Ένα ρεσιτάλ (κείμενο +2 ενσωματωμένα βίντεο)

Ένα ρεσιτάλ  (κείμενο +2 ενσωματωμένα βίντεο)

Όλα ξεκίνησαν σαν παιχνίδι. Πώς θα ήταν, εν καιρώ απόλυτου εγκλεισμού, να παίξεις μπροστά σε κάμερες, στο προφυλαγμένο εδώ και τώρα μιας στιγμής που θα ολοκληρωθεί κάποτε μπροστά σε οθόνες υπολογιστών, μέσα σε σπίτια άγνωστα, μέσα σε χρόνο απροσδιόριστο;
Και πώς θα ήταν να ξαναπιάσεις στα χέρια σου δώρα φίλων από άλλη εποχή, να δεις πώς αυτά ηχούν στο ηχείο της ωριμότητας, στην αγκαλιά αυτού του οργάνου που δεν είναι πια μονάχα μια κιθάρα;
Η Λυρική Σκηνή ήταν ο κατάλληλος χώρος για να βγουν τα παιδιά στις πλατείες να παίξουν. Και όντως έπαιξαν τελικά.
Μετά ήρθαν οι παράλληλες σκέψεις: Μες στις δυσκολίες ετούτης της αναγκαστικής πολυσυλλεκτικότητας εντυπώσεων με τις οποίες βομβαρδιζόμαστε από κάθε διαθέσιμη οθόνη, και που σπρώχνει κάθε ανθρώπινο στη γωνιά της σκηνής, έτσι που να πρωταγωνιστεί το εντυπωσιακό και μόνο, είναι απαραίτητο να θυμηθούμε πως ό,τι ακριβό κατορθώθηκε σ’ αυτόν τον τόπο, ρίζωσε σε επιστρώσεις κατάκλειστων παραδόσεων, αφομοιωμένων με τον πιο απλό τρόπο στην καθημερινότητα μιας κοινωνίας που έζησε, κατά συντριπτική πλειονότητα μες στη φτώχια, τον πόλεμο και, κάποτε, την προδοσία. Ο θησαυρισμός κατορθώθηκε μέσα από παράπλευρες, κατά πώς είθισται, οδούς. Έτσι, ας πούμε, με τον τρόπο που οι θησαυροί της κάποτε εδώ αρχαιότητας ενσωματώθηκαν στο Βυζάντιο και μέσα απ’ τους Πατέρες της Εκκλησίας πέρασαν στις λατρευτικές συνήθειες και μπόλιασαν ως καίριο γεγονός το ζωντανό σώμα του λαού, έτσι και δομικά στοιχεία του μουσικού αποτυπώματος του τόπου -οι ρυθμοί, οι αρμονίες, οι εσωτερικές κινήσεις των μετέπειτα παραδόσεων- ενσωματώθηκαν στις νέες γραφές και στη συνέχεια τα βρήκαμε σε μορφή πολύτιμων θραυσμάτων στην κάθε μας μέρα, να μιλούν κατευθείαν στην ψυχή μας.
Αναδυόταν λοιπόν εδώ ένα στοίχημα, που άρχισε να αρθρώνει τις ακατανόητές του φράσεις. Κι αυτές οι φράσεις μιλούσαν έτσι:
Στο έργο των “προπατόρων” Χατζιδάκι και Μαμαγκάκη, μπορούμε να αναγνωρίσουμε στοιχεία μιας τέτοιας με διαύγεια αφομοιωμένης παράδοσης, και, όσοι τους γνωρίσαμε από κοντά, θυμόμαστε την ακατάπαυστα ομιλούσα έγνοια τους να μεταλαμπαδεύσουν στους νεότερους ό,τι ακόμα λάμπει μες στην ησυχία του δικού τους χρόνου, ό,τι λάμπει σαν αποτύπωμα ζώντων μύθων και σαν ιερή σύνοψη της εδώ παρουσίας τους. Θραύσματα αυτού του ειδικού τρόπου θέασης και χρήσης του κόσμου, βρίσκει κανείς σε εκείνο που κάποτε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, με αφορμή τον Σεφέρη, ονόμασε Χαμένο Κέντρο, εκείνο το λαμπερό σημείο στον πυρήνα μιας αεί διαφεύγουσας ελληνικότητας που, όποτε το ξανασυναντάμε, νιώθουμε σωστά προσανατολισμένοι μέσα στο ψυχικό σύμπαν της υφηλίου.

[ Θυμίζω πως ο Σεφέρης είχε παραδεχτεί πως, προσπαθώντας να μεταφράσει αποσπάσματα από τα Κουαρτέτα του T.S. Eliot —έργα γραμμένα μες στην παράδοση ενός δυτικού σχολαστικισμού— είχε αναγκαστεί να ασκήσει στη γλώσσα μας μια “υπερβολική βία”, στην γλώσσα μας όπως αυτός την αντιλαμβανόταν και την ένιωθε, κάτι που τον έκανε να παραιτηθεί απ’ το εγχείρημα. “Εδώ με σταμάτησε το φάσμα του Σολωμού”, είπε. ]

Οι επόμενες γενιές κράτησαν, κατά τις δυνάμεις τους, επαφή μ’ αυτό το Κέντρο, γράφοντας ξανά και ξανά επάνω στο Ένα διαρκές Παλίμψηστο της καταγωγής, το ίδιο ίσως πάντοτε πράγμα, με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο.
Ίσως το ότι οι προπάτορες μας συγκινούν ακόμα, σημαίνει ότι ξαναβρίσκουμε στα λόγια και στους ήχους τους, καθώς και στους ρυθμούς που κυματίζουν τα σώματά τους σαν τραγουδούν, την χαμένη πηγή της εσωτερικής μας άρθρωσης, που είναι τόσο μες στο κύτταρο της μνήμης ριζωμένη, ώστε χωρίς αυτήν είναι αδύνατον να ζήσουμε. Εδώ κάθε αρρώστια μοιάζει να κατάγεται απ’ την πρωταρχική πτώση, την βίαιη εκδίωξη απ’ τον παράδεισο της αληθινής λαλιάς, κι όποια προσπάθεια επιστροφής θα γιορτάζεται μέσα μας σαν το μόνο άξιο εθνικό αφήγημα, σαν τη μόνη συλλογικότητα που εμπεριέχει, με αυτονόητο για όλους τρόπο, τη θυσιαστική προσφορά, τη λυτρωτική μέσα στους άλλους σπατάλη.
Ας ονομάσουμε τύχη σήμερα το ότι θραύσματα ετούτου του σπαταλημένου Κέντρου κρύβονται ακόμα δεξιά κι αριστερά, όπως οι πέτρες του Πικιώνη κάτω από τα πόδια μας σαν ανεβαίνουμε στην Ακρόπολη, που δεν τις προσέχουμε πια μα που γλυκαίνουν την ψυχή μας δίχως κόπο. Κι όπως εκείνο το κάποτε χωριό μας σε μια μακρινή γωνιά της επαρχίας.
Έτσι, ο πιο σπουδαίος θησαυρός θα ‘ναι για μας το ένα διαρκές Παλίμψηστο, η πλάκα, η περγαμηνή, η αόρατη μεμβράνη, που πάνω της αιώνες τώρα γράφονται και σβήνονται σημάδια συγγενών. Κι όμως, τίποτε απ’ τα γραμμένα δε χάνεται, έτσι καθώς οι αρχαίες πέτρες μες στους τοίχους των εκκλησιών.
Μπορώ εδώ, επιστρέφοντας, να ισχυριστώ πως αυτό το Κέντρο προτείνει εύγλωττα μια διακριτή μουσική εκφορά, εκφορά που στηρίζεται σε άλλους νόμους απ’ τους καθαρά αισθητικούς, όπως τους ξέρει κι όπως τους διδάσκει η Δύση. Κι αυτό γίνεται φανερό στον τρόπο των λαϊκών οργανοπαιχτών, καθώς και στον τρόπο που, επί παραδείγματι, ο Χατζιδάκις έπαιζε στο πιάνο του τις “Έξι λαϊκές ζωγραφιές” ή την “Μικρή λευκή Αχιβάδα”: Ποτέ με τον τρόπο του πιανίστα, πάντα με τον τρόπο του περιπατητή ακριβών καφενείων που φιλοξενούν κοινούς μύθους, απ’ την περίκλειστη φιγούρα του Καβάφη και την ιερατική του Παπαδιαμάντη, ως την άγνωστη όψη του Κορνάρου και τις καπνισμένες ψυχές των ρεμπετών.  
Σε προέκταση, η όποια “δεύτερη γραφή”, για όργανο, ενός τραγουδιού (και σ’ αυτό εδώ το στοίχημα είχαμε τέτοιες περιπτώσεις), θα έπρεπε απαραιτήτως να περιέχει περισσότερο τη ζωντανή αναπνοή του τραγουδιστή όσο και την κάθετη αρμονική εικόνα κάθε στιγμής, και λιγότερο την με τρέχοντες όρους “καθαρή” ανάγνωση μιας μελωδίας, όπως θα την ακούγαμε στις από καθέδρας συγκεντρώσεις των συναυλιακών χώρων που έχουμε συνηθίσει. Αυτή η αιρετική οπτική δεν είναι ασφαλώς ούτε αιρετική ούτε νέα, και φορείς της αναντίρρητα υπήρξαν ξεχωριστοί τεχνίτες εκείνης της γενιάς. Ανάμεσά τους, ο Χατζιδάκις κι ο Μαμαγκάκης.
Η τετράδα των προσώπων που φιλοξενήθηκε σ’ αυτό το παιχνίδι μπορεί να μοιάζει με μια τυχαία τετράδα (κι αν υπάρχει “τυχαίο” σ’ αυτόν τον κόσμο), κατά το ότι κατ’ αρχήν στηρίχθηκε στις κάποτε γνωριμίες των προσώπων που την απαρτίζουν. Όμως ακόμα και μέσα σ’ αυτήν την τυχαιότητα υπάρχουν χαρακτηριστικά που συνδέουν τα πρόσωπα.
Το σχήμα πρέπει να αποκαλύψω πως θα ήταν πλήρες αν συμμετείχε και ο Γιώργος Κουμεντάκης, όπως υπήρξε το αρχικό σχέδιο, ως εκπρόσωπος των συνθετών της νεότερης γενιάς που φέρουν παρόμοιες ανησυχίες καθώς και ως αγαπητός συνεργάτης στην θαυμαστή συγκομιδή μας έργων για κιθάρα της δεκαετίας του 1990. Η ατυχία να είναι ο εμπνευστής των διαδικτυακών προγραμμάτων της Λυρικής, σε συνδυασμό με μια ευθιξία όλο και πιο σπάνια στον ευγενή μας τόπο, τον απέκλεισε αυτόματα απ’ την παρέα μας. Κι έτσι όμως είναι μες σ’ αυτήν, έτσι που συμβαίνει σε κάθε παλίμψηστο, όπου, παρότι δεν μπορείς να διακρίνεις όλες τις διαδοχικές γραφές, η κάθε προηγηθείσα γραφή έχει με έναν μαγικό τρόπο επηρεάσει και καθοδηγήσει την επόμενη.

Τα έργα, όπως τα ακούμε σε αυτό το μικρό ηχογράφημα (που δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την παρουσία του Κώστα Μπώκου απ’ το Studio 19 και του Μιχάλη Ασθενίδη και του Φώτη Ζυγούρη πίσω απ’ τις κάμερες) επιχειρούν να αρθρώσουν την πιο εμφανή στο σήμερα γραφή αυτών των διαδοχικών επιστρώσεων, όπως ο “αναγνώστης” τους-κιθαριστής καταφέρνει να τις αποκρυπτογραφήσει.

Υπήρξε όμως και μια συνέχεια, απρόσμενη όσο και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: Τα έργα δόθηκαν απ’ τον διευθυντή του Μπαλέτου της ΕΛΣ Κωνσταντίνο Ρήγο σε τέσσερις χορογράφους —την Μαρία Κουσουνή, την Ελευθερία Στάμου, τον Φώτη Διαμαντόπουλο και την Τατιάνα Παπαδοπούλου— και σε μια ανθοδέσμη από ωραίους χορευτές και χορεύτριες, για να ειπωθεί και μια τρίτη ιστορία μέσα στην ήδη ιστορία. Έτσι, ο χορός πήρε τη σκυτάλη απ’ τη μουσική και ξεκίνησε τον δικό του μοναχικό δρόμο, άλλοτε παράλληλο, άλλοτε αντίθετο, άλλοτε τεμνόμενο με τις αρχικές προθέσεις, δρόμο θεραπευτικό πάντως, αφού μας ελευθέρωσε απ’ τις εμμονές, συνυπογράφοντας την αρχική σκέψη πως όλα στον κόσμο είναι ένα ιερό Παλίμψηστο που στον καθένα κάτι διαφορετικό, ίσως, μα πάντα πολύτιμο έχει να πει.

[ Τα έργα αυτού του προγράμματος είναι αφιερωμένα απ’ τους συνθέτες τους στον Γιώργο Μουλουδάκη, που τα πρωτοπαρουσίασε. ]

Εδώ, μπορείτε να ακούσετε, με δωρεάν σύνδεση στο Διαδικτυακό Φεστιβάλ της ΕΛΣ, αυτό το μικρό ρεσιτάλ (Ο σύνδεσμος θα είναι διαθέσιμος ως την 31/12/21):
https://tv.nationalopera.gr/diaduktiaka-festival/resital-giorgou-mouloudaki/
Και εδώ (μονάχα ως τις 4/7/21, σύμφωνα με τον προγραμματισμό της ΕΛΣ), τα ίδια έργα με τις χορογραφίες τους:
https://tv.nationalopera.gr/diaduktiaka-festival/thumisou-soma-meros-b/

Ένα ρεσιτάλ  (κείμενο +2 ενσωματωμένα βίντεο)

Τροχιοδεικτικά


1. Μάνος Χατζιδάκις Κρητικός χορός

2ο μέρος της “Σουίτας για κιθάρα”. Στην αφιέρωση του χειρόγραφου ο Χατζιδάκις σημειώνει: “Στον Γιώργο, μια Σούστα”. Εκ παραδρομής. Το μέρος δεν είναι μια σούστα, μα είναι στα σίγουρα ένας κρητικός χορός, που φιλοξενεί το πρόσωπο του Χατζιδάκι ταυτόχρονα με την μακραίωνη παράδοση της μιας πατρίδας του, της Κρήτης. Δηλώνει επίσης την κοινή καταγωγή του με τον Μουλουδάκη, στον οποίον το έργο-δώρο απευθυνόταν. Η εδώ εκτέλεση φιλοδοξεί τον τρόπο ενός λυράρη ή ενός λαουτιέρη σε πανηγύρι της Κρήτης, παρά τη συναυλιακή εκδοχή ενός λόγιου έργου.

2. Μάνος Χατζιδάκις Ποιος είν’ τρελός από έρωτα

5ο μέρος της -αφιερωμένης στον Μουλουδάκη- “Σουίτας για κιθάρα”, καθώς και μια δεύτερη γραφή, απ’ το χέρι του Χατζιδάκι, του ομώνυμου τραγουδιού απ’ τον Μεγάλο Ερωτικό, πάνω σε στίχους του Γιώργου Σαραντάρη:

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα;
Ας κάνει λάκκους την αυγή.
να πάμε εκεί να πιούμε
την βροχή.

Μια που εμείς σε όποια
στέγη αράξουμε, σε όποια
αυλή, ο άνεμος χαλνάει
τον ουρανό, τα δέντρα
κι η στείρα γη
μέσα σ' εμάς βουλιάζει.

3. Μάνος Χατζιδάκις Σ’ αγαπώ

Το κλείσιμο αυτού του κύκλου. Το 3ο μέρος απ’ την “Σουίτα για κιθάρα”, και μια δεύτερη γραφή απ’ το χέρι του Χατζιδάκι, του ομώνυμου τραγουδιού απ’ τον Μεγάλο Ερωτικό, πάνω σε στίχους της Μυρτιώτισσας [αυτό το τραγούδι υπήρξε το έναυσμα του Μεγάλου Ερωτικού]:

Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου

Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι

Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι

Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!

Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;

4. Νίκος Κυπουργός Κυνηγητό για τρεις

3ο μέρος απ’ τις “Εννέα μουσικές εικόνες για κιθάρα”, έργο αφιερωμένο στον Μουλουδάκη. Ωραίο χαρακτηριστικό αυτού του μικρού έργου (που -παιγμένο απ’ την Καμεράτα- μπήκε στην ταινία Black out, του Μενέλαου Καραμαγγιώλη), είναι η αυτοδυναμία των τριών φωνών του που “κυνηγιούνται”, χωρίς στιγμή να αλλάζουν διάθεση. Χαρακτηριστική η δεύτερη φωνή, με την απλότητα της σταθερής διάρκειας κάθε νότας της, σαν σταγόνα που στάζει την ευλογία της στη μουσική, με εμπιστοσύνη, χωρίς να ανησυχεί για ό,τι πυκνό συμβαίνει γύρω της.

5. Νίκος Κυπουργός Το αλογάκι της Παναγίας

6ο μέρος απ’ τις “Εννέα μουσικές εικόνες για κιθάρα”. Εδώ, βλέπουμε και ακούμε πλάι στο σχήμα αυτού του παράξενου ζώου που αποκεφαλίζει τον εραστή του, έναν κρυμμένο ελληνικό χορό.

6. Νίκος Κυπουργός Το μονοπάτι για το σπίτι

Απ’ τις “Εννέα μουσικές εικόνες για κιθάρα”, το τελευταίο μέρος, με μια δυρυθμία που μετεωρίζεται στον χρόνο. Ένας αποχαιρετισμός στο ταξίδι που τα προηγούμενα μέρη έστησαν για τον περιπατητή.

7. Νίκος Μαμαγκάκης Αρετούσα

4ο μέρος απ’ το “Εγκώμιο στον Μάνο Χατζιδάκι”, σε επτά μέρη, γραμμένο για τον Γιώργο Μουλουδάκη, που το πρωτοέπαιξε το 1997 στο άλμπουμ-αφιέρωμα: “Μικρή αναφορά στον Μάνο Χατζιδάκι.” Το βλέμμα του Μαμαγκάκη προς τον τόπο του. Το συγκεκριμένο θέμα χρησιμοποιήθηκε σε διαφορετικές εναρμονίσεις που ο Μαμαγκάκης κατά καιρούς επιχειρούσε προς το μείζον έργο της πατρίδας του, τον “Ερωτόκριτο”, απ’ το 1964, ως την μετέπειτα όπερά του. Η πολλαπλή χρήση θεμάτων που τον στοίχειωναν ήταν χαρακτηριστικό στην ιστορία του, χαρακτηριστικό που μοιράζονταν με τον φίλο και συντοπίτη του Χατζιδάκι. Η Αρετούσα μονολογεί μέσα απ’ το στόμα του Κορνάρου με πολύτιμα για μας σήμερα λόγια, λόγια που ζωγραφίζουν μια απ’ τις πιο ανάγλυφες εξομολογήσεις για τον έρωτα μέσα στην ιστορία της γλώσσας. Εδώ, ένα πιο εκτενές απόσπασμα απ’ το Γ του Ερωτόκριτου (στίχοι 1409-1438), που χρησιμοποιεί ο Μαμαγκάκης:

Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν.
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτ’ η καρδιά, που με χαρά μεγάλη 
στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφει σε καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,
ποτίζει σε το αίμα τζη, κι’ αθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σε ‘βαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει μπλιό ν' ανοίξη,
και το κλειδίν ετσάκισε, άλλης να μη σε δείξη,
και πώς μπορεί άλλο δεντρό, άλλοι βλαστοί κι’ άλλ' ά'θη,
μέσα τζη μπλιό να ριζωθού, που το κλειδίν εχάθη;        
Ζγουραφιστή σ' όλον το νου έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ μάλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι ζγουράφοι κι α βρεθού, με τέχνη, με κοντύλι,
να θέ να ζγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως τηνε δου, χάνεται η μάθησή ντως,     
γιατί κάλλιά ν’ η τέχνη μου παρά την εδικήν τως.
Eγώ όντε σ' εζγουράφισα, ήβγαλα ‘κ την καρδιά μου
αίμα και με το αίμα μου εγίνη η ζγουραφιά μου.
κι όποια με αίμα της καρδιάς μιά ζγουραφιά τελειώση,
κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώση.      
Πάντά 'ναι σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
και ποιός να κάμη ζγουραφιά μπλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου κι η καρδιά κι η όρεξη θελήσα,
κι εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εζγουραφίσα.
και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; κι α θέλω, δε μ' αφήνει      
τούτη η καρδιά που εσύ 'βαλες ‘ς τς αγάπης το καμίνι,
κι εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
η στόρησή μου χάθηκε και τη δική σου επιάσε.

8. Νίκος Μαμαγκάκης Χασάπικο

2ο μέρος απ’ το “Εγκώμιο στον Μάνο Χατζιδάκι”. Ο Μαμαγκάκης έγραφε στο εσώφυλλο εκείνου του άλμπουμ: “… ένας πρωτογενής δημώδης σκοπός (Χασάπικο) που πάνω του στηρίχθηκαν πολλά ρεμπέτικα, κι απ’ τον οποίο [ο Μάνος] είχε βαθειά επηρεαστεί…”
Η εδώ εκτέλεση φιλοδοξεί τη θερμοκρασία μιας λαϊκής κιθάρας, βγαλμένης κατ’ ευθείαν απ’ την πλούσια μυθολογία του Μαμαγκάκη, με την ζώσα υπεροψία της προς την “τελειότητα”, με τα τσακίσματα εκείνα του χρόνου που κάνουν το χασάπικο χορό της εξομολόγησης και της μέθεξης, έναν τόπο όπου επιτρέπεται να κινείσαι παράλληλα με τους άλλους, ενώ παραμένεις εναρμονισμένος με τον βαθύτερό σου πυρήνα.

9. Γιώργος Μουλουδάκης Παράξενο τραίνο

Γράφτηκε αρχικά ως θραύσμα μουσικής για την ταινία του Πλούταρχου Καϊτατζή: “Παιδιά είμαστε τότε… οι Μικρασιάτες θυμούνται”. Στην συγκεκριμένη σκηνή της ταινίας ένα τραίνο από επίκαιρα εποχής, τραίνο του 1922, φορτωμένο με πρόσφυγες, διαπερνά την ελληνική ύπαιθρο. Αυτοί οι άνθρωποι φέρουν μαζί με τον πόνο της ξενιτιάς στην ίδια τους την πατρίδα, τα κουτσά μέτρα των χορών που κρατούν στο στόμα και στην καρδιά τους. Το θέμα με τα χρόνια μεταλλάχτηκε σε μια μινιατούρα για κιθάρα, που -πάντως- περιέχει τις αρχικές της προθέσεις. Παραμένει ένα τραίνο με άλφα-γιώτα, που μονολογεί το αναπάντητο ερώτημα της ξενιτιάς στον ίδιο σου τον τόπο.

10. Γιώργος Μουλουδάκης Νυχτερινή πτήση

Το 9ο μέρος απ’ το έργο “Ο νέος και η κουκουβάγια”, πάνω σε μια ιστορία του Μουλουδάκη. Διατηρεί την ανήσυχη κίνηση ενός απρόσμενου νυκτερινού ανέμου και ενός τύμπανου που στοιχειώνει εξαντλητικά τα πάντα. Στο εσώφυλλο του δίσκου διαβάζουμε για την εικόνα:

«Στρώνω την μπέρτα στο χαλίκι και κάνω τόπο να πατήσει. Δεν ξέρω τόσα χρόνια πού το έκρυβα αυτό το χαλί. Το τράβηξα, με μια αστραπιαία κίνηση, όπως ο πατέρας μου τραβούσε την τσατσάρα του απ’ την κωλότσεπη για να ισιώσει μια τούφα που ξέφυγε απ’ τον έλεγχο. Πάνω σ’ αυτό το χαλί θα ταξιδέψουμε. Από ψηλά βλέπουμε την Κνωσό ερείπια, γύρω από το λευκό κρίνο του πρίγκηπα· μακριά, κάτω απ’ τη θάλασσα, κοιμάται το ηφαίστειο της Σαντορίνης. Χτυπάει μέσα μου, ασταμάτητα, ο παλιός ήχος του τύμπανου, βουβός. Με σπρώχνει, υπνωτισμένο. Στέκομαι πάνω απ’ το κορίτσι μου, διατάζοντας τη μπέρτα να διαβεί αυτόν τον κόσμο.»

11. Γιώργος Μουλουδάκης Ρολόγια Ν. 5 - το σαλόνι

5ο μέρος απ’ την οκταμερή ενότητα “Ρολόγια”, του Γ. Μουλουδάκη, πάνω σε μια επίσης δική του ιστορία. Διαβάζουμε στην εισαγωγή του έργου, και στο νούμερο 5, που είναι το “ρολόι του σαλονιού”:

Στο σπίτι ήτανε οχτώ ρολόγια. Ένα σε κάθε δωμάτιο και μερικά ακόμα. Κανείς δεν ήξερε να πει γιατί η οικογένεια χρειάζονταν τόσα ρολόγια για να μετρά τον χρόνο της, πολύ δε περισσότερο που κανένα από αυτά δεν έδειχνε την ίδια ώρα (…)
Ο χρόνος στο σαλόνι ήταν αλλιώς αργός. Εκεί που σε άλλους καιρούς είχε ζήσει πολύχρωμες γιορτές και συγκεντρώσεις εκρηκτικές σαν ξαφνικό γέλιο, έβλεπε τώρα το ρολόι να μένει σιωπηλό και αγκυλωμένο σε μια και μόνη στάση, σαν κάποιος να παραμέλησε το καθήκον του να το κουρντίσει, και τον αέρα γύρω απ’ αυτό να στέκεται πηχτός σαν το σιρόπι της μάνας του και ομιχλώδης σαν ιστός αράχνης. Του άρεσε να μένει μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, γιατί περιείχε τον μόνο ακίνητο χρόνο που μπορούσε να χωρέσει την ονειροπόληση και ταυτόχρονα μια αστραπιαία περίληψη του παρελθόντος, σαν ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία που πάλιωσε στις άκρες της και μόνο (…)

12. Γιώργος Μουλουδάκης Γαλάζιο αμαξάκι

Μια παιδική εικόνα, το 4ο μέρος απ’ το “Ο νέος και η κουκουβάγια”. Διαβάζουμε για τη συγκεκριμένη σκηνή:

Τρέχω καβάλα σε γαλάζιο αμαξάκι, με κουδούνια, στους δρόμους της μητέρας πόλης. Ό,τι κρατήσω μες τα χέρια μου, από δω και μπρος είπαθα ‘ναι δικό μου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: