κορίτσια σε φυγή

«Κλίμακες» του M.C. Esher
«Κλίμακες» του M.C. Esher




ο βα­σί­λης πα­πα­γε­ωρ­γί­ου μού ζή­τη­σε ένα σχό­λιο για τον ά­σμπερι με αντάλ­λαγ­μα την εξα­σφά­λι­ση
της αφορ­μής ώστε να το γρά­ψω· και θα το έγρα­φα όπως λέ­με: το όνο­μά σας ε δ ώ.

αλ­λιώς τι νό­η­μα θα ’χε το να ενο­χλού­με τους νε­κρούς τη στιγ­μή που οι νε­κροί εί­μα­στε εμείς;

το από­γευ­μα κλεί­νο­νται οι συμ­φω­νί­ες.

το βρά­δυ πρέ­πει να τη­ρη­θούν.

το πρωί αθε­τού­νται ―·

εί­μα­στε, άλ­λω­στε, όλοι αρ­χά­ριοι και πολ­λοί από μας άκου­σαν τις δη­λώ­σεις όταν κι ο ίδιος ο άσμπε­ρι αθέ­τη­σε, με κά­ποια με­γα­λο­πρέ­πεια, την κλα­σι­κή ακα­δη­μαϊ­κή υπο­χρέ­ω­ση να πα­ρου­σιά­σει ένα ευ­πρόσ­δε­κτο έλ­λειμ­μα πρωτο­τυπίας.

αυ­τό βε­βαί­ως έμελ­λε να ’χει σο­βα­ρές επι­πτώ­σεις τουλάχι­στον για τους όχι ιδιαί­τε­ρα

ευ­νοη­μέ­νους· τα που­λιά εξα­κο­λου­θού­σαν να ερω­το­τρο­πούν με τις δυ­σκο­λί­ες της ανα­γεν­νη­σια­κής μου­σι­κής.

με­τά το όρ­γιο του πρώ­του ημί­σε­ως του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, το να μην εί­σαι πρω­τό­τυ­πος ήταν πλέ­ον το Α και το Ω: οι πά­ντες γνώ­ρι­ζαν πως τους εί­χε επι­τρα­πεί να ισχυ­ρι­στούν, δί­χως κα­νείς να τους αντι­κρού­σει, ότι η τέ­χνη

η τέ­χνη δεν θα μα­κροη­μέ­ρευε μέ­χρι το τέ­λος της επο­χής του Υδρο­χό­ου ―.

και τι θα σή­μαι­νε πρω­το­τυ­πία σ’ ένα σύ­μπαν όπου οι λύ­σεις ήταν απεί­ρως πε­ρισ­σό­τε­ρες απ’ τους γρί­φους; θε­ω­ρεί­στε αυ­τήν του τζον σαν μια ανα­πά­ντε­χη λο­ξο­δρό­μη­ση πέ­ρα από κά­θε ρη­το­ρι­κή δια­πραγ­μά­τευ­ση των θριάμ­βων της αρ­χαιότητας.

συ­νειρ­μοί

που ελίσ­σο­νταν σπει­ροει­δώς

στο πε­ρι­θώ­ριο των δι­σταγ­μών εί­χαν την τά­ση να επι­στρέφουν υπο­δαυ­λί­ζο­ντας τις εξά­ψεις που ίσα­με τό­τε κρα­τούσε πε­ριο­ρι­σμέ­νες η επα­νά­λη­ψη.

για να το πού­με με τ’ όνο­μά του, ήταν το θρόι­σμα ενός εί­δους υπόρ­ρη­της λυ­ρι­κής επο­πτεί­ας των γε­γο­νό­των, ψιθυρι­στής και δι­φο­ρού­με­νης, πά­ντα αβέ­βαι­ης, πά­ντα κλει­στής

απέ­να­ντι

σ’ ό,τι προ­έ­κυ­πτε από τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ ση­μα­ντι­κού και ασή­μα­ντου ή απ’ το δέ­λε­αρ της ωφέ­λειας· η λαν­θά­νου­σα βία της λέ­ξης ήταν πε­ριτ­τή και για τα θύ­μα­τα και για τους θύ­τες.

αυ­τό το δώ­ρο της από­κο­σμης πρα­ό­τη­τας εν τω μέ­σω μιας επο­χής ασυ­νάρ­τη­των πα­ρα­μορ­φώ­σε­ων του θε­σμού της λο­γοτεχνίας δεν υπήρ­ξε προ­ϊ­όν επι­νό­η­σης ή τε­χνι­κής: του χα­ρίστηκε μ’ ένα φύ­ση­μα, σαν να ’χε μά­θει να ζω­γρα­φί­ζει, από παι­δί, ηχο­χρώ­μα­τα στον αέ­ρα με τό­σο λεί­ες,

αμυ­δρές μο­νο­κο­ντυ­λιές,

σχε­δόν στα όρια μιας ανυ­πό­κρι­της αδια­φο­ρί­ας για οτιδή­ποτε λο­γο­δο­τού­σε στον μυ­θι­κό Κα­νό­να του πα­ρελ­θό­ντος.

ήταν ο πρώ­τος που υπο­πτεύ­θη­κε πως για να δεις

τη σκη­νή από τη σκο­πιά μιας αλή­θειας στην οποία να κατο­χυρώνεται η ιδιό­τη­τα του ποι­η­τή έπρε­πε να ’χεις

όχι μό­νον

κά­τι

πε­ρισ­σό­τε­ρο από δύο μά­τια αλ­λά, συ­νά­μα, κά­τι λι­γό­τε­ρο· ο στί­βενς το μι­σο­ή­ξε­ρε και ο έλιοτ θα απο­κτού­σε μιαν ιδέα στο πα­ρά 5’ ― τον εμπό­δι­ζε ωστό­σο η αντί­λη­ψη ότι τα νεύ­ρα ζουν σ’ ένα σώ­μα που υπο­φέ­ρει και, επο­μέ­νως, του αρέ­σει να τρα­γου­δά.

σα να λέ­με ότι ου­δέ­πο­τε,

προη­γου­μέ­νως, η αγ­γλι­κή

γλώσ­σα ―ή και η γλώσ­σα εν γέ­νει―

δεν εί­χε εν­στερ­νι­στεί με ανά­λο­γη αβρό­τη­τα τις κρυ­φές αμ­φι­βο­λί­ες για το εάν

για το εάν το το­πίο των εν­νοιών αντι­στοι­χού­σε απλώς σ’ έναν χάρ­τη της κα­τα­νό­η­σης ή μή­πως ήταν μια προ­σποί­η­ση οι­κειό­τη­τας με τον θά­να­το, αυ­τό το τρέ­μι­σμα της ανταύ­γειας του πνεύ­μα­τος όταν του πεις ότι, λυ­πά­μαι αλ­λά τε­τέλεσται.

όλες εκεί­νες οι αντι­δρά­σεις με τη βο­ή­θεια φω­το­ευαί­σθη­των χρω­στι­κών ου­σιών απο­κρυ­σταλ­λώ­νο­νταν σ’ ένα διά­φα­νο ύφος

χα­ραγ­μέ­νο πά­νω σε φύλ­λα τσα­γιού· ήταν βε­λού­δι­νο στην αφή και, ταυ­το­χρό­νως, με μία δό­ση επηρ­μέ­νης κομψότη­τας, σαν να μας έλε­γε πως την αλή­θεια την προ­σφέ­ρουν όσοι δεν τη χρειά­ζο­νται.

και ασφα­λώς η υπε­ρο­ψία

παύ­ει να εί­ναι υπε­ρο­ψία εάν κρι­θεί αι­τιο­λο­γη­μέ­νη· η σε­μνότητα απε­να­ντί­ας δι­καιο­λο­γεί­ται όταν εί­ναι αδικαιο­λόγητη.

ναι ή όχι ;

ού­τε το ένα ού­τε το άλ­λο δεν ευ­δο­κί­μη­σαν, μό­νο η προτίμη­ση για ανε­πι­τή­δευ­τες δια­τυ­πώ­σεις από εκεί­νες που ακούς γύ­ρω σου διαρ­κώς και των οποί­ων η ανα­πό­φευ­κτη

κοι­νο­το­πία όχι μό­νον δεν εί­ναι, αυ­τή η ίδια, κοι­νό­το­πη αλ­λά διε­γεί­ρει, πε­ριέρ­γως, την πη­γαία επι­και­ρό­τη­τα του πα­ρόντος, μια ση­μα­σία που αναρ­ρι­πί­ζε­ται ξα­νά και ξα­νά

πε­ρι­στρέ­φο­ντας τον τρο­χό ενός χάμ­στερ.

έκτο­τε βλέ­που­με συν­δυα­σμούς που δεν τους εί­χα­με ξα­να­δεί, η ανία των στε­ρε­ο­τύ­πων της φυ­σι­κής κα­θη­με­ρι­νής μεσοα­στικής ομι­λί­ας ανα­λαμ­βά­νει συ­νή­γο­ρος της πε­ποί­θη­σης ότι οι κά­θε λο­γής εμ­βλη­μα­τι­κές πα­ρα­κα­τα­θή­κες δεν ήταν πα­ρά ένας ακα­τα­νό­η­τος διά­κο­σμος.

μη φο­βά­σαι, αυ­τή η γλώσ­σα δεν θα προ­δώ­σει κά­ποιο σπου­δαίο ιδα­νι­κό αφού δεν έχει κα­νέ­να ―· εγ­γρά­φει εντού­τοις στο εσω­τε­ρι­κό της μαρ­τυ­ρί­ες για τον χα­ρα­κτή­ρα μιας περι­πέτειας όπου η μνή­μη συ­ναρ­μο­λο­γεί­ται

σαν μια ανά­γλυ­φη διά­στα­ση του ενε­στώ­τα όπως αυ­τός εμ­φανίζεται για να πο­ντά­ρει στα παι­γνί­δια του living room ή του σα­λο­νιού.

― να ρω­τή­σου­με εάν άξι­ζε τον κό­πο;

ού­τως ή άλ­λως

ού­τως ή άλ­λως κα­μία κί­νη­ση αυ­τής της ήρε­μης ανα­πνο­ής της σκέ­ψης δεν θα ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο λα­μπε­ρή πα­ρά αμε­ρόληπτη, πιο φι­λά­ρε­σκη απ’ ό,τι οξυ­δερ­κής.

τέ­τοια κεί­με­να, πράγ­μα­τι, ξε­τυ­λί­γο­νται λες και το θέ­μα δεν ήταν πλέ­ον τα άλα­τα των δα­κρύ­ων και, ναι, άξι­ζε τον κό­πο· το πο­ντά­ρι­σμα εί­χε ανέ­βη ενώ οι τό­νοι

έπε­φταν ανα­λό­γως ― χά­ρη σ’ αυ­τόν τον καλ­λι­τέ­χνη βρεθή­καμε σ’ έναν χώ­ρο μυ­στη­ριω­δών αντη­χή­σε­ων όπου ντρε­πόσουν να δη­λώ­σεις την αγά­πη σου για τις φαν­φά­ρες, ο πε­λάτης εί­χε πά­ντο­τε άδι­κο.

έτσι ξε­κί­νη­σε η ποί­η­ση του άσμπε­ρι, απ’ το ση­μείο όπου θα έπρε­πε να τε­λειώ­νει.

δεν υπήρ­ξε

ποι­η­τής που να διαι­σθάν­θη­κε βα­θύ­τε­ρα απ’ αυ­τόν ότι η γλώσ­σα του λυ­ρι­σμού δεν αφο­ρού­σε το εκτό­πι­σμα της φω­νής αλ­λά συ­νέ­πι­πτε, αν μη τι άλ­λο, με μια ευ­και­ρία να αντι­λη­φθείς ότι η έλ­λει­ψη βα­ρύ­τη­τας επι­βρα­δύ­νει τη γή­ρανση.

dolce far niente, η γλώσ­σα ήταν μια ελά­χι­στη ζω­τι­κή ανα­θέρμανση των εντά­σε­ων ολό­τε­λα ανε­πη­ρέ­α­στη απ’ τα πει­ράματα

της γοη­τεί­ας και τις κα­λά υπο­λο­γι­σμέ­νες ανα­βο­λές που υπό­σχο­νταν κο­ρυ­φώ­σεις και έπα­θλα σε τι­μές που εκπλήσ­σουν.

η γοη­τεία δεν συ­νει­σέ­φε­ρε στην πει­θώ το πα­ρα­μι­κρό, απλώς συ­νό­δευε, σαν ένα άρω­μα, το τρι­κύ­μι­σμα των ωρών,

αφή­νο­ντας

ανεκ­με­τάλ­λευ­τα πε­ρι­θώ­ρια για ελιγ­μούς και υπεκ­φυ­γές, σκη­νο­θε­σί­ες που κα­τέ­λη­γαν σχε­δόν άυ­λες, ανε­παί­σθη­τα κω­μικές στην ελα­φρό­τη­τα με την οποία αθω­ω­νό­ταν η πο­νη­ριά τους και, οπωσ­δή­πο­τε, κα­τάλ­λη­λες να σου δεί­ξουν, μέ­σω αχνών κα­το­πτρι­σμών και δια­θλά­σε­ων, το επί­κε­ντρο του ηθι­κού μα­ρα­σμού της ψυ­χής.

τό­σο ήταν

απα­λή η τρο­χιά του πι­νέ­λου

στο ρυ­ζό­χαρ­το ώστε φώ­τι­ζε λο­ξά τις επα­να­λή­ψεις δί­χως κα­νείς να της το ζη­τή­σει, η ευ­φο­ρία της ανά­γνω­σης ενι­σχυόταν από την άη­χη λι­τά­νευ­ση των ει­κό­νων που εξανεμί­ζονται σε slow motion όταν το μά­τι δι­δά­σκε­ται να μα­ντεύ­ει.

η προ­σο­χή σου δεν εί­χε κά­τι να απο­δεί­ξει αλ­λά, συγ­χρό­νως, δεν ήταν εύ­κο­λο να πα­ρα­βλέ­ψεις το απο­τύ­πω­μα της δα­ντέλας κα­θώς το μά­τι του φθι­νο­πώ­ρου έδυε πά­νω από την πά­χνη.

με συγ­χω­ρεί­τε αλ­λά ο στό­χος δεν ήταν το Υψη­λόν, όπως νό­μι­ζε ο χά­ρολντ μπλουμ: όχι, το ρί­σκο ήταν η κά­θο­δος στο απο­λύ­τως εν­δό­μυ­χο ή, ας πού­με, μέ­χρι τον άδη, που αποτε­λούσε, για τους υπό­λοι­πους εμάς, την πιο εν­δια­φέ­ρου­σα αλ­ληγορία του ασυ­νει­δή­του.

άλ­λο τώ­ρα αν το βά­θος κρυ­βό­ταν στην επι­φά­νεια, όπου μας βό­λευε να το συ­γκρί­νου­με με το τραύ­μα της αθεράπευ­της δυ­σπι­στί­ας προς τις λέ­ξεις, κά­νο­ντας ένα ακό­μη λά­θος, εν­νο­εί­ται.

εντά­ξει, αλ­λά κά­ποιος θα έλε­γε πως η δυ­σπι­στία οφει­λό­ταν στο ότι εί­μα­στε απρό­θυ­μοι να ονει­ρευ­τού­με, ήταν ο τρό­μος της λε­πτο­μέ­ρειας, προ­στα­σία από εκεί­νη την πε­ριέρ­γεια για τα κο­ράλ­λια του βυ­θού που σε κρα­τού­σε

ξυ­πνό, ή αλ­λιώς

οι πη­γές από τις οποί­ες ανά­βλυ­ζε η άνω­ση ― μια μορ­φή της ανω­νυ­μί­ας.

τι πιο επώ­δυ­νο;

εδώ η διά­χυ­ση του φω­τός εί­χε σχε­δια­στεί σαν τα κυ­λιό­με­να κλι­μα­κο­στά­σια του έσερ και η κα­λύ­τε­ρη από­φα­ση ήταν μάλ­λον το να μην πά­ρεις κα­μί­αν από­φα­ση, όπως συ­νέ­βη στο selfportrait

in a convex

mirror αφού σε ώρες κοι­νής ησυ­χί­ας τί­πο­τα δεν ήταν απί­θα­νο.

με­τα­ξύ μας, ο χει­ρι­σμός των ση­μα­σιών ευ­λο­γή­θη­κε με μια τό­σο εκλε­πτυ­σμέ­νη επι­δε­ξιό­τη­τα ώστε οι συ­νέ­πειες της περι­βόητης αμ­φι­ση­μί­ας των γε­γο­νό­των να επι­σπεύ­δο­νται ενώ ταυ­τό­χρο­να αρ­γο­πο­ρού­σαν ―, ει­ρω­νεία και επι­βρά­δυν­ση συ­νέ­κλι­ναν σε αλ­λε­πάλ­λη­λες δια­κρι­τι­κές ανα­θε­ω­ρή­σεις του ορι­σμού της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

έτσι ο βυ­θός ανα­δυό­ταν σαν ένα πέ­πλο αδια­φά­νειας που πε­ριέ­βαλ­λε τα γλωσ­σι­κά αντι­κεί­με­να όπως το θά­μπω­μα της ηλι­κί­ας πε­ρι­βάλ­λει τη στιλ­πνό­τη­τα των επί­πλων που φτιάχ­τηκαν από ρί­ζα τρια­ντα­φυλ­λιάς.

σε ποι­ή­μα­τα σαν αυ­τά δεν θα έβρι­σκες την εμ­βά­θυν­ση στο αί­νιγ­μα του ση­μαί­νο­ντος, μό­νον την αί­σθη­ση ότι το βά­θος

δια­περ­νού­σε το κυ­μά­τι­σμα της φρά­σης εν εί­δει μαρμαρυ­γής.

όσο κι αν εί­χα­με εξοι­κειω­θεί με το φως των απο­γευ­μά­των του οκτω­βρί­ου, εκεί­νο επέ­στρε­φε σαν ένα ανε­ντό­πι­στο σύ­νορο ανά­με­σα στην ει­κό­να και το μή­νυ­μα με το οποίο αυ­τή αλ­λη­λο­γρα­φού­σε· η βα­θύ­τη­τα ήταν απλώς ένα κα­κό προαί­σθημα.

όχι σπά­νια, άλ­λω­στε, το ποί­η­μα γί­νε­ται ό,τι πιο φι­λι­κό για τα ζευ­γά­ρια που επι­βιώ­νουν πα­ρά την έλ­λει­ψη δημοσιότη­τας: φω­το­σκιά­σεις που φυλ­λορ­ρο­ού­σαν και ηλιο­τρό­πια σε κα­τ’ οί­κον πε­ριο­ρι­σμό.

πες το τύ­χη πες το ατυ­χία, το επί­τευγ­μα δεν διέ­φε­ρε από ένα τέ­τοιο εκ­πλη­κτι­κό χα­μή­λω­μα των τό­νων ώστε όσοι δεν εί­χαν μά­θει να προ­σπα­θούν να δια­βά­σουν διά­βα­ζαν όλα όσα δεν εί­χαν προ­σπα­θή­σει να μά­θουν.

αλή­θεια ψέ­μα­τα κα­νείς δεν ξέ­ρει, πά­ντως οι τό­νοι χαμήλω­ναν ίσα­με κει όπου η πε­ζό­τη­τα υπέ­κυ­πτε στη ρου­τί­να των κύ­κλων της, υπνω­τι­σμέ­νη κι ανυ­πε­ρά­σπι­στη, χω­ρίς παράλ­ληλα

να χά­σει ού­τε

στο ελά­χι­στο τη ρι­ψο­κίν­δυ­νη επα­φή με τις ευ­τυ­χί­ες και τους πυ­ρε­τούς του νο­ή­μα­τος.

που θα πει πως η δια­φεύ­γου­σα ση­μα­σία ήταν πα­ντού και που­θε­νά, όπως επί­σης και οι ρι­πές των μουρ­μου­ρη­τών, οι αδιό­ρα­τες απει­λές που συ­γκρα­τού­σαν τον ανα­γνώ­στη αιχ­μάλωτο κά­τω απ’ το φρύ­δι της γης.

αυ­τό έδι­νε στη ση­μα­σία το προ­νό­μιο να υπο­γρά­φει τις με­τρή­σεις του βά­θους με το πε­ρίσ­σευ­μα μιας μπού­κλας που έμοια­ζε

έμοια­ζε παι­δι­κή, διό­τι τα παι­διά,

έστω κι αν δεν το γνω­ρί­ζουν, ξέ­ρουν τα πά­ντα για την άνω­ση και για τα πά­ντα εν γέ­νει.

ξέ­ρουν τα πά­ντα ώστε να ανα­ρωτηθούμε, σαν τον τζιά­νι

ρο­ντά­ρι, μή­πως η έμπνευ­ση, σ’ ένα παι­δά­κι, μπο­ρεί να έρ­θει κι από τη μύ­τη, πράγ­μα που ώς τό­τε δεν θα το έλε­γες ού­τε για τον δα­λάι λά­μα.

πιο σω­στό θα ’ταν να δια­βά­ζεις το girls on the run με την υπο­ψία ότι το άγ­χος δεν εί­ναι πια αυ­τό που ήταν: παρα­βιάζοντας σή­με­ρα τις απα­γο­ρεύ­σεις θα εί­χες αύ­ριο πληρο­φορηθεί πά­ρα πολ­λά για τον υδράρ­γυ­ρο και για τα άν­θη της χαρ­μα­λί­νης.

τι να τα κά­νει ωστό­σο η πα­ρέα των κο­ρι­τσιών όλ’ αυ­τά, τις ανα­τρο­πές, τα ελατ­τώ­μα­τα του σε­να­ρί­ου, τα thanks for noth­ing; και με ποιον τρό­πο να τα θέ­σει υπό αμ­φι­σβή­τη­ση δί­χως το κό­στος συ­γκρού­σε­ων και τρι­βών που θα εμπό­δι­ζαν την ηχώ του προ­α­στί­ου να φτά­σει στο επί­πε­δο μιας ιδε­ώ­δους με­τα­φο­ράς;

οι vivians, τα κο­ρί­τσια του ντάρ­γκερ, δεν κα­τα­λά­βαι­ναν τι ση­μαί­νει με­τα­φο­ρά, ίσως ένε­κα της απει­ρί­ας των ενη­λί­κων·  του­να­ντί­ον, με­τα­φέ­ρο­νταν εδώ κι εκεί ακο­λου­θώ­ντας την αδιά­κο­πη διο­λί­σθη­ση της με­τω­νυ­μί­ας, που ξε­κι­νά­ει

απ’ το φουρ­φού­ρι­σμα των φιό­γκων και του σα­τέν, παραι­σθήσεις χά­ρη στις οποί­ες οι μα­μά­δες, γύ­ρω στο έτος 1935, απο­λάμ­βα­ναν την άνε­ση να μπερ­δεύ­ουν τις κο­ρού­λες τους με ορ­ταν­σί­ες και, μά­λι­στα, πα­ρου­σία τυ­ραν­νι­κών εφη­μέριων και δα­σκά­λων.

ναι ή όχι ;

εξάλ­λου

μια τέ­τοια αφή­γη­ση με θέ­μα ανυ­πε­ρά­σπι­στα πλά­σμα­τα που κα­τα­διώ­κο­νται χω­ρίς κα­νείς να μας εξη­γή­σει τον λό­γο βοη­θά στην κα­τα­πο­λέ­μη­ση της επι­θε­τι­κό­τη­τας των ενη­λί­κων, πι­θα­νώς και της ημι­κρα­νί­ας, και ο κα­θέ­νας θα εί­χε δί­κιο ν’ ανα­φω­νή­σει: δε­σποι­νί­δες μου,

ξα­να­γρά­φου­με τους κα­νό­νες απ’ το μη­δέν.

εί­ναι αλή­θεια πως οι ενο­χές τρο­φο­δο­τού­νται από τον θάνα­το του σώ­μα­τος της μη­τέ­ρας· πρώ­τα κη­δεύ­ουν τον μα­στό και, κα­τό­πιν, τα πνεύ­μα­τα του παι­δι­κού δω­μα­τί­ου, διό­τι το νή­πιο πή­γαι­νε στο σχο­λείο με το κλα­δί

του μα­τιού μα­δη­μέ­νο.

η γλυ­κύ­τη­τα των ήχων απ’ τη με­γά­λη βε­λα­νι­διά κα­θ’ οδόν προς τον αχυ­ρώ­να με­τα­μόρ­φω­νε την Φύ­ση σε μιαν αί­θου­σα συ­ναυ­λιών για βα­ρή­κο­ους και οι κυ­ρί­ες δεν θή­λα­ζαν τα μω­ρά τους· πλέ­ον το γά­λα σε σκό­νη αντι­προ­σώ­πευε τον βαθ­μό μη­δέν της ανταλ­λα­γής και τα κο­ρί­τσια με­γά­λω­ναν δί­χως πο­τέ να πά­ψουν να ’ναι μι­κρά.

κο­ρί­τσια προ­ο­ρι­σμέ­να να εξε­ρευ­νούν το ναυά­γιο της φα­ντασίας σε προ­αύ­λια οι­κο­τρο­φεί­ων όπου οι συ­νή­θειες κι οι αντι­δρά­σεις εξαρ­τό­νταν απ’ την εκ­κρε­μό­τη­τα μιας μο­νί­μως ανα­βαλ­λό­με­νης απο­σα­φή­νι­σης.

τα πρω­ι­νά,

οι σκέ­ψεις τους ευ­νο­ού­σαν κά­τι γλυ­κό, θη­λυ­κό και, σχε­δόν, ιε­ρό­συ­λο ― η Γε­λα­στή εί­χε γι’ αυ­τό την τι­μη­τι­κή της, το ίδιο κι η Λι­χου­διά.

αλ­λά το βρά­δυ

αλ­λά το βρά­δυ οι κο­πέ­λες κα­τα­δί­ω­καν, αυ­τές οι ίδιες, τον εαυ­τό τους μέ­σα σε μια κα­ται­γί­δα συ­νεν­νο­ή­σε­ων, και η νύ­χτα εί­χε αφή­σει τη φλό­γα να τρε­μο­σβή­νει σαν απ’ τον ζέφυ­ρο κά­ποιου απεί­ρως μα­κρι­νού αστε­ριού.

έτσι πε­ρί­που επα­λη­θεύ­ε­ται και η μοί­ρα των ορια­κών φαινο­μένων που ει­σχω­ρούν στον ιστό της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας των απλών κα­θη­με­ρι­νών συ­ναι­νέ­σε­ων: η ανά­κλη­ση της άδειας πα­ρα­μο­νής.

αυ­τό δεν εί­χε προη­γού­με­νο στα χρο­νι­κά, ήσουν τώ­ρα ανα­γκασμένος να δρα­πε­τεύ­εις αιω­νί­ως αν και βρι­σκό­σουν, αιω­νί­ως και πά­λι, στην ίδια θέ­ση.

η μό­δα που ήθε­λε τις γυ­ναί­κες να κοι­τά­νε πά­νω απ’ τον ώμο τους και που εγκαι­νιά­στη­κε ―ή όχι;― με τα πορ­τρέ­τα του ζαν­μπα­τίστ γκραιζ,

εί­χε γί­νει ο κα­νό­νας που διέ­πει τις εξαι­ρέ­σεις· έκτο­τε όλες οι κο­πέ­λες κοι­τά­ζουν πί­σω,

πά­νω απ’ τον ώμο τους,

over their shoulder,

ανη­συ­χώ­ντας για τους κα­κούς που τις κυ­νη­γούν εξαπολύο­ντας φυ­σι­κές κα­τα­στρο­φές: μα­θαί­νουν έπει­τα

ότι ― τι ;

ότι άπαξ και

σβή­σουν τα φώ­τα, η πε­ρι­πέ­τεια παί­ζε­ται αυτεπί­στροφα, σαν πα­σιέν­τσα.

σί­γου­ρα

οι κα­κοί θα τους άρ­πα­ζαν ό,τι πε­ρίσ­σευε απ’ τα λά­φυ­ρα: εξαι­τί­ας της αϋ­πνί­ας όλα πε­τού­σαν και ο ήλιος

ο ήλιος αίφ­νης εμ­φα­νι­ζό­ταν με την υπέρ­λα­μπρη στο­λή θυ­ρωρού ξε­νο­δο­χεί­ου 5 αστέ­ρων, κά­πως εμ­βρό­ντη­τος ωστό­σο, επ’ αφορ­μή μιας συ­γνώ­μης που ου­δέ­πο­τε πα­ρα­χω­ρή­θη­κε.

στην από­δρα­ση, ση­μειω­τέ­ον, τα κο­ρί­τσια δεν ήταν ερασι­τέχνες, εί­χαν βαλ­θεί

να τρέ­χουν από το 1891, τη χρο­νιά που ο ουίτ­κομπ τζάν­τσον εφηύ­ρε το φερ­μουάρ.

διαρ­κού­σης της κα­τα­δί­ω­ξης, εί­δαν ντου­λά­πες που στριφο­γύριζαν και ρού­χα που κο­λυ­μπού­σαν, πέ­ρα­σαν μέ­σα από θέ­α­τρα χλω­ρο­φύλ­λης και από σπί­τια που ανυ­ψώ­νο­νταν σαν αε­ρό­στα­τα επά­νω απ’ το τολ­μη­ρό ντε­κολ­τέ της υπαί­θρου.

τα λι­βά­δια κι οι λι­μνο­θά­λασ­σες ήταν, νο­μί­ζω, το λι­γό­τε­ρο αν δεν θέ­λου­με να εί­μα­στε κυ­νι­κοί.

― να ρω­τή­σου­με εάν άξι­ζε τον κό­πο;

η κα­τα­δί­ω­ξη

ξε­κί­νη­σε υπο­τί­θε­ται με το ξάφ­νια­σμα των ίσκιων απ’ τον μα­κά­ριο χτύ­πο των ρο­λο­γιών στους τοί­χους, βε­βαιό­τη­τες που εξα­νε­μί­ζο­νταν, εν­δεί­ξεις ότι η άγνοια ―κά­θε άγνοια― ήταν εξ ορι­σμού άγνοια κιν­δύ­νου.

έτσι η φυ­γή των κο­ρι­τσιών έπαιρ­νε όλα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ονεί­ρου στο με­ταίχ­μιο των δύο κό­σμων, εκεί που η μέ­ρα και η νύ­χτα επι­διώ­κουν γά­μο συμ­φέ­ρο­ντος ―

ένα όνει­ρο μέ­σα σε όνει­ρο· και ασφα­λώς όταν ονει­ρεύ­ε­σαι ότι ονει­ρεύ­ε­σαι, πλη­σιά­ζει η ώρα να ξυ­πνή­σεις.

μ’ άλ­λα λό­για, η αφύ­πνι­ση προ­ε­ξο­φλεί ότι το όνει­ρο

εί­ναι, ευ­τυ­χώς, το ον εκεί­νο που αγρυ­πνά ώστε ο ύπνος του παι­διού να ’ναι αρ­ρα­γής και ετοι­μο­πό­λε­μος.

πα­ρο­μοί­ως με την από­δρα­ση των κο­ρι­τσιών: όταν το ίδιο το τα­ξί­δι αρ­χί­ζει να τα­ξι­δεύ­ει στη θέ­ση σου, πα’ να πει ότι έχεις φτά­σει.

πό­σο βα­θειά όμως έφτα­σαν τα κο­ρί­τσια στην εν­δο­χώ­ρα της ση­μα­σί­ας κα­νείς δεν ήξε­ρε αφού, το εί­πα­με, το βά­θος ήταν μια εκ­δο­χή της προ­φά­νειας και το Όλον μπο­ρού­σε κάλλι­στα να ρα­γί­σει με το άκου­σμα του σφυ­ρίγ­μα­τος της τσα­γιέρας.

οι σκέ­ψεις τους, στο εξής, θα όφει­λαν ν’ απο­φεύ­γουν να κοι­μη­θούν πλάι σε πη­γά­δια ή απέ­να­ντι από κα­θρέ­φτες, ο ύπνος έφερ­νε τη συμ­φι­λί­ω­ση με την ιδέα ότι το μά­τι όντως απέ­χει απ’ το ση­μαί­νον όσο απέ­χει το ση­μαί­νον απ’ το ση­μαι­νό­με­νο.

για να μην πο­λυ­λο­γού­με, αν το μή­λο πέ­φτει κά­τω απ’ τη μη­λιά δεν χρεια­ζό­μα­στε δι­καιο­σύ­νη ού­τε ενόρ­κους.

ανα­λό­γως και το espace poétique, που ήταν ώς τό­τε μια χρυ­σο­πρά­σι­νη τα­πι­σε­ρί με σκη­νές κυ­νη­γιού, κα­θιε­ρώ­θη­κε σιω­πη­λά σαν μο­νά­δα

μέ­τρη­σης της από­στα­σης που δι­ή­νυαν οι κο­πέ­λες για να ξε­φύγουν από τους διώ­κτες τους, οιω­νός ενός μέλ­λο­ντος που υπο­σχό­ταν να δια­ψευ­στεί.

όλα και πά­λι τα αντι­κεί­με­να κα­τέβαιναν αρ­γά απ’ τον ου­ρα­νό, μα­ζί τους και τα κο­ρί­τσια, έχο­ντας μάλ­λον πει­στεί ότι το σώ­μα θα έπρε­πε να φο­ριέ­ται σαν αλε­ξί­πτω­το.

για πα­ρά­δειγ­μα, οι κο­πέ­λες ακο­λου­θού­σαν γύ­ρω γύ­ρω

ακο­λου­θού­σαν τους στρο­βί­λους του χρό­νου συλλογιζόμε­νες: «ο κ. άσμπε­ρι και εμείς το πλη­ρώ­σα­με ακρι­βά ότι φτά­σα­με ώς εδώ...»

ή:

«εφό­σον απο­γειω­θή­κα­με, δεν εί­μα­στε ό,τι τρώ­με, όπως πα­λιά· εί­μα­στε μό­νον ό,τι λέ­με...»· αναμ­φί­βο­λα, με τις vivians, το λε­ξι­λό­γιο θα ξα­ναρ­χό­ταν στη μό­δα, εν­δε­χο­μέ­νως και η γραμ­μα­τι­κή, αλ­λά φυ­σι­κά οι επι­τυ­χί­ες τους δεν δεσμεύο­νταν από κα­νό­νες δι­καί­ου.

αν και ακί­νη­τες λό­γω της έλ­λει­ψης εμπι­στο­σύ­νης, επέστρε­φαν στις επάλ­ξεις του δει­λι­νού και ξα­νάρ­χι­ζαν να κινού­νται σαν τα που­λιά, με οδη­γό τη βιο­λο­γι­κή τους πυ­ξί­δα.

οι αμ­φι­λε­γό­με­νες δο­μές πα­ρό­μοιων εξι­στο­ρή­σε­ων επέτρε­παν στα κο­ρί­τσια να ανε­βαί­νουν προς τα σύν­νε­φα, η ελα­φρότητα τα ξε­μυά­λι­ζε· και το αντί­στρο­φο: μό­λις οι τό­νοι υψώ­νο­νταν τα κο­ρί­τσια θα προ­σποιού­νταν ότι

έπε­φταν

έπε­φταν

στη χλόη σαν ξε­ρά φύλ­λα που χο­ρεύ­ουν στις πνο­ές του απρι­λί­ου ― αξιο­θαύ­μα­στο diminuendo !

―να ρω­τή­σου­με αν άξι­ζε τον κό­πο ;

μέ­χρι να έχου­με μιαν απά­ντη­ση μπο­ρού­με απλώς να ει­κάζουμε.

ναι ή όχι ;

τα κο­ρί­τσια πα­ρα­τή­ρη­σαν τό­τε πως το φεγ­γά­ρι ήταν αθό­ρυ­βο στην πλεύ­ση του και, ναι, άξι­ζε τον κό­πο· η δρο­σιά δεν κρα­τού­σε κα­κία σε κα­νέ­ναν, τη φώ­να­ζες και ερ­χόταν.

πραγ­μα­τι­κά, η φή­μη των κο­ρι­τσιών θα ’πρε­πε να ’ναι ελα­φριά όσο κι ένας ανα­στε­ναγ­μός, αυ­τό επέ­βαλ­λαν οι περι­στάσεις κι όλοι με­τρού­σαν τα δευ­τε­ρό­λε­πτα ανά­με­σα στη βρο­ντή και την αστρα­πή.

ένας άρ­ρω­στος κό­σμος που δεν γερ­νά­ει πο­τέ ― πώς αλ­λιώς να το πεις ;

κα­θώς έκλει­νε το βι­βλίο κα­τα­λα­βαί­να­με όλοι πως η ζωή εί­ναι μια εξέ­λι­ξη της τε­λευ­ταί­ας στιγ­μής και ο βα­σί­λης παπα­γεωργίου μού ζή­τη­σε ένα σχό­λιο για τον άσμπε­ρι, με τι αντάλ­λαγ­μα δεν θυ­μά­μαι.

το από­γευ­μα κλεί­νο­νται οι συμ­φω­νί­ες.

το βρά­δυ πρέ­πει να τη­ρη­θούν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: