«Σκοτεινή Πλευρά της Μνήμης / η Προκυμαία»_ μια παράσταση

«Σκοτεινή Πλευρά της Μνήμης / η Προκυμαία»_ μια παράσταση


Φω­το­γρα­φί­ες Βα­σί­λης Κου­ντού­ρης

Στις αρ­χές Ιου­λί­ου, μια συ­νέ­ντευ­ξη τύ­που προ­α­νήγ­γει­λε την έναρ­ξη του κύ­κλου «Όλη η Ελ­λά­δα ένας Πο­λι­τι­σμός», που διορ­γα­νώ­νει το Υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού και Αθλη­τι­σμού με την ευ­ερ­γε­τι­κή δια­με­σο­λά­βη­ση της Εθνι­κής Λυ­ρι­κής Σκη­νής, και που απ' τις 15 Ιου­λί­ου έως τις 15 Σε­πτεμ­βρί­ου θα φι­λο­ξε­νή­σει 70 πα­ρα­γω­γές σε 66 αρ­χαιο­λο­γι­κούς χώ­ρους, μνη­μεία και μου­σεία της πε­ρι­φέ­ρειας, πά­νω σε ένα κοι­νό θέ­μα: τις ανα­κλά­σεις στον ενε­στώ­τα του μεί­ζο­νος εθνι­κού τραύ­μα­τος της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής. Μια απ' τις 18 μου­σι­κές πα­ρα­στά­σεις του κύ­κλου εί­ναι η πα­ρά­στα­ση πο­λυ­μέ­σων με τί­τλο "Σκο­τει­νή Πλευ­ρά της Μνή­μης/ η Προ­κυ­μαία", που θα φι­λο­ξε­νη­θεί στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο Χαλ­κί­δας "Αρέ­θου­σα", την 13η Σε­πτεμ­βρί­ου.
Με­τα­φέ­ρω εδώ κά­ποια στοι­χεία απ' το δελ­τίο τύ­που, και τα συ­μπλη­ρώ­νω με τη δι­κή μου πα­ράλ­λη­λη αί­σθη­ση γι’ αυ­τήν την πα­ρά­στα­ση, που περ­πα­τά τα πρώ­τα διε­ρευ­νη­τι­κά της βή­μα­τα μέ­σα στο κα­λο­καί­ρι. Τα πα­ρα­κά­τω δεν μπο­ρεί πα­ρά να θε­ω­ρη­θούν σχέ­διο πο­ρεί­ας, λυ­ρι­κή έκ­θε­ση προ­θέ­σε­ων, Δια­τα­γή Κί­νη­σης πρω­το­κολ­λη­μέ­νη σε επι­τε­λεία με­τα­ξέ­νιων στρα­τη­γών, εκεί­νων των αεί γε­νειο­φό­ρων που άπει­ρα αγα­θά απερ­γά­ζο­νται στα υπο­φω­τι­σμέ­να της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, εξ ου και φτά­νουν ως εδώ (αυ­τά, τα πα­ρα­κά­τω) όχι ως αναγ­γε­λία, μα ως τρο­χιο­δει­κτι­κά επι­κεί­με­νων δρά­σε­ων που επί­μο­να θα ακο­νί­ζουν ένα βλέμ­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σα­να­το­λι­σμέ­νο προς τη ζωή πα­ρά προς την τέ­χνη. Δεν μπο­ρώ αλ­λιώς να εξη­γή­σω την μυ­στη­ριώ­δη έλ­ξη που ασκεί επά­νω μου η δη­μο­σιο­ποί­η­ση τέ­τοιων ξύ­λι­νων προ­θέ­σε­ων, μια προσ­δο­κία πα­ρά μια βε­βαιό­τη­τα, το με κλει­στά μά­τια σκα­ρί­φη­μα ενός ακό­μα άγνω­στου προ­σώ­που, μια μο­νο­κο­ντυ­λιά που αντι­γρά­φει τον παλ­μό της απ' τις σι­βυλ­λι­κές ανα­τα­ρά­ξεις, τις μη­χα­νι­κές όσο και ανε­ξή­γη­τες κι­νή­σεις που κα­τα­φέρ­νουν τα χέ­ρια μας σε στιγ­μές που βρί­σκο­νται ανά­με­σα στους κό­σμους, πά­νω και κά­τω απ' τα σκε­πά­σμα­τα, μέ­σα και έξω απ’ τον ύπνο και τον θά­να­το.
Αντι­γρά­φω και συ­μπλη­ρώ­νω:


Τα γε­νι­κά


Εί­ναι μια πα­ρά­στα­ση πο­λυ­μέ­σων που, με έναυ­σμα την μου­σι­κή και με τη συν­δρο­μή δια­φο­ρε­τι­κών τε­χνών, διε­ρευ­νά ση­μά­δια του τραυ­μα­τι­κού για το συλ­λο­γι­κό ασυ­νεί­δη­το απο­τυ­πώ­μα­τος της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής, ση­μά­δια που ίσως πα­ρα­μέ­νουν απα­γο­ρευ­μέ­νος τό­πος.
Η πα­ρά­στα­ση χρη­σι­μο­ποιεί (αντι­στρέ­φο­ντας προς στιγ­μήν, για την ευ­κο­λία της με­θό­δου, την προ­τε­ραιό­τη­τα των μέ­σων της):


1. Ποι­η­τι­κό και πε­ζό λό­γο ως κορ­μό έμ­με­σου σχο­λια­σμού, μα και ως συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό μου­σι­κό στοι­χείο, λό­γο που εκ­φέ­ρε­ται εν­σω­μα­τω­μέ­νος στα ηχη­τι­κά της το­πία από μια “αό­ρα­τη” ηθο­ποιό — κι εδώ ζη­τεί­ται επει­γό­ντως και επι­τα­κτι­κά ο ορι­σμός του ορα­τού. (Η Σο­φία Χιλλ, ενώ κι­νεί­ται διαρ­κώς μέ­σα και πί­σω από τις προ­βο­λές και μέ­σα και πί­σω από τους ήχους που τις πε­ρι­βάλ­λουν, εί­ναι κα­τά τον τρέ­χο­ντα τρό­πο απού­σα  — μα όχι, πά­ντως, πε­ρισ­σό­τε­ρο απ' όσο η μνή­μη των προ­σώ­πων που ανα­λαμ­βά­νει να εκ­προ­σω­πή­σει.)

2. Ει­κό­νες-σύμ­βο­λα της ιστο­ρι­κής στιγ­μής που έχει συλ­λά­βει η κά­με­ρα στο αφη­ρη­μέ­νο δί­χτυ της αδια­κρι­σί­ας της, ει­κό­νες δια­μορ­φω­μέ­νες σε προ­βο­λές ώστε να προ­σποιού­νται αγάλ­μα­τα-ιε­ρείς κα­θη­λω­μέ­νους στη δια­χρο­νία. Το τι εί­ναι "στ’ αλή­θεια" αυ­τές οι ει­κό­νες θα πα­ρα­μεί­νει αί­νιγ­μα, κα­τά πώς πρέ­πει, και για μας τους ίδιους, τους μπα­μπά­δες και τις μα­μά­δες τους. (Ευ­θύ­νη της ομά­δας, με επι­τε­λάρ­χη τον Βα­σί­λη Κου­ντού­ρη.)

3. Ηχη­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον στα­χυο­λο­γη­μέ­νο όχι τό­σο απ’ την αυ­το­νό­η­τη πα­ρα­δο­σια­κή δε­ξα­με­νή αλ­λά, κυ­ρί­ως, απ’ τις ψυ­χι­κά βα­ρύ­νο­ντος εκτο­πί­σμα­τος αυ­θε­ντι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, τον θη­σαυ­ρό εκεί­νο των στιγ­μών που η πραγ­μα­τι­κή ζωή έστα­ξε τον μύ­θο της πά­νω στα μι­κρό­φω­να και τα άφη­σε χω­ρίς φω­νή. Μια ανοι­χτή βι­βλιο­θή­κη ζω­ο­ποιού σπέρ­μα­τος, ένα διά­πλα­το πα­ρά­θυ­ρο πά­νω απ' τον κή­πο της κα­τα­γω­γής, εκεί­νον που θρη­νού­με ενό­σω αυ­τός ακό­μα αν­θί­ζει. (Ευ­θύ­νη της ομά­δας, με επι­τε­λάρ­χη τον έτε­ρο στρα­τη­γό Κώ­στα Μπώ­κο.

4. Ζω­ντα­νή μου­σι­κή που κοι­τά κα­τά­μα­τα την ανοι­χτή πα­γί­δα της φολ­κλο­ρι­κής ανα­φο­ράς και εν τη πρά­ξει εστιά­ζει στο να βιω­θεί λυ­τρω­τι­κά —και εκτός του μο­νο­σή­μα­ντου χρό­νου— το τραύ­μα που επί δε­κα­ε­τί­ες γι­γα­ντω­νό­ταν πα­ράλ­λη­λα με την αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα της ιστο­ρι­κής ανά­λυ­σης. Τί­πο­τα εδώ δεν επι­τρέ­πε­ται να εκ­πέ­σει στην ψυ­χρή ήπει­ρο της πε­ρι­γρα­φής, όλα εί­ναι κομ­μά­τι σάρ­κας σπαρ­γώ­σης μέ­σα στο διαρ­κές πα­ρόν του κό­σμου μας. (Ευ­θύ­νη σχε­δια­σμού και εκτέ­λε­σης, ο Γιώρ­γος Μου­λου­δά­κης, με συν­δια­μόρ­φω­ση ηχη­τι­κών τό­πων σε αγα­στή σύ­μπνοια με το Studio 19.)

«Σκοτεινή Πλευρά της Μνήμης / η Προκυμαία»_ μια παράσταση

Ο τρό­πος

Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ


Στή­νε­ται ο λε­κτι­κός κορ­μός της πα­ρά­στα­σης, το ηχη­τι­κό σε­νά­ριο που πα­ρό­τι δεν αγνο­εί τον θρη­νη­τι­κό βη­μα­τι­σμό των γε­γο­νό­των μέ­σα στην ψυ­χή μας, στη­ρί­ζει υπαι­νι­κτι­κά -και προς τον εαυ­τό του, και κυ­ρί­ως προς τα εκεί- τα ανα­δυό­με­να απ’ την ιστο­ρι­κή ανά­λυ­ση αί­τια, και την απο­δο­χή τους ως τό­πο που ένα τί­μιο -ή έστω προ­νοη­τι­κό- έθνος δεν δι­καιού­ται να πα­ρα­βλέ­πει. (Εδώ η τι­μιό­τη­τα δεν εί­ναι ένα απο­τέ­λε­σμα, αλ­λά μια ρί­ζα.) Το σε­νά­ριο μι­λά μέ­σα απ’ τις λεια­σμέ­νες στους κυ­νό­δο­ντες του χρό­νου λέ­ξεις ενός εξό­χως φα­ντα­σια­κού προ­σώ­που, ενός προ­σώ­που-σύν­θε­ση, ενός ψη­φι­δω­τού από πο­λύ­γλωσ­σες ψη­φί­δες, ενός ανε­μο­δεί­κτη-συ­νι­στα­μέ­νη των ψυ­χι­κών ανέ­μων που αρ­τιώ­νουν μια ορα­τή προς το μέλ­λον του εθνι­κού σώ­μα­τος κί­νη­ση, ενός προ­σώ­που που αρ­θρώ­νει φρά­σεις-ει­δώ­λια, κρυμ­μέ­να σαν από χέ­ρι σκαν­δα­λι­σμέ­νου παι­διού σε τό­πους και χρό­νους απρό­σμε­νους μες στον αιώ­να που δια­νύ­θη­κε. Το πρό­σω­πο αυ­τό φέ­ρει το τραύ­μα —μα­ζί με την πι­θα­νή ία­σή του— μέ­σα σε θραύ­σμα­τα λό­γου και ήχων, που ενα­πο­τί­θε­νται στο ήσυ­χο ή πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κό σκη­νι­κό του εσω­τε­ρι­κού του μο­νο­λό­γου. Οι μά­σκες της εκ­φο­ράς αε­νά­ως με­ταλ­λάσ­σο­νται δο­μι­κά, ηχο­χρω­μα­τι­κά, αλ­λά και μου­σι­κά (ο προ­σε­κτι­κός ακρο­α­τής θα ανα­γνω­ρί­σει την επί­μο­νη έλευ­ση ενός χα­μαι­λέ­ο­ντα που δεν ντρέ­πε­ται να εκ­θέ­σει τη γύ­μνια του), αφού αυ­τό το πρό­σω­πο δεν εί­ναι κά­τι λι­γό­τε­ρο απ' το συλ­λο­γι­κό σώ­μα μιας εν­δε­χό­με­νης ελ­λη­νι­κό­τη­τας, μια δια­φεύ­γου­σα ταυ­τό­τη­τα μες στον αιώ­να που έχτι­σε με άπει­ρη υπο­μο­νή την ενο­χι­κή του Βα­βέλ πά­νω στα απο­κα­ΐ­δια ενός κό­σμου-πα­τέ­ρα.

Πά­νω στη ρα­χο­κο­κα­λιά αυ­τού του σε­να­ρί­ου-κι­νού­με­νης άμ­μου ρι­ζώ­νουν οπτι­κές και ηχη­τι­κές ανα­φο­ρές, φι­λο­δω­ρή­μα­τα απ’ τη δε­ξα­με­νή των τε­θνε­ώ­των, που μι­λούν απ’ τον ακι­νη­το­ποι­η­μέ­νο χρό­νο της γιορ­τής και του θα­νά­του τους με την αι­νιγ­μα­τι­κή σο­φία του ορι­στι­κά Από­ντος. Ετού­τα τα ξε­χω­ρι­στά φι­λο­δω­ρή­μα­τα χο­ρεύ­ουν τον χα­μη­λό­φω­νο χο­ρό τους με τον “ηχη­τι­κό τοί­χο” των μαρ­τυ­ριών, έναν δο­ξα­στι­κό τοί­χο των δα­κρύ­ων, έναν κα­τα­κλυ­σμό αμε­τά­φρα­στων κραυ­γών κά­τω απ’ το πά­ντα εγκυ­μο­νούν σύν­νε­φο μιας επο­χής πα­ρά­ξε­να άγνω­στης και οι­κεί­ας.

Ο λε­κτι­κός κορ­μός, οι ει­κό­νες και οι ήχοι, εγκα­τα­λεί­πο­νται σε διαρ­κή πλεύ­ση μέ­σα στη λί­μνη του άχρο­νου, σαν πρό­σφυ­γες μέ­σα σε θά­λασ­σα αέ­ναη, δί­χως υπό­σχε­ση στε­ριάς, σε ένα διαρ­κές πρω­θύ­στε­ρο που με­ταλ­λάσ­σει το πλή­θος των ανέ­στιων σε σύμ­βο­λο διε­θνι­κό. Πα­ρη­γο­ρη­τι­κή νη­σί­δα, διά­λειμ­μα χρό­νου που χαϊ­δεύ­ει τις πλη­γές μέ­σα σ’ αυ­τήν την από πά­ντα θά­λασ­σα, ανα­δει­κνύ­ε­ται η μου­σι­κή, που επι­στρέ­φει ως υπαι­νιγ­μός, μια μά­σκα και μια υπό­σχε­ση της φα­ντα­σια­κής πα­τρί­δας, προς την οποία οι κω­πη­λά­τες αυ­τού του αγνώ­στου, μες σε μια προ­φυ­λαγ­μέ­νη από βαρ­βα­ρό­τη­τες γω­νιά της ψυ­χής, πο­ρεύ­ο­νται.
Η μου­σι­κή προ­ο­ρί­ζε­ται για το εξο­μο­λο­γη­τι­κό όρ­γα­νο της κι­θά­ρας, και φτιά­χτη­κε κυ­ρί­ως από αν­θρώ­πους που έζη­σαν τον χρό­νο της κα­τα­στρο­φής και που δυ­νη­τι­κά θα επέ­βαι­ναν σε κά­ποιο απ’ τα συμ­μα­χι­κά πλοία που έβλε­παν τη Σμύρ­νη να καί­γε­ται, αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­να και ασφα­λή μέ­σα στον κόλ­πο της. Εί­ναι κυ­ρί­ως μου­σι­κές "άλ­λων", που όμως μες στον κοι­νό τό­πο της γιορ­τής, πο­λι­το­γρα­φή­θη­καν ορι­στι­κά δι­κές μας. Με έναν άμε­σο πια τρό­πο η μου­σι­κή φέ­ρει το κλί­μα της επο­χής πριν την κα­τα­στρο­φή, μου­σι­κή κο­σμο­πο­λί­τισ­σα, μου­σι­κή που θα μπο­ρού­σε να ακού­γε­ται μες στα σα­λό­νια των αστών πριν απ’ τη στιγ­μή που η μοί­ρα άλ­λα­ξε πλευ­ρό πλα­κώ­νο­ντας τα παι­διά της.



[Ηχο­χρώ­μα­τα κι­θά­ρας, κα­τάλ­λη­λα δια­μορ­φω­μέ­να ώστε να ξε­γλι­στρούν απ’ τους αυ­το­μα­τι­σμούς της εύ­κο­λης πρό­σλη­ψης, εν­σω­μα­τώ­νο­νται στον πα­ρα­πά­νω ηχη­τι­κό τοί­χο με τις μαρ­τυ­ρί­ες. Έτσι ο πλους της πα­ρά­στα­σης ου­δέ­πο­τε ολο­κλη­ρώ­νε­ται, κα­νέ­να πλοίο δεν αγκυ­ρο­βο­λεί στην Ιθά­κη του, στο επι­θυ­μη­τό σώ­μα μιας μου­σι­κής σα­φή­νειας. Το τα­ξί­δι γί­νε­ται μια αέ­ναη ηχη­τι­κή Οδύσ­σεια, ακό­μα και τό­τε που —και ει­δι­κά τό­τε που— οι πρό­σφυ­γες πα­τούν το πό­δι τους στην "πα­τρί­δα".
Απ’ την απέ­να­ντι πλευ­ρά αυ­τής της θά­λασ­σας ο Κα­βά­φης μι­λά, εκών-άκων, για τη δι­κή του Ιθά­κη, εγκα­τε­στη­μέ­νος στον άλ­λο πό­λο του Ελ­λη­νι­σμού — εάν μπο­ρού­με να μι­λά­με για τον Ελ­λη­νι­σμό σαν μια υδρό­γειο. Την στιγ­μή της κα­τα­στρο­φής, το 1922, θα έχει τον βαθ­μό του υπο­τμη­μα­τάρ­χη στο Γρα­φείο Αρ­δεύ­σε­ων της Αλε­ξάν­δρειας. Το βλέμ­μα του εί­ναι μέ­ρος του εδώ σχο­λια­σμού, κα­θώς και ο τρό­πος του. Ο ίδιος χρό­νος άλ­λω­στε φι­λο­ξέ­νη­σε —σε άλ­λα του δω­μά­τια— όλα τα γε­γο­νό­τα. Λί­γο πριν, το 1911, ο Πα­πα­δια­μά­ντης έφευ­γε στην αγα­πη­μέ­νη του Σκιά­θο, στον δι­κό του υπέρ­γεια πο­θη­τό κό­σμο, την ώρα που ο Θε­ό­φι­λος Χα­τζη­μι­χα­ήλ ζω­γρά­φι­ζε για ένα κομ­μά­τι ψω­μί, και με τον αδια­φι­λο­νί­κη­το τρό­πο που ο ήλιος κοι­τά έναν Αι­γαιο­πε­λα­γί­τι­κο τοί­χο, θαύ­μα­τα και ορά­μα­τα της ψυ­χής του πά­νω στους τοί­χους των αρ­χο­ντι­κών του Πη­λί­ου, λί­γο πριν ανα­χω­ρή­σει κι εκεί­νος, το 1927, για την Μυ­τι­λή­νη της δι­κής του συ­νο­ριο­γραμ­μής. Το ποια εξί­σω­ση συν­δέ­ει σή­με­ρα αυ­τούς τους τό­πους και αυ­τά τα πρό­σω­πα, εί­ναι ένα ερώ­τη­μα που θέ­λει να ηχεί πί­σω απ’ το σώ­μα της πα­ρά­στα­σης.]


Σε κά­ποια ση­μεία, ο "πραγ­μα­τι­κός" χρό­νος της πα­ρά­στα­σης ανα­μι­γνύ­ε­ται με τον χρό­νο των προ­βο­λών, μέ­σα από κά­με­ρες που κλέ­βουν και ανα­πα­ρά­γουν θραύ­σμα­τα ενε­στώ­τα μες στην μία του χρό­νου Θά­λασ­σα. Για αυ­τό και στον προ­θά­λα­μο θα ση­κώ­σει το χέ­ρι του ο Έλιοτ πά­νω απ΄ το δα­σά­κι των Κουαρ­τέ­των του για να ευ­λο­γή­σει –με το κα­λό- αυ­τό το διαρ­κές πα­ρόν:


Time present and time past
Are both perhaps present in time future,
And time future contained in time past.
..

«Σκοτεινή Πλευρά της Μνήμης / η Προκυμαία»_ μια παράσταση

Οι Με­τα­φο­ρείς

Γιώρ­γος Μου­λου­δά­κης: Σχε­δια­σμός, επι­λο­γή, δια­μόρ­φω­ση και συρ­ρα­φή μαρ­τυ­ριών, σε­νά­ριο και πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να, επι­λο­γή έρ­γων, σύν­θε­ση πρω­τό­τυ­πης μου­σι­κής, ζω­ντα­νή εκτέ­λε­ση, κλα­σι­κή και midi κι­θά­ρα, σύ­στη­μα ζω­ντα­νής δια­μόρ­φω­σης οπτι­κών και ηχη­τι­κών τό­πων.

Βα­σί­λης Κου­ντού­ρης: Δη­μιουρ­γία βί­ντεο (δύο δια­φο­ρε­τι­κά, κι­νού­με­να σε πα­ράλ­λη­λους χρό­νους), ηχη­τι­κός σχε­δια­σμός, προ­ε­τοι­μα­σμέ­νες και ζω­ντα­νές δια­μορ­φώ­σεις οπτι­κού σε­να­ρί­ου, υπεύ­θυ­νος προ­βο­λών.

Κώ­στας Μπώ­κος: Ηχη­τι­κός σχε­δια­σμός, συν-δια­μόρ­φω­ση ηχη­τι­κών τό­πων, προ­ε­τοι­μα­σμέ­νες και ζω­ντα­νές δια­μορ­φώ­σεις ηχη­τι­κού σε­να­ρί­ου, υπεύ­θυ­νος ήχου.

Studio 19st: Sound editing, video editing, σύ­στη­μα surround, video installation.

Σο­φία Χιλλ: Εκ­φο­ρά κει­μέ­νων (κρυ­φό πρό­σω­πο) — Ο ήχος των πολ­λα­πλών προ­σώ­πων της μνή­μης.

Οι ευ­γε­νείς φι­λο­ξε­νού­με­νοι

Ηρά­κλει­τος, Κ.Π. Κα­βά­φης, T.S. Eliot, J.S. Bach, A.​Barrios-Mangore, F. Tarrega, M.M. Ponce, Γ. Σε­φέ­ρης, Ο. Ελύ­της, ιστο­ρι­κοί, ανώ­νυ­μοι και επώ­νυ­μοι πρό­σφυ­γες, γνω­στοί και νε­ό­κο­ποι μύ­θοι.

Ο Χώ­ρος

Οι προ­βο­λές απλώ­νο­νται στις επι­φά­νειες του Αρ­χαιο­λο­γι­κού Μου­σεί­ου Χαλ­κί­δας, "Αρέ­θου­σα", προ­σκα­λώ­ντας το επί­μο­να στον συλ­λα­βι­σμό της πα­ρά­στα­σης.

Αυ­τά πε­ρί­που εί­πε το δελ­τίο τύ­που. Τώ­ρα ποιος ξέ­ρει;

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: