Μπέμπαντες

«Μπέμπαντας» από το εξώφυλλο του βιβλίου «Εδώ Λιλιπούπολη», εκδ. Ιανός
«Μπέμπαντας» από το εξώφυλλο του βιβλίου «Εδώ Λιλιπούπολη», εκδ. Ιανός


Α

Καθόταν στη μέση του διθέσιου καναπέ, ακίνητη και σε ετοιμότητα, σαν ήδη εκεί από την παιδική της ηλικία εγκατεστημένη, δικαιωματικά και αδιαμαρτύρητα, με ένα μονάχα γραμμάριο καχυποψίας πίσω απ’ τα βλέφαρα, έτσι, για την τιμή των όπλων. Έτριβε με τις ρώγες των δαχτύλων της ένα αόρατο σημείωμα. Στο στόμα, η τσίχλα της εφηβείας ακόμη τραγουδούσε τα ερωτηματικά της. Τότε ήταν που πρώτη φορά ανακάλυψα ότι η μια πλευρά της βυθιζόταν σε έναν χρόνο άγνωστο, ενώ η άλλη ρίζωνε βαθιά στο κέντρο ενός εύφορου κήπου. Στα χέρια της βαστούσε το κανατάκι του ακατανόητου, με δέος και με ευλάβεια, μη διαρραγεί το αδύναμο του κόσμου και πλημυρίσουν οι αφύλαχτες πλευρές μας φόβο. Σιωπούσε πάντως για το σύννεφο που στεφάνωνε το καθαρό της βλέμμα. Εγώ το έβλεπα. Όπως έβλεπα που πάντα κάποιον άγνωστο κοιτούσε πίσω από μένα.
Είχε βγάλει τα παπούτσια της και καθόταν, σηκώνοντας ελαφριά τη φούστα της, κοντή και γενναιόδωρη, καθότανε με λυγισμένα γόνατα και μια χαριτωμένη συστροφή του κορμού πάνω στα ίδια της τα πόδια, πόδια ντυμένα ένα μαύρο καλσόν, νάιλον, πολύγλωσσο, με τους αδιόρατους θορύβους που μπορούσες να φανταστείς έτσι καθώς τριβόταν ανάμεσα στις γάμπες και στους μηρούς της. Ήταν εκεί και με κοίταγε όπως θα με κοιτούσε η μεγάλη μου αδερφή, αν είχα, μα κι όπως θα με κοιτούσε η μόλις ερωμένη. Και μίλαγε για πράγματα καθημερινά σαν να φύτευε δέντρα. Γιατί ήταν κάτι στη χροιά της φωνής της που με αποπροσανατόλιζε. Και δεν μπορούσα να ορκιστώ σε ποιο κομμάτι του εαυτού μου μιλούσε. Σήμερα λέω πως μιλούσε μέσα απ’ το όνειρο του αυτοδύτη, είτε αυτό προοριζόταν να νανουρίσει μια φάλαινα, έναν αστερία, μια ανεμώνη της θάλασσας ή το μυθικό κήτος στην άβυσσο μιας κατά μόνας πορείας προς το κέντρο της γης. Έτσι όλα τα νερά γινόντουσαν κάπως πιο οικεία, το δύσκολο του κόσμου γινόταν θαύμα που κυλούσε σαν ποταμός κι έλαμπε μέσα στις μέρες της. Ίσως γι’ αυτό τα μάτια της να ήταν πάντοτε υγρά.
Σήμερα θα κορόιδευε τρυφερά τον φίλο της, που ήταν ο δάσκαλος και ο μετέπειτα σύντεκνός μου. Τον κορόιδευε και τον αγκάλιαζε με μια αγκαλιά που μόνο εγώ καταλάβαινα, τη στιγμή που εκείνος πέρναγε δίπλα μας και ρώταγε να καταλάβει τι λέγαμε. Ρώταγε με τα σωστά του έρωτα τα αποσιωπημένα ρω, δίχως να ξέρει, κι εκείνη του ‘λεγε κουβέντες τρυφερής απαξίωσης, όπως: «Άσε τα αυτά, δεν είναι αυτά για σένα!». Κι αυτό γιατί εγώ είχα μόλις με έπαρση φυτέψει στην κουβέντα ένα σποράκι απ’ τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, αφήνοντας σε κοινή θέα το «…τι ζητούσες στην Λάρισα εσύ ένας Υδραίος;», κι ο φίλος μου που όντως δεν ήξερε τίποτε απ’ αυτά, μα και δεν χρειαζόταν κιόλας, κοίταξε πίσω απ’ τα χοντρά γυαλιά του με ένα μείγμα αγάπης κι έρωτα προς και τους δυο μας και έβαλε στην άκρη τις επιθέσεις του για άλλη ώρα. Κι εκείνη συνέχισε να ακουμπά στην κουβέντα μας κουβέντες που μόνο σε κείνον χρώσταγε, κι εγώ αντίστοιχα. Κι έτσι ισορροπούσε ο κόσμος μας μες στο μικρό το σπίτι, σπίτι σαν μοναστήρι σε κάποιον πέμπτο όροφο, στην Καισαριανή του 1982.
Αυτός δεν ήξερε στ’ αλήθεια απ’ αυτά, και ευτυχώς γιατί θα κοκοφόρμιζε η αγνότητα. Αλλά εκείνη τα ήξερε καλά και έπαιζε μαζί μου, ένα σκαλοπατάκι καθισμένη πιο ψηλά, με την υπεροχή της κάπως άλλης ηλικίας της, και την υπεροχή της γοητείας που ασκούσε πάνω μου το θηλυκό. Κι ύστερα την υπεροχή μιας καλοσύνης δίχως προηγούμενο, λες μόλις γεννημένης -ζεστό πρωινό φραντζολάκι της ζωής μας- και την υπεροχή μιας ευγένειας που φιλοξενούσε ακριβοδίκαια τον έρωτα, το πάθος, την κατανόηση, και μια σοφή απόσταση από τα πράγματα. Ιέρεια μαζί και φιλενάδα, καθόταν και με κοίταζε και απ’ τα δέκα μέρη που μπορούσε ταυτοχρόνως να ‘ναι εκείνη τη στιγμή, και που όντως ήταν, αφού το κάθε μέρος που δυνητικά κατείχε έσκαγε σε ένα μέλλον μες στη φαντασία μου και γινόταν πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, δυο πραγματικότητες, πολλές πραγματικότητες, όλες δικαιωμένες μέσα στο αυτονόητο της εφηβείας. Κι ήταν εκεί, ακίνητη, πλήρης και αινιγματική, κορίτσι που ταΐζει περιστέρια σε πλατεία, Κυριακή απόγευμα. Κι εγώ τριγύριζα στη φαντασία μου, γοητευμένος από εκείνην που δεν ήξερα, τότε που ακόμα δεν μπορούσα να διανοηθώ πως μόνον έτσι πιάνεται το άπιαστο.

Β


Στην Αμοργό του Γκάτσου, μου έκανε πάντα εντύπωση εκείνος ο χαμένος ελέφαντας που περπατούσε με το έτσι θέλω ανάμεσα στους στίχους, και που κατά τον ποιητή άξιζε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν. Αυτός ο ελέφαντας είχε, με τη συναίνεση του Γκάτσου, εγκατασταθεί στον ιδιωτικό υπόγειο παράδεισο, που τον κατοικούσαν συγγενείς μύθοι, ανάμεσα σε δηλητηριώδη φυτά, μύθοι που σ’ ένα μέλλον θα αποδεικνύονταν ιερός σπόρος ζωής αμετάφραστης μα πλούσιας στις λεπτομέρειές της, κυρίως στις λεπτομέρειες που δεν μπορούσα να διακρίνω. Αυτός ο ελέφαντας —δεν θα το αρνηθώ— πατάει ακόμα με ελαφρύ το πόδι του μέσα στις μέρες μου.
Λίγα χρόνια αργότερα συνάντησα έναν κάποιον Μπέμπαντα, να μιλά μέσα απ’ την παλλόμενη ζωολογία της Λιλιπούπολης, μέσα στη φαντασία μου την ίδια, μέσα στην έξαψη του συλλογικού μύθου που υπήρξε το Τρίτο Πρόγραμμα της εποχής Χατζιδάκι. Ποτέ δεν άκουσα στ’ αλήθεια τη Λιλιπούπολη — φαίνεται πως οι χρόνοι μας δεν κούμπωσαν κατά πώς θα ‘πρεπε. Γνώρισα όμως από κοντά τους Μουσικούς Αυγούστους του 1980 και του 1981, στο Ηράκλειο, και μαζί όλους τους συντελεστές και δημιουργούς της Λιλιπούπολης, μπαμπάδες και μαμάδες, όλους σε μια σκανδαλιστική νεότητα, να περπατούν ανάμεσα στα ενετικά τείχη της πόλης μου και να τραγουδούν για Μπέμπαντες, για Λιλιμπάγιες, για Δυστροπόπιγγες και Χαρχούδες, για άγνωστα πρόσωπα και μέρη, που η φαντασία μου έστηνε απ’ την αρχή με τον δικό της τρόπο. Κάπως έτσι θα έγινε και με άλλους επίτιμους ενοίκους της Λιλιπούπολης, που δεν πρόλαβαν να την κατοικήσουν. Γιατί μπορώ να υποθέσω πως, όπως συνέβη με εμένα, μετά την ηχογράφηση αυτού του κοσμήματος που υπήρξε η έκδοση του δίσκου, με τη διεύθυνση του Χατζιδάκι και με το κέφι σύσσωμου του εύρωστου σθένους του Τρίτου Προγράμματος, ένα καινούργιο κοινό την περίμενε για να την ξαναζήσει μέσα του, μέσα στο περιβόλι μιας πατριδογνωσίας που ακόμα τολμούσε το αγαθό, μέσα στην ασφάλεια της λυρικής επαρχίας που κι η ίδια η πρωτεύουσα τότε ήταν. Μέσα σ’ αυτήν τη δεύτερη, προσωπική ανάγνωση των μυθικών προσώπων της, ο Μπέμπαντας αντιπροσώπευε την παιδική εκδοχή εκείνου του Χαμένου Ελέφαντα, που μπέρδεψε τα βήματά του και βρέθηκε έξω απ’ τον παράδεισο της Αμοργού. Κι όμως, το λυρικό σθένος της Μαριανίνας έμοιαζε να κατάγεται όχι τόσο απ’ τη μυθοπλασία του Γκάτσου, όσο από μια μυθοπλασία που χωρούσε τα παιγνιώδη ρεσάλτα του Ελύτη μέσα στον Ήλιο τον Ηλιάτορα, ή μέσα στους Μικρούς Ναυτίλους του. Σήμερα σκέφτομαι πως μια ενδεδυμένη το πανωφόρι της αγάπης στάση θαυμασμού της Μαριανίνας προς τον τότε Οδυσσέα μας, θα έφερε την μήτρα της σε μια στάση τέτοια, θα την προετοίμαζε με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτή να γεννήσει τους διάσπαρτους ήλιους του ουρανού της Λιλιπούπολης. Και έτεκεν κόρη περιχαρή.

Γ

Δεν την ξαναείδα. Στην πρώτη συνάντηση φορούσε μια ολόσωμη τζιν φόρμα, μέσα στα ενετικά τείχη του Ηρακλείου, ερωτευμένη ίσως με τον τότε έρωτά της. Φωτεινή, απλή και ανθισμένη, και έτσι ερωτεύσιμη για όλες τις ηλικίες, απ’ τη δική μου, μέχρι τις κάπως μεγαλύτερες των ραδιοφωνιζόντων του Τρίτου Προγράμματος. Και στην τελευταία συνάντηση θα καθόταν εκεί, πάνω στον καναπέ του φίλου μου, με διπλωμένα ευγενικά τα γόνατά της να στηρίζουν τη λεκάνη, με μια φούστα ελάχιστη, ίσα να χωρά τη θηλυκότητα, μα και μαζί την πιο τίμια αγκαλιά προς το θαύμα του κόσμου.
Τι έμεινε στο δικό μου σαλονάκι από εκείνη τη μικρή εποχή; Η τρυφερή της παρουσία, μια ευγένεια που γίνεται αισθητή μονάχα με την διείσδυση του βλέμματος στο ίδιο εκείνο σύμπαν της αγνότητας που χάραξε τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου της, κι ακόμα οι λευκοί της Μπέμπαντες, δυνατοί και ευαίσθητοι, λυρικοί και μέγιστοι, θηλυκοί στο σθένος μα πάντα ρωμαλέοι, άξιοι να σηκώσουν τα ξεχωριστά πάνω απ’ τη λάσπη μιας καθημερινότητας που με τα χρόνια γινόταν όλο και πιο σκοτεινή, να τα σηκώσουν ψηλά, στη χώρα των πολύτιμων πραγμάτων μας.

Το ότι η Μαριανίνα κατάφερε να συνοψίσει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την υπόσχεση ενός παραδείσιου σθένους σε μια και μόνη λέξη την κάνει άξια κάθε ωραίας μνήμης. Οι Μπέμπαντές της έμειναν για τη γενιά μου αθάνατοι, κανείς ποτέ δεν αναζήτησε νεκροταφείο Μπεμπάντων, και σωστά. Δεν χρειαζόταν.
Να ‘ναι καλά, στην ολόδική της νέα Παπουαλίλη. Κι αν ήταν ένα μικρό σποράκι αυτό που φύτεψε μες στις καρδιές των παιδιών, πόσοι άραγε μπορούν να υπερηφανευτούν για τέτοια ευλογία;

«Τώρα που πας κι εσύ στη Λιλιπούπολη»:

https://www.youtube.com/watch?v=7Jyg0nXzxpQ

Σχετικά: «Ρόζα Ροζαλία ή Ο ήχος των χρωμάτων» Χάρτης#4

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: