Για το «Ξενοδοχείο των ντελικάτων εραστών»

Niel Davenport, «Hotel Regina» 1978
Niel Davenport, «Hotel Regina» 1978

Το Ξενοδοχείο των ντελικάτων εραστών μάλλον αναδεικνύεται καλύτερα από τη σκέψη των αναγνωστών ότι το εν λόγω ανάγνωσμα αποτελεί προέκταση της εφηβικής ακαρτερησίας του Αρανίτση, της πρώτης νεαρής ηλικίας του, πριν οι καρποί του γίνουν εντελώς γινομένοι από τον πολύ ήλιο και τη σωσιθάνατη βροχή. Κι αν ο ίδιος έπεσε πίστομα στο βιβλίο αυτό, εμείς διακρίνουμε τη φαντασιακή του αποστολή να εκμηδενίσει την απόσταση ανάμεσα στο αντικείμενο του πόθου και το δρων υποκείμενο, δηλαδή στην ερωτική αποσβόλωση του λήπτη και την τοτεμοποίηση του γυναικείου κρίνου.
Αν υποθέσουμε ότι η τύχη δεν έπαιξε το ρόλο της σ’αυτό το σημείο, ο Ευγένιος Αρανίτσης έχτισε το ξενοδοχείο του για τους δικούς του αυτόχειρες εραστές δίπλα στα μαλακά μας ονειρωξικά σεντόνια, δίπλα στο ποτάμι που το νερό του έχει μόνο Α και Ε κι εκεί όπου η θάλασσα δεν καταδέχεται τα πόδια των άξεστων μαφιόζων των ονείρων.
Σ’αυτό το ξενοδοχείο διαμένουν δύο ειδών πελάτες: οικογένειες και μάγισσες. Κι είναι πελάτες γιατί πρέπει να πληρώσουν τον αιώνιο φόρο, δηλαδή ξεγύμνωμα των ψυχικών τους γοφών για να πετύχουν μία υπόκλιση του αχθοφόρου.
Οι οικογένειες πραγματοποιούν αυτόν τον τριγωνικό κύκλο που έχουν μάθει από γεννησιμιού τους: γυναίκα-τέρας-σπέρμα. Έτσι ανοίγει την αυλαία ο Ε.Α. αυτοαναφορικά, με μία παγκόσμια λάμψη θανατικής ένωσης, με την αειθαλή μεταμόρφωση του ερωτευμένου ζώου σε παραπληγικό άνθρωπο, με την αναπαυτική καθώς πρέπει προσαρμογή του σώματός του στον καναπέ της φύσης. «Υπάρχει καιρός να γίνουμε τα μουγκρητά του δάσους» αγαπητέ συγγραφέα ή μάλλον ετεροχρονισμένα ρευόμαστε την ιαχή του ερωδιού, όταν εμφανίζεται, σπάνια –σπανιότατα πια– στα παιδικά όνειρα.
Τα παιδιά λοιπόν μεγάλωσαν αντίστροφα ή ανάποδα και κοιτάν το εφήβαιο τους απ’το τηλεσκόπιο αφού ανάποδα δεν το φτάνουν όσο κι αν τεντώσουν τα μάτια τους. Γιατί θεωρείς τα παιδιά αυτών των καλεσμένων σου οικογενειών τρυφερά θηράματα στους σκυφτούς δασκάλους; Γιατί θέλεις τα νόστιμα δάκρυα των κοριτσιών να πέφτουν μες τη γαβάθα της σούπας σου και το κάτουρο των αγοριών να ποτίζει το αμπέλι της δόξας σου; Μήπως σου αρέσει να αναλώνεσαι σε επικίνδυνες χνουδωτές ισορροπίες ανάμεσα στο πρώιμο και το ανώριμο, δηλαδή ανάμεσα στο ξύπνημα της επιθυμίας και την αμφιλύκη της jouissance; Σε καταλάβαμε μάστορα της εφηβικής ταπεινότητας, άξιε της Μαρίας-Νεφέλης εραστή, ακούραστε ανοσιογράφε, που μόνο το κονοστάσι λείπει από τη μητρική σου γλώσσα.
Τα δωμάτια αυτού του ξενοδοχείου, όπου χαρακτηρισμός των πελατών ως δικός και ξένος δεν αφορά τον συγγραφέα για να τους δεχτεί στο ξενοδοχείο παρά αυτό που δίνει το πασπαρτού των δωματίων είναι να είσαι οικογένεια, φιλοξενούν απαραίτητα 15χρονα αφτιασίδωτα περιγράμματα, με αρώματα χυμών πριν στυφτούν και μαλλιά από βελούδο που δε σπάνε ούτε από το χειρότερο πουνέντε. Από τη μια η οικογένεια, το απόλυτα πραγματικό, το σύμπλεγμα του δυτικού συλλογικού συνειδητού, είναι ο βασικός κάτοικος του ξενοδοχείου. Οικογένειες μεστές από ομφαλοσκοπήσεις, νεαρά τριζόνια που εμφανίζονται λίγο πριν η μητρική νωχελικότητα θάψει τη θλίψη της στην πατρική αδιαφορία, αφημένες παιδικές κορόνες ένθεν κακείθεν του προπατορικού αμαρτήματος, κραυγές της δεύτερης παιδικής παρουσίας, αυτής που μένει για πάντα στα σύννεφα του ηλιοβασιλέματος.
Από την άλλη, οι μάγισσες, το απολύτως φαντασιακό, το ιδεοσύμβολο που ισοσκελίζει στη ζυγαριά την οικογένεια, το επίγειο και το επουράνιο, στέργει να εξυμνήσει τη φιλάρετη αγάπη για το πρώιμο εφήβαιο ενώ ταυτόχρονα συνδράμει στον αφηρωισμό της ποινικής δίωξης όλων όσων αγάπησαν το νεαρό ερωτικό είδωλο. Αν λοιπόν η οικογένεια είναι αυτή που συντηρεί και σπρώχνει στο χείλος του ξαφνικού θανάτου τη Μαριάνα και τη Τζοάνα, είναι αυτές ακριβώς οι μάγισσες που «έρραναν τον τάφο λίαν πρωί ελθούσαι».
Οι μάγισσες λοιπόν έχουν ήδη εμφανιστεί πριν την αφήγηση για να προετοιμάσουν τα συνειδησιακά μαξιλάρια της κόρης και να ξαφνιάζουν με το σφράγισμα των κοριτσίστικων ονείρων. Άγιοι και άγιοι προσπάθησαν να υποτάξουν τα τρία μυστικά της Μισέλ, του απόλυτου αρανιτσικικού φετίχ που ονοματολογικά ξεπερνάει τα πέντε γράμματά της και προσγειώνεται στα μάτια του συγγραφέα με στήθη απείραχτα. Αυτό εξάλλου έμαθε να κάνει από τη μάνα της που την καθησύχασε στα 2 της χρόνια κι ο Ευγένιος κρυφάκουγε, πως όταν έρθει εκείνη την ώρα ένα μαγικό ραβδάκι θα μεταμορφώσει την καχυποψία σε ευχαρίστηση κι όλα τα λουλούδια μαζί θα χειροκροτάνε για τρία συνεχόμενα φεγγάρια, αφού μόνο 3 είναι τα θαύματα που κρέμονται στα παιδικά όνειρα: η οικογένεια, οι μάγισσες κι ο χρόνος.
Αχανής η γραφή του Ε.Α., οδηγείται στον υπερκορεσμό μέσα σε αυτό το μικρό εγχειρίδιο, κάνοντας κύκλους από τη γέννηση στην ικανοποίηση κι από κει στην ακροτελεύτια πράξη. Αφού το αντικείμενο ή και το υποκείμενο του πόθου ήταν όμορφο και τώρα πια δεν είναι, ήταν υπομονετικό και τώρα πια δεν είναι, ήταν ανυστερόβουλο και τώρα πια δεν είναι, ο συγγραφέας κουράστηκε και τώρα πια δεν είναι διαθέσιμος για παλιγγενεσίες.
Δικαστές και άλλοι εξουσιολάγνοι δημόσιοι υπάλληλοι μοιάζουν να ωχριούν μπροστά στη δ-ε-κ-α-τ-ρ-ι-ά-χ-ρ-ο-ν-η ήβη η οποία τους καθίζει στο εδώλιο του άχρωμου και του αναίσθητου και τους κουνάει επιδεικτικά τη σχισμή της για να τους αποδείξει ότι όποιος δε μυρίσει το αειθαλές λουλούδι και δε δαγκώσει το σπαρακτικό μήλο δε θα είναι έτοιμος να δικάσει ποτέ, αφού ο πατέρας τους δεν τους έμαθε πως η βρύση κλείνει προς τα δεξιά και κάθε λάθος κίνηση απαιτεί σωσίβιο.
Ο ΕΑ αυτού του βιβλίου, γοητευτικός και πλάνητας, κομψός και απείθαρχος έβαλε την ακρογωνιαία λίθο στην αναγνωστική μας συνείδηση και η συνέχεια είπετο ανελέητα παραπλανητική. Έτσι όπως η ζωή είναι κι όπως ο αέρας στα αιώνια παρχάρια φυσάει κατά τον ανάπηρο πρώτο ήλιο του Απρίλη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: