Χάνοντας ταχύτητα

Η Samanta Schweblin (1978) είναι Αργεντίνα συγγραφέας, η οποία ζει τα τελευταία χρόνια στο Βερολίνο. Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων, μία νουβέλα και ένα μυθιστόρημα. Έχει κερδίσει πολυάριθμα υψηλού κύρους βραβεία σε όλο τον κόσμο και τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Το 2002, η Schweblin εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο, El núcleo del Disturbio, το οποίο βραβεύτηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Τεχνών της Αργεντινής. Το 2008, κέρδισε το βραβείο Casa de las Americas για τη συλλογή διηγημάτων της Pájaros en la boca. Η τρίτη συλλογή διηγημάτων της, Siete casas vacías (Επτά άδεια σπίτια, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Πατάκης 2021), εκδόθηκε το 2015. Η νουβέλα της Distancia de Rescate, (Απόσταση ασφαλείας, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Πατάκης 2019), μεταφρασμένη στα αγγλικά ως Fever Dream, κέρδισε το 2015 το βραβείο Tigre Juan και το 2017 το βραβείο Shirley Jackson για την καλύτερη νουβέλα, ενώ ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Man Booker 2017. Το 2019 ήταν υποψήφια για το Man Booker Interantional Prize για την αγγλική μετάφραση του Pájaros en la boca (Mouthful of Birds) από την Αμερικανίδα μεταφράστρια Megan McDowell. Το 2020 ήταν και πάλι υποψήφια για το Man Booker International Prize, για το Kentukis (Little Eyes), επίσης σε μετάφραση της McDowell. Η νουβέλα της Distancia de Rescate μεταφέρθηκε σε ταινία στο Netflix το 2021, σε σκηνοθεσία της Claudia Llosa και σενάριο που συνυπογράφουν η Llosa με τη συγγραφέα.


Χάνοντας ταχύτητα



Ο Τέγο έφτιαξε αυγά ομελέτα, αλλά όταν τελικά κάθισε στο τραπέζι και κοίταξε το πιάτο, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τα φάει.
«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησα.

Του πήρε λίγο χρόνο μέχρι να σηκώσει το βλέμμα από την ομελέτα.

«Ανησυχώ», είπε, «νομίζω πως χάνω ταχύτητα».

Κούνησε το χέρι του πέρα δώθε, με έναν αργό και βασανιστικό τρόπο, υποθέτω σκόπιμα, και έμεινε να με κοιτάζει, σαν να περίμενε την ετυμηγορία μου.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για τι πράγμα μιλάς», είπα, «ακόμα νυστάζω πάρα πολύ».

«Δεν είδες πόση ώρα μου πήρε για να απαντήσω στο τηλέφωνο; Να ανοίξω την πόρτα, να βάλω ένα ποτήρι νερό, να βουρτσίσω τα δόντια μου… Είναι ένας Γολγοθάς».

Υπήρξε μία εποχή που ο Τέγο πετούσε με σαράντα χιλιόμετρα την ώρα. Το τσίρκο ήταν ο ουρανός· εγώ έσερνα το κανόνι ώς το κέντρο της αρένας. Τα φώτα έκρυβαν το κοινό, αλλά ακούγαμε τις κραυγές. Οι βελούδινες κουρτίνες άνοιγαν και ο Τέγο έκανε την εμφάνισή του με το ασημένιο του κράνος. Σήκωνε τα χέρια του για να εισπράξει το χειροκρότημα. Η κόκκινη στολή του έλαμπε στην αρένα. Εγώ αναλάμβανα το μπαρούτι, ενόσω αυτός σκαρφάλωνε και έχωνε το αδύνατο κορμί του μες στο κανόνι. Τα τύμπανα της ορχήστρας σήμαιναν τη σιωπή και όλα πλέον ήταν στα χέρια μου. Το μόνο που ακουγόταν τότε ήταν τα πακέτα με το ποπ κορν και κάποιος νευρικός βήχας. Έβγαζα από τις τσέπες μου τα σπίρτα. Τα κουβαλούσα σε ένα ασημένιο σπιρτόκουτο, το οποίο κρατάω ακόμα. Ένα μικρό σπιρτόκουτο, αλλά τόσο γυαλιστερό, που μπορούσε κανείς να το δει από το τελευταίο σκαλί της κερκίδας. Το άνοιγα, έβγαζα το σπίρτο και το ακουμπούσα στο γυαλόχαρτο που υπήρχε στο κάτω μέρος του σπιρτόκουτου. Εκείνη τη στιγμή όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω μου. Με μία γρήγορη κίνηση, η φλόγα ξεπηδούσε. Άναβα το σκοινί. Ο ήχος από τους σπινθήρες απλωνόταν προς όλες τις πλευρές. Εγώ έκανα μερικά θεατρινίστικα βήματα προς τα πίσω, δίνοντας την εντύπωση ότι κάτι τρομερό θα συνέβαινε –το κοινό κοίταζε προσηλωμένο το φλεγόμενο φιτίλι–, και ξαφνικά: Μπουμ. Και ο Τέγο, ένα κατακόκκινο, λαμπερό βέλος, εκτοξευόταν με πλήρη ταχύτητα.

Ο Τέγο έκανε στην άκρη την ομελέτα και σηκώθηκε με δυσκολία από την καρέκλα. Ήταν χοντρός, και ήταν γερασμένος. Βαριανάσαινε με κόπο, επειδή η σπονδυλική του στήλη πίεζε δεν ξέρω κι εγώ τι από τους πνεύμονές του, και κινούνταν στην κουζίνα, χρησιμοποιώντας τις καρέκλες και τον πάγκο για να στηριχθεί, σταματώντας κάθε τόσο για να σκεφτεί, ή για να ξαποστάσει. Μερικές φορές αναστέναζε και συνέχιζε. Βάδισε αθόρυβα ώς το κατώφλι της κουζίνας και κοντοστάθηκε.

«Εγώ, πάντως, νομίζω πως χάνω ταχύτητα», είπε.

Κοίταξε την ομελέτα.

«Νομίζω πως πεθαίνω».

Μετακίνησα το πιάτο προς τη δική μου πλευρά του τραπεζιού, μόνο και μόνο για να τον εκνευρίσω.

«Αυτό συμβαίνει όταν δεν είσαι πια καλός σε αυτό που ήσουν ο καλύτερος», είπε. Κι εγώ αυτό σκεφτόμουν, πως πεθαίνεις.

Δοκίμασα την ομελέτα αλλά είχε ήδη κρυώσει. Αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα που κάναμε. Μετά από αυτό, έκανε τρία αδέξια βήματα προς το σαλόνι και έπεσε νεκρός στο πάτωμα.

Μία δημοσιογράφος κάποιας τοπικής εφημερίδας έρχεται να μου πάρει συνέντευξη λίγες μέρες αργότερα. Της υπογράφω μία φωτογραφία για το άρθρο, στην οποία είμαστε με τον Τέγο δίπλα στο κανόνι, αυτός με το κράνος και την κόκκινη στολή, εγώ στα μπλε, με το σπιρτόκουτο στα χέρια. Η κοπέλα είναι πανευτυχής. Ζητά να μάθει περισσότερα για τον Τέγο, με ρωτά αν υπάρχει κάτι ξεχωριστό που θα ήθελα να πω σχετικά με τον θάνατό του, αλλά εγώ δεν έχω όρεξη να μιλάω πλέον γι’ αυτό, και επιπλέον δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Καθώς δεν αποχωρεί, της προσφέρω κάτι να πιει.

«Καφέ;», ρωτάω.

«Και βέβαια!», λέει. Φαίνεται πρόθυμη να με ακούει μια αιωνιότητα.

Όμως εγώ, για να ανάψω τη φωτιά, τρίβω αρκετές φορές το σπίρτο πάνω στο ασημένιο μου σπιρτόκουτο, και δεν συμβαίνει τίποτα.

[ Το διήγημα, με τίτλο «Perdiendo velocidad», περιλαμβάνεται στο βιβλίο Pájaros en la boca (Lumen, 2010) ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: