Ο Φανούρης στον κήπο

Ο Φανούρης στον κήπο


( Ανταποκρίσεις απ’ την άλλη Λωρίδα )
_____________


Μένει στο σπίτι. Στον κήπο. Ένας γάτος τυφλός. Με αχνό γκρίζο τρίχωμα και με προσεκτικές κινήσεις και λικνίσματα, σαν ακροβάτης πάνω στο σκοινί. Λένε πως έχασε τα ωραία μάτια του σ’ έναν καβγά που θέλει να ξεχνάει, μα θα ‘ναι μια σκηνή που επιμένει ανάμεσα στις δύο σκοτεινές οπές, η βαριά κουρτίνα που θα τον χωρίζει απ’ τον άλλον κόσμο. Τώρα ακούει το μουρμουρητό των θεατών, την ανυπομονησία στην πλατεία, ποτέ όμως το έργο δεν χτυπά το τρίτο του κουδούνι.

Εμείς δεν ξέραμε για κείνο του το παρελθόν, απ’ το οποίο απέμεναν δυο άδειες κόγχες, το λίκνο δυο ευκίνητων ματιών που τα σκεφτόσουν όλο περιέργεια, βαριεστημένα ή καχύποπτα, ποιος ξέρει; Στη θέση τους στεκόταν τώρα μια κερένια μάσκα, η ξεχαρβαλωμένη αυλαία μιας έρημης σκηνής, δυο ερωτηματικά που γαντζωνόντουσαν από την ελεημοσύνη του καιρού, τρύπα που η μοίρα έσκαψε κάτω απ’ τη σκήτη και που μέσα στο στόμα της εγλίστρησε και χάθηκε ο ένας απ’ τους πέντε μοναχούς. Χύθηκαν τα αργύρια, ξάπλωσε η φτωχή ζαριά στην τσόχα, κοίταξαν οι άσσοι κατάματα τους παίχτες με τις δυο κουκίδες τους, είπαν να διεκδικήσουν μια πιο δίκαιη μοιρασιά, μα ήταν πια αργά. Η στιγμή μπήκε στο ζύγι και βρέθηκε υπέρβαρη. Ο Άγγελος έσκισε με το κοφτερό του νύχι το μέτωπο του Φανούρη. Εκείνος στο εξής θα χάιδευε τη φτερωτή ράχη των Χερουβείμ σαν να σταυροκοπιότανε μπροστά στα χίλια μάτια τους, και θα ζωγράφιζε με την πατούσα του μικρά Μετέωρα, αργά στον χρόνο του, με δίχως βία, με τη στωικότητα εκείνων που τους στέρεψαν οι δρόμοι.

Μοιράζονταν τον κήπο του ιδιοκτήτη μιας μονοκατοικίας, στο κέντρο της μικρής πόλης, μαζί με τέσσερεις γάτες κι έναν σκύλο ―δυο αρσενικά και τρία θηλυκά― και με δεκάδες επισκέπτριες, που σουλατσάριζαν στην αυλή με ανάλαφρο βήμα πασαρέλας, εκείνο που μετά είπανε catwalk. Αυτές ερχόντουσαν για ένα χάδι, λίγο φαγητό, έναν ύπνο, μια περιπέτεια ανάμεσα στα φύλλα των οπωροφόρων, το πιο πολύ πάντως για να διαλαλήσουν στα απονευρωμένα μας αυτιά πως η ζωή διόλου δεν επείγεται για των ανθρώπων τα επείγοντα και παρελαύνει στον ρυθμό ενός άλλου σήμαντρου, στημένου σ’ άλλον γαλαξία, που στάζει τα λευκά του δευτερόλεπτα μέσα στον κήπο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, στο κέντρο της μικρής μας πόλης, στη μία άκρη του νησιού που ταξιδεύει χρόνια στη Μεσόγειο δίχως λόγο.

Η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών. Άπλωνε τα ρούχα του και άκουγε, μη χάσει κάτι απ’ τις ανταποκρίσεις των μικρών ανθρώπων που στριμώχνονταν μες στις οθόνες για το μεροκάματο, τις βραδυφλεγείς ανταποκρίσεις από τις σφαγές στη Γάζα, εκείνη την παράξενη Λωρίδα που ίσως σήμαινε σφαγείο και σάβανο των αποκλήρων μιας ζωής, που, για να κοιμόμαστε ήσυχοι εμείς, τους μεταμόρφωνε σε αριθμούς, αφού, το ξέραμε πια, η σημασία του ενός συνθλίβεται κάτω από τη λογιστική της μετονομασίας. Μες στον καλοραμμένο εφιάλτη του μαχαιροβγάλτη οι 11.320 ως αυτήν την ώρα νεκροί, δεν ήταν νεκροί μα ένα σκέτο νούμερο. Και οι 4.650 απ’ αυτούς δεν ήταν πια παιδιά μα το αποτέλεσμα μιας πρόσθεσης. Μα όχι, είπε, αυτό εδώ δεν είναι η σκοτεινή γωνιά που αποπατεί η στατιστική, είναι η καταμέτρηση μικρών χεριών που καταρρέουν δίχως τόνο όταν τα σηκώνεις στον αέρα, είναι η βουβή κραυγή ενός θανάτου μέσα σε υπνοδωμάτιο, η τραγική γελοιότητα ενός τετελεσμένου χρόνου που μυρίζει ακόμα στήθος μάνας και ανόητο όνειρο ασπατάλητης ζωής.

Μα τα παιδιά στην Παλαιστίνη μάς αγνοούν, σκέφτηκε. Γελάνε όταν πέφτει η βροχή, γελάνε κι όταν πέφτουνε οι βόμβες. Ξέρουν. Όχι 4.650, μα ένα + τέσσερεις χιλιάδες εξακόσια σαράντα εννέα, και το καθένα απ’ αυτά είναι δικό μας, το γεννήσαμε, το αναθρέψαμε, το νανουρίσαμε, παίξαμε μαζί του, και το αφήσαμε να κατρακυλήσει στον λάκκο με τα «δεν είναι δική μου δουλειά», που κουλουριάζονται δεξιά κι αριστερά, μακριά απ’ τα δικά μας τα παιδιά. Μα εκείνα ξέρουν. Ένα + τέσσερις χιλιάδες εξακόσια σαράντα εννιά νεκρά παιδιά, και κανείς Γουστάβος Μάλερ να θρηνήσει πάνω απ’ τα λευκά τους φέρετρα μέσα στην ανημπόρια τού Αυστριακού του ήλιου, ήλιου που δεν γνωρίζει ξένες γεωγραφίες και γεννοβολάει Άρια φαντάσματα, σκιάχτρα χλωμά της καλοσύνης του πραγματικού μας χρόνου, που, δεν μπορεί, κάπου θα κρύβεται κι εκείνος.

Με κάποιον τρόπο κάτι μέσα του ντρεπόταν που η βρομισμένη πλευρά των ανθρώπων -οι πόλεμοι που γινόντουσαν χιλιάδες μίλια μακριά ώστε το στρίγκλισμα του ερπυστριοφόρου πάνω απ’ τα κουφάρια των νεκρών να μην ενοχλεί τα τρυφερά του αυτιά, οι πόλεμοι μες στο γυαλί που μοίραζαν τη ζωή σε πολύτιμη και σε φτηνή- ήταν ένα ακόμα θέαμα για τον δικό του κόσμο, κόσμο που άνθιζε και μαραίνονταν μέρα τη μέρα, όπως κι ο κόσμος του Φανούρη στην πίσω μεριά της μονοκατοικίας, στο κέντρο της πόλης, στην άκρη εκείνου του νησιού που χρόνια ταξιδεύει στη Μεσόγειο δίχως λόγο.

Ο χρόνος τώρα έμοιαζε τεράστιος. Την ίδια ώρα ο χρόνος του συρρικνωνότανε, όπως σπονδυλική στήλη κυρτωμένη απ’ την ανοσία προς τα ανόσια, ραχοκοκαλιά υπερήλικα που μες στον μαγικό καθρέφτη του βλέπει τον έφηβο με τα ανοιχτά πουκάμισα και τη μοτοσυκλέτα, να διαπερνάει πάνω στη μία ρόδα τις πλατείες, ετοιμοπόλεμος, κάτω απ’ το ενθουσιώδες χειροκρότημα όσων προοιώνιζαν το μαύρο μέλλον που θα ερχόταν και που θα μας άξιζε.

Η αυλή πίσω απ’ το σπίτι ήταν μια γιορτή για τα αδέσποτα. Η γειτονιά το ήξερε, είχε μια πόρτα ανοιχτή σε κάθε εξόριστο, κατατρεγμένο, ορφανό, που η ράτσα μας, αυτό το όνειδος της γης, έτσι σκεφτότανε, αυτό το τελευταίο σκαλοπάτι πριν από την κόλαση, τού έκοβε με το δρεπάνι της τη ρίζα τής καταγωγής, το νήμα που κρατά στην επιφάνεια τα σκιρτήματα υποθαλάσσιων παραδείσων, εκείνων που από τη γέννησή μας προσδοκούσαμε, και που κρατούσαμε σφιχτά δεμένους σε έναν χρόνο έξω απ’ τον λαβύρινθο, έξω από τη φριχτή καλύβα του Μινώταυρου, σφιχτά δεμένους στην υπόσχεση, την ήδη απ’ την εποχή των πρωτοπλάστων, πως τάχα θα μας αναθρέψει με τον πλούτο του το τίποτα του κόσμου. Το σπίτι φόραγε το φωτοστέφανο μιας εποχής έξω απ’ την εποχή.

Την ίδια ώρα η τηλεόραση λαχάνιαζε να κλείσει μες στο στόμα της και να χωνέψει στο στομάχι της το αναντίρρητο του ψεύδους των πολιτικών. Και τα λευκά σεντόνια ανέμιζαν στον ήλιο της μικρής λωρίδας, και τα μυδραλιοβόλα των εχθρών κακάριζαν ολόχαρα μες στη στραγγαλισμένη μνήμη μας, η παρενδυσία ενός μέλλοντος δίχως παρελθόν, δίχως πόδια να σταθεί και χέρια να αγκαλιάσει, έσπρωχνε με το κεφάλι να γλιστρήσει έξω απ’ την κακοφορμισμένη μήτρα των εμπόρων, στιλέτα κρυμμένα σαν άσσοι σε μανίκια εθελοντών θα ξεκοίλιαζαν και πάλι νεογέννητα μες σε θερμοκοιτίδες, ταριχευμένοι στρατηγοί μαχών ανίερων, τύραννοι νάνοι μέσα σε κυρτούς καθρέφτες θα καμάρωναν για το υπέροχό τους μπόι, γέροντες εκατονταετείς, με μάγουλα φτιασιδωμένα ―προπάντων μη φανεί η σήψη που προχώρησε και καταλάβουν όλοι πως μιλά το πτώμα κάτω από το παιδικό κρεβάτι― βγαίνουν στα κεντρικά δελτία ανάμεσα σε διαφημίσεις superfoods και τηλεπαιχνίδια των χιλίων ευρώ, να αγοράσουν γάλα απ’ το ράφι της νοικοκυράς, που και αυτό κάπως αλλιώς το είπανε, να μη θιχτεί, προπάντων μη θιχτεί, η εύθικτη πλευρά μας, προς θεού, να μην προσβάλουν την ευαισθησία μας, φτάνει αυτή να σπονσοράρεται από τις εταιρείες των τηλεπικοινωνιών και από τις κατασκευαστικές που ύστερα απ’ τον πόλεμο θα αναλάβουν την ανοικοδόμηση, θα επιδοτήσουν τους επικηδείους ―να μην ξοδεύονται με τέτοια τώρα οι πελάτες μας― νά ‘τους που σφίγγουν πάλι τη γραβάτα-σήμαντρο της εξουσίας, την όμορφη θηλειά γύρω απ’ τον σβέρκο του αυτονόητου, και πλημμυρίζει το καθιστικό ακαθαρσίες μιας χυδαίας χυδαιότητας ―εάν υπάρχει τέτοιο πράγμα, κι όμως να!― που λέει τους άλλους αναγκαστική απώλεια, πού νά ‘σαι τώρα Άγιε μου μικρέ Φανούρη μου, με τα δυο τα ματάκια σου που βλέπανε μες στην ψυχή μας και τη φωτίζανε;

Τα πέντε ζωντανά σέβονταν τον Φανούρη. Ήξεραν την αδυναμία του, δεν καταδέχονταν να τον νικούν, έκαναν δρόμο να περάσει πρώτος στην ταΐστρα όταν σήμαινε συσσίτιο, τον κοίταζαν λοξά με μια σιωπή παράξενη, λες κι έβλεπαν τον εαυτό τους στον καθρέφτη ενός μέλλοντος, να κλωτσάει με τα ποδαράκια του τον αέρα να αποδιώξει το τριχωτό έντομο του εφιάλτη, να απλώνει αυτί να καταλάβει από πού θα μπει το κακό, να ρουθουνίζει πάνω απ’ την καλοσύνη των συντρόφων, που πια δεν ήταν Άλλοι αλλά σώμα απ’ το σώμα του, χέρι αγαπημένο που ανατάσσει τον νεκρό σου παράδεισο. Η πράσινη λωρίδα αυτού του κήπου ήταν μια Εδέμ δικαιοσύνης.

Κι οι ανταποκρίσεις πλήθαιναν, κι οι βόμβες ισοπέδωναν ό,τι απέμενε απ’ την αντίληψη ότι ο κόσμος μας δεν ήταν μια εικόνα σε υπολογιστή, κι οι φρεσκοπουλημένοι διαλαλούσαν τα εμπορεύματα μες στο κλουβί της προπαγάνδας τους, και ξάφνου έμοιασε η ζωή με αδιέξοδο. Τα τείχη περπάτησαν το ένα προς το άλλο, σιωπηλά, πόντο τον πόντο ήρθαν να αγκαλιαστούν σε μια γερή λαβή μες στη μεγάλη τους παλαίστρα, να σφίξουν με χαλύβδινους βραχίονες τη μέγγενη που θα συνέθλιβε τον θλιβερό μας κόσμο, κι εμάς μέσα σ’ αυτόν, γιατί ήμασταν εμείς οι ίδιοι αυτός ο κόσμος. Όλα τώρα θα γίνονταν κάπου αλλού, έξω απ’ τον κήπο -έτσι θέλαμε. Γιατί κάπως θα έπρεπε κι εμείς να ζήσουμε· όχι; Πώς να γιατρέψεις τόσον πόνο, πώς να σκύψεις πάνω του, ούτε να τον διαβάσεις δεν προφταίνεις, δεν τους χωρά η ζωή σου τους άλλους όταν πονάνε, κι εσύ από Εμείς και άλλες τέτοιες σπαταλημένες γελοιότητες δεν ξέρεις, καλύτερα κοίτα αλλού, θα ανάψει τώρα το φανάρι, δεν θα ανάψει για να φύγουμε;

Σε μια γωνιά του κήπου, προσεκτικά ακουμπισμένοι -κάποιοι λίγους μήνες πριν, κάποιοι πριν λίγα χρόνια, να θρέφουν με το σώμα τους το χώμα της πράσινης λωρίδας- κείτονταν οι παππούδες του Φανούρη και οι φίλοι τους, ένας μικρός στρατός αγαπημένων του ιδιοκτήτη του σπιτιού, που, τον καθένα στον καιρό του, τον έθαψε στον κήπο με τα χέρια του. Όχι ένα νούμερο, μα ένα + ένα + ένα + ένα + ένα + ένα … αγαπημένα πρόσωπα, που είχαν όλα τους ονόματα ασφαλώς, που όμως δεν θα σας τα αποκαλύψω, γιατί κι η μνήμη έχει και αυτή τους Ιερούς της Τόπους.

Και τώρα ποιος θα μιλήσει για ιδιοκτησίες; Σε ποιον να ανήκει τώρα αυτό το σπίτι; Σε ποιον εκείνη η πράσινη Λωρίδα πίσω από το σπίτι;

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: