Δύο ποιήματα

Μετάφραση: Θεοδόσης Κοντάκης


O Νούνο Ζούντισε (Nuno Júdice, Αλγκράβε 1949) θεωρείται ως ο κορυφαίος εν ζωή Πορτογάλος ποιητής. Είναι, επίσης, γνωστός πεζογράφος και κριτικός. Σπούδασε Ρωμανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λισαβώνας και εργάσθηκε ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σήμερα, είναι καθηγητής στην Universidade Nova (Λισαβώνα). Το 1997 διορίστηκε μορφωτικός ακόλουθος της Πορτογαλίας στο Παρίσι και αντιπρόσωπος του Ινστιτούτου Καμόενς (Ιδρύματος για τη διάδοση της πορτογαλικής γλώσσας και πολιτισμού στο εξωτερικό). Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1972. Ακολούθησαν γύρω στις είκοσι. Για το ποιητικό του έργο έχει λάβει πολλά βραβεία, στη χώρα του και διεθνώς. Στην ποίηση του Ζούντισε ανιχνεύεται συχνά μια μεταφυσική ή αλληγορική διάσταση, η οποία όμως παραμένει εντέλει σκοτεινή, αινιγματική και ανεξιχνίαστη. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημάτου Εις τους αιώνας των αιώνων σε μτφρ. του Νίκου Πρατσίνη (εκδ. Λαγουδέρα 2006).

Δύο ποιήματα

Παρακμή

Όταν η Ρώμη υπέκυψε στων Βαρβάρων την επίθεση,
τα άκρα της Αυτοκρατορίας ακόμα κρατούσαν. Πράγματι,
η είδηση πήρε βδομάδες να φτάσει∙ κι εξίσου
δούλοι κι αφεντάδες νομίζανε πως ο Αυτοκράτωρ
είχε ακόμα την εξουσία, πως ο κόσμος δεν ταλαντευότανε
στους άξονές του, κι ότι ο ήλιος που ερχόταν από την Ανατολή
δεν είδε τίποτε το νέο στη διαδρομή του. «Γιατί να τα κρατήσουμε
τ’ απαρασάλευτα σχήματα του παρελθόντος;», ρωτήσαν,
όταν ο αγγελιοφόρος με σχισμένα τα ενδύματα κραύγασε
την τρομερή είδηση. Οι γυναίκες σιωπούσαν∙ εξόν από κείνη
που έκλαιγε ώσπου να πέσει η νύχτα, κι έπειτα
έφυγε και ποτέ δε μαθεύτηκε τίποτα γι’ αυτήν. Οι άνδρες
κοιτούσανε κατά τη θάλασσα, σα να ’ταν εκεί κάποια λύση.

Όταν ένας κόσμος τελειώσει, δεν είναι μονάχα το κενό που
γεμίζει τις καρδιές με το βάρος του της αμφιβολίας∙
εξίσου καταρρέουν οι λέξεις μέσα στον νου
που αναρωτά το παρελθόν. Κι απ’ όποια πλευρά
και να τον κοιτάξει κανείς, μοιάζει ο ορίζοντας να κλείνει∙
μοναχά η γη, που ακόμα προσδοκά τις πρώτες τις βροχές
του φθινοπώρου, προσφέρει ως απόκριση μια σιωπή ξηρή,
την εικόνα των ριζών που τις τσάκισε το καλοκαίρι, και
μιαν ανάπαυση μες στα λαγούμια που ανοίξανε τα ζώα
καθώς ψάχνανε καταφύγιο για της νύχτας την πολιορκία.




Ναι, υπήρξα προφήτης

Βιώνω την επαφή με σκιές,
τη ζάλη από τον αναβρασμό των ερειπίων, των φύλλων
που παίρνουνε την παρθένα μορφή του κορμού. Κατάλυμα είμαι πια,
κατοικημένο απ’ του πνεύματος τις διάφορες κατευθύνσεις, ακουστό
απ’ τα βάθη του ανθρώπινου φρέατος: τόνος φωνής
που πολλαπλασιάζει την ξέπνοη αντίφαση των νοσταλγιών. Μου είπαν:
«— Ψάξε μες στη χορεία των νεκρών τον πρώτο βαθμό
ευτυχίας∙ στη μανία κείνων που ψαρεύουνε στρείδια
ένα έσχατο ουρλιαχτό πόνου…» και τα λόγια φτάσαν ως εμένα
μέσ’ από θόρυβο, με βαριάν ανάσα, με θανάτου ρόγχο
αρχέγονο. Κατόπιν, είδα το τέλος: την ελικοειδή πτώση των άστρων,
το πρόσωπο από πάγο γαλανό, τον ρόχθο των κυμάτων να ξεβράζει
την εικόνα μιας κοιλιάς σχισμένης ως τα σωθικά. Εξορκισμός κανένας
δεν μου ξανάδινε τη δύναμη. Μπήκα στων υπνοβατών την πομπή,
ενώνοντας τη φωνή μου με τον κοινό στεναγμό. « — Ποιος είναι;»
«— Ο σιωπηλός ποιητής, που φέρει αρχαιόθεν άφεσιν αμαρτιών.»
Κι εκείνοι σχολίασαν:

«Σε τι μας ωφελεί τώρα;…» Κι η θάλασσα εφούσκωσε
σαν τα σύννεφα το δείλι! Ανάμεσα στους ανθρώπους είν’ ακόμα κάποιος που θυμάται: ο μεθυσμένος αφηγητής ιστοριών, ο μουσικός
ο τυφλός των πανηγυριών, η τρελή μάντισσα. Τα παιδιά
μας πετροβολούνε στην είσοδο του χωριού. Ένα απ’ αυτά φάνηκε,
ένα πρωινό, να επιπλέει στο κανάλι

και τα μάτια του είδαν τα πάντα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: