Η ζωή στις εκπτώσεις

Πίτερ Μπρέγκελ ο Πρεσβύτερος: «Ο θρίαμβος του Θανάτου», (περ. 1562). Λεπτομέρεια. 117 x 162 εκ., Μουσείο Πράδο
Πίτερ Μπρέγκελ ο Πρεσβύτερος: «Ο θρίαμβος του Θανάτου», (περ. 1562). Λεπτομέρεια. 117 x 162 εκ., Μουσείο Πράδο


Α


Μέσα Μαρτίου του 2022, ουρά ή ράχη της πανδημίας —ποιος ξέρει να πει;— και το αφτί, απελπισμένο απ’ τις ομοβροντίες των υπερθετικών βαθμών, ακούει για τους 100 που καθημερινά αποχωρούν ανθρώπους και διόλου δεν ιδρώνει. Στο βάθος μιλούν στόματα εκφωνητών που μόλις ολοκλήρωσαν τις ασκήσεις ορθοφωνίας, με μια υποδόρια ανησυχία μήπως κάτω απ’ το διατρητικό φως του προβολέα διαρραγεί η ψηφιακή ασπίδα και αποκαλυφθεί το μισό γραμμάριο ανθρωπιάς, διεκδικώντας τα δεδουλευμένα. Αυτά φοβούνται οι εκφωνηταί, μα συνεχίζουν.
Εμείς ακούμε, με αφτιά αποκαμωμένα από τη βία του αδιανόητου, που διαπερνά τους ακουστικούς πόρους και χτυπά με βαρύ σφυρί, πλην ματαίως, την πόρτα της εν υπνώσει εγρήγορσης· την πήρε πάλι ο ύπνος κάτω από τις ακακίες. Ήτανε τότε που αποφάσισαν (τα αφτιά) τη μείζονα αυτοχειρία τους, μια επί τούτου κώφωση ή έναν όμορφο αντιπερισπασμό, σαν κίνηση χαριτόβρυτης δεσποινίδος που γλιστρά στην κατηφόρα λικνιζόμενη στους ρυθμούς του τελευταίου hit.

[Μείζον: έχουν τ’ αφτιά αφτιά, να αφουγκραστούν τον εαυτό τους όταν ακούει;]

Συνηθίσαμε στις στρατιές των ακούσιων αναχωρητών, έτσι καθώς από μακριά μας χαιρετούν κι από κοντά τίποτα δεν μας λένε, μια αγκαλιά, ένα τελευταίο: «σου παραγγέλνω», για κείνο το κομμάτι χρόνου τους που δεν θα μας περιέχει. Ήτανε νύχτα, νύχτα της ύπνωσης ή ήταν μέρα, δεν θυμάμαι πια, γιατί κι οι σκέψεις κρύφτηκαν στη σκοτεινή γωνίτσα του αμφιβληστροειδή και αποσιωπήθηκαν οι συντεταγμένες, εκείνες που στο μέλλον θα φιλοξενήσουν τους Τόμαχοκ της ανοησίας των άλλων· ήτανε νύχτα ή ίσως ήταν μέρα, ήτανε πάντως χτες, που άκουσα το αδιανόητο:

«Σήμερα οι θάνατοι μειώθηκαν κατά 9%!».

Δίχως έτερο αριθμό, δίχως να μνημονευθούν ένα-ένα τα ονόματα, δίχως στιγμή να ερυθριάσει η παρειά της εκφωνήτριας κάτω απ’ τη ροδαλή λάσπη του μέικ-απ, που κάποια ασφυξία προξενούσε, κάπως θα εμπόδιζε τους πόρους της νοημοσύνης να αναπνεύσουν ελεύθερα.
Μας πέταξαν στα μούτρα τους νεκρούς, λες και βρεθήκαμε μέσα στη διαφήμιση που, με ιερή ζέση και με φωνή να αγάλλεται σαν σήμαντρο στο «Χριστός Ανέστη», μας ενημέρωνε πως σήμερα το βοδινό προσφέρεται στα ψυγεία του καταστήματος «κατά 18% φθηνότερα».
Από τι; Από πόσο; Αδιάφορο. Και προσπερνάς· λάθος μέγιστο. Γιατί η ανοησία δεν ξέρει από ντροπές, εγκαθιστά το λογισμικό της αυτοστιγμεί, βγάζει τις κάλτσες και φορά τις καινούργιες σου πιτζάμες, νάτηνε, ήδη βηματίζει αγέρωχα προς το υπνοδωμάτιο, πανταχού παρούσα, απρόσβλητη, τα πάντα πληρούσα. Και να πεις πως δεν ήξερες!
Στο επόμενο δευτερόλεπτο πληροφορήθηκα ότι στην πλέον αιματηρή επίθεση στον ουρανό της Ουκρανίας, οι «απώλειες» —κατά πως θα ‘λεγε κάθε καλοσιδερωμένος εκφωνητής— ανήλθαν στις 35. Κι ύστερα, πως οι εδώ «απώλειες» ήταν 80. Και τότε κάποιος μέσα μου διαμαρτυρήθηκε, άρρωστος που θέλει να ξεράσει τον άγνωστο εισβολέα, να λυτρωθεί. Και ύστερα πως οι εκεί απώλειες ήταν μισθοφόροι, άνθρωποι μεροκαματιάρηδες, με πείσμα και συνέπεια, που βγάζουν —συγγνώμη, έβγαζαν— το ψωμί τους σκοτώνοντας άλλους (καμιά δουλειά δεν είν’ ντροπή), κι έτσι θα μπορούσαν να μπουν σ’ ένα κάποιο ταμείο ανεργίας ή έστω να κάνουν μια κάπως λιγότερο επικίνδυνη εργασία βρε αδερφέ, να πουλάνε ας πούμε λουλούδια στις πλατείες του Κιέβου. Η υπόθεση αποδείχτηκε ατελέσφορη για τους εργάτες της σάρκας, κι έτσι τραβήξανε τον σύντομο δρόμο, που τόνε λένε και στραβό, αυτόν που κάποτε αποκαλύπτεται εξαιρετικά σύντομος και προς αλλότριους προορισμούς οδεύων, αν μπορεί κι ο δρόμος να οδεύσει, λέω τώρα. Οι μισθοφόροι διάλεξαν. Σε αντίθεση με τους αμίσθους της φτωχής καθημερινότητάς μας, που χάθηκαν στον έναν τους μονόδρομο, αποκλεισμένοι απ’ τα στοιχειώδη που τους οφείλαμε -μα τι κοινοτοπίες λέω τώρα! Πού στην ευχή γίνεται ο πόλεμος;

Και ξάφνου ανοίγουν οι ουρανοί της αποκάλυψης και βρέχει αστραπές που καίνε κάθε αμφιβολία, απλώνουν έναν θάνατο παντός καιρού, διαρκέστερο από εκείνον που υπόσχονται οι αστραπές στον ουρανό της Ουκρανίας.
Μα η ψυχή, παλιά καραβάνα αυτή, ξέρει: την κατάλληλη ώρα ρίχνει τον διακόπτη, κι όλα καλά. Όμως, ζωή περιτριγυρισμένη από ασφάλειες είναι ζωή στην εντατική. Και λες τώρα, αν είναι να κάνεις τα λίγα βήματα που σου απομένουν ως την ωραία ακινησία των προγόνων, ας είναι δίχως διασωληνώσεις, με ελεύθερη ζωή, όχι σαν αστροναύτης πακτωμένος σε γαλάζιο σκάφανδρο, σάβανο συμπαντικό, ας είναι και δίχως σημαία στο μπράτσο να επαίρεται.
Κάπου στο έδαφος οι άλλοι άμαχοι αναμένουν το δικό τους ραντεβού. Ας παρηγορηθούν στη σκέψη πως εκείνοι αξιώνονται τον χρόνο της αναμονής, τον πλαστικό, τον χαμαιλέοντα, τον που μεταμορφώνει τις αναπνοές σε κάμπιες αιωνιότητας, τη λίγη καλοσύνη που σταλάζει στην ψυχή σε ακατάλυτες παραδείσιες πεταλούδες. Εμείς την πνίξαμε αυτήν την ευλογία, με τα ίδια μας τα χέρια, μες στη ρηχή λίμνη των καναπέδων.


Η περίφημη σκηνή με τον Ιππότη ((Μαξ φον Σίντοου) και τον Θάνατο (Μπενγκτ Έκεροτ) στην «Έβδομη σφραγίδα» (1957) του Ίγκμαρ Μπέργκμαν
Η περίφημη σκηνή με τον Ιππότη ((Μαξ φον Σίντοου) και τον Θάνατο (Μπενγκτ Έκεροτ) στην «Έβδομη σφραγίδα» (1957) του Ίγκμαρ Μπέργκμαν


Β


Υπάρχει κάποιος μέσα που του απαγορεύεται να ακούσει. Η σοφία του τελετουργικού πένθους μιλά με λόγια ξεκάθαρα για το πώς δουλεύει το μηχάνημα: Οι συναντήσεις με τον νεκρό γίνονται όλο και πιο αραιές, ποτέ απότομα, ποτέ υπερβολικά αδιάφορα. Λίγο-λίγο, σαν το φάρμακο που μπαίνει στη φλέβα της μνήμης και την μουδιάζει μέρα με τη μέρα κάπως περισσότερο, μέχρις του σημείου που η απώλεια ενσωματώνεται στα μέσα κενά, γιατρεύοντας τους μετεωρισμούς, απορροφώντας τους ιλίγγους, ώσπου το αγαπημένο πρόσωπο να είναι πια τόσο μες στη ζωή μας ενσωματωμένο, που πλέον δεν θα βλέπουμε την απουσία. Έτσι κι η νοσταλγία τότε γίνεται αμαρτία, σημάδι πένθους ατελούς που αραιώνει τα υγρά του στις ασέβειες. Είναι ασέβεια να νοσταλγείς δικούς σου ανθρώπους. Όλο κι όλο που τους χρωστάς είναι ένα πένθος στρογγυλό· μια δεύτερη ζωή τους μέσα στη ζωή σου.

«100 και 120». Κάθε μέρα. Κι όμως ήταν γονείς μας και παιδιά μας αυτοί οι ως αυτή την ώρα 26.730, που έχασαν, παίζοντας με σημαδεμένη τράπουλα. Και μπαίνεις στον πειρασμό, την ώρα των ανακοινώσεων, να φανταστείς μες στην οθόνη το φάσμα του Σκοτεινού Αγγέλου, έτσι όπως κάποτε εγκαταστάθηκε μέσα στην «Έβδομη σφραγίδα» του Μπέργκμαν και μέσα στο δέρμα μας. Φάσμα πολύγλωσσο κι ας μην ήταν δικό μας, φάσμα που τώρα θα κοιτά προσκεκλημένο απ’ το παράθυρο της τηλεθέασης, με υπομονή και με εμπιστοσύνη για να συλλαβίσει τα δικά του τα αναντίρρητα, για να κινήσει με σίγουρο χέρι το τελευταίο πιόνι.
Κι αφού οι νεκροί μας —ακόμα ζεστοί— δίνουν γενναιόδωρα ψωμί στους στατιστικολόγους, κι αφού κάποιοι μας κάνανε τη χάρη να διαλέξουν τις κατάλληλες για μας ειδήσεις, λες κι ήμασταν ανήλικα ανίκανα να αντικρίσουνε την πλήρη εικόνα, κι αφού μας λογοκρίνανε τη σκοτεινή πλευρά, λες και δεν ξέραμε εμείς από χαρμολύπη, από θάνατο κι από Ανάσταση, κι αφού λαδώσανε την κρίση μας, ωραία να γλιστρά μέσα στην κάλπη της συναίνεσης, ρίξανε κι ένα διαφημιστικό στο τέλος, έτσι, μην μείνει αμφιβολία για το περί τίνος πρόκειται.
Και να πεις ότι μιλούσες απ’ το απυρόβλητο μιας θεωρίας, εντάξει. Να πεις πως έπαιζες την παρτίδα με ξένα πιόνια. Μα εσύ μιλούσες από τη πλευρά που βλέπει τους δικούς της αβοήθητους στους διαδρόμους, που αισθάνεται βαρύ του φόβου το χάλκεον χέρι, αιώνιο, ανύπαρκτο και αδιάψευστο, φτερούγα μαύρη που ορθώνεται και πνίγει τον αέρα πάνω από τις πόλεις σου, που καταπίνει φως από το φως που φύλαγες για ώρα ανάγκης, λαίμαργο χέρι, δίκαιο χέρι, χέρι δολοπλόκο, χέρι που ομογενοποιεί τους τρόπους του Αγνώστου, φάσμα πανώλης πάνω από τις καμινάδες του μεσαίωνα, κλωσώντας κάτω από σκοτεινά φτερά το υπομονετικό τζιτζίκι του θανάτου.
Και λες: Το ότι ζούμε ακόμα μοιάζει, μέρα με τη μέρα, μια παραχώρηση μάλλον παρά ένα δικαίωμα.

[ 17 Μαρτίου 2022 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: