Η Λιλιπούπολη στη χώρα της θείας Λένας

Η Λιλιπούπολη στη χώρα της θείας Λένας

«Σας συνδέουμε τώρα με τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λιλιπούπολης», μια φράση σαν μαγικό ραβδάκι, που σήμαινε τη μετάβαση από τον πραγματικό στον φανταστικό κόσμο της Λιλιπούπολης. Ήταν Δεκέμβρης του 1977, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όταν μεταδόθηκε το πρώτο επεισόδιο της παιδικής ραδιοφωνικής εκπομπής Εδώ Λιλιπούπολη, που ταξίδευε τους μικρούς ακροατές σε μια φανταστική, αλλά τελικά, ίσως όχι και τόσο μακρινή χώρα.
Ένας ιδιόμορφος ραδιοθεατρικός κόσμος άρχισε να σιγά-σιγά να υφαίνεται στο μυαλό των ακροατών, όπου στοιχεία πραγματικότητας και φαντασίας έδεναν ελεύθερα το ένα με το άλλο. Με τρόπο αμιγώς παραμυθιακό, δηλαδή «με συμπυκνωμένο και συμβολικό τρόπο» (Bausinger, 1999) η Λιλιπούπολη αποτύπωσε πολύ εύστοχα και διασκεδαστικά την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα του τέλους της δεκαετίας του ’70, μιας εποχής έντονων πολιτικών διαταραχών και ραγδαίων εξελίξεων.
Η πειραματική και πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής, προσέγγιση των πολύ νέων τότε, συντελεστών της Λιλιπούπολης επικεντρώθηκε στην αισθητική και κοινωνική καλλιέργεια των παιδιών και φιλοδοξούσε να κεντρίσει τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και να δώσει προβάδισμα στην κριτική σκέψη. Η σύγκριση με τη ραδιοφωνική θεία Λένα και την ηθικοπλαστική της αφήγηση, την πασπαλισμένη με νιφάδες εθνικοπατριωτισμού μιας καχεκτικής δημοκρατίας ήταν αναπόφευκτη... και το στυλ της... προς αποφυγήν!
Όχι, η Λιλιπούπολη θα μίλαγε στα παιδιά «υπεύθυνα, με καθαρή ποιοτική γλώσσα, θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάν τον τόπο, κι όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι, που συμπεριφέρονται στα παιδιά λες και αποτείνονται σε υποανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς, με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική» (Μάνος Χατζιδάκις).
Δεκέμβρης του 1978, «Εκλογές στη Λιλιπούπολη»: η σειρά επεισοδίων- ορόσημο που χάρισε στην εκπομπή τη σατιρική της διάσταση και τη μετέφερε στη σφαίρα ενδιαφέροντος των ενήλικων ακροατών. Καλοκαίρι του 1979 και η Λιλιπούπολη γίνεται θέμα δημόσιας συζήτησης. Οι μεν εκθειάζουν, οι δε στηλιτεύουν τη Λιλιπούπολη. Οι μεν ξεφυσούν με ανακούφιση, που η Λιλιπούπολη δεν είναι άλλη μια θεία Λένα με το «κλαυθμυρίζον πιανάκι» της, αλλά μια εκπομπή που τα παιδιά την άκουγαν «χωρίς να αηδιάζουν», με «ορχήστρες, χορωδίες, τραγουδιστές περιωπής, ειδικές ηχογραφήσεις, προσεχτική, μελετημένη τεχνική δουλειά», «μικρά αριστουργήματα –με τόσο χιούμορ και με τόση φαντασία-» (Καθημερινή, 1.7.1979). Οι δε, εξοργίζονται με την απόφαση του χατζιδακικού Τρίτου Προγράμματος, να χρηματοδοτεί αυτή την «ανοστιά», με την «προχειρότητα του γραψίματος» και την «υπερπολυτελή μουσική επένδυση», που έφερνε «ένα αίσθημα ακαταμάχητης ναυτίας γι αυτή τη μέχρις ανυπαρξίας άμβλυνση πρώτα των ηθικών κι έπειτα των αισθητικών κριτηρίων», αναπολώντας την «καημένη» τη θεία Λένα και τους «κόσμους [που] άνοιγε με τη φωνή [της] κι ένα πιανάκι!» (Πρωινή, 26.6.1979).
Με την πάροδο του χρόνου, όλο και περισσότερα χιουμοριστικά στοιχεία ενσωματώθηκαν με ιδιαίτερα έντεχνο τρόπο στη μουσική και τα κείμενα της εκπομπής και έτσι, αυτή η ραδιοφωνική εκπομπή με αρχική στόχευση τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, κατάφερε να κατακτήσει και μέρος του ενήλικου κοινού. Η αισθητική του χιούμορ ήταν συνεπώς το μυστικό συστατικό της Λιλιπούπολης, που επιδρούσε στον υποψιασμένο ακροατή ως υπονοούμενο και υπαινιγμός και λειτουργούσε ως «ένας έμμεσος σχολιασμός πάνω σε διαχρονικά θέματα» (Κυπουργός, προσωπική συνομιλία, 2012).
Ο Μηνάς Χρηστίδης, ένθερμος υποστηρικτής της εκπομπής, δημοσίευσε σε μια κριτική του την άποψη πως το καλό χιούμορ, είναι εκείνο με το οποίο γελάει ακόμα και ο θιγόμενος (Καθημερινή, 1.7.1979). Ακροατές σαν κι εκείνον έκλειναν ραντεβού κάθε πρωί με τη Λιλιπούπολη, για να γελάσουν ουσιαστικά με το εαυτό τους. Το γέλιο, δηλαδή, ως κοινωνική πράξη αμφισβήτησης, που συχνά θυμίζει το μεταδοτικό, νευρικό γέλιο των μαθητών μέσα στη σχολική αίθουσα: εκεί που η επίπληξη του δασκάλου για επαναφορά στην τάξη, ουσιαστικά πυροδοτεί μια επόμενη και πιο έντονη έκρηξη γέλιου χωρίς σταματημό. Ο Bergson (1998), στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, υποστήριζε ότι το γέλιο μας είναι πάντα γέλιο μιας ομάδας. Και πόσο δίκιο είχε άλλωστε, αφού προκαλεί μάλλον απορία σε έναν τρίτο παρατηρητή, όταν δει κάποιον να γελάει μοναχός του. Κατά κανόνα γελάμε με παρέα.

Στον κόσμο της Λιλιπούπολης μια ποικιλία ανθρώπινων τύπων απέκτησαν τη ραδιοφωνική τους μορφή ως «ηχητικές καρικατούρες», όπως για παράδειγμα η φιγούρα του δήμαρχου Χαρχούδα (Βασίλης Μπουγιουκλάκης), που κανείς δεν τον θέλει στη Λιλιπούπολη, αλλά διαρκώς επανεκλέγεται, συντροφιά με τα «πιστά του μαντρόσκυλα» της Χαρχουδικής Δημοκρατίας, τον Πρίγκηπα της Χιονάτης (Λευτέρης Βογιατζής) και την Πιπινέζα (Ράνια Οικονομίδου). Ο Χαρχούδας έχει ως απώτερο σκοπό να καταργήσει τις εκλογές στη Λιλιπούπολη και αφού «[αυτός] είναι ο Δήμαρχος, [αυτός] είναι ο Πρόεδρος...», επιμένει γεμάτος έπαρση να κάνει ό,τι θέλει, δίχως να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Και τι δε σκαρφίζεται αυτός ο απερίγραπτος δήμαρχος: καθιερώνει την εβδομάδα του ρουσφετιού, κόβει τη Λιλιπούπολη σε οικόπεδα, μετατρέπει το Χαρχούδειο Μέγαρο σε μεσιτικό γραφείο δηλώνοντας ανερυθρίαστα στους απορημένους Λιλιπουπολίτες πως «εδώ ξεπουλάμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε», βγάζει συνωμοτικά στο σφυρί το πανέμορφο Φεγγαρονήσι, κλέβει το μυστικό όπλο για να το πουλήσει «στους Χαρχούδες του εξωτερικού», ενθρονίζει βασιλιάδες εν αγνοία του λαού, διαχειρίζεται τον λαϊκό πλούτο ιδρύοντας «την πιο ελβετική Χαρχουδοπριγκηπική Τράπεζα Κρίσεως που έγινε ποτέ», την οποία στη συνέχεια επιδιώκει να ληστέψει. Επιπλέον, προκαλεί ένα νέο λιλιπουπολίτικο Watergate, παρακολουθώντας τα τηλέφωνα και φακελώνοντας τους πολίτες. Μέχρι και πραξικόπημα κάνει στο ραδιοφωνικό σταθμό ο Χαρχούδας, μετατρέποντάς τον σε Ραδιοφωνικό Σταθμό Δημαρχικών Δυνάμεων Λιλιπούπολης!
Στον απόηχο της φράσης «...και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» παρακολουθούμε τη συνέχεια του πασίγνωστου παραμυθιού της Χιονάτης... στη Λιλιπούπολη. Μετά τον πριγκηπικό γάμο, η κυρία Χιονάτη (Άννα Παναγιωτοπούλου) προσγειώνεται απότομα σε μια άχαρη καθημερινότητα στην πριγκηπική καλύβα η Χαρούμενη Μοναρχία. Το ζευγάρι απομυθοποιείται και έρχεται σε συχνούς διαπληκτισμούς και λογομαχίες, αφού όλο το βάρος έχει πέσει στη Χιονάτη, ενώ «ο κηφήνας» που παντρεύτηκε τα περιμένει όλα στο χέρι. Ο μεγαλομανής Πρίγκιψ, στενός -αν και όχι εξίσου πονηρός- συνεργάτης του δολοπλόκου Χαρχούδα, γόνος της Δυναστείας των Τσιτσιρίζμπουργκ (η παραπομπή στους Γλύξμπουργκ είναι προφανής), διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα: να ανεβεί ξανά στο θρόνο, παρότι η σύζυγός του, τού υπενθυμίζει κάθε τόσο ότι «ο κόσμος δεν τους θέλει πια τους βασιλιάδες», παραπέμποντας έμμεσα και στο δημοψήφισμα του 1974 που οδήγησε στην κατάργηση της Μοναρχίας στην Ελλάδα. Ο Πρίγκηπας, υπέρμαχος της παραδοσιακής θέσης της γυναίκας, θέλει να κάνει την φεμινιστικών πεποιθήσεων σύζυγό του, «βασίλισσα του σπιτιού» του, εγχείρημα που ασφαλώς στέφεται με απόλυτη αποτυχία.
Ο τρόπος που προσεγγίζει η Λιλιπούπολη τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους είναι απολαυστικός και αποκαλυπτικός συνάμα για τις αντιλήψεις της εποχής. Μέσα από τις φιγούρες της μάγισσας/μητριάς Μπρουνχίλντας και της Πριγκηπομήτωρος, διακρίνουμε το γνώριμο στερεότυπο της πεθεράς σε δύο διαφορετικές εκδοχές. Η μάγισσα Μπρουνχίλντα και μητριά της Χιονάτης (Σαπφώ Νοταρά), σπουδαγμένη στο ελεύθερο πανεπιστήμιο της Βαγδάτης, ανατρέπει τον κλασικό ρόλο της κακιάς μάγισσας/μητριάς (αλλά διατηρεί εκείνον της κακιάς πεθεράς). Αναλαμβάνοντας το ρόλο της παραμυθιακής καλής νεράιδας/νονάς, προστατεύει τη Χιονάτη από τις παράλογες βλέψεις του «ανεπρόκοπου», «καρνάβαλου» και «τέντυ μπόι» συζύγου της, τον οποίο εξαρχής δεν συμπάθησε ουδόλως, αλλά υποκύπτοντας στα παρακάλια της Χιονάτης, συνέβαλε στο να γνωριστούν και να παντρευτούν. Από την άλλη, η συντηρητική και παλαιών αρχών Πριγκηπομήτωρ (Αλέκα Παΐζη), μητέρα του καλομαθημένου Πρίγκηπα, επιβλέπει στενά το σπιτικό του γιου της και δεν διστάζει να επεμβαίνει αδιακρίτως, επιπλήττοντας για το κάθε τι τη νύφη της, Χιονάτη, προκειμένου να επιβάλλει το δικό της τρόπο διαχείρισης του νοικοκυριού. Η σύγκρουση της ανικανοποίητης πεθεράς και της χειραφετημένης νύφης ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσει.

Σχέδιο της Μ. Χαραλάμπους από το βιβλίο «Ρόζα Ροζαλία / Το ροζ χρώμα», εκδ. Μικροσκόπιο

Η πολυπλοκότητα με την οποία χτίζονται οι χαρακτήρες στη Λιλιπούπολη, δίνει τη δυνατότητα της συνύπαρξης διπλών ρόλων για την ίδια φιγούρα. Για παράδειγμα η εξίσου εμμονική για επαναφορά στο θρόνο και γεμάτη αλαζονεία Πριγκηπομήτωρ, σαν άλλη Φρειδερίκη, απευθύνει έναν άκρως απαξιωτικό λόγο στον «λαουτζίκο της Λιλιπούπολης» επιδιώκοντας να τον πείσει για τις καλές προθέσεις που έχει η «Δυναστεία [της] κι [αυτή]», ως προς το όφελος που θα αποκομίσει ο «λαουτζίκος» όταν καταλάβει την τύχη του, να έχει τους «μεγάλους» Τσιτσιρίζμπουργκ να τον κυβερνούν.
Αντιμαχόμενος των χαρχουδοπριγκηπικών σκευωριών επαγρυπνεί ο καχύποπτος Δυστροπόπιγγας (Θόδωρος Μπογιατζής), ένας βαρύμαγκας «ραδιοκουρσάρος» που με λαϊκές εκφράσεις τύπου «Λαέ της Λιλιπούπολης σήκωσε πια παντιέρα/ με το Χαρχούδα δήμαρχο δεν βλέπεις άσπρη μέρα» προειδοποιεί το λαό, που «πάνε πάλι να [του] τη φέρουν», ενώ ο «λαός της ταλαιπωρίας» ροχαλίζει αμέριμνος.
Μια πιο άμεση αναφορά σε γεγονότα της επικαιρότητας δεν λείπει από τη Λιλιπούπολη, όπως το επεισόδιο «Ο εφιάλτης των εξετάσεων» (ημ. μετάδοσης 21.01.1980) με πρωταγωνιστή τον Παπαγάλο (Λάμπρος Τσάγκας) και αφορμή το σκάνδαλο Ράμμου το καλοκαίρι του 1979. Δύο μέρες πριν την έναρξη των πανελληνίων εξετάσεων, ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας Γ. Ράμμος πούλησε τα θέματα των πανελληνίων σε φροντιστηριούχους, έτσι ώστε οι μαθητές τους να επιτύχουν στις εξετάσεις. Αναλόγως και η Πιπινέζα, ο «στυλοβάτης της Χαρχουδικής Δημοκρατίας», αποσπά τα θέματα από το δήμαρχο, με την υπόσχεση να ελέγχει στενά τον δυστροποπιγγικό Παπαγάλο/γιο της και ως αντάλλαγμα να στρώνει καθημερινά στον «Μπούχαχα» (όπως αποκαλεί χλευαστικά ο Παπαγάλος τον Χαρχούδα) λουκούλλεια γεύματα.
Συχνά υπήρξαν αντιδράσεις σε φράσεις που είχαν ειπωθεί κατά τη διάρκεια επεισοδίων, αντιδράσεις που προήλθαν από πολιτικά πρόσωπα, και πέρασαν στη λιλιπουπολίτικη σφαίρα του ανεκδοτολογικού. Έντονος προβληματισμός προέκυψε καί για την ξαφνική διακοπή της εκπομπής τον Μάιο του 1980, για την οποία και έγινε νύξη μέσα στην ελληνική Βουλή, έξι μήνες αργότερα! (Μακεδονία, Νοέμβριος 1980)

Το λιλιπουπολίτικο χιούμορ, ήπιο και έμμεσο, κρυμμένο μέσα σε μια φαινομενική παιδικότητα, «λεπτό και φινετσάτο», όπως το περιγράφει η ερμηνεύτρια των λιλιπουπολίτικων τραγουδιών Μαριέλλη Σφακιανάκη (προσωπική συνομιλία, 2014), που φώλιαζε μέσα σε φανταστικές ιστορίες και ευρηματικές μελωδίες, ένα χιούμορ που συνομιλεί με την παράδοση του παραμυθιακού ευτράπελου διηγήματος, για να μας θυμίσει ακόμα και σήμερα τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. «Ο δήμαρχος Χαρχούδας», λέει ο Κυπουργός, «δεν παραπέμπει σε κάποιον δήμαρχο συγκεκριμένο, αλλά συμπυκνώνει στη φιγούρα του όλους τους δήμαρχους και κατ’ επέκταση όλους τους πολιτικούς που πέρασαν από αυτή την πόλη». (προσωπική συνομιλία, 2012)

Πίσω από αυτή την σατιρική και κριτική ματιά της Λιλιπούπολης κρύβεται συχνά ένας ιδεαλισμός. Ακούγοντας ξανά και ξανά τα επεισόδια της εκπομπής, διαπιστώνει κανείς ότι κυριαρχεί ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο, που συνδέει το βαθύτερο νόημα της εκπομπής με το παραμύθι και τις παραμυθιακές αρχές. Πρόκειται για την αρχή της επικράτησης του καλού και του δίκαιου. Όσο και να προσπαθεί, δηλαδή, ο δήμαρχος Χαρχούδας να πραγματοποιήσει τα πονηρά του σχέδια εις βάρος του λαού, στη Λιλιπούπολη δεν θα τα καταφέρει. Αφού εκεί, η προαναφερθείσα παραμυθιακή αρχή παίρνει τη μορφή της συμβολικής δικαίωσης για τον ακροατή, τόσο του τότε, όσο και του σήμερα. Στον ουτοπικό κόσμο της Λιλιπούπολης, λοιπόν, και μόνο εκεί, υπάρχει πάντα δικαίωση, ενώ στην πραγματικότητα σπάνια συμβαίνει κάτι ανάλογο. Γι’ αυτό και το γνωστό τραγούδι μπορεί να λέει ότι «Όλος ο κόσμος είναι, σου λέω, μια Λιλιπούπολη», τονίζεται ωστόσο συχνά από τους ήρωές της, πως «...η Λιλιπούπολη, όμως, δεν είναι όλος ο κόσμος».

Το χιούμορ, μπορεί μεν να λειτουργεί ως κριτική, η κριτική ωστόσο δεν γίνεται πάντα εύκολα αποδεκτή. Η λογοκρισία μπορεί να επιβάλλεται με ποικίλους τρόπους, ενώ συχνά δεν προέρχεται από επίσημους φορείς. Ενίοτε, εκδηλώνεται με αδιανόητα φρικτό και βάναυσο τρόπο, όπως για παράδειγμα, το πολύνεκρο τρομοκρατικό χτύπημα στα γραφεία του παρισινού σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo τον Γενάρη του 2015. Σε άλλες ειδήσεις, στη Γερμανία το Μάρτιο του 2016, η πρώην καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ αναγκάστηκε, προκειμένου να διατηρήσει τις ισορροπίες, να απολογηθεί στον Τούρκο πρόεδρο Ερτογάν για το σατιρικό ποίημα του κωμικού Jan Böhmermann, στο οποίο καυτηριαζόταν η συστηματική καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία. Η καγκελάριος, σημειωτέον, δεν επιδίωξε ποτέ να λογοκρίνει σατιρικές εκπομπές πολιτικού περιεχομένου, όπως το Neo Magazin Royale του Böhmermann, το πολιτικό καμπαρέ Die Anstalt, το Frontal, ή το Heute-Show (όλα παραγωγές της δημόσιας ZDF) κ.α, παρότι και η ίδια δεν κατάφερε να γλιτώσει από το αδυσώπητο χιούμορ τους!

Ο Zijderveld (1983) σχολιάζει πως η ελευθερία είναι προαπαιτούμενο του χιούμορ. Το Τρίτο Πρόγραμμα εξασφάλισε και διαφύλαξε αυτή την προϋπόθεση, από τη στιγμή που ο Χατζιδάκις εμπιστεύτηκε «εν λευκώ» τις δημιουργούς της Λιλιπούπολης. Σε μια δημοκρατική κοινωνία η ελευθερία της έκφρασης οφείλει να εξασφαλίζεται για όλους ανεξαιρέτως. Όσο συρρικνώνονται οι δίαυλοι που επιτρέπουν την έκφραση του χιούμορ, τόσο συρρικνώνεται και η ελευθερία έκφρασης στα πεδία του λόγου και της τέχνης. Υπό αυτή την έννοια, το χιούμορ λειτουργεί ως δείκτης δημοκρατικότητας μιας χώρας και μιας εποχής.

Κι ενώ εμείς ονειρευόμαστε ότι Μένουμε (ακόμα) Ευρώπη... στην εκπνοή του 2021, βιώσαμε μια μη θεσμική προσπάθεια επιβολής λογοκρισίας στο χώρο της τέχνης: γνωστή τηλεπερσόνα με τη συνοδεία μπράβων της επενέβη στη σκηνή του θεάτρου Τζένη Καρέζη απαιτώντας την άμεση διακοπή της παράστασης του stand-up κωμικού Χριστόφορου Ζαραλίκου, διότι η ίδια θεώρησε ότι η πρόζα του προσβάλλει τον ... ΜΠΙΙΙΠ!!!
«Τη... λογοκρισία επ’ ώμου», παραφράζοντας τη συνήθη χαρχούδια ρήση και «τροχάδην για το βοσκοτόπι της ησυχίας, της τάξης και της υπακοής», για να μη μας βρει κι εμάς τίποτα...
«Ψαλίδι» εδώ, «ψαλίδι» εκεί, κομπάρσοι εμείς σε remake του Ασυμβίβαστου, φτάσαμε εν έτη 2022, στη χώρα γενέτειρα της Δημοκρατίας και της Κωμωδίας, για να μην έχουμε τον δικό μας Böhmermann, που να σατιρίζει πρωθυπουργούς, πολιτικούς και λοιπούς διαπλεκόμενους, και μάλιστα... άκουσον, άκουσον!... μέσα από δημόσιους δέκτες!
— Είναι τρελοί αυτοί οι Τεύτονες!
— Ε, κι εμάς δε μας λες πια και τόσο δημοκράτες...

Η θεία Λένα και η Λιλιπούπολη. Δύο ραδιοφωνικές εκπομπές εμβλήματα δύο αντιδιαμετρικά διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων στην Ελλάδα. Δύο διαφορετικές αισθητικές, δύο διαφορετικές ηθικές, δύο κόσμοι. Με ύφος κατηχητικού η μία, να διδάσκει την υπακοή, η άλλη να προκαλεί την αμφισβήτηση με το χιούμορ της. Η μία να προδιαγράφει, η άλλη να απελευθερώνει. Ο απόηχος της Λιλιπούπολης είναι αισθητός ακόμη και σήμερα: αναμεταδόσεις επεισοδίων στο ραδιόφωνο, σποραδικές συναυλίες, δικαστικές διαμάχες ενίοτε μεταξύ των συντελεστών, δειλές εκδοτικές προσπάθειες, ενώ τα τραγούδια και οι στίχοι της εκπομπής έχουν ενσωματωθεί στα σχολικά βιβλία του δημοτικού.
Η λειτουργία της Λιλιπούπολης σήμερα έχει χαρακτήρα μάλλον μουσειακό. Ακίνδυνη πια, σαν ασάλευτο έκθεμα πίσω από την προθήκη, μετατρέπεται σταδιακά σε αντικείμενο του πόθου για μανιακούς συλλέκτες, που συντηρούν και αναδεικνύουν το περίβλημά της, δίχως να μπορούν να μεταδώσουν πια το νόημά της. Δικαίως λοιπόν, αφού άντεξε τη φθορά του χρόνου, της αξίζει μια θέση στο Μουσείο με όλα τα Πράγματα του κόσμου:

Αυτιά και μάτια να καταναλώνουν αχόρταγα την «ωραία Λιλιπούπολη».
Να τραγουδούν μηχανικά.
Να γελούν με τα υπονοούμενα.
Να θαυμάζουν τη διορατικότητα και τη διαχρονικότητα των κειμένων της.
Να παραδέχονται ότι «μέχρι σήμερα τίποτα δεν έχει αλλάξει».
Να γελούν με τον εαυτό τους,
λίγο πριν αποκοιμηθούν γλυκά στην αγκαλιά της θείας Λένας...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bausinger, Hermann (1999), «Märchen» στο Rudolf Wilhelm Brednich (επιμ.), Enzyklopädie des Märchens: Handwörterbuch zur historischen und vergleichenden Erzählforschung, τόμ. 9, Βερολίνο/Νέα Υόρκη, Walter de Gruyter, σσ. 250-274.
Bergson, Henri (1998), Το γέλιο, (μτφρ.) Βασίλης Τομανάς, Εξάντας.
Zijderveld, Anton C. (1983) «Humor: Playing with meaning» στο Current Sociology, τχ. 31, σσ. 6-25.

Εφ. Καθημερινή, 1.7.1979, Μηνάς Χρηστίδης, «Εκεί όπου υπάρχει ελευθερία».
Εφ. Μακεδονία, 25.11.1980, «Συζήτηση στη Βουλή για τα τηλεοπτικά σίριαλ και τις ‘Εκπομπές Λόγου’ του Γ΄ Προγράμματος».
Εφ. Πρωινή, 26.6.1979, λ., «Εδώ Λιλιπούπολη»...

Για το χιούμορ στη Λιλιπούπολη μπορείτε να διαβάσετε επίσης και το άρθρο μου: “Children’s Songs as Socio-Political Comment in the Greek Radio Show Edo Lilipoupoli”, στο (επιμ.) Jarmila Mildorf και Pim Verhulst, Radio Art and Music: Culture, Aesthetics, Politics, Lanham: Lexington Books, 2020. https://rowman.com/ISBN/9781498599818/Radio-Art-and-Music-Culture-Aesthetics-Politics



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: