Πόσα «βατραχάκια» φέρνουν την ευτυχία;


Είχα υποσχεθεί στη γυναίκα μου ότι σήμερα θα πηγαίναμε για μπάνιο σε μια παραλία με βότσαλα. Εγώ λατρεύω την άμμο, εκείνη όμως τη μισεί, επειδή όταν φυσάει –εδώ που κάνουμε διακοπές η αλήθεια είναι ότι φυσάει συχνά– μαστιγώνει, λέει, το απαλό της δέρμα, στη συνέχεια κολλάει σ’ όλο της σώμα (είναι βέβαια λαδωμένο από την κορυφή ως τα νύχια), αλλά το χειρότερο μπαίνει στα μαλλιά της, και μετά χρειάζεται δυο ώρες για να τα ξεπλύνει. Την κοιτάζω να χαμογελάει καθώς ξεφυλλίζει τη Μαύρη ζώνη, το αγαπημένο της περιοδικό για τις πολεμικές τέχνες (πιο μικρή είχε πάρει μετάλλιο στο kickboxing), και αναρωτιέμαι πως μπορεί να παραμένει ξαπλωμένη πάνω σ’ αυτές τις αιχμηρές πέτρες. Μήπως στην προηγούμενη ζωή της ήταν φακίρης; Γιατί σε άλλη μας εκδρομή διάβαζε όλη μέρα ινδουιστικά ιερά κείμενα. Αν πεταχτεί μπροστά μας ένα φίδι –διόλου απίθανο στο συγκεκριμένο νησί που είμαστε– βάζω στοίχημα ότι είναι ικανή να το γητεύσει σφυρίζοντας τον Εθνικό Ύμνο της Γερμανίας (για κάποιον ανεξήγητο λόγο το κάνει κάθε πρωί την ώρα που κάνει ντους). Σηκώθηκα από την άβολη, πτυσσόμενη καρέκλα στην οποία καθόμουν και αποφάσισα να βουτήξω στη θάλασσα. Ενώ ετοιμαζόμουν να μπω είδα στα πόδια μου μια στρογγυλή, επίπεδη πέτρα. Τη σήκωσα και φώναξα στην Αντιγόνη: «πόσα βατραχάκια πιστεύεις μπορώ να κάνω;» «Ούτε τρία», είπε. «Γιατί γίνεσαι τόσο κακιά;» είπα. «Επειδή δεν την κρατάς σωστά», είπε. «Έλα λοιπόν να μου δείξεις», είπα. Πριν προλάβει να έρθει όμως είπα να δοκιμάσω την τύχη μου – μήπως και εκτιμήσει επιτέλους τις ικανότητές μου. Έσκυψα ώστε το σώμα μου να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο επίπεδο της θάλασσας και πέταξα με δύναμη την πέτρα. Εκείνη αναπήδησε στο νερό δύο φορές και στη συνέχεια βυθίστηκε άδοξα στο βυθό της. Η Αντιγόνη, που τη στιγμή εκείνη ήταν ακριβώς πίσω μου, ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Είσαι ανίκανος», είπε. «Δύο μόνο! Ούτε καν τρία!». «Για να δούμε πόσα μπορείς να κάνεις εσύ», είπα. Εκείνη άρχισε να ψάχνει κατά μήκος της παραλίας και σε λίγο επέστρεψε κρατώντας μια πολύ λεπτή και ελαφριά πέτρα, στο μέγεθος της παλάμης της. «Κοίταξε», είπε, «πως το κάνουν οι ‘επιστήμονες’» Η πέτρα άρχισε ν’ αναπηδά στο νερό μια, δυο, τρεις, τέσσερις… έντεκα φορές. Είχε καταφέρει να με ταπεινώσει πάλι. «Ξέρεις με ποιον έβγαινα πριν από σένα;» είπε. «Με ποιον;» είπα. «Με τον Ράσελ Μπίαρς», είπε. «Εγώ τον μόνο Ράσελ που ξέρω είναι ο μαθηματικός», είπα. «Ράσελ ανόητε είναι το μικρό του», είπε. «Ωραία και ποιος είναι αυτός ο Ράσελ;» είπα. «Ο παγκόσμιος πρωταθλητής στα ‘βατραχάκια’», είπε. «Από αυτόν έμαθα!» «Και πόσα ‘βατραχάκια’ κάνει αυτός ο Ράσελ;» είπα. «Πενήντα ένα», είπε. «Α! Όσα η ηλικία μου», είπα. «Σημαδιακό αυτό». «Έφτασες πενήντα ένα και δεν μπορείς να κάνεις πάνω από δύο ‘βατραχάκια’!», είπε. «Truly pathetic». «Γιατί δεν έμεινες τότε με τον Ράσελ;» είπα. «Να έπαιρνες κι ένα Jack Russell και όλα μέρα να φώναζες: ‘Ράσελ’ έλα εδώ! ‘Ράσελ’ κάτσε κάτω! ‘Τι σου είπα Ράσελ!» «Γίνεσαι γελοίος», είπε. Και τη στιγμή εκείνη άρχισε να σφυρίζει δυνατά τον Εθνικό Ύμνο της Γερμανίας. Ένιωσα ένα παράξενο ρίγος να με διαπερνά. Κάθομαι τώρα κουλουριασμένος πάνω σ’ έναν βράχο στην άκρη της παραλίας. Η θέα από εδώ είναι ομολογουμένως υπέροχη. Αναρωτιέμαι αν η Αντιγόνη φεύγοντας θα με πάρει μαζί της ή θα με αφήσει εδώ πεινασμένο να μετράω τα κύματα. Όταν θέλει γίνεται πολύ αυστηρή.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: