Όσο εσύ κοιμάσαι το ρεμπέτικο αγρυπνά για να σε φροντίζει

Όσο εσύ κοιμάσαι το ρεμπέτικο αγρυπνά για να σε φροντίζει

Ο Ιάλυσος είχε ιδρύσει την πόλη Ρόδο και ευτυχώς γιατί, διαφορετικά, οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη δεν θα είχαν αγοράσει το νησί το 1309. Κατόπιν, ο χιλιανός Αλεχάντρο Χοντορόφσκυ ίδρυσε το πρωτοποριακό καλλιτεχνικό κίνημα S.NOB. Αυτό συνέβη το ’62. Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, το 1987, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης ίδρυσε την Ράμπα, το διάσημο μπαράκι στην Τσαμαδού. Εκεί πέρα σύχναζε, ψυχικά καταβεβλημένος από τη δίψα του, ο Νίκος Καρούζος, ο προ-προτελευταίος ίσως μεγάλος μας ποιητής, με τις τσέπες του μονίμως άδειες, εκτός κι αν είχε ενθυλακώσει εκτάκτως κάποια προκαταβολή απ’ τον Καστανιώτη ή απ’ την Εστία. Όμως, μια και ο Σκούρτης ήταν ένας οικοδεσπότης επαρκώς γενναιόδωρος, δεν υπήρχε περίπτωση να δεις τον Καρούζο να φεύγει παραπονεμένος. Με τη σειρά του, ο επιβλητικός θαμώνας, υπό την επήρεια του ουίσκυ (on the rocks) ή της βότκας (αραιωμένης με ελάχιστο τόνικ) ή του ούζου (Mini, κατά κανόνα), σκάρωνε επί τόπου ένα ποίημα και το άφηνε με τον πομπώδη, αδέξια αρρενωπό και κάπως σπασμωδικό τρόπο του πάνω στον πάγκο, σαν κλητήριο θέσπισμα. Το ίδιο έκανε, αν και όχι τόσο συστηματικά, σ’ όλα τα μπαρ της προτίμησής του, στο Dada και στο Flower, στο 18 ή στον Λώρα, όπου ο κορυφαίος του Χορού τον υποδεχόταν προσφωνώντας τον, εθιμοτυπικά αλλά ενθουσιωδώς, ως «Δάσκαλο του Γένους» και χτυπώντας τροκάνες. Για να μην πολυλογώ, ένας καθωσπρέπει αμφιτρύωνας θα ενέδιδε στην καρουζική αντίληψη της αναχωρητικής πενίας, συμμορφούμενος με τους όρους ενός προ-καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου ανταλλαγής αγαθών, όπου τα δύο μέρη συνομιλούσαν κατ’ ανάγκην προς το συμφέρον μιας εξαντλητικής μεν αλλά, ως επί το πλείστον, εγκάρδιας αμοιβαιότητας. Όχι ότι υπήρξε ποτέ κανένας σοβαρός μπάρμαν που θα εισέπραττε τις λέξεις, ειδικά τέτοιες λέξεις, σαν ταμειακό έσοδο, ωστόσο κάποιοι απ’ αυτούς που θαύμαζαν τον Νίκο, δηλαδή όλοι, καταλάβαιναν ότι η ικανότητα να διαταράσσεις ευχάριστα τον μαγνητισμό της ατμόσφαιρας προσφέροντας μυστηριώδεις δωρεές δεν ήταν εντούτοις περισσότερο αμφίβολη, ούτε λιγότερο ειλικρινής, εκείνης τού να αποδέχεσαι τα δώρα από πρόσωπα που δεν είχαν την παραμικρή φιλοδοξία να πληρώσουν με American Express.

Η συνήθεια του Καρούζου να χαρίζει ποιήματα σε φίλους και γνωστούς ή να αποζημιώνει μ’ αυτά για τις οφειλές του σε ορισμένα μπαρ, ή και εστιατόρια, όπως έκανε ο Πικάσσο με τα σκίτσα του αν πιστέψουμε τον θρύλο, μας καλεί να του αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία της άσκησης μιας ιδιαίτερης μορφής αφιέρωσης. Όχι εκείνης της τετριμμένης που ειρωνεύεται τη μετριοφροσύνη του χειρογράφου δίκην ρητής προμετωπίδας —στον τάδε ή στην δείνα—, επαναλαμβανόμενη ενίοτε στο τυπωμένο κείμενο, και την οποία έβρισκες στη μαύρη αγορά για πενταροδεκάρες — όχι. Τώρα παραχωρούνταν το ίδιο το αντικείμενο, η ίδια η σελίδα, οριστικά και αποκλειστικά δική σου, εσένα του παραλήπτη, δίχως καν ο συγγραφέας να έχει κρατήσει αντίγραφο. Που σημαίνει, αν μη τι άλλο, το αποκορύφωμα μιας δοτικής παρόρμησης που είχε το θάρρος να αναμετρηθεί με την πιθανότητα υποβάθμισης του ποιήματος σε απόρριμμα. Αν δεν απατώμαι, τα αρχεία της συγκεκριμένης προβληματικής περιλαμβάνουν τις ονειροπολήσεις του Μπατάιγ γύρω απ’ τη σχέση του σκατού με την πολυτιμότητα των τιμαλφών, για τις οποίες η ψυχαναλυτική κριτική θα έσπευδε, κλασσικά, να δευτερολογήσει. Ο Λακάν δεν ήταν ο πρώτος που ενέπλεξε σ’ αυτή τη σκανδαλώδη συσχέτιση τη λογοτεχνία• ο Ζενέ είχε ήδη παραδεχτεί ότι «το ποίημα έρχεται σαν το χέσιμο»! (Ο Κλωντέλ, πιο κομψά, μιλούσε για «φτέρνισμα»).

Θα λέγαμε το ίδιο και για τους παραχωρητικούς αυτοσχεδιασμούς του Λάγιου αν δεν ήταν πασίγνωστη η τερατώδης μνημονική του ικανότητα, κατά τι ανώτερη κι απ’ του Καρούζου ακόμη, οπότε όλοι υποπτεύονταν ότι κρατούσε αντίγραφο στις διακλαδώσεις των νευρώνων του εγκεφάλου, με τις ομοιοκαταληξίες να σχηματίζουν τις αλυσίδες των πρωτεϊνών. Όντως, εν ευθέτω χρόνω, τα αφιερωμένα κομμάτια κοσμούσαν, σε καινούργια εκτέλεση, κάποιο βιβλίο του. Απεναντίας, του Νίκου του άρεσε να συνοδεύει τα ποιήματα στην εξαφάνιση (κάτι που ο Λάγιος απλώς μιμούνταν μελοδραματικά): εδώ το ποίημα έπρεπε όντως να εξάπτει την ρέουσα πραγματικότητα, εξασφαλίζοντάς της μιαν ακαριαία αλλά δραστική αναλαμπή στο πρότυπο του χαϊκού, και καταχωρούμενο στον ενεστώτα ως υλικό μίας χρήσεως. Γνωρίζοντας, όπως όλοι οι σπουδαίοι ποιητές, ότι το ποίημα είναι γεγονός αποχαιρετιστήριο, διασκέδαζε παρακολουθώντας τους στίχους να αιωρούνται τόσο ευάλωτοι ανάμεσα στη γενέθλια σύσπασή τους και τη στιγμή κατά την οποία ενταφιάζονταν αμετάκληστα στην εμπειρία του ενθυμίου ― αιωρήσεις που διαρκούσαν ελάχιστα και που η νύχτα τις ευλογούσε από διακριτική απόσταση, κάτι σαν την πιρουέτα ενός πνεύματος που στοιχημάτιζε στον ίδιο του τον εξανεμισμό. Μερικά απ’ αυτά τα κειμήλια ήταν σφυρηλατημένα στο πληκτρολόγιο μιας αρχαίας γραφομηχανής δεδομένου ότι τα ετοίμαζε, prima vista και πάλι, δέκα λεπτά πριν ξεκινήσει απ’ την υπόγεια γκαρσονιέρα του, στην οδό Σούτσου, σκοπίμως επιπλωμένη σαν κελί φυλακής, με κατεύθυνση κάποιο σπίτι του οποίου ο νοικοκύρης αδίκως θα περίμενε την περίφημη φαρδιά κόκκινη κορδέλα της συσκευασίας του ζαχαροπλαστείου ― με την εγγενή του ιδιοτροπία, το ποίημα που χαριζόταν κατά την έναρξη της συνάντησης αντί για ένα κουτί γλυκά ή ένα μπουκάλι Ballantine’s διέλυε κάθε υπόλειμμα αμηχανίας στο κατώφλι μιας ανεπιθύμητης επισημότητας• παρ’ όλ’ αυτά, τα περισσότερα κόβονταν μπροστά στον πελάτη κατά το λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου.

Που θα πει ότι πολλοί ιδιώτες βρέθηκαν σήμερα να έχουν στην κατοχή τους καρουζικά τεκμήρια που κοιμόνταν σε φακέλους και σε συρτάρια, και υπήρχαν εκεί, όσο και σε κορνίζες ―όπως στο σπίτι μου λ.χ.―, διάσπαρτοι στίχοι, ζωγραφιές λουλουδιών, σκαριφήματα και σιβυλλικές αναγγελίες, επίσης όλων των ειδών τα αποφθέγματα σε μεταφυσικούς ή περιπαιχτικούς τόνους, αλλά και απρόσμενες διευκρινίσεις στην πίσω όψη φωτογραφιών, για να μην πούμε και για τα σύντομα πεζά που δεν ήξερες αν η λανθάνουσα στιχουργική τους απαιτούσε να υπολογιστεί ως λυρική υποθήκη ή αν ήταν επί τούτου σχεδιασμένη για να περάσει απαρατήρητη και να στοιχειώσει στην υποσημείωση κάποιου ανοιχτομάτη επιμελητή. Θυμάμαι ένα δώρο του στην Λέλη Μπέη, ένα υπέροχο αντικείμενο, κάτι σαν object-poem, όπου το ζωγραφισμένο άνθος, όταν το τοποθετούσες μπροστά σε μια λάμπα, φωτιζόταν παράξενα μέσα απ’ τη διαφάνεια του λεπτού χαρτονιού, οπότε αναδυόταν στο φως οι κρυμμένες λέξεις του αντεστραμμένου ειδώλου που δεν ήταν άλλο απ’ το εξώφυλλο μιας παλιάς γαλλικής έκδοσης των Fragments του Ηράκλειτου! Έτσι άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια πάμπολλα φιλολογικά τρόπαια, συμπαρασύροντας προφορικές μαρτυρίες, κατά περίπτωσιν παράλογες, ή και ευτράπελες, διότι τίποτα δεν συνδέεται στενότερα μ’ ένα τραγικό πνεύμα, όπως αυτό του πρωταγωνιστή μας, απ’ ό,τι οι αντιδράσεις εκείνες των οποίων η συγκαλυμμένη απόγνωση φωτίζεται απ’ τις αστραπές της κωμωδίας, ιδίως αν η τελευταία αναπαράγει μπεκετικές αποχρώσεις τριτοκοσμικού σουρεαλισμού. Φέρ’ ειπείν, καθώς ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου τραγουδούσαν εναλλάξ στη θολή ατμόσφαιρα του Σκοπευτηρίου, στην Καισαριανή, υποφέροντας στωικά την εκτροπή του ρεμπέτικου ρεύματος στην κοίτη του φτηνού ηλεκτρικού ήχου, και ενώ ο Καρούζος απολάμβανε το ουίσκι του με τον ποιητή Νίκο Τρίκολα και την εκκεντρική Νανά Ησαΐα, αιωνία της η μνήμη, προέκυψε ένα θέμα ζωής και θανάτου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όταν ο επί κεφαλής της παρέας άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί, μάλλον χαρτοπετσέτα, και σκαλίζοντας δυο τρεις λέξεις, ζήτησε απ’ τον συνονόματό του να το πάει ώς το πάλκο για να το υπογράψει ο συνθέτης αυτοπροσώπως. Το περιεχόμενου του χρησμού ήταν:

ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

Το 1993, ένας Μεξικάνος που ενοχλήθηκε απ’ τα όσα δυσάρεστα του είπε η χαρτορίχτρα Γκλόρια Βιλλανουέβα διαβάζοντας τα ταρώ, τράβηξε απ’ τη ζώνη του ένα περίστροφο των 9 mm και της φύτεψε δύο σφαίρες στο κεφάλι. Απεναντίας, ο αξιολάτρευτος Τσιτσάνης, που τραγουδούσε με τον μειλίχιο, καλοκάγαθο, κάπως βαριεστημένο στιλ του, και έχοντας ενδεχομένως γλαρώσει λιγάκι απ’ τα τσιγαριλίκια του, πήρε το στυλό που του ενεχείρισε ο Τρίκολας και υπέγραψε ευχαρίστως. Η Μπέλλου, με τη θεσπέσια, συνταρακτική φωνή της, φωνή θεοσκότεινη και συνάμα υπέρλαμπρη, καθόταν σε αγαλματώδη ακινησία ερμηνεύοντας το Πάλι στις 3 ήρθες εχτές να κοιμηθείς και υπάρχουν αυτήκοοι μάρτυρες που βεβαιώνουν πως είχες την εντύπωση ότι τραγουδούσε ο ίδιος ο θάνατος. Κατ’ ουσίαν, η Σωτηρία δεν τραγουδούσε σαν τον θάνατο αλλά σαν νεκρή — μια προσωπίδα που αναγνωρίζει κανείς και στον Καζαντζίδη, εν μέρει δε και στον Στράτο Διονυσίου. Και στον Τσιτσάνη, οπωσδήποτε, αν και αυτός το αγνοούσε, δηλαδή αγνοούσε ότι, πέραν ενός ορίου, το τραγούδι δεν πήγαζε απ’ το διάφραγμα του ίδιου του τραγουδιστή αλλά κατευθείαν από τα έγκατα του συμβολικού συστήματος, τουτέστιν απ’ την ολομέλεια των πνευμάτων που κυβερνούσαν τον ωκεανό των συγκινήσεων της μουσικής παράδοσης. Η μουσική πήγαζε απ’ τον Άδη. Ασφαλώς, ούτε η Μπέλλου το ήξερε, όμως το ήξερε η φωνή της. Εντούτοις, εκεί γύρω, στον φορτισμένο αέρα, δεν αισθανόσουν ίχνος μακάβριου υπαινιγμού και όλοι καλοπερνούσαν — ο Τσιτσάνης κωπηλατώντας με το πάσο του, η Μπέλλου επίσης με αυτόματο πιλότο, περιμένοντας να σχολάσει για να ρίξει καμιά ζαριά στην μπαρμπουτιέρα που διανυκτέρευε στην Κανάρη, στο μεγάλο γκαράζ, πλάι στην Ταινιοθήκη, και φυσικά ο Καρούζος, ο Τρίκολας, η Ησαΐα, οι φοιτητές, η μεσήλικη πελατεία, μέχρι και τα γκαρσόνια, που λέει ο λόγος. Όπως στην Εκκλησία, τουλάχιστον την Ορθόδοξη, όπου η χαρμολυπητική ιδέα του ζωοποιού θανάτου μπορεί να δοθεί στα ορφανά και στις χήρες αντί για επίδομα κοινωνικής πρόνοιας, το ριγηλό μουρμουρητό του Τσιτσάνη είχε το ύφος της αυτεπάγγελτης άφεσης αμαρτιών, συν το επίχρισμα εκείνης της πικρής γλύκας που συναντάμε στη συμπεριφορά των πληγωμένων ζώων ή στα φρούτα του φθινοπώρου. Για την ακρίβεια, κάτι στο βάθος της μαλακής, νιαουριστής φωνής του θύμιζε σουρντίνα ή, καλύτερα, τον πνιγμένο ήχο απ’ τις ρόδες της άμαξας που περνούσε μπροστά απ’ το σπίτι του ετοιμοθάνατου Βέρντι, το 1901, όπου οι γείτονες είχαν στρώσει άχυρα για να είναι οι τελευταίες ώρες του δημοφιλούς μαέστρου εντελώς απρόσβλητες από τα δαιμόνια της καθημερινότητας. Η μονότονη κλάψα αυτής της ρυθμικής εξομολόγησης οδηγούσε σ’ ένα τοπίο απ’ αυτά όπου πάντοτε ψιλοβρέχει κι όπου συνειδητοποιείς την αιτία για την οποία, στα όνειρα, ουδέποτε κοιτάζουμε τον ήλιο.

Με ρωτάτε τι σήμαινε το σημείωμα του Καρούζου. Πιθανότατα ότι ο Τσιτσάνης ανήκε σ’ εκείνη τη υπέρμετρα ευγενή στόφα ανθρώπων που δεν αξίζει να ζουν στη γη και που η θέση τους είναι με τους αγγέλους. Συνεπώς έπρεπε να πεθάνει. Ίσως πάλι να επρόκειτο για χειρονομία ισοδύναμη της πλαστής επιταγής που φιλοτέχνησε ο Ντυσσάν ώστε να πληρώσει τον οδοντίατρό του ή για υπόμνηση ενός τύπου βουδιστικού κοάν, σα να λέμε για τη φράση που θα επέτρεπε στον παραλήπτη να φωτιστεί μέσω μιας αντίφασης η οποία, καθώς είναι ανεπίλυτη, χτυπάει την ψυχοσωματική ενότητα εν είδει ηλεκτροπληξίας. Αλλά, ως προς τι να φωτιστεί ο Τσιτσάνης και μάλιστα απ’ το αιφνίδιο μούδιασμα του Ζεν, όταν τα 9/8 προκαλούσαν γαλήνιες τρικυμίες αυτογνωσίας μέσα στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ; Ήδη ο άνθρωπος απαύγαζε, έστω με το αποτσίγαρο ακουμπισμένο στο φρικτό, πελώριο, μαύρο ηχείο, στ’ αριστερά του, σαν τον Σπυρίδωνα, τον Επίσκοπο Τριμυθούντος. Είμαστε, θέλω να πιστεύω, υποχρεωμένοι να αποκλείσουμε την εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο Καρούζος, θορυβημένος από την άμετρη επιδείνωση της καταναλωτικής παρακμής που απειλούσε την αίγλη του μουσικού μας κληροδοτήματος ή εκνευρισμένος από κάποιο στρίγκλισμα της μικροφωνικής εγκατάστασης ή κι από μιαν αναπάντεχη αργοπορία του σερβιτόρου, βιάστηκε να στρέψει τις τρέχουσες ευτυχίες της αλκοολικής έξαψης προς την απόλαυση μιας φιλοσοφικά εννοούμενης θανατικής καταδίκη, ή και άμεσα συναισθηματικής, όπως έκανε για παράδειγμα ο γρουσούζης και δύστροπος Μπραμς, για τον οποίο ελέγετο (από την οικονόμο του) πως όταν ήταν ευτυχισμένος βολευόταν στο πιάνο και έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι, ένα σπαραχτικό λήντερ με τίτλο Ο τάφος είναι η χαρά μου. Όμως, αν ίσχυε αυτό, δεν θα χρειαζόταν η συγκατάθεση του Τσιτσάνη.

Κι έπειτα, σε τι θα ωφελούσε το να αποδημήσει, εκεί πέρα, μπροστά τους, ο μέγας ρεμπέτης, εάν ήταν κιόλας νεκρός; Ενδεχομένως κάτι τέτοιο αναλογούσε σε μια μεταφορική επαναδιατύπωση του παραδοξολογήματος που επιστράτευσε κάποτε ο ποιητής μας για να αυτοβιογραφηθεί, αποφαινόμενος αμνηστευτικά ότι: «Εάν πεθάνω γλίτωσα• εάν επιζήσω γλίτωσα / πάλι» (Β, 476), και το οποίο πολύ δύσκολα θα συγκρινόταν με chinese cookie. Ακόμα πιο δύσκολα θα κινητοποιούσε κάποιον η αναλογία με την εκταφή και τον απαγχονισμό του Κρόμγουελλ δύο χρόνια μετά απ’ τον θάνατό του, κατά διαταγήν του Καρόλου Β’. Σημειωτέον ότι, μιλώντας για νεκρούς, στην περίπτωσή μας, και υπό την έννοια ότι μόνον για κάτι το ψεύτικο μπορεί να ειπωθεί ότι ζει στο διηνεκές, αναφερόμαστε σε όντα βυθισμένα, ούτως ειπείν, στην άβυσσο της αλήθειας που τα συγκροτούσε, ανεξαρτήτως του αν αυτή θα αποβαλλόταν αναμεμειγμένη με αμμωνία και οινόπνευμα στο ευρύχωρο WC του καταστήματος. Σωρεία παρεμφερών διαπιστώσεων συνοδεύει άλλωστε την αναπόφευκτη συσχέτιση της εντολής του Καρούζου με τη θεολογική παραδοχή ότι, για να ζήσει ένας άνθρωπος πρέπει προηγουμένως να πεθάνει μέσω μιας επίπονης μύησης στην βαθμιαία απέκδυση του Εγώ, όπως τίθεται ας πούμε στην Β’ Προς Κορινθίους και στον Μικρό Ήρωα. Αυτή την απέκδυση γιορτάζει και το ρεμπέτικο. Ο Καρούζος, την ώρα εκείνη, θα πρέπει να αγαπούσε τον Τσιτσάνη παράφορα και μπορεί να φλεγόταν απ’ την επιθυμία να καταλάβει γι’ αυτόν τα πάντα, σε βάθος, ώς τον πιο ενδόμυχο πυθμένα της ύπαρξής του. Ο Λώρενς είχε γράψει ότι «για να γνωρίσεις στ’ αλήθεια κάποιον, πρέπει να τον σκοτώσεις». Αν αυτό είχε κατά νου ο Καρολος Β’, εμείς εδώ στην Ανατολή το πετυχαίνουμε ευκολότερα και δίχως να επιβαρύνεται με χαρτούρα το γραφείο του Εισαγγελέα.

Όλα τα παραπάνω συνέβαιναν ερήμην της λουλουδούς, ονόματι Ελισσάβετ Καραχάλιου (Μπέτυ), που κυκλοφορούσε ανάμεσα στα τραπέζια νομίζοντας ότι όντως είναι μια λουλουδού ονόματι Ελισάβετ Καραχάλιου η οποία δουλεύει για τα προς το ζην. Τεράστια πλάνη! Παίρνουμε το θάρρος να υποθέσουμε ότι την πονούσαν ελαφρά τα πόδια της ένεκα των ψηλών τακουνιών κι ότι η ενόχληση αυτή επιδρούσε υπό μορφήν αντιπερισπασμού ως προς τη σύλληψη των απόκοσμων συχνοτήτων της υποβρύχιας πραγματικότητας που την περιελάμβανε και, άρα, τη συνιστούσε. Ξαφνικά, ο Τσιτσάνης, έχοντας μισοσυνέλθει απ’ τη μαστούρα, θυμήθηκε αμυδρά το σημείωμα που είχε φτάσει σ’ αυτόν σαν ετυμηγορία ενόρκων και, αφού κάλεσε την περί ης ο λόγος, της εμπιστεύθηκε το καθήκον να ρωτήσει «εκείνον εκεί τον κύριο» (έτσι το έθεσε), δείχνοντας με την προέκταση του βλέμματός του τον Καρούζο, να της πει (ώστε να του πει) τι ακριβώς (του) είχε (ζητήσει να) υπογράψει. Αυτή εκτέλεσε την αποστολή της σεμνά, χωρίς να επικαλεστεί κάποιο πρόσκομμα, και γυρίζοντας στον Τσιτσάνη ανακοίνωσε επί λέξει:

«Βασίλη, υπόγραψες ένα χαρτί που έλεγε “Τσιτσάνη, πρέπει να πεθάνεις”».

«Καλά...», είπε ο Τσιτσάνης. Κατόπιν, σηκώθηκε με αργές κινήσεις για να πάει σ’ ένα τραπέζι, στη γωνία, και να τσιμπήσει τα απαραίτητα. Προς στιγμήν ανησύχησε μήπως είχε υπογράψει κανένα γραμμάτιο. Μάλιστα, ένας θρύλος που διασώζει η νύχτα και που οι μελετητές του ρεμπέτικου συναντούν σε ποικίλες παραλλαγές μιλάει για ένα σωρό ακόμη θαύματα• επί παραδείγματι, φημολογείται πως, όταν έκλεισε το Σκοπευτήριο, τα φαντάσματα των σερβιτόρων συγκεντρώθηκαν και γλεντούσαν χορεύοντας και τραγουδώντας περιπαθώς, όπως αρμόζει στο ιαμβικό τετράμετρο, το Απόψε κάνεις μπαμ, έχοντας τροποποιήσει τους στίχους του Ρούτσου για την περίσταση. Συγκεκριμένα, αντί του πένθιμου Απόψε στου Τσιτσάνη πω πω τι έχει να γίνει! (τι θα γινόταν δηλαδή;), ακουγόταν το χαρμόσυνο:

Να πείτε του Τσιτσάνη
πως πρέπει να πεθάνει!
Εδώ, τι να την κάνει
τη μια ζωή; Δε φτάνει...

κτλ.

Κι ένας σκύλος που καθόταν απ’ έξω περιμένοντας κάποιο κόκαλο απ’ τα αποφάγια, και για τον οποίο έλεγαν ότι έφερε στο σώμα του δέκα έξι ουλές από δώδεκα διαφορετικές μάχες, άκουσε τη φασαρία και σκέφτηκε:

«Είδες; Για να λένε ότι πρέπει να πεθάνει ο Τσιτσάνης, πα’ να πει ότι ζει!» Κι έφυγε για να διαδώσει τα νέα στους άλλους σκύλους, αυτούς που φρουρούσαν τις διόδους προς τα όνειρα και τους αστερισμούς.

Τα γεγονότα αφηγήθηκε ο Τρίκολας στον Αριστηνό κι αυτός σ’ εμένα κι εγώ έβγαλα το συμπέρασμα ότι η μουσική είναι μια χώρα όπου θα σου δοθεί χάρη μόνον αν μπορέσεις να αποδείξεις ότι δεν τη χρειάζεσαι.

Παρεμπιπτόντως, η Γκλόρια Βιλλανουέβα επέζησε της δοκιμασίας. Ο Σκούρτης πέθανε το 2018. Ο Καρούζος το 1990. Ο Τσιτσάνης το ’84. Η Μπέλλου το ’97. Ο Λάγιος το 2005, στην πεντηκονστή επέτειο των γενεθλίων μου.

Ο αγαθός και εύθυμος μονάρχης Κάρολος Β’ που, αντίθετα απ’ τον γελοίο πουριτανό δικτάτορα Κρόμγουελλ, είχε ύψος 1.90’, βασίλεψε με τη βοήθεια πανέμορφων Κυριών της Αυλής και αναγνώρισε δώδεκα νόθα παιδιά.

Με τη μεσιτεία του υποφαινόμενου, η προς Τσιτσάνη προτροπή αποθησαυρίζεται στον τόμο Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα των εκδόσεων Ίκαρος, σελ. 378. Πάλι καλά που δεν μας επέπληξε κανένας φιλόλογος απ’ αυτούς που επιμένουν να αγνοούν ότι η Ιστορία γράφεται απ’ τους ηττημένους.

Ευλογημένες οι λέξεις που περιμένουν τον αναγνώστη τους για χρόνια. Πολλά είναι τα ταξίδια δίχως προορισμό. Όμως κανένα ταξίδι δεν είναι δίχως αφετηρία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: