Prost ή Proust!!!

Prost ή Proust!!!

Είχα σκύ­ψει πά­νω από τη βα­λί­τσα, προ­σπα­θώ­ντας να στρι­μώ­ξω στον ελά­χι­στο χώ­ρο που μου εί­χε πα­ρα­χω­ρή­σει τα ρού­χα μου και τα βι­βλία που θα έπαιρ­να στις δια­κο­πές, όταν ξαφ­νι­κά ήρ­θε και στή­θη­κε μπρο­στά μου, με ανοι­χτά τα πό­δια, σαν τον Κο­λοσ­σό της Ρό­δου, και με ύφος Ει­σαγ­γε­λέα εί­πε: «Πά­λι θα το πά­ρεις μα­ζί σου! Δεν βα­ρέ­θη­κες κά­θε κα­λο­καί­ρι την ίδια δου­λειά;» «Δεν βα­ριέ­μαι πο­τέ να δια­βά­ζω τον Προυστ», εί­πα. «Θα με κά­νεις να πε­θά­νω απ’ τα γέ­λια! Αμ­φι­βάλ­λω αν τό­σα χρό­νια έχεις προ­χω­ρή­σει πέ­ρα από τις πρώ­τες πε­νή­ντα σε­λί­δες», εί­πε. «Από το ρά­φι στη βα­λί­τσα και από τη βα­λί­τσα στο ρά­φι – να ποια δια­δρο­μή κά­νει το ανα­θε­μα­τι­σμέ­νο αυ­τό βι­βλίο». «Απο­κα­λείς ‘ανα­θε­μα­τι­σμέ­νο’ το Ανα­ζη­τώ­ντας τον χα­μέ­νο χρό­νο;» εί­πα, υψώ­νο­ντας τον τό­νο της φω­νής μου. «Εί­ναι από τα θε­με­λιώ­δη έρ­γα της Δυ­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας». «Τό­σο θε­με­λιώ­δες που ακό­μη εί­σαι στο ση­μείο που ο αφη­γη­τής, παι­δί ακό­μη, βου­τά­ει τα μα­ντλέν στο τσάι του», εί­πε. «Και τι μ’ αυ­τό; Οι πε­νή­ντα σε­λί­δες που έχω δια­βά­σει αξί­ζουν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από τις χι­λιά­δες σε­λί­δες που έχουν γρά­ψει οι συγ­γρα­φείς που δια­βά­ζεις εσύ», εί­πα. «Εγώ του­λά­χι­στον τους δια­βά­ζω, ενώ εσύ θέ­λεις απλώς να εντυ­πω­σιά­ζεις τους αγράμ­μα­τους φοι­τη­τές σου, ότι τά­χα γνω­ρί­ζεις τα πά­ντα για τον Προυστ, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν γνω­ρί­ζεις απο­λύ­τως τί­πο­τα», εί­πε. «Οι φοι­τη­τές μου, σε πλη­ρο­φο­ρώ, γνω­ρί­ζουν πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ ό,τι πι­στεύ­εις», εί­πα. «Και δε μου λες, θα προ­τι­μού­σες να ζεις με κά­ποιον που δεν γνω­ρί­ζει ποιος εί­ναι ο Προυστ;. Μπο­ρεί να μην τον έχω δια­βά­σει όπως θα ’πρε­πε, αλ­λά του­λά­χι­στον ανα­γνω­ρί­ζω την αξία του. Ο γκό­με­νος που εί­χες πριν από μέ­να αν άκου­γε ‘Πρου­στ’ θα νό­μι­ζε ότι του ζη­τάς να τσου­γκρί­σε­τε τα πο­τή­ρια σας!» «Ο γκό­με­νος που εί­χα πριν μπο­ρεί να ήταν άξε­στος, αλ­λά σί­γου­ρα θα άρε­σε πο­λύ στον Προυστ», εί­πε. «Εί­ναι πο­λύ πιο όμορ­φος από τον Αλ­φρέ». «Ποιος εί­ναι ο Αλ­φρέ;», εί­πα. «Ο σο­φέρ του», εί­πε, «που στο μυ­θι­στό­ρη­μα με­τα­τρέ­πε­ται σε Αλ­μπερ­τίν». «Σε γυ­ναί­κα; Μα πως τα ξέ­ρεις όλα αυ­τά;» εί­πα. «Τα ξέ­ρω για­τί σε αντί­θε­ση με σέ­να το έχω δια­βά­σει! Όπως ξέ­ρω για­τί επι­μέ­νεις να παίρ­νεις μα­ζί σου ογκώ­δη μυ­θι­στο­ρή­μα­τα;» «Για­τί;» εί­πα. «Για να κο­κο­ρεύ­ε­σαι με­τά ότι διά­βα­σες άλ­λο ένα ‘αρι­στούρ­γη­μα’», εί­πε. «Δεν εί­ναι;» εί­πα. «Να σου πω εγώ για­τί τέ­τοιου εί­δους βι­βλία εσύ και οι φί­λοι σου οι κρι­τι­κοί τ’ απο­κα­λεί­ται ‘αρι­στουρ­γή­μα­τα’», εί­πε. «Ακούω», εί­πα. «Για να πεί­σε­τε τον εαυ­τό σας ότι ο χρό­νος που χα­ρα­μί­σα­τε για να το δια­βά­σα­τε δεν πή­γε χα­μέ­νος», εί­πε. «Μα αυ­τό εί­ναι το θέ­μα του Προυστ», εί­πα. «Ποιο;» εί­πε. «Ο χα­μέ­νος χρό­νος!» εί­πα. «Άρα πα­ρα­δέ­χε­σαι ότι τό­σα χρό­νια που προ­σπα­θείς να τον δια­βά­σεις δεν έκα­νες τί­πο­τα άλ­λο από το να χά­νεις τον χρό­νο σου», εί­πε. «Έκα­να ακρι­βώς αυ­τό που επι­τάσ­σει το βι­βλίο», εί­πα και με μια απο­φα­σι­στι­κή κί­νη­ση έκλει­σα επι­τέ­λους τη βα­λί­τσα. «Πρό­βλη­μα!» εί­πε. «Πρό­βλη­μα;» εί­πα. «Τι πρό­βλη­μα;» «Ο Με­σιέ έμει­νε εκτός βα­λί­τσας!» εί­πε. «Σε ανα­στά­τω­σε φαί­νε­ται η συ­ζή­τη­σή μας και ξέ­χα­σες να τον χώ­σεις μέ­σα στα εσώ­ρου­χά σου! Θα μπο­ρού­σες βέ­βαια…». «Θα μπο­ρού­σα τι;» εί­πα. «Να φύ­γεις μια φο­ρά και να τον αφή­σεις εδώ», εί­πε. «Εί­σαι τρε­λή! Ξέ­ρεις τι ση­μαί­νει αυ­τό; Θ’ ανα­γκα­στώ να πά­ρω τον Μαν και το Μα­γι­κό Βου­νό», εί­πα. «Με τους Γερ­μα­νούς όμως δεν μπο­ρείς να χά­νεις τον χρό­νο σου, όπως με τους Γάλ­λους! Αυ­τοί δεν αστειεύ­ο­νται! Deutsche Disziplin!» «Έχεις δί­κιο», εί­πε. «Τε­λι­κά οι Γάλ­λοι εί­ναι Θε­οί! Στο έχω πει ότι μι­κρή ήμουν ερω­τευ­μέ­νη με τον Ντε­λόν;» «Όχι», εί­πα. «Και με τον Μπελ­μο­ντό», εί­πε. «Ε, τό­τε με κα­τα­λα­βαί­νεις», εί­πα. «Απο­λύ­τως! Πά­ντως αν πή­γαι­να εγώ δια­κο­πές μ’ έναν από τους δυο τους δεν θα έχα­να ού­τε λε­πτό! Ο Προυστ από την άλ­λη εί­ναι πο­λύ βα­ρε­τός» εί­πε. «Πρέ­πει να ομο­λο­γή­σω ότι εί­ναι! Αλ­λά ού­τε εγώ εί­μαι ο Ντε­λόν», εί­πα. «Δυ­στυ­χώς αγά­πη μου! Εσύ εί­σαι φτυ­στός ο Λουι ντε Φυ­νές», εί­πε. «Του­λά­χι­στον εί­σαι αστεί­ος, ει­δι­κά όταν το­πο­θε­τείς τα ‘αρι­στουρ­γή­μα­τα’ που δεν διά­βα­σες πί­σω στο ρά­φι». «Κά­τι εί­ναι κι αυ­τό», εί­πα. «Του­λά­χι­στον ξέ­ρω τη θέ­ση τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: