα τε­λειο­ποι­η­θεί και με­τα­μορ­φω­θεί. Τα τε­ρά­στια βα­ρέ­λια με νο­τι­σμέ­νο κα­πνό έχουν γί­νει ρο­λά ανα­ρίθ­μη­των λε­πτών τσι­γά­ρων, το­πο­θε­τη­μέ­νων μέ­σα σε αση­μό­χαρ­το. Τα ογκώ­δη δέ­μα­τα με μαλ­λί έχουν γί­νει νή­μα­τα σε λε­πτές φα­νέ­λες και απα­λές κάλ­τσες. Το λί­πος από το πυ­κνό μαλ­λί των προ­βά­των έχει γί­νει αρω­μα­τι­σμέ­νη κρέ­μα για ευαί­σθη­τες επι­δερ­μί­δες. Και αυ­τοί που αγο­ρά­ζουν και αυ­τοί που που­λά­νε έχουν υπο­στεί την ίδια αστι­κή αλ­λα­γή. Πα­ρα­πα­τώ­ντας ή περ­πα­τώ­ντας κα­μα­ρω­τά, με μαύ­ρα παλ­τά, με σα­τι­νέ­νια φο­ρέ­μα­τα, η αν­θρώ­πι­νη μορ­φή έχει προ­σαρ­μο­στεί όσο και το ζω­ι­κό προ­ϊ­όν. Αντί να σέρ­νει και να ση­κώ­νει φορ­τία, ανοί­γει επι­δέ­ξια συρ­τά­ρια, απλώ­νει με­τα­ξω­τά σε πά­γκους, με­τρά­ει και κό­βει με με­ζού­ρες και ψα­λί­δια.

Εν­νο­εί­ται ότι η Όξ­φορντ Στριτ δεν εί­ναι ο πιο υπέ­ρο­χος δρό­μος του Λον­δί­νου. Εί­ναι γνω­στό ότι οι ηθι­κο­λό­γοι δα­χτυ­λο­δεί­χνουν με πε­ρι­φρό­νη­ση όσους ψω­νί­ζουν εκεί και επι­πλέ­ον έχουν και την υπο­στή­ρι­ξη του κά­θε δαν­δή. Η μό­δα έχει τις μυ­στι­κές της γω­νιές στη Χά­νο­βερ Σκου­έρ, κο­ντά στη Μποντ Στριτ, όπου απο­σύ­ρε­ται δια­κρι­τι­κά για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τις πιο με­γα­λειώ­δεις τε­λε­τές της. Στην Όξ­φορντ Στριτ υπάρ­χουν πά­ρα πολ­λές ευ­και­ρί­ες, πά­ρα πολ­λές εκ­πτώ­σεις, πά­ρα πολ­λά προ­ϊ­ό­ντα σε τι­μή μειω­μέ­νη σε μια λί­ρα, έντε­κα σε­λί­νια και τρεις πέ­νες, ενώ μό­νο την πε­ρα­σμέ­νη εβδο­μά­δα κό­στι­ζαν δύο και έξι. Οι αγο­ρα­πω­λη­σί­ες εί­ναι πο­λύ επι­δει­κτι­κές και θο­ρυ­βώ­δεις. Κα­θώς όμως σι­γο­περ­πα­τάς προς το ηλιο­βα­σί­λε­μα – και με όλο αυ­τό το τε­χνη­τό φως και τις στοί­βες από με­τά­ξι και τα αστρα­φτε­ρά λε­ω­φο­ρεία φαί­νε­ται ένα αιώ­νιο ηιο­βα­σί­λε­μα να πλα­νιέ­ται πά­νω από τη Μαρμπλ Αρτς – η κραυ­γα­λε­ό­τη­τα και η πο­λυ­χρω­μία της με­γά­λης κυ­λιό­με­νης ται­νί­ας τής Όξ­φορντ Στριτ έχει τη γοη­τεία της. Εί­ναι σαν μια κοί­τη πο­τα­μού γε­μά­τη βό­τσα­λα, όπου οι πέ­τρες πλέ­νο­νται πα­ντο­τι­νά από μια φω­τει­νή ροή. Όλα λά­μπουν και αστρά­φτουν. Την πρώ­τη ανοι­ξιά­τι­κη μέ­ρα κα­τα­φτά­νουν κα­ρό­τσια στο­λι­σμέ­να με του­λί­πες, βιο­λέ­τες, ασφό­δε­λους σε λα­μπε­ρές στρώ­σεις. Τα εύ­θραυ­στα σκά­φη πε­ρι­δι­νού­νται αβέ­βαια στο ρεύ­μα της κυ­κλο­φο­ρί­ας. Σε μια γω­νιά απε­ρι­ποί­η­τοι τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γοί κά­νουν κομ­μα­τά­κια από χρω­μα­τι­στό χαρ­τί να με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε μα­γι­κά πο­τή­ρια και με­τά σε άγρια δά­ση με εξαι­ρε­τι­κά πλου­μι­στή χλω­ρί­δα – ένας υπο­βρύ­χιος αν­θό­κη­πος. Σε μια άλ­λη κά­ποιες χε­λώ­νες ανα­παύ­ο­νται σε σκόρ­πια χόρ­τα. Τα πιο αρ­γο­κί­νη­τα και στο­χα­στι­κά απ’ όλα τα πλά­σμα­τα επι­δει­κνύ­ουν τις ήρε­μες δρα­στη­ριό­τη­τές τους σε λί­γα εκα­το­στά του πε­ζο­δρο­μί­ου, ενώ προ­στα­τεύ­ο­νται με πά­θος από τα πό­δια των πε­ρα­στι­κών. Συ­μπε­ραί­νει κα­νείς ότι η επι­θυ­μία του αν­θρώ­που για τη χε­λώ­να, όπως και η επι­θυ­μία της νυ­χτο­πε­τα­λού­δας για το άστρο, εί­ναι στα­θε­ρό στοι­χείο της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Να βλέ­πεις ωστό­σο μια γυ­ναί­κα να στα­μα­τά και να προ­σθέ­τει μια χε­λώ­να στον αριθ­μό των πα­κέ­των της εί­ναι ίσως το πιο σπά­νιο θέ­α­μα που μπο­ρούν να δουν τα αν­θρώ­πι­να μά­τια.

Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη όλ’ αυ­τά – τις δη­μο­πρα­σί­ες, τα κα­ρό­τσια, τη φτή­νια, το λα­μπο­κό­πη­μα – δεν μπο­ρεί να πει κα­νείς ότι ο χα­ρα­κτή­ρας της Όξ­φορντ Στριτ εί­ναι εκλε­πτυ­σμέ­νος. Εί­ναι ένας τό­πος όπου συμ­βαί­νουν πράγ­μα­τα, ένα θερ­μο­κή­πιο εντυ­πώ­σε­ων. Το πε­ζο­δρό­μιο φαί­νε­ται να δη­μιουρ­γεί φρι­κτές τρα­γω­δί­ες· πολ­λές ηθο­ποιοί χω­ρί­ζουν εδώ και εκα­τομ­μυ­ριού­χοι αυ­το­κτο­νούν με μια συ­χνό­τη­τα που εί­ναι άγνω­στη στα πιο σο­βα­ρά πε­ζο­δρό­μια των κα­τοι­κη­μέ­νων πε­ριο­χών. Τα νέα εναλ­λάσ­σο­νται πιο γρή­γο­ρα από οποιο­δή­πο­τε άλ­λο μέ­ρος του Λον­δί­νου. Οι άν­θρω­ποι που συ­νω­στί­ζο­νται εδώ φαί­νε­ται να γλεί­φουν το με­λά­νι από τα πρω­το­σέ­λι­δα και να κα­τα­να­λώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρα από αυ­τά και να απαι­τούν απα­νω­τές τε­λευ­ταί­ες εκ­δό­σεις πιο γρή­γο­ρα από αλ­λού. Το μυα­λό γί­νε­ται μια κολ­λώ­δης μά­ζα που απορ­ρο­φά εντυ­πώ­σεις και η Όξ­φορντ Στριτ απλώ­νει πά­νω της μια ατέ­λειω­τη σει­ρά δια­φο­ρε­τι­κών ει­κό­νων, ήχων και κι­νή­σε­ων. Πα­κέ­τα τσου­γκρί­ζουν και συ­γκρού­ο­νται· λε­ω­φο­ρεία ξύ­νουν το κρά­σπε­δο· ο θό­ρυ­βος μιας ολό­κλη­ρης ορ­χή­στρας με χάλ­κι­να που παί­ζει πο­λύ δυ­να­τά συρ­ρι­κνώ­νε­ται και ακού­γε­ται σαν ήχος λε­πτού αυ­λού. Λε­ω­φο­ρεία, μι­κρά φορ­τη­γά, ιδιω­τι­κά αυ­το­κί­νη­τα, κα­ρό­τσια περ­νούν διαρ­κώς σαν κομ­μά­τια ενός απει­κο­νι­στι­κού παζλ· ένας άσπρο βρα­χί­ο­νας υψώ­νε­ται. Το παζλ πυ­κνώ­νει, πή­ζει, στα­μα­τά· ο άσπρος βρα­χί­ο­νας κα­τε­βαί­νει και ξε­χύ­νε­ται πά­λι, ρα­βδω­τό, ελισ­σό­με­νο φύρ­δην μί­γδην, μέ­σα σε ακα­τά­παυ­στο τρέ­ξι­μο και χα­μό. Το παζλ δεν συ­μπλη­ρώ­νε­ται πο­τέ, όσο κι αν κοι­τά­με.

Στις όχθες αυ­τού του πο­τα­μού από πε­ρι­στρε­φό­με­νους τρο­χούς οι σύγ­χρο­νοι αρι­στο­κρά­τες μας έχουν χτί­σει πα­λά­τια, όπως τό­τε που οι Δού­κες του Σό­μερ­σετ και του Νορ­θά­μπερ­λαντ, οι Κό­μη­τες του Ντόρ­σετ και του Σάλ­σμπε­ρι πα­ρέ­τασ­σαν στο Στραντ τις επι­βλη­τι­κές επαύ­λεις τους. Τα διά­φο­ρα κτή­ρια των με­γά­λων εται­ρειών φα­νε­ρώ­νουν το θάρ­ρος, τον δυ­να­μι­σμό, την τόλ­μη των δη­μιουρ­γών τους, ακρι­βώς όπως οι υπέ­ρο­χες κα­τοι­κί­ες του Κά­βε­ντις και του Πέρ­σι φα­νε­ρώ­νουν πα­ρό­μοιες ιδιό­τη­τες σε κά­ποια μα­κρι­νή κο­μη­τεία. Από τα σπλά­χνα των εμπό­ρων μας θα ξε­πη­δή­σουν οι Κά­βε­ντις και Πέρ­σι του μέλ­λο­ντος. Πράγ­μα­τι, οι με­γά­λοι λόρ­δοι της Όξ­φορντ Στριτ εί­ναι τό­σο με­γα­λό­ψυ­χοι, όσο κά­θε Δού­κας ή Κό­μης που σκόρ­πι­ζε χρυ­σό ή μοί­ρα­ζε ψω­μιά στους φτω­χούς μπρο­στά στις κα­γκε­λό­πορ­τές του. Μό­νο που η απλο­χε­ριά τους έχει δια­φο­ρε­τι­κή μορ­φή. Έχει τη μορ­φή διε­γερ­μέ­νης διά­θε­σης, προ­βο­λής, ψυ­χα­γω­γί­ας, πα­ρα­θύ­ρων που φω­τί­ζο­νται τη νύ­χτα, ση­μαιών που κυ­μα­τί­ζουν τη μέ­ρα. Μας προ­σφέ­ρουν τις τε­λευ­ταί­ες ει­δή­σεις χω­ρίς κό­στος. Η μου­σι­κή ξε­χύ­νε­ται από τις αί­θου­σες δε­ξιώ­σε­ών τους δω­ρε­άν. Δεν χρειά­ζε­ται να ξο­δέ­ψεις πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα σε­λί­νι, έντε­κα πέ­νες και τρία φαρ­δί­νια για να απο­λαύ­σεις όλη τη θαλ­πω­ρή που πα­ρέ­χουν οι ψη­λές και ευά­ε­ρες αί­θου­σες και τα απα­λά πα­χιά χα­λιά και η πο­λυ­τέ­λεια των ανελ­κυ­στή­ρων και η λάμ­ψη των υφα­σμά­των και των χα­λιών και του αση­μιού. Ο Πέρ­σι και ο Κά­βε­ντις δεν θα μπο­ρού­σαν να προ­σφέ­ρουν πε­ρισ­σό­τε­ρα. Τα δώ­ρα αυ­τά έχουν βέ­βαια ένα σκο­πό – να μας πεί­σουν να βγά­λου­με από τις τσέ­πες μας το σε­λί­νι και τις έντε­κα πέ­νες όσο πιο ανεν­δοί­α­στα γί­νε­ται· αλ­λά οι οι­κο­γέ­νειες του Πέρ­σι και του Κά­βε­ντις δεν ήταν γεν­ναιό­δω­ρες χω­ρίς να ελ­πί­ζουν σε κά­ποια αντα­πό­δο­ση, εί­τε αυ­τή ήταν η αφιέ­ρω­ση κά­ποιου ποι­η­τή εί­τε η ψή­φος του αγρό­τη. Και τό­σο οι πα­λιοί λόρ­δοι, όσο και οι νέ­οι αύ­ξα­ναν ση­μα­ντι­κά τον διά­κο­σμο και τη δια­σκέ­δα­ση της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής.

Δεν μπο­ρεί όμως να αμ­φι­σβη­τή­σει κα­νείς ότι αυ­τά τα πα­λά­τια της Όξ­φορντ Στριτ εί­ναι μάλ­λον ευά­λω­τες κα­τοι­κί­ες – ίσως κτή­μα­τα μάλ­λον πα­ρά μέ­ρη να δια­μέ­νεις. Νιώ­θει κα­νείς ότι περ­πα­τά πά­νω σε μια σα­νί­δα το­πο­θε­τη­μέ­νη πά­νω σε ατσά­λι­νους δο­κούς, και ότι ο εξω­τε­ρι­κός τοί­χος, πα­ρό­λη την πε­ρί­τε­χνη λί­θι­νη δια­κό­σμη­σή του, έχει μό­νο το πά­χος που χρειά­ζε­ται για να αντέ­χει τη δύ­να­μη του ανέ­μου. Ένα δυ­να­τό τσί­γκλι­σμα με τη μύ­τη μιας ομπρέ­λας μπο­ρεί κάλ­λι­στα να προ­κα­λέ­σει ανε­πα­νόρ­θω­τη ζη­μιά στο κτή­ριο. Πολ­λές μι­κρές αγροι­κί­ες που χτί­στη­καν για να στε­γά­σουν αγρό­τες ή μυ­λω­νά­δες, όταν στον θρό­νο ήταν η βα­σί­λισ­σα Ελι­σά­βετ, θα αντέ­χουν ακό­μη όταν τα πα­λά­τια αυ­τά θα έχουν κα­ταρ­ρεύ­σει. Οι πα­λιοί τοί­χοι των αγροι­κιών με τα δρύ­ι­να δο­κά­ρια τους και τις στέ­ρεα χτι­σμέ­νες τού­βλι­νες στρώ­σεις τους, εξα­κο­λου­θούν να προ­βάλ­λουν ισχυ­ρή αντί­στα­ση στα τρυ­πά­νια και τους σω­λή­νες που προ­σπα­θούν να ει­σα­γά­γουν τη σύγ­χρο­νη ευ­λο­γία του ηλε­κτρι­σμού. Οποια­δή­πο­τε μέ­ρα της εβδο­μά­δας όμως μπο­ρεί κα­νείς να δει την Όξ­φορντ Στριτ να εξα­φα­νί­ζε­ται από τα χτυ­πή­μα­τα της σκα­πά­νης κά­ποιου ερ­γά­τη κα­θώς αυ­τός ισορ­ρο­πεί επι­κίν­δυ­να πά­νω σ’ έναν σκο­νι­σμέ­νο πυρ­γί­σκο και γκρε­μί­ζει τοί­χους και προ­σό­ψεις με με­γά­λη ευ­κο­λία σαν να ήταν φτιαγ­μέ­νοι από κί­τρι­νο χαρ­τό­νι και γλά­σο ζά­χα­ρης.

Και πά­λι οι ηθι­κο­λό­γοι δα­χτυ­λο­δεί­χνουν πε­ρι­φρο­νη­τι­κά. Επει­δή τέ­τοια ισχνό­τη­τα, τέ­τοιες χάρ­τι­νες πέ­τρες και τέ­τοια σα­θρά τού­βλα αντα­να­κλούν, λέ­νε, την επι­πο­λαιό­τη­τα, την επι­δει­κτι­κό­τη­τα, τη βια­σύ­νη και την ανευ­θυ­νό­τη­τα της επο­χής μας. Ίσως όμως δεν έχουν δί­κιο να πε­ρι­φρο­νούν, όπως δεν θα εί­χα­με κι εμείς αν απαι­τού­σα­με από τον κρί­νο να εί­ναι φτιαγ­μέ­νος από μπρούν­τζο ή από τη μαρ­γα­ρί­τα να έχει πέ­τα­λα από άφθαρ­το σμάλ­το. Η γοη­τεία του σύγ­χρο­νου Λον­δί­νου έγκει­ται στο ότι δεν έχει κα­τα­σκευα­στεί για να διαρ­κέ­σει· εί­ναι χτι­σμέ­νο για να αφα­νί­ζε­ται. Οι γυά­λι­νες προ­σό­ψεις του, η δια­φά­νειά του, η πλημ­μύ­ρα των πο­λύ­χρω­μων επι­χρι­σμά­των δί­νουν μια δια­φο­ρε­τι­κή ευ­χα­ρί­στη­ση και πε­τυ­χαί­νουν έναν δια­φο­ρε­τι­κό στό­χο από αυ­τόν που επε­δί­ω­καν και προ­σπα­θού­σαν να πε­τύ­χουν οι πα­λιοί οι­κο­δό­μοι και οι εντο­λο­δό­τες τους, οι ευ­γε­νείς της Αγ­γλί­ας. Η πε­ρη­φά­νια τους απαι­τού­σε την ψευ­δαί­σθη­ση της μο­νι­μό­τη­τας. Η δι­κή μας, αντί­θε­τα, φαί­νε­ται ότι απο­λαμ­βά­νει ν’ απο­δει­κνύ­ει ότι μπο­ρού­με να κά­νου­με πέ­τρες και τού­βλα τό­σο εφή­με­ρα, όσο οι ίδιες μας οι επι­θυ­μί­ες. Δεν χτί­ζου­με για τους απο­γό­νους μας, που μπο­ρεί να ζουν πά­νω στα σύν­νε­φα ή κά­τω στη γη, αλ­λά για μας τους ίδιους και για τις δι­κές μας ανά­γκες. Γκρε­μί­ζου­με και ξα­να­χτί­ζου­με όπως προσ­δο­κού­με κι εμείς να γκρε­μι­στού­με και να ξα­να­χτι­στού­με. Εί­ναι μια πα­ρόρ­μη­ση που μας ωθεί να δη­μιουρ­γού­με και να γο­νι­μο­ποιού­με. Η όρε­ξη για ανα­κα­λύ­ψεις αυ­ξά­νε­ται και η ικα­νό­τη­τα για εφευ­ρέ­σεις οξύ­νε­ται.

Τα μέ­γα­ρα της Όξ­φορντ Στριτ αγνο­ούν αυ­τό που φαι­νό­ταν κα­λό στους Έλ­λη­νες, στον Ελι­σα­βε­τια­νό, στον ευ­γε­νή του δέ­κα­του όγδο­ου αιώ­να· γνω­ρί­ζουν μέ­χρι τα μύ­χια τους ότι αν δεν επι­νοη­θεί μια αρ­χι­τε­κτο­νι­κή που με τέ­λειο τρό­πο δεί­χνει τις θή­κες καλ­λυ­ντι­κών, τα φο­ρέ­μα­τα από το Πα­ρί­σι, τις φτη­νές κάλ­τσες και το βά­ζο με άλα­τα μπά­νιου, τα μέ­γα­ρά τους, τα αρ­χο­ντι­κά και τα αυ­το­κί­νη­τά τους και οι μι­κρές βί­λες στο Κρόι­ντον και στο Σούρ­μπι­τον, όπου ζουν οι υπάλ­λη­λοι των κα­τα­στη­μά­των τους, όχι και τό­σο άσχη­μα τε­λι­κά, με γραμ­μό­φω­νο και ρά­διο, και με χρή­μα­τα για κι­νη­μα­το­γρά­φο – όλα αυ­τά θα κα­ταρ­ρεύ­σουν. Συ­νε­πώς εκτεί­νουν την πέ­τρα με τρό­πο φα­ντα­στι­κό· ανα­κα­τώ­νουν βά­ναυ­σα και με τρό­πο που προ­κα­λεί άγρια σύγ­χυ­ση την αι­σθη­τι­κή της Ελ­λά­δας με αυ­τή της Αι­γύ­πτου, της Ιτα­λί­ας, της Αμε­ρι­κής· και επι­χει­ρούν με θρά­σος να δη­μιουρ­γή­σουν έναν αέ­ρα πο­λυ­τέ­λειας, χλι­δής, στην προ­σπά­θειά τους να πεί­σουν τους πά­ντες ότι εδώ η αιώ­νια ομορ­φιά, πά­ντα φρέ­σκια, πά­ντα νέα, πο­λύ φτη­νή και προ­σι­τή σε όλους ανα­βρύ­ζει κά­θε μέ­ρα από ένα αστεί­ρευ­το πη­γά­δι. Η απλή σκέ­ψη της ηλι­κί­ας, της στα­θε­ρό­τη­τας, της με­γά­λης διάρ­κειας εί­ναι απε­χθής στην Όξ­φορντ Στριτ.

Συ­νε­πώς, εάν ο ηθι­κο­λό­γος επι­λέ­ξει να κά­νει τον απο­γευ­μα­τι­νό του πε­ρί­πα­το σ’ αυ­τόν τον συ­γκε­κρι­μέ­νο δρό­μο πρέ­πει να ρυθ­μί­σει την ακοή του έτσι ώστε να συλ­λαμ­βά­νει κά­ποιες πα­ρά­ξε­νες, πα­ρά­ται­ρες φω­νές. Πά­νω από τη φα­σα­ρία από τα φορ­τη­γά και τα λε­ω­φο­ρεία μπο­ρού­με να τις ακού­σου­με να κλαί­νε. Ένας θε­ός ξέ­ρει, λέ­ει ο άν­θρω­πος που που­λά­ει χε­λώ­νες, πό­σο πο­νά­ει το χέ­ρι μου· η πι­θα­νό­τη­τα να που­λή­σω μια χε­λώ­να εί­ναι μι­κρή. Αλ­λά δεν το βά­ζω κά­τω! Όλο και κά­ποιος αγο­ρα­στής μπο­ρεί να φα­νεί· το αν βρω κρε­βά­τι να κοι­μη­θώ από­ψε εξαρ­τά­ται από αυ­τό· οπό­τε πρέ­πει να συ­νε­χί­σω, αρ­γά αρ­γά, όσο η αστυ­νο­μία επι­τρέ­πει να σπρώ­χνω το κα­ρό­τσι μου στην Όξ­φορντ Στριτ από την αυ­γή μέ­χρι το σού­ρου­πο. Η αλή­θεια εί­ναι, λέ­ει ο εξαι­ρε­τι­κός έμπο­ρας, ότι δεν σκέ­φτο­μαι να μυ­ή­σω τον κό­σμο σ’ ένα υψη­λό­τε­ρο επί­πε­δο αι­σθη­τι­κής ευαι­σθη­σί­ας. Κα­τα­κου­ρά­ζε­ται το μυα­λό μου να σκέ­φτο­μαι πώς μπο­ρώ να πα­ρου­σιά­ζω τα προ­ϊ­ό­ντα μου, ώστε η σπα­τά­λη χώ­ρου να εί­ναι ελά­χι­στη και η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα μέ­γι­στη. Πρά­σι­νοι δρά­κοι στην κο­ρυ­φή των κο­ριν­θια­κών κιό­νων μπο­ρεί να βοη­θούν· ας το δο­κι­μά­σου­με. Πα­ρα­δέ­χο­μαι, λέ­ει η κυ­ρία της με­σο­α­στι­κής τά­ξης, ότι τρι­γυ­ρί­ζω και κοι­τά­ζω και πα­ζα­ρεύω και προ­σπα­θώ να ρί­ξω την τι­μή και ψα­χου­λεύω σε όλα τα κα­λά­θια με ρε­τά­λια με τις ώρες. Ξέ­ρω ότι τα μά­τια μου απο­κτούν μια δυ­σά­ρε­στη γυα­λά­δα και χυ­μάω και αρ­πά­ζω ό,τι βρω με απο­κρου­στι­κή απλη­στία. Ο άντρας μου όμως εί­ναι απλός τρα­πε­ζι­κός υπάλ­λη­λος· δια­θέ­τω μό­νο δε­κα­πέ­ντε λί­ρες τον χρό­νο για ρού­χα· έρ­χο­μαι έτσι εδώ και τρι­γυ­ρί­ζω και χα­σο­με­ρώ και κοι­τά­ζω και δεί­χνω, αν μπο­ρώ, κα­λά ντυ­μέ­νη όσο και οι γει­τό­νισ­σές μου. Εί­μαι κλέ­φτρα, λέ­ει μια γυ­ναί­κα του ίδιου κύ­κλου, και επι­πλέ­ον κυ­ρία ελα­φρών ηθών. Αλ­λά δεν εί­ναι κα­θό­λου εύ­κο­λο να βου­τή­ξεις μια τσά­ντα από κά­ποιο γκι­σέ χω­ρίς να σε δει ο πε­λά­της· και τε­λι­κά μπο­ρεί αυ­τή να πε­ριέ­χει μό­νο ένα ζευ­γά­ρι γυα­λιά και πα­λιά ει­σι­τή­ρια λε­ω­φο­ρεί­ου. Εμπρός, λοι­πόν!

Χί­λιες τέ­τοιες φω­νές ηχούν πά­ντα δυ­να­τά στην Όξ­φορντ Στριτ. Όλες εί­ναι τε­τα­μέ­νες, όλες εί­ναι αλη­θι­νές, όλες πιέ­ζο­νται να βγουν από αυ­τούς που φω­νά­ζουν εξαι­τί­ας της ανά­γκης τους να κερ­δί­σουν τα προς το ζην, να βρουν ένα κρε­βά­τι, να επι­πλεύ­σουν με κά­ποιο τρό­πο στην ορ­μη­τι­κή, αδιά­φο­ρη, αμεί­λι­κτη πα­λίρ­ροια του δρό­μου. Ακό­μη και ένας ηθι­κο­λό­γος που πρέ­πει να υπο­θέ­σου­με, αφού μπο­ρεί και ονει­ρεύ­ε­ται όλο το από­γευ­μα, εί­ναι ένας άντρας με χρή­μα­τα στην τρά­πε­ζα – ακό­μη και ένας ηθι­κο­λό­γος πρέ­πει να πα­ρα­δέ­χε­ται ότι αυ­τός ο φα­ντα­χτε­ρός, πο­λύ­βουος, ακα­λαί­σθη­τος δρό­μος μας θυ­μί­ζει ότι η ζωή εί­ναι αγώ­νας, ότι κα­νέ­να κτή­ριο δεν πα­ρα­μέ­νει άφθαρ­το, ότι κά­θε επί­δει­ξη εί­ναι μά­ταιη. Και απ’ όλα αυ­τά μπο­ρού­με να συ­μπε­ρά­νου­με – αλ­λά μέ­χρις ότου κά­ποιος επι­τή­δειος κα­τα­στη­μα­τάρ­χης κα­τε­βά­σει την ιδέα ν’ ανοί­ξει κε­λιά για μο­να­χι­κούς στο­χα­στές με πα­ρα­πε­τά­σμα­τα από πρά­σι­νο βε­λου­τέ και εφο­δια­σμέ­να με αυ­τό­μα­τες πυ­γο­λα­μπί­δες και λί­γους γνή­σιους σκό­ρους του θα­νά­του για να οδη­γούν σε σκέ­ψη και στο­χα­σμό, εί­ναι μά­ταιο να προ­σπα­θεί κα­νείς να κα­τα­λή­ξει σε κά­ποιο συ­μπέ­ρα­σμα για την Όξ­φορντ Στριτ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: