Σχόλια με αφορμή μια κυρτή φωτογραφία

Βασίλης Παπαγεωργίου, Κένεθ Κοκ, Τζον Άσμπερι. Θεσσαλονίκη 1997. Φωτο. Krystyna Mazur
Βασίλης Παπαγεωργίου, Κένεθ Κοκ, Τζον Άσμπερι. Θεσσαλονίκη 1997. Φωτο. Krystyna Mazur

Παρατηρώντας για ώρα μια φωτογραφία με τον Τζον Άσμπερι, τον Κένεθ Κοκ και τον Βασίλη Παπαγεωργίου πίσω στο 1997 στη Θεσσαλονίκη, βυθισμένος στη σκέψη ενός συλλογικού παρελθόντος κι ενός κοίλου μέλλοντος, επανέρχομαι στην ερεβώδη, περιδινούμενη ποιητική πρόζα του Τζον Άσμπερι: Μερικά δέντρα, Τρία ποιήματα, Κορίτσια σε φυγή, Συρμός-σκιά, Ο άντρας με το κόκκινο καπέλο, και φυσικά η Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο, και τόσα άλλα.
Σκέφτομαι πως η γλώσσα του Άσμπερι διαμορφώνει τη σχέση μας τόσο με την εσωτερική όσο και με την εξωτερική πραγματικότητα – ως οριακή πτυχή μιας μεταμοντέρνας γραφής.
Η γλώσσα μέσα στην γλώσσα – όμως και η τέχνη από την τέχνη.

Όπως το έφτιαξε ο Παρμιτζιανίνο, το δεξί χέρι
Μεγαλύτερο από το κεφάλι, να ορμάει στον θεατή
Και ύστερα να αποτραβιέται αβίαστα, σα να θέλει να προστατεύσει
Αυτό που διατρανώνει. Μερικά μολύβδινα πλαίσια τζαμιών,
Παλιά δοκάρια, γούνα, πλισαρισμένη μουσελίνα, ένα κοραλλένιο δαχτυλίδι
Ενώνονται σε μια κίνηση που στηρίζει το πρόσωπο, καθώς κολυμπάει
Μπρος – πίσω όπως το χέρι
Σε στάση ανάπαυσης, ωστόσο.

(Τζον Άσμπερι,Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, Νεφέλη 1999, 17)

Η Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο, εξετάζει τρόπον τινά τη σχέση μεταξύ υποκειμενικότητας, αναπαράστασης και πραγματικότητας. Ποίηση διαστάσεων χώρου και χρόνου. Ποίηση της Νέας Υόρκης. Ποίηση παγκόσμια. Ποίηση στη δική μου Θεσσαλονίκη.
Σε ένα κείμενο που ξεδιπλώνει με συνέπεια τη δική του δημιουργία και ξεπερνά τα όρια της ποίησης, της αφήγησης, του ιστορικού ανέκδοτου και της ενδοσκόπησης – λαμβάνοντας κομμάτια της ιστορίας της τέχνης, της οπτικής και της ποιητικής θεωρίας.
Ο Άσμπερι σκέφτεται την κρίση των μορφών και τη θέση του υποκειμένου μέσα στη γλώσσα. Αυτό υπονοείται στη στιλπνότητα του ποιητή για το αναπόφευκτο της γλώσσας και της αναπαράστασης – και για την απόσταση που διαχωρίζει την πραγματικότητα από οπτικές και λεκτικές μορφές, στον ακόλουθο υπαινιγμό για τον πίνακα του Παρμιτζιανίνο (1523) και για το δικό του ποίημα.
Στην πραγματικότητα δεν σκέφτεται τόσο, πιο πολύ βιώνει γράφοντας, εισέρχεται σε άγνωστες περιοχές του ανθρώπινου ψυχισμού σε χρόνο παρόντα.
Ο Άσμπερι είναι παγκόσμιος και ολιστικός ποιητής. Είναι το σύνολο των ιδιοτήτων του. Συγγραφέας, κριτικός τέχνης, δοκιμιογράφος, ποιητής. Περιηγείται μέσα στις μεταφορές του με έναν στοχασμό της γλώσσας που οδηγεί στον ανθρωπισμό. Κινείται άνετα μέσα στην διακειμενικότητα της ποίησής του. Κινείται στην κυρτή φωτογραφία που παρατηρώ. Αλλάζει θέσεις συλλαμβάνοντας την πιο απίθανη λεπτομέρεια. Ο Άσμπερι είναι μέρος της αισθητικής των κολάζ του. Ξαφνικά, εκείνη η ανεπαίσθητη βοή των κυμάτων έρχεται να εκτοπίσει την γλώσσα του σε έναν τόπο παρακείμενο του εαυτού της.
Μια στάση στο λιμάνι, έξω από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ο Άσμπερι σίγουρα πέρασε από εδώ, σκέφτομαι· ο Άσμπερι υπονοεί. Η γλώσσα του δεν είναι μόνο η αδιαφάνειά της, αλλά και το γεγονός ότι αυτή ακριβώς η αδιαφάνεια δείχνει προς αυτό που βρίσκεται πέρα ​​από τη γλώσσα και πέρα ​​από την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας της πραγματικότητας του υποκειμένου μέσω της γλώσσας. Η γλώσσα του είναι μια ανερμήνευτη τοπογραφία –ιδωμένη μέσα από το άλλοτε κοίλο, άλλοτε κυρτό φασματοσκόπιο των οντολογικών του σχημάτων.
Η σχέση μεταξύ πραγματικότητας και γλώσσας στο ποίημα: συναντώντας τις τυπικές και υπαινικτικές ιδιότητες της Αυτοπροσωπογραφίας του Παρμιτζιανίνο, η εσωτερική φωνή συνειδητοποιεί ότι οι μορφές ελκύουν την πραγματικότητα, συχνά αποκλείοντας το φως των πραγμάτων που εισέρχεται μέσα τους. 
Με την γλώσσα και τη μορφή, η δυσδιάκριτη ποιητική του Άσμπερι αρχίζει να γίνεται αντιληπτή σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα.
Οι δύσκολες αισθητικές μορφές του ποιητή, αν και κατακερματισμένες, προσπαθούν να πετύχουν μα νέα σύνδεση με τον κόσμο – και κατ’ επέκταση με τον αναγνώστη. Ή μήπως το πετυχαίνουν εξαιτίας αυτού του κατακερματισμού τους;
Η ασυμφωνία της κλίμακας που προκαλείται από το στρεβλωτικό αποτέλεσμα του κυρτού καθρέφτη στην «Αυτοπροσωπογραφία» του Παρμιτζιανίνο, γίνεται μια μεταφορά για την ασύμβατη σχέση μεταξύ ποίησης-εικόνας, καθώς και μια μεταφορά για την αυθαίρετη σχέση μεταξύ πραγματικότητας και μορφής. Μια σχέση που μπορεί επίσης να λάβει μια ανταγωνιστική μορφή. Η ποίηση του Άσμπερι σε πολλά σημεία βλέπεται παρά διαβάζεται.


Και όπως δεν υπάρχουν λέξεις για την επιφάνεια, δηλαδή,
Δεν υπάρχουν λόγια για να πω αυτό που πραγματικά είναι, ότι δεν είναι
Επιφανειακός αλλά ορατός πυρήνας, τότε υπάρχει
Δεν υπάρχει διέξοδος από το πρόβλημα της παθολογίας έναντι της εμπειρίας. […]
Είναι όμως σίγουρο ότι
Αυτό που είναι όμορφο φαίνεται τόσο μόνο σε σχέση με ένα συγκεκριμένο
Η ζωή, βιωμένη ή όχι, διοχετεύτηκε σε κάποια μορφή
Βυθισμένος στη νοσταλγία ενός συλλογικού παρελθόντος
.
(Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο, 48)


Απλώνοντας στον ήλιο της παλιάς παραλίας μια σειρά φωτογραφιών που μου εμπιστεύτηκε ο Βασίλης Παπαγεωργίου παρατηρώ την διάθλαση του φωτός πάνω στο πρόσωπο του Τζον Άσμπερι. Συγκεκριμένα στα γυαλιά του. Το φως λαμπυρίζει πάνω στις απεικονίσεις. Τα πρόσωπα αλλάζουν μορφή, αλλοιώνονται, παραλλάσσονται, μεταμορφώνονται. Πρόσωπα ενός κατακερματισμένου κόσμου. Ο καθαρός ήχος της εικόνας στην ποίηση του Άσμπερι, διαρρηγνύοντας γραμματικούς τύπους και στερεότυπα.
Μπροστά στο κάτοπτρο του ποιητή, το απόγευμα μοιάζει θρυμματισμένο, παραμορφωμένο, αποδομημένο. Καταφεύγει σε μια δαιδαλώδη ονειρική ουτοπία, όχι ως απόδραση από το πραγματικό, αλλά για να καταγράψει το ποίημα μέσω μεταφορών. Για να οικοδομήσει ένα παρόν πιο τελειωμένο και άρτιο, – όντας ασχημάτιστο, όπως ακριβώς το όνειρο.
Το κρεσέντο του τέλους είναι το ατελές δημιούργημα μιας στιγμιαίας παραδοχής της ανθρώπινης τραγικής μοίρας. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός φτιαγμένος από εμπράγματα υλικά, που πάσχει και παθαίνεται διαρκώς. 

Οι λέξεις είναι μόνο speculation
(Aπό το λατινικό speculum, κάτοπτρο):
Ψάχνουν και δεν μπορούν να βρουν το νόημα της μουσικής.
Βλέπουμε μόνο τις στάσεις του ονείρου,
Αναβάτες της κίνησης που στρέφοντας το πρόσωπο
Το φανερώνει στον βραδινό ουρανό, χωρίς ψεύτικες
Συσπάσεις ως απόδειξης αυθεντικότητας.
Αλλά είναι ζωή παγιδευμένη σε μια σφαίρα.
Θα ήθελε κανείς να βγάλει το χέρι του
Έξω από τη σφαίρα, όμως το μέγεθός της,
Και ό,τι τη στηρίζει, δεν το επιτρέπει.
(Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο, 72)

Φαντάζομαι τον Άσμπερι να περιδιαβαίνει μαζί με τον Κοκ και τον Παπαγεωργίου στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, να χάνεται στα χρώματα και στις μυρωδιές ενός γήινου εγκόσμιου απογεύματος που τον περιβάλλει. Να επιστρέφει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διαμένει. Να εστιάζει στο άπειρο μέσα από τον κοίλο καθρέφτη και το βλέμμα του να συναντά την γέννηση ενός ποιητικού γεγονότος που εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη ή στη Νέα Υόρκη. Μια θεμελιώδης παρόρμηση που συμβαίνει εδώ και τώρα.
Ο Άσμπερι γράφοντας το ποίημα βρίσκεται ήδη στην επόμενη στιγμή. Δεν είναι σίγουρο ότι καταγράφει αυτό που βλέπει. Όμως σίγουρα, ό,τι γράφει δημιουργείται μπροστά του. Αποκαλύπτεται στον αναγνώστη ένα εδώ που είναι πιο κοντά στο μέλλον. Μια στιγμή διαύγειας σε μια μεγαλούπολη ξένη, μα τόσο δική του.
Φορώντας το κομψό σακάκι που αγοράζει από τον περίφημο «Καρούζο» στην Τσιμισκή, απαθανατίζεται στην φωτογραφία από τον Βασίλη Παπαγεωργίου. Το σακάκι μοιάζει με φθινόπωρο. Η ποίησή του σχεδόν άνοιξη. Η γραφή του είναι βιωμένη. Είναι χρόνος μιας ποίησης υψηλής που κοιμάται στον δρόμο.
Απομονώνω για λίγο το πρόσωπό του Άσμπερι από την υπόλοιπη εικόνα. Στο περιθώριο του ποιήματος που αυτοαποκαλείται «αυτοπροσωπογραφία», η «εικόνα καθρέφτης» του Παρμιτζιανίνο γίνεται μια μεταφορά για έναν εαυτό που ανησυχεί σταθερά σε ένα ανοίκειο/οικείο περιβάλλον.
Σκέφτομαι πως ο Άσμπερι θέτει συνεχώς την ποίηση σε κρίση. Ακριβώς όπως έκανε ο Ρεμπό – τον οποίο έχει μεταφράσει στα Αγγλικά. Η Αγωνία της επίδρασης του μεταγενέστερου ποιητή ανήκει σ’ εκείνη την κίνηση προς τα εμπρός – κίνηση όπου το ποίημα έρχεται στον εαυτό του προσπερνώντας τον.
Η διάνοια του Άσμπερι αποσαφηνίζει και οριοθετεί την ιστορία της σύγχρονης αμερικανικής ποίησης. Περπατώντας νοητά μαζί του στη Θεσσαλονίκη –με αφορμή τη φωτογραφία του Βασίλη Παπαγεωργίου– θαρρώ πως περπατώ την ίδια στιγμή μαζί με τον Κένεθ Κοκ, τον Φρανκ Ο’Χάρα, τον Τζέιμς Σκάιλερ, τον Τζιμ Τζάρμους, τον Ρον Πάτζετ, τη σύγχρονη Νεοϋορκέζικη αβαν-γκαρντ, σε τόπους, τοπωνύμια, μικρούς δρόμους και λεωφόρους που ορίζουν την ποιητική του Άσμπερι σε μια ολότητα της σκέψης του μέσα στην διασπορά του λόγου, σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο/μη-κόσμο, σε μια παράξενη χαρά που μου δίνουν οι λέξεις/μη-λέξεις του, – μιας ποίησης ρητής και υπόρρητης, μέσα από το κοίλο κάτοπτρο της απρόβλεπτης αβεβαιότητας της.
Ο Άσμπερι βαδίζει και χάνεται στα χρώματα του απομεσήμερου, αιωρούμενος μεταξύ προβλήτας και νερού, περπατάει και η ποίησή του γράφεται την ίδια στιγμή ερήμην του. Μια στιγμή απόλυτης διαύγειας, ένα περίγραμμα που ίπταται στον αέρα – είναι η φωτογραφία που πρέπει να επιστρέψω στον Βασίλη Παπαγεωργίου. Μια ακόμη μετάφρασή του παίρνει τον δρόμο για το τυπογραφείο, σκέφτομαι. Άλλη μια σπουδαία Ασμπερική συλλογή στην ελληνική βιβλιογραφία: Κορίτσια σε φυγή – Ανάμεσα στα κορίτσια που βολτάρουν και συνωστίζονται στο λαβυρινθώδες φθινοπωρινό απόγευμα του Θερμαϊκού.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: