Φυσάει στα τείχη του Χάνδακα

Κι ωσάν από μικρόν αυγό πουλί μικρόν εβγαίνει
τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με καιρό πληθαίνει,
κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ’ ώρα μεγαλώνει,
και προπατεί, χαμοπετά και φτερουγοξαπλώνει,
κι απ’ άφαντο κι από μικρό που ΄τον όντεν εφάνη,
κορμί, φτερά και δύναμη και μεγαλότη κάνει·
το ίδιο γίνη κι εις εμέ στην άπραγή μου νιότη
(Ερωτόκριτος, Α 307-313)

Φυσάει στα τείχη του Χάνδακα

Είναι ανάγκη κάποτε οι άλλοι να μιλήσουν για τον τόπο σου. Θα ’ρθει ο καιρός που στόμα ξένο θα πιάσει τον σωστό ρυθμό να τραγουδήσει ό,τι εσύ δεν μπόρεσες, έτσι, μήπως και μες στο ανεστραμμένο του καθρέφτη του αρτιωθεί το ένα είδωλο της πόλης σου, κι ύστερα το ένα είδωλο του αγνώστου μέσα σου, από αιώνες συγγενή. Κάποτε αυτοί οι ξένοι κατοικούν στο παρελθόν, κάποτε είναι δίπλα σου και νοιάζονται μ’ όμοιο με σένα τρόπο για τους ψιθύρους που μέρα τη μέρα αρθρώνουν ένα τοπίο, κι ύστερα για το πώς το τοπίο αυτό ξεφλουδίζει για να αποκαλυφθεί η δική σου φυσιογνωμία. Τότε είναι που ξέρεις: μάνα και πατέρας σου υπήρξαν μια στοίβα πέτρες βαλμένες στη σωστή τη θέση. Κι ίσως σπαράγματα μιας αγιογραφίας που δεν έχεις ακόμα δει. Στα θεμέλια της Κνωσού ή στο καθολικό ενός μοναστηριού.
Ανδρώθηκα –αν έχει ακόμα τίποτα να πει μια τέτοια λέξη– στου Ηρακλείου τα σοκάκια, του Μεγάλου Κάστρου, του Χάνδακα, της Γορτύνης, όπως κι αν λέτε ετούτο το παλίμψηστο αναγνώσεων του ίδιου ουρανού και της ίδιας θάλασσας ερωτηματικών. Υπήρξανε στιγμές, ήδη από παιδί στιγμές, που οι άλλοι έλεγαν αφηρημένες μα εγώ τις έλεγα της καταβύθισης, τότε που σ’ άρπαζε απ’ το χέρι ο δαίμονας και σ’ οδηγούσε δίχως δεύτερη κουβέντα, όπου. Στιγμές που ’χες τη βεβαιότητα ότι οι πέτρες σε κοιτούν στα χείλη και περιμένουν την πρώτη σου λέξη για ν’ αρχίσει το κουβεντολόι. Αν άνοιξα ποτέ μια τέτοια παρτίδα μαζί τους, ήταν με τρόπο που δεν καταγράφεται στη μνήμη. Η ακριβή(ς) στιγμή δεν καταδέχεται άλλο απ’ τη σωματική μεταγραφή της, από μια κίνηση αδιόρατη που, πάει, χάθηκε, εξόν και κάποιος ήτανε εκεί, την ώρα τη σωστή, και σου την έκλεψε. Έτσι και σήμερα, μπορώ να πω ότι εκείνο που υπήρξα ήταν μια επιλογή του τόπου μου που περπάτησε γύρω μου γεμάτος περιέργεια ενώ εγώ στεκόμουν μέσα του ακίνητος, παρά μια δική μου επιλογή. Ποτέ δε μ’ έφεραν τα βήματά μου πέρα απ’ αυτό το σημειωτόν, που το περικύκλωσε πλήθος αεικίνητων κτιρίων, χαλασμάτων, τάφων, τάφρων, θεμελίων και θόλων ενός κόσμου που θα παρέμενε ασάλευτος σαν τοιχογραφία, μα μόλις του γυρνούσα την πλάτη θα άλλαζε θέση με ταχύτητα ιλιγγιώδη, για να με ξανασυναντήσει αύριο, αλλιώς προσανατολισμένος.
Δυο τέτοιες επισκέψεις του τόπου μου αξιώθηκα αυτό το καλοκαίρι, επισκέψεις του αεικίνητου πλήθους των κτισμάτων μες στο απρόσμενο των καταστάσεων. Η μία είχε τη μορφή βιβλίου της κ. Τασούλας Μαρκομιχελάκη με τίτλο: «Εδώ, εις το Κάστρον της Κρήτης…» (Ένας λογοτεχνικός χάρτης του βενετσιάνικου Χάνδακα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2015. Η Τ. Μαρκομιχελάκη είναι Επίκουρη καθηγήτρια Φιλολογίας του ΑΠΘ.) Η άλλη είχε τη μορφή σειράς εκδηλώσεων του Δήμου Ηρακλείου, στο πλαίσιο του «Κρήτη, μια ιστορία, 5+1 πολιτισμοί», με ευθύνη της κ. Αριστέας Πλεύρη, αντιδημάρχου πολιτισμού στη δημοτική αρχή με προεξάρχοντα τον δήμαρχο Βασίλη Λαμπρινό (20 Αυγούστου- 5 Σεπτεμβρίου 2019, Φεστιβάλ «Κρήτη, μια ιστορία, πέντε συν ένας πολιτισμοί», για την επέτειο των 350 χρόνων από την παράδοση του Χάνδακα στους Οθωμανούς Τούρκους, το 1669, μετά από 22 έτη πολιορκίας. Συνδιοργάνωση του Δήμου Ηρακλείου, με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου, την Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών και την ΔΗΚΕΗ. Με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης.) Αφήνω τα ονόματα τιμής ένεκεν, παρότι τέτοιες συναντήσεις είναι εξ ορισμού ένα τρίτο πρόσωπο. Ούτε ακριβώς το δικό μου, ούτε ακριβώς το δικό τους. Δεν μπορώ να αρνηθώ, ωστόσο, πως όσο εγώ παραμένω γεννήτορας του δικού μου ηθικού σθένους, άλλο τόσο το βιβλίο και το φεστιβάλ έχουν ως γεννήτορες του δικού τους ηθικού σθένους τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Έτσι, λοιπόν, θα κινηθούμε.
Το βιβλίο της Τασούλας Μαρκομιχελάκη μου θύμισε με έναν απρόσμενο τρόπο το πόσο, ήδη από παιδί, ήξερα την τοπογραφία του Χάνδακα –εννοώ, πριν ακόμα τον εξερευνήσω– και τον τρόπο που αυτός μιλούσε για την ψυχή μου σαν από πάντα να την ήξερε, πράγμα που δεν απέχει απ’ την αλήθεια. Κι αυτό γιατί συλλάβιζα ήδη τότε απέξω ένα μεγάλο μέρος του Ερωτόκριτου, και ο κυματισμός του παρηγορητικού του δεκαπεντασύλλαβου λάξευε μέσα μου, σαν τον πολύπειρο τεχνίτη, τη μορφή που θα είχε το μέλλον. Να γιατί ο Ερωτόκριτος, και κάθε λυρικό στοίχημα αυτού του τόπου, απ’ τα πρώτα σπαράγματα του Στέφανου Σαχλίκη και των περιπετειών του στις άσεμνες γωνιές του Χάνδακα του 14ου αιώνα, ως τις καθημερινές μαντινάδες των καφενείων, όποτε κι αν τύχει να τις συναντήσουμε, υπήρξαν κι είναι για τον κάθε Κρητικό λόγια και κείμενα πολύτιμα. Κι εγώ, που όσο σπαγκοραμμένος ίσως γίνομαι με τους εχθρούς, άλλο τόσο γενναιόδωρος είμαι με τις αγάπες μου, θα επιμείνω, και παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των φίλων, πως είναι κείμενα ιερά, έχοντας απόλυτη συναίσθηση πως ιερό για την ψυχή μας δεν είναι εκείνο που απαγορεύεται να αγγίξεις, μα εκείνο που είναι τόσο ωραία ριζωμένο μέσα σου, που δεν επιτρέπεις σε κανέναν να το συλλαβίσει άπρεπα. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι που ορθώνεται και λειτουργεί αθόρυβα, δίχως φανφάρες και χρυσοποίκιλτα στολίσματα το μοναστήρι της παράδοσης. Με τη διαδοχική λείανση των κοινών εννοιών μέσα στο στόμα του κάθε μέλους της κοινότητας, που αναλαμβάνει ταυτόχρονα ως μέγιστη ηθική υποχρέωση την σωστά ρυθμισμένη εγγύτητα κι απόσταση από το έργο. Αυτή η σωστή ρύθμιση είναι που εγγυάται την διαιώνιση της μαγικής λειτουργίας του έργου μες στον χρόνο, και όταν λέω «μαγικής», κυριολεκτώ. Μ’ αυτόν, και μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο, τα κείμενα στέκονται ικανά να αποκαλύψουν την αλήθεια και το ψέμα, να αρτιώσουν το υπέρτατο Λεξικό της γνησιότητας των όρων, που ως λίθοι μαγικοί, πολύτιμοι, οικοδομούν τον πραγματικό μας κόσμο.
Μετά από αυτήν την όμορφη περιπλάνηση, μέσω του βιβλίου της κ. Μαρκομιχελάκη, στο παρελθόν της τραγουδισμένης πόλης, όσο και στο παρόν που μιλά σαν εγγαστρίμυθος πίσω απ’ τις πέτρες γύρω μας, βρέθηκα μες στα ίδια τα τείχη του Χάνδακα, του Ηρακλείου, του Μεγάλου Κάστρου, γρικώντας, κατά πως λέμε εδώ, λόγια και μουσικές σταχυολογημένες απ’ την ώρα εκείνη που το παγερό δάχτυλο της ιστορίας γύριζε σελίδα, απ’ την Βενετσιάνικη κατοχή της πόλης, στην πόλη των Οθωμανικών χρόνων.

Φυσάει στα τείχη του Χάνδακα

Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να διαβάσει κανείς την ιστορία, πέρα απ’ το πένθος της δικής μας μόνης Αναγέννησης, να αναλογιστεί τα συν και πλην ετούτης της στιγμής του 1669, όταν ο Χάνδακας, μετά από 22 χρόνια άκαρπης πολιορκίας, άνοιγε τα τείχη του για να μπει ο Οθωμανός. Υπάρχει, όμως, κι ένας άλλος τρόπος -ψυχρός στο τι χάθηκε και στο τι κερδήθηκε- τρόπος αλάνθαστος και αδιαμφισβήτητος για κάποιους από μας, του οποίου την λειτουργία θα συνοψίσω περιγράφοντας μια αποκαλυπτική στιγμή:

Την ώρα που άκουγα τον «αμανέ» ενός πολίτικου βιολιού μέσα στο θέατρο που συναντάς αφού περάσεις την Πύλη Βηθλεέμ (κι ενώ είχα διανύσει με την αρμόζουσα δυσθυμία την στοά που φιλοξενεί τα άμφια μιας ταινίας για τον «δικό μας» Δομήνικο Θεοτοκόπουλο που μας επεστράφη ως El Greco και που ως τέτοιον κι εμείς ανοήτως τον εορτάζουμε, κι ενώ αναρωτιόμουν αν εκείνο που άκουγα ήτανε το στερνοπούλι μιας παράδοσης που ζυγιάζεται σαν αετός πάνω απ’ το ακριβό της θήραμα ή αν ίσως ήταν μια χρυσοκεντημένη κολακεία που με αποπροσανατόλιζε πουλώντας το τρυφερό σπλάχνο της ψυχής μου στον Μεφιστοφελή ενός ανταποδοτικού σχήματος), εκείνη λοιπόν τη στιγμή, μες στο περίκλειστο θέατρο και μες στις εύλογες για τη φτιαξιά μου αμφιβολίες, ένα αεράκι κατέβηκε απ’ τα τείχη και φύσηξε το πρόσωπό μου.
Ο κόσμος όλος μεταλλάχθηκε. Εξαφανίστηκε η σκηνή, ο χρόνος χοροπήδησε στο κάθισμά του, και μέσα σ’ ένα πηχτό δευτερόλεπτο, με μια επιδεικτική μεταβολή, με έφερε τριάντα εννέα χρόνια πίσω, μες στο μικρό κηποθέατρο, το μετέπειτα Κηποθέατρο Μάνος Χατζιδάκις, στον τότε Μουσικό Αύγουστο. Μπροστά μου, στο μισό μέτρο, έσκυβε ο Astor Piazzolla και μοίραζε ακριβοδίκαια, σαν ψωμί, το σώμα του μπαντονεόν του πάνω στο λυγισμένο γόνατο, αφήνοντας τα αναφιλητά ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, έρωτα ολόκληρης της φυλής του θα ’λεγες, να γλιστρήσουν κάτω απ’ τον τραχύ ρυθμό της ορχήστρας που διηύθυνε ο οικοδεσπότης Χατζιδάκις, για να χορέψουν μαζί το πιο συγκλονιστικό τανγκό που ποτέ στη ζωή μου αξιώθηκα. Το αεράκι που κατέβαινε απ’ τα τείχη φυσούσε το πρόσωπο του παιδιού που ήμουν. Σήμερα καταλαβαίνω πως αυτό το αεράκι ποτέ μες στα χρόνια που ακολούθησαν δεν θα σταματούσε να φυσά. Και να η σημασία της Τέχνης, όπου κι αν τύχει να τη συναντήσουμε, αγκαλιασμένη τον τίμιο προορισμό της: Ένα αεράκι-γομολάστιχα που κατεβαίνει απ’ τα τείχη και σβήνει κάθε ασχήμια, μας παρηγορεί για κάθε αγκαλιά που δεν μας δόθηκε.
Και ξάφνου, εκεί, στην ησυχία των δύο κόσμων, λουσμένος στον καταρράκτη των λυγμών ενός παραπονιάρη τζουρά, ντυμένος το ασημένιο κέντημα που άπλωνε τριγύρω μου σαν δίχτυ το κανονάκι, ακινητοποιημένος στη σωματική μνήμη μιας άλλης χιλιετίας, εκεί, για μια και μόνη στιγμή, περπάτησε μπροστά στα μάτια μου, ευθυτενές, το καίριο:
Η ιδιοφυΐα του Χατζιδάκι εδραζόταν με κάθε μεγαλοσύνη στο ότι κατάλαβε κάτι που κανείς ως τότε δεν είχε διανοηθεί: Δεν ήταν τα τείχη που περιτείχιζαν αυτήν την μουσική, μα ήταν η μουσική που χτυπούσε τα παλαμάκια της για να χορέψουν τα τείχη τα ίδια τον δοξαστικό μέσα στον χρόνο τους χορό, αυτά, τα τείχη του Χάνδακα, ολοζώντανα και μεστά νοήματος, και πως όλο κι όλο που χρειαζόταν για να συμβεί αυτό, ήτανε Πρόσωπα, Πρόσωπα ολόκληρα τριγύρω, Πρόσωπα Πλήρη, με κεφαλαία όλα τους τα Π, ορθάνοιχτα σαν αψίδες του θριάμβου, να περάσει το παρελθόν και το παρόν του τόπου σαν κοπάδι πολύφερνο ανάμεσα στα τρυφερά χέρια του βοσκού του. Πρόσωπα που θα ψυχανεμίζονταν το μυστήριο, την ιεροτελεστία μες στα σπλάχνα της πόλης, την των Αχράντων Μετάληψη που θα μεταμόρφωνε κάθε ενέργεια σε πάνδημη και μεγαλοπρεπή αποθέωση του μαστού που μας έθρεψε, της πόλης, που η ίδια τώρα, για τη γιορτή και για τη χάρη μας, ξυπνούσε για να σιγουρευτεί πως δεν αλλαξοπιστήσαμε, πως καθόλου μες στα χρόνια δεν ξεχάσαμε, πως πάντα στα δικά της βήματα πατούμε.

Φυσάει στα τείχη του Χάνδακα

Το μόνο που χρειαζόταν για να ξυπνήσει η προγονική μνήμη ήταν το σωστό άμφιο, ένα ράσο χωρίς θεό, να φυλάξει στην τσέπη του τον λίγο αδύναμο ακόμα σπόρο, τον σπόρο του δέντρου που θα σκιάσει όμορφα το μέλλον μας. Χρειαζόταν μια φούχτα πρόθυμη να κρύψει το μικρό, τρεμουλιασμένο κι άφαντο πουλί του Κορνάρου, πριν φτερουγοξαπλώσει μ’ όλη του τη μεγαλότητα πάνω απ’ την πόλη, κι ένα αεράκι που κατεβαίνει απ’ τα τείχη να ξυπνήσει τη γονιμοποιό νοσταλγία της δικής μας Αναγέννησης, αυτής που χίλιες φορές κατεβάσαμε στον τάφο –κι άλλες τόσες λέω πως θα χρειαστεί– στο όνομα ενός άπρεπου καθρεφτίσματος μες στη στολή του αρχοντοχωριάτη, του δουλικού των κουτόφραγκων που αγαπάμε να μισούμε, όσο και να μαϊμουδίζουμε.
Να τι ψυχανεμίστηκε ο Χατζιδάκις: Πως η πόλη ήταν ήδη ο Αύγουστος, πριν καν εκείνος να τον φανταστεί. Και να γιατί οι δύο όλοι κι όλοι Μουσικοί Αύγουστοι που αξιώθηκε, μέσα από ξενύχτια και εξαργυρώσεις ανεξαργύρωτου, κατά πως έλεγε, κύρους, δεν ήταν μοναχά θεματικά φεστιβάλ, όπως μάθαμε να τα λέμε, όπου θα ζούσες, επί παραδείγματι, το τάnγκο απ’ το πρωί ως το βράδυ, μέχρι την ώρα της βραδινής κατάνυξης, όπου τον καλεσμένο πλέον θα τον υποδεχόσουνα με τα γιορτινά σου ρούχα, σαν παλιό γνώριμο. Δεν ήταν μοναχά αυτό, όπως και ασφαλώς δεν ήταν η παρέλαση αστέρων που η Αθηνοκεντρική ρηχότης των ατζέντηδων αναχαράσσει. Ήταν μια αποκαλυπτική μυσταγωγία μέσα στην οποία γινόμασταν παρελθόν, παρόν και μέλλον μιας Πόλης, που σηκώνει στην φτερούγα της τη σημασία όλου του κόσμου.

Κούφια λόγια; Όχι. Εγκυμονούντα.

Έτσι: Ο Αύγουστος φιλοξένησε αστέρες που δεν διαλάλησαν τη λάμψη τους, μα την άφησαν να διαχυθεί σαν ευχή στην ψυχή του κάθε Κρητικού , με εμπιστοσύνη, και με την εξαίσια εκείνη βραδύτητα που επιτρέπει σε κάθε λεπτομέρεια να αφομοιωθεί, αστέρες που δεν καταδέχτηκαν κανέναν της πιάτσας αυτοπροσδιορισμό. Και οι φιλοξενούμενοι περπάτησαν ανάμεσά μας δίχως έπαρση, δίχως ποτέ τους να μιλήσουν για τον υψηλό της τέχνης τους προορισμό. Το ξέραν ήδη –το βλέπαν στο ανεπιτήδευτο δέος του οικοδεσπότη– σε τι τόπο πατούσαν το πόδι τους. Η λακωνικότητα των εκφράσεων εκπορευόταν από μια ενστικτώδη γνώση του κύτταρου που ζωοποιούσε το παρόν της Κρήτης, τους ανθρώπους της, κι όχι από μια συνθήκη της φιλοφρόνησης.
Οι φιλοξενούμενοι δεν κολάκεψαν τον τόπο, δεν αποτόλμησαν την ύβρη να διαταράξουν τον πάντα ελαφρύ ύπνου του τοπικιστικού διαβόλου. Είχαν αντιθέτως το ανάστημα να ξεφυλλίσουν μέσα μας την ομορφιά του Ξένιου Δία, και, κάτι περισσότερο: το ευγενές σθένος του Κρητικού που αγκαλιάζει τον μουσαφίρη και τον κάνει δικό του άθρωπο. Εδώ δεν ταιριάζουν οι φανφάρες που επενδύουν τις διαφημίσεις του ΕΟΤ, μα η ηχηρή σιωπή της πιο ευγενικής μορφής θυσιαστικής αυτοδιάθεσης, η πιο λυτρωτική μες στο Εμείς διάχυση του Εγώ, ένας τόπος δυο σκαλοπάτια πάνω απ’ τον τρέχοντα χριστιανικό τρόπο. Ο Κρητικός, όπως τον ξέραμε, πάει δυο βήματα πιο κει. Κι ο Χατζιδάκις, σαν μισός κρητικός που ήταν, αφομοίωσε την πεμπτουσία εκείνου του εξαίσιου χορού των Ανωγείων του ’79, εκείνου του χορού των γερόντων στην πλατεία, που λες και καταχτυπούσαν με τα στιβάνια τους πάνω στους τάφους των πατεράδων τους. Κι οι πέτρες ήσαν βουρκωμένες. Και αφομοίωσε την αγκαλιά των ακριβών Κρητικών φίλων του, που του άνοιξαν διάπλατα τα σπίτια τους και τις καρδιές τους, κι ανάμεσά τους σήμερα δεν γίνεται παρά να συλλαβίσω με συγκίνηση τα ονόματα του Περτσελάκη, του Μαρινάκη, του Κλάδου, του Δεληγιαννάκη –όλων απόντων, μα τι είναι κι η παρουσία άραγε;– και να με συμπαθάτε αν ξεχνάω κάποιους, είναι η δική μου έλλειψη που το κάνει κι όχι η δική τους σημασία.
Και να που στο πίσω μέρος της σκηνής, στο μισόφωτο ενός ονείρου νοτισμένου στην αλμύρα του Λιβυκού, τότε που ο άνεμος ο «ζεστός, ο ογρός, ο φουσκοδεντρίτης», του Καζαντζάκη, «καβαλίκευε τα καστρινά μουράγια, κι έπεφτε απάνω στις γυναίκες σαν άντρας κι απάνω στους άντρες σαν γυναίκα», εκεί, πίσω απ’ το παρηγορητικό της ψυχής μας σκηνικό, αναδυόταν, φρουρός, ένας Καπετάν Μιχάλης, που «περίμενε άγρυπνος να ξημερώσει».

Φυσάει στα τείχη του Χάνδακα

Αυτόν τον χαμένο μύθο του ερωτικού μας Κάστρου, τον μύθο του ες αεί μες στην καρδιά μας Χάνδακα, είναι που από κείνη την στιγμή του 1980 και μετά θα επιχειρούσε κάθε προσπάθειά μας να ξυπνήσει. Ανάμεσα στα ίδια τείχη, μέσα στον ίδιο αέρα του Λυβικού και του Κρητικού που αλληλομάχονται κι αλληλοαγαπιούνται, μέσα στον ίδιο πάντα ακίνητο χρόνο του μπολιασμένου με την ιστορία του Κρητικού.
Μα πώς να την έχεις ετούτη την ευλογία σε διάρκεια; Πώς να κρύψεις απ’ τις μικρόψυχες επιβουλές το ακριβό σου δώρο;

Ας είναι και με μόνο δύο τρόπους:

1. Να ξυπνήσουμε, με όπλο κάθε ζωντανό σύμβολο, την σε ήπια –εύχομαι– ύπνωση διατελούσα συλλογική μας μνήμη. Κι αυτό μέσα στο ίδιο το πεδίο της μάχης, μες στην ανάλγητη καθημερινότητα που λίγα περιθώρια εξανθρωπισμού επιτρέπει στους υπηκόους της.

2. Να καθαρίσουμε αυτά τα σύμβολα απ’ το ίδιο το μαγάρισμα που η δική μας η χρήση τους επιφυλάσσει. Λέω ότι οι έμποροι του marketing (κι εμείς, που ως αποκοιμισμένοι καταναλωτές γινόμαστε άθελά μας υπηρέτες τους) θα στύψουν, όπως είναι η δουλειά τους να κάνουν, κάθε διαθέσιμο της καρδιάς μας σύμβολο, προς όφελος του κέρδους τους ή της δόξας. Θα προσεταιριστούν –το έχουν ήδη κάνει επιτυχώς, και δέστε τις «συγκινητικές» διαφημίσεις των μεγάλων εταιριών– θα προσεταιριστούν κάθε διαθέσιμη σπιθαμή ελεύθερης βούλησης, μεταλλάσσοντάς την σε μήτρα ομαδικής εικονικής μέθεξης, άδολης υποτίθεται συγκίνησης, «βαθιά φιλοσοφημένης» μες στη ζωή στάσης, και να το βαρύ πυροβολικό του αντίπαλου στρατοπέδου. «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» και μιλούνε τη γλώσσα μας. Ευτυχώς δεν έχουν ακόμα οικειοποιηθεί την προφορά μας, και εννοώ το ξεχωριστό εκείνο τσάκισμα στη φωνή για το οποίο μιλούσα στο προηγούμενο, που πάντα και με κάθε ευστοχία θα φανερώνει στο εξασκημένο αυτί την αλήθεια και το ψέμα. Εκεί μονάχα κρύβεται η ελπίδα μας πως αύριο θα τους κατατροπώσουμε, και να γιατί πιστεύω στη Μουσική. Εφόσον.
Λέω, λοιπόν, πως πρέπει επειγόντως να αποσοβηθεί –τουλάχιστον στον ακόμα αντιστεκόμενο τόπο μας, και εφόσον το θέλουμε– η διεθνώς και επιθετικά, σαν επιδημική ασθένεια, προϊούσα απομάγευση των συμβόλων. Γιατί τότε αυτά θα μεταλλαχθούν από πολύτιμα εργαλεία αυτογνωσίας και αυτοΐασης, σε άσφαιρα μουσειακά εκθέματα, όπως ο με πάντα άγρυπνα μάτια Πικάσο ήξερε να λέει – και ορίστε ένας αληθινός συντοπίτης μας, αν με εννοείτε. Η χρήση τους ας παραμείνει κρυπτική, ερμητική, να προϋποθέτει την μύηση, να μην αυτοδιαφημίζεται, να μην σπαταλιέται στην αγορά.
Θα ισχυριστώ εδώ μάλιστα πως, ακόμα κι αν τα σύμβολα λειτουργήσουν αποσπασματικά, θα έχουν, εν πολλοίς, επιτελέσει την αποστολή τους, και να πώς λειτούργησαν για μένα οι λίγες φορές που βρέθηκα στην αύρα των ενεργειών του εν Ηρακλείω «5+1». Ποτέ με την πλήρη –αυτό δεν θα μπορούσα να το απαιτήσω– αλλά με την θραυσματική τους λειτουργία. Είναι που ήμουν έτοιμος γι’ αυτά; Μπορεί. Όμως, μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν δυνατόν να φιλοξενήσει το πλήρες ≤για όσους δεν ταξιδεύουν ήδη με το ένα πόδι τους στον μύθο», φτάνει να εμπιστευτούμε το φιλότιμο του Κρητικού να διαλέγει κάποτε το διαρκές, γυρνώντας την πλάτη του στο συγκυριακό.

(Με κάποιον τρόπο κι αυτό διδάσκεται, λέω πως θέλει κι η ψυχή τη γυμναστική της, για να κρατάει καθαρό το φίλτρο πρόσληψης του κόσμου, να αναγνωρίζει τον συγγενή και να απαξιώνει τον βάρβαρο, κι ορίστε η μείζων πολιτική ευθύνη κάθε τίμιας αρχής, αφού ο καλός χρήστης των μέσων μπορεί να οδηγήσει, όσο και να διαφθείρει.)

Και μιλώ γι’ αυτόν εδώ τον τόπο, γιατί αυτός είχε μια ξεχωριστή τύχη: να ζήσει άλλου είδους βαρβαρότητα απ’ την υπόλοιπη Ελλάδα, να λειτουργούν δηλαδή αλλιώς οι ψυχικοί του νόμοι. Γι’ αυτό σ’ αυτόν τον τόπο μελαγχολείς δυο φορές όταν βρίσκεις σκουπίδια της αλλοτριωμένης μητρόπολης να επιπλέουν σαν ρομαντικά νούφαρα στην επιφάνεια μιας ακόμα αρυτίδιαστης αντίληψης, κάτι που μου έχει συμβεί στο παρελθόν και κάθε τόσο ατυχώς το ξαναβρίσκω, τότε που συλλαμβάνω τους ανθρώπους μου να παρασύρονται από τηλεοπτικές ευκολίες, πιστεύοντας πως εκεί είναι που χαίρεται η καρδιά τους. Τίνος απόγονοι γινήκαμε; Μα σταματώ.

Συμπληρωματικά, αλλά καίρια: Η προστασία του όλου κλίματος τέτοιων ενεργειών απ’ τις αστοχίες της γλώσσας –που πάντα θα φανερώνει το ήθος± πρέπει να είναι, πιστεύω, το πρώτο και το τελευταίο μέλημα του τίμιου διοργανωτή τέτοιων γεγονότων. Κι επειδή βλέπω πως έχουμε να κάνουμε με μια τέτοια ωραία περίπτωση, με έναν κήπο ευγενών προθέσεων καθώς και με μιαν ήδη ιστορία, που θα μπορούσε στην αυστηρή κρησάρα του μέλλοντος να κρατήσει κάποια λαμπερά της πετράδια, τολμώ το για μένα αυτονόητο σε κάθε περιοχή της τέχνης: Η γλώσσα των προγραμμάτων και των εξαγγελιών πρέπει να είναι μία, μια γλώσσα που θα έχει διά παντός και διά ροπάλου εξορίσει τους αυτοματισμούς των ατζέντηδων και που θα φέρει στην ηχώ της τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα της κάθε συλλαβής, όπως στο εδώ δημοσιευμένο προηγούμενο κείμενό μου επέμενα. Σ’ αυτή την περιοχή, κάθε συγκεντρωτισμός θα ήταν για μένα όχι μονάχα επιθυμητός, μα και ευκταίος.
Κι επειδή κάθε τρυφερή ουτοπία θα πρέπει με μείζονα προτεραιότητα να υποστηρίζεται, θα ήταν ευχής έργο, αν γινόταν κτήμα όλων μας μια δυνητική εκλέπτυνση του ακουστικού, οπτικού, απτικού, οσφρητικού, γευστικού κριτηρίου, που θα αναγνώριζε το ήθος για το οποίο μίλησα παραπάνω σε περιοχές όπως η μουσική, τα εικαστικά, η λογοτεχνία, και εν τέλει (για να ξεφύγουμε απ’ το αποσπασματικό που μας δίδαξαν οι σύμμαχοι και να επιστρέψουμε στο Ένα Όλον που μας δίδαξε η δική μας η παράδοση) θα αναγνώριζε αυτό το ήθος στην ίδια την διαρκή καθημερινότητά μας. Υποπτεύομαι ότι μοναδικός σύμμαχος στην υπεράσπιση μιας τέτοιας ωραίας ουτοπίας, θα ήταν το αεράκι που φυσάει στα τείχη του Χάνδακα, σαν καλοσύνης οιωνός, και διώχνει κάθε βαρβαρότητα απ’ την καρδιά μας. Δεν είναι λίγο.

Αυτό το αεράκι λέω σήμερα πραγματική μου Πόλη.

[17 Σεπτεμβρίου 2019]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: