Ουρανομήκης

Γνώρισα το Νίκο Καρούζο από τους φίλους μου Ίκαρο Μπαμπασάκη και Θάνο Σταθόπουλο γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, αν θυμάμαι καλά. Την εποχή εκείνη ήξερα φυσικά την ποίησή του, δεν γνώριζα όμως πόσο αδιαχώριστα δεμένοι ήσαν ο ποιητής και το έργο του. Το συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα, μέσα από τις πολύωρες και εξαντλητικές ολονυχτίες στις οποίες ριχνόμασταν αχόρταγα, ενίοτε και κάποια μακριά απογεύματα, όταν η προηγηθείσα αγρυπνία δεν ήταν και τόσο κραιπαλώδης. Είναι πλέον πράγματα γνωστά, τα μεταίχμια δευτερόλεπτα, οι αβυσσαλέες του νύχτες, στον αδυσώπητο καταπιώνα του χρόνου. Όμως κοντά του, ο χρόνος για μας τους νέους τότε και συχνά επιλήσμονες, απόκτησε άλλη διάσταση και η αγωνιώδης ανάσα του ποιητή δονούσε το στήθος (μας).

Θυμάμαι ιδιαίτερα, και με πολλή συγκίνηση κι αγάπη, κάποια θλιμένα χειμωνιάτικα βράδυα, όταν τραβούσαμε αργά στο καπηλειό του καρβουνιάρη στους Αμπελόκηπους (είμασταν γείτονες, κι έτσι περνούσα και τον έπαιρνα απ’ το υπόγειο της Σούτσου), ενώνοντας τις μοναξιές μας γύρω από ένα οκαδιάρικο κρασί («κρασάκι αμέριμνο») και μια μερίδα ρεβύθια στα δύο, συχνά χωρίς να λέμε κουβέντα, απλά υπομένοντας τη λυτρωτική παρηγοριά του αλκοόλ. Αυτές τις στιγμές, εγώ αφουγκραζόμουν τον βιγλάτορα ποιητή, πώς καραδοκούσε απέναντι στην παραμικρή λεπτομέρεια, πώς κάθε αναρρίγημα της ύπαρξης γεννούσε ποίηση μέσα του, και μαγευόμουν από την ακαριαία του αντίληψη απέναντι στις χρονικές μεταβάσεις. Ο Νίκος, δεν ξέρω τι αναζητούσε - ίσως κάποια θαμπή αναλαμπή στο βασανιστικό γουργουρητό του χρόνου, που ένιωθα έντονα να τον στοιχειώνει, ίσως και να αφηνόταν απλώς μεθυστικά να γραπωθεί στο αδυσώπητο γρανάζι του. Τολμώ να πω πως τις στιγμές αυτές διάβαζα καλύτερα την ποίηση, παρά μέσα στην ατέλειωτη κατανάλωση χιλιάδων σελίδων («η γραπτή ποίηση σωριάστηκε στο στήθος μου σαν ένα τίποτα»). Και στις πολύτιμες αυτές συνυπάρξεις οικοδομούσα σιγά σιγά τη σταθερά εδραζόμενη μέσα μου αντίληψη πως ο Νίκος Καρούζος, ως αντικαθρέφτισμα του γίγαντα Σολωμού, ήταν κυριευμένος από ένα οικουμενικό όραμα που λάτρευε να το βλέπει ανήμπορος να καταρρέει.  

Κόντρα στο γενικότερο ρεύμα, αγάπησα εξαρχής πολύ τα πρώτα του, Χριστοκεντρικά ποιήματα∙ είχαν τόση αλήθεια μέσα τους που απ’ αυτή δεν γλίτωσε ποτέ, έτσι πιστεύω. Οι εκάστοτε αγνωστικιστικές του δηλώσεις και συνδηλώσεις νομίζω πως αποτελούσαν ένα είδος προπετάσματος απέναντι στην αλήθεια αυτή∙ δεν θα ήθελα όμως να επεκταθώ επί του παρόντος. Το επιβεβαίωνα αυτό τους τελευταίους μήνες της ζωής του, σε σχετικές μας συζητήσεις που πραγματώνονταν με πολύ κόπο, λόγω των ογκούμενων προβλημάτων της υγείας του. Μίλησε πολύ καίρια για την ουσιαστική φύση της Ορθόδοξης ελληνικότητας, και πολύ περισσότερο για την ίδια την Ορθοδοξία, με βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και την πραγμάτωση της συγγνώμης στη ζωή μας («του Τρότσκυ τη διαρκή επανάσταση / τη γκρέμισα στου Ιησού τη διαρκή συγγνώμη»). Γυρίζω συχνά σ’ αυτή την περίοδο του Νίκου, τα περισσότερα άλλωστε απ’ αυτά τα ποιήματα τα ξέρω κυριολεκτικά απέξω.

Κατόρθωσε μια μεγαλειώδη ποίηση: απ’ τα στιλπνά σπαράγματα των Μονολεκτισμών και της Συντήρησης Ανελκυστήρων, μέχρι την κατακλυσμιαία έκρηξη της Κρονστάνδης, μια μνημειώδη ποιητική σύνθεση που διαβάζεται και ως συγχωρητική διάχυση αγάπης στους πάντες («― Νικολάι, σ’ αγαπούσα ολόκληρη. / ― Μιαν άλλη φορά∙ θα ξαναγίνει, Άννα»). Έγραψε και πολλούς αποφθεγματικούς στίχους, που σε άλλους ποιητές ίσως και να ηχούσαν ως πομφόλυγες, στην περίπτωση του Καρούζου όμως ήξερες πως έρρεαν ως καταστάλαγμα ενδελεχούς ενδοσκόπησης κι όχι ως «ποιητικό» επινόημα. Πιστεύω, κανένας στίχος του δεν πήγε χαμένος, ακόμη και τα σκαριφήματα της μπάρας, που συχνά έβγαζε απ’ τις τσέπες του ως αμήχανο αντίτιμο της οινοπνευματικής κραιπάλης. Από το πατοκάζανό του έτρεχε νέκταρ.

Με το Θάνο ζήσαμε έναν συγκλονιστικό Καρούζο κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων ενός δίσκου βινυλίου που κάναμε με απαγγελίες του ποιητή, και που ο Νίκος ολοκλήρωσε με μεγάλη δυσκολία, μιας και πραγματώθηκε μέσα στην κορύφωση της αρρώστιας. Οι αναγνώσεις του, ακόμη και μέσα στις τόσο αντίξοες συνθήκες, όριζαν ξεκάθαρα πώς διαβάζεται η κάθε λέξη. Οι σπαρακτικές του ανάσες ανάμεσα των στίχων, μας δίδασκαν ποίηση. Για οικονομικούς λόγους, γράφαμε στο στούντιο λίγο πριν τα μεσάνυχτα, μέχρι τις μικρές ώρες της νύχτας, κι αυτό τον εξαντλούσε ακόμη περισσότερο, χωρίς να βαρυγκομήσει όμως ούτε στιγμή. Και τα χαράματα, τσακισμένοι πάνω απ’ τις μακαρονάδες του Minute, ξέραμε ότι κοινωνούσαμε το φίλο μας πλησιάζοντας στο τέλος.

  Όταν πέθανε, η ψυχή του πέταξε φωτοειδής στα ουράνια. Ανεβαίνοντας, πρέπει να συνάντησε το φίλο του, Μίλτο Σαχτούρη:

«Γεια σου, Μίλτο, πρέπει να πηγαίνω∙ έχω κι άλλο ύψος».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: