Ο Εσκομπάρ δεν τρώει καραμέλες

Ο Εσκομπάρ δεν τρώει καραμέλες

Εί­χα μό­λις βο­λευ­τεί στη θέ­ση μου
όταν ήρ­θε και κά­θι­σε δί­πλα μου
ένας ευ­τρα­φής άντρας, γύ­ρω στα πε­νή­ντα.
Από το που­κά­μι­σο με τα λα­χού­ρια που φο­ρού­σε,
το χρυ­σό ρο­λόι στο δα­σύ­τρι­χο δε­ξί του χέ­ρι
και τα δια­μα­ντέ­νια δα­χτυ­λί­δια στο χο­ντρά του δά­χτυ­λα
θα μπο­ρού­σε εύ­κο­λα να υπο­θέ­σει κα­νείς
ότι ήταν έμπο­ρος όπλων
ή εκ­πρό­σω­πος με­ξι­κά­νι­κου καρ­τέλ ναρ­κω­τι­κών.

Το τε­λευ­ταίο που ήθε­λα ήταν να πιά­σω κου­βέ­ντα μα­ζί του.
Ήδη ένιω­θα άβο­λα που σε λί­γο θα πε­τού­σα στα 30.000 πό­δια.
Φο­βά­μαι από μι­κρός τα αε­ρο­πλά­να
και πιο πο­λύ τη στιγ­μή της απο­γεί­ω­σης,
όταν το αε­ρο­σκά­φος τρέ­μει σαν να ’ναι έτοι­μο να εκρα­γεί.
Όσες βότ­κες και να πιώ πριν την ανα­χώ­ρη­ση
δεν μπο­ρώ να διώ­ξω αυ­τή την αί­σθη­ση τρό­μου.

Άρ­χι­σα να δια­βά­ζω ένα ποί­η­μα από την τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του Tate
με τον πα­ρά­δο­ξο τί­τλο, «A Children’s Story About an Anemic Bedbug»
μή­πως και κα­τα­φέ­ρω να ηρε­μή­σω λί­γο.
Δεν εί­χα ολο­κλη­ρώ­σει την πρώ­τη στρο­φή
όταν γυ­ρί­ζο­ντας ξαφ­νι­κά προς τα μέ­ρος μου φώ­να­ξε με έκ­πλη­ξη:
«Ώστε σας αρέ­σει η ποί­η­ση;»
«Ναι», εί­πα.
«Γρά­φε­τε και εσείς ποι­ή­μα­τα;»
«Κά­που-κά­που», εί­πα.
«Τι εί­δους, ερω­τι­κά;» εί­πε.
«Όχι, βου­κο­λι­κά», εί­πα.
«Εί­στε φυ­σιο­λά­τρης;» εί­πε.
«Ναι», εί­πα.
«Εί­στε και χορ­το­φά­γος;» εί­πε.
«Όχι, απε­να­ντί­ας τρώω μό­νο κρέ­ας», εί­πα.
«Όταν ήμουν νέ­ος έγρα­φα κι εγώ ποι­ή­μα­τα», εί­πε.
«Όλοι γρά­φουν ποι­ή­μα­τα όταν εί­ναι νέ­οι», εί­πα.
«Έχε­τε δί­κιο», εί­πε.
«Δυ­στυ­χώς δεν έχω χρό­νο πια».
«Κα­νείς δεν έχει χρό­νο πια», εί­πα.
«Έχε­τε εκ­δώ­σει κά­ποια;»
«Μό­νο στον ‘Χάρ­τη’», εί­πα.
«Χάρ­τη;» εί­πε.
«Ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό», εί­πα.
«Θα μπο­ρού­σα κι εγώ να στεί­λω;» εί­πε.
«Μα αφού δεν έχε­τε χρό­νο να γρά­ψε­τε», εί­πα.
«Στην πε­ρί­πτω­ση που», εί­πε.
«Ο διευ­θυ­ντής του εί­ναι πο­λύ αυ­στη­ρός», εί­πα.
«Ο δι­κός μου εί­ναι χει­ρό­τε­ρος», εί­πε.

Από τον τρό­πο που με κοί­τα­ξε
και τον τό­νο της φω­νής του ένιω­σα
ότι δεν πή­γαι­νε τα­ξί­δι ανα­ψυ­χής.
Φα­ντά­στη­κα να τον πε­ρι­μέ­νουν στο αε­ρο­δρό­μιο
οι μπρά­βοι του αρ­χη­γού
να τον χώ­νουν με βία σε μια μαύ­ρη λι­μου­ζί­να,
να τον οδη­γούν σε μια ξε­χα­σμέ­νη απο­βά­θρα
και να τον ρί­χνουν στα βρώ­μι­κα νε­ρά
έχο­ντας κό­ψει προη­γου­μέ­νως τα χέ­ρια και τη γλώσ­σα του.
Έβγα­λα από την τσέ­πη μου δύο κα­ρα­μέ­λες
και του πρό­σφε­ρα τη μία.
Με ευ­χα­ρί­στη­σε και χα­μο­γε­λώ­ντας την έβα­λε στο στό­μα του
κι άρ­χι­σε να την πι­πι­λά­ει λαί­μαρ­γα.
«Εσείς δεν θα φά­τε τη δι­κή σας;» εί­πε.
«Δεν τρώω πο­τέ κα­ρα­μέ­λες», εί­πα.
Τη στιγ­μή εκεί­νη το πρό­σω­πό του 
εί­χε πε­ριέρ­γως το ίδιο χρώ­μα
με τα σύν­νε­φα έξω από το πα­ρά­θυ­ρο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: