Απόσπασμα από την εν προόδω μετάφραση των «Τριών ποιημάτων»

Ο Τζον Άσμπερι. Θεσσαλονίκη 1997
Ο Τζον Άσμπερι. Θεσσαλονίκη 1997 / φωτ. Βασίλης Παπαγεωργίου


Το νέο πνεύμα

Σκέφτηκα ότι αν μπορούσα να τα καταγράψω όλα θα ήταν μια καλή λύση. Και μετά έκανα τη σκέψη ότι αν τα παρέλειπα όλα θα ήταν μια άλλη, και πιο αληθινή, λύση.
            καθαροπλυμένη θάλασσα
                                                                        Τα λουλούδια ήταν.

Αυτά είναι παραδείγματα παράλειψης. Καθώς όμως τα ξεχνάμε κάτι άλλο έρχεται γρήγορα και παίρνει τη θέση τους. Όχι η αλήθεια ίσως, αλλά – εσύ. Εσύ είσαι αυτός που το έκανε αυτό, άρα είσαι αληθινός. Η αλήθεια όμως πέρασε και πάει
                                                                        να τα διχάσει όλα.

Έχω ξυπνήσει; Ή είναι ύπνος πάλι αυτό; Μια άλλη μορφή ύπνου; Δεν έχουν περίγραμμα οι συσσωρευμένες μέρες που έρχονται. Είναι απρόσωπες σαν βουνά που οι κορυφές τους είναι κρυμμένες σε σύννεφα. Η μέση του ταξιδιού, πριν οι θίνες αντιστραφούν: τόπος ιδανικής ησυχίας.

Είσαι ο ήρεμος κόσμος μου. Αυτή είναι η ευτυχία μου. Να στέκομαι, να προχωρώ μέσα του. Το κόστος είναι τεράστιο. Υπερβολικό για μια ζωή.

Υπάρχουν κάποιες παλιές φωτογραφίες που δείχνουν το συμβάν. Φαίνεται λογικό να στέκομαι εκεί, να περνώ. Οι άνθρωποι που είναι εκεί – λίγοι, ενάντια σ’ αυτή τη μεριά του αέρα. Έγνεψαν, έγνεφαν. Εσύ στρέφεσαι κατά του εαυτού σου σαν φύλλο και χάνεις την τρίτη και τελευταία ευκαιρία. Δεν υποφέρουν όπως υποφέρουν οι άνθρωποι. Πράγματι. Αλλά είναι η τελευταία σου ευκαιρία, αυτή τη φορά, η τελευταία ευκαιρία να ξεφύγεις από το κουβάρι

των αντιφάσεων που είναι βαρύτερο από τη βαρύτητα και τα ισοπεδώνει όλα. Και τίποτε να μη μένει ανολοκλήρωτο.

Ο νόμος επιβάλλει να σκεφτόμαστε τώρα. Το να σκέφτεσαι γίνεται νόμος, το όνειρο μικρών και μεγάλων ομοίως που κινούνται μαζί εκεί που οι σκοτεινές μάζες είναι σε σύγχυση. Πρέπει να πιούμε τη σύγχυση, να δοκιμάσουμε εκείνη την άλλη, τη συντονισμένη σκοτεινή προσπάθεια που ωθεί όχι στο φως, αλλά προς ένα ρεύμα υγρού, κολλώδη αέρα. Έχουμε καταφέρει να εισχωρήσουμε στο νόημα του τάφου. Η πράξη όμως εξακολουθεί να προτείνεται, εδώ μπροστά μας,

χρειάζεται να προφερθεί. Ν’ αυτοδιατυπωθεί γύρω από αυτή την κούφια, άδεια σφαίρα… Να είναι η ανάσα σου όπως μπαίνει μέσα σου και εξωθείται. Τότε, αθόρυβα, θα είναι σαν αντικείμενα τοποθετημένα στη σειρά πάνω σε τοίχο: ηλεκτρικές συστοιχίες σε γυάλινα δοχεία, μια σκουριασμένη τροχαλία, άμορφα ξύλινα κιβώτια, ένα ανοιχτό κουτί με γράσο για άξονες, δυο κομμάτια από σωλήνα… Βλέπουμε αυτή τη στιγμή από έξω σαν από μέσα. Δεν χρειάζεται να παρουσιάσουμε αποδείξεις. Είναι αστείο… Το κρύο, εξωτερικοί παράγοντες βρίσκονται επιτέλους μέσα μας, μεγαλώνουν μέσα μας για να βελτιωθούμε, δεν ζητούν τίποτε, ούτε καν μια επετειακή σκέψη. Και τι απέγινε αυτό που υπήρχε εκεί πριν;

Αυτό παίρνει μορφή στη νέα συγχώνευση, σαν προγονικά χαμόγελα, κοινές αναμνήσεις, φέρνοντας στη μνήμη πώς ακριβώς το φως στεκόταν πάνω στο νερό τη φορά εκείνη. Αλλά είναι επίσης και κάτι νέο. Έξω – δεν το ακούς; – η κυκλοφορία, τα δέντρα, τα πάντα πλησιάζουν. Για να καταλήξουν, το ένα μέσα στο άλλο, κινούμενα προς τα πάνω σαν μεταμέλεια. Επειδή το ατέλειωτο ταξίδι για προσκύνημα δεν έχει σταματήσει. Μόνο που κινείστε και οι δυο με την ίδια ταχύτητα και δεν μπορείτε να αντιληφθείτε την κίνηση. Η οποία σε μεταφέρει πέρα, τρομακτικά γρήγορα, βαθιά στη σύγχυση, όπου το ποτάμι χύνεται στη θάλασσα. Το μέρος εκείνο που φαίνεται να είναι ακόμη πιο μακριά από την ακτή…

Δεν μπορεί να γίνει κάτι, πρέπει να μεγαλώσεις, ο εξωτερικός ρυθμός να επιταχύνεται όλο και περισσότερο, να περάσει τον ιδανικό ρυθμό των σφαιρών που έδειχνε να σου επιβάλλεται, που έδειχνε η εδραίωση του σπόρου σου και οι συνθήκες της ανάπτυξής του, προς τα πάνω, που θα καταλήξει μια μέρα σε φύλλα και καρποφορία και τελικό χυμό. Γιατί θα πρέπει να ξεπεραστεί… Η ταχύτητα μειώνεται τώρα, μπορούμε να δούμε γιατί έπρεπε να γίνει αυτό. Μας το περιέγραψαν παλιότεροι συγγενείς μας. Συνέβη πριν πολύ καιρό, αλλά έπρεπε να συμβεί, γι’ αυτό είμαστε τώρα εδώ και μιλάμε γι’ αυτό. Αν νομίζεις ότι παίρνεις περισσότερα απ’ όσα σου αναλογούν, μπορείς να μιλήσεις και γι’ αυτό. Ήταν ένα ελεύθερο βήμα, όπου όλοι έρχονταν για ν’ απαλλαγούν από αυτές τις εκνευριστικές αναμνήσεις, να ξεγυμνωθούν για τη νύχτα που έφτασε πριν από εμάς στο μέρος αυτό. Σίγουρα αυτός ήταν επίσης καιρός για δράση, όχι για συγκομιδή, γιατί τίποτε δεν είχε ωριμάσει, τίποτε δεν είχε φυτευτεί τότε… Ένας δραστήριος χρόνος με σφιγμένο μέτωπο και ρουθούνια πριν κοιμηθεί, που στριμωχνόταν στους κοντινούς σωρούς από κλαδιά και φύλλα, τα οποία με τη σειρά τους τον τσιγκλούσαν απαλά. Ένα κομμάτι και αυτό της πραγματικότητας. Αυτό δεν πρέπει επίσης να ξεχαστεί, είναι μάλιστα πολύ σημαντικό, αλλά θα φέρει η μνήμη τον εαυτό της στο σημείο ύπαρξης; Επειδή είναι πιο κουρασμένη απ’ οτιδήποτε άλλο. Κι έτσι εξαφανίζεται σαν το πρόσωπο σε ξεφουσκωμένο μπαλόνι, μεταμορφώνεται σε ρυτίδες, μόνιμες και απρόσωπες, αν και αυτό είναι διαστροφή από μόνο του.

Επειδή η ζωή είναι σύντομη
πρέπει να θυμόμαστε να της κάνουμε συνεχώς την ίδια ερώτηση
μέχρι η επαναλαμβανόμενη ερώτηση και η ίδια η σιωπή να γίνουν απάντηση
με λέξεις διαρρηγμένες και πιεσμένες στο στόμα
και η τελευταία σιωπή ν’ αποκαλύπτει την εσωτερική επένδυση
μέχρι τελικά αυτό το πράγμα να υπάρχει ξεχωριστά
σε κάθε επίπεδο του τοπίου και στον ουρανό
και στους ανθρώπους που άτολμα το κατοικούν
το κλειδωμένο όνομα για το οποίο είναι ανοιχτή, στη σκόνη και στο κενό σκέψεων
ακόμη και του θανάτου, η ασαφής πρώτη σκέψη που ξεκινάει μέσα σου και μετά δεν σταματά ποτέ.
Υπάρχουν τόσο πολλά συντρίμματα ζωής, και σαν τέτοια δεν μπορούν να διοχετευτούν
σε μια άλλη, χρήσιμη ουσία, αλλά δεν είναι αναγώγιμα
από αυτά τ’ αγριοκοιτάγματα και τις πέτρινες σιωπές και τις δυναμικές διαμαρτυρίες.
Είναι όμως το τοπίο σου, η απόδειξη ότι είσαι εκεί,
να το διαχειριστείς ή να χαθείς μέσα του,
όπου θα μπορούσαν να συμβούν οι σιωπηλές αλλαγές.

Μόλις έχει ξεκινήσει. Τώρα άρχισε να λειτουργεί και πάλι. Η επίσκεψη, είχε μήπως λίγο πολύ τελειώσει. Όχι, δεν είχε ξεκινήσει ακόμη, παρά μόνο σαν προπαρασκευαστικό όνειρο που έδειχνε να έχει την τραχιά υφή της ζωής, η οποία όμως ξέπεσε σε αστροφεγγιά, όπως όλες οι ανεπιθύμητες αναμνήσεις. Δεν μπορούσες να το κρατήσεις. Αλλά θα έπρεπε να χαιρόμαστε γι’ αυτό, κανείς δεν το χρειαζόταν πραγματικά, ωστόσο δεν ήταν εντελώς άχρηστο, μας έμαθε τα σχήματα της παρούσας αυτής αφυπνισμένης ζωής μας, τους τρόπους του απρόσιτου. Και οι κρίσεις του, αν και ακίνδυνες και παιχνιδιάρικες, ήταν ωστόσο η μορφή δήλωσης με την οποία κάθε κρίση θα γίνεται γνωστή. Γιατί δεν κρίνουμε για να μη μας κρίνουν, κρινόμαστε όμως παρ’ όλ’ αυτά, χωρίς να το προσέχουμε, ώσπου μια μέρα ξυπνάμε ένα διαφορετικό χρώμα, το χρώμα του φίλτρου των απόψεων και των ιδεών που όλοι έχουν στο μυαλό τους πάντα για μας. Και με τη μορφή αυτή πρέπει τώρα να προετοιμαστούμε να προσπαθήσουμε να ζήσουμε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: