Τουρίστας στην Ελλάδα του 1900 {1}

————————————————————
Η  Σ Κ Ο Ν Η  Τ Ο Υ  Χ Ρ Ο Ν Ο Υ

Τουρίστας στην Ελλάδα του 1900 {1}

Μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα, τα ταξίδια αναψυχής ήταν πολύ περιορισμένα. Με δίκτυα μετακίνησης ανεπαρκή, ξενοδοχεία λιγοστά, και χώρες στις οποίες δρούσαν, ακόμα, περιπλανώμενοι ληστές, η αναψυχή ήταν μια λέξη που σπάνιζε, όσο και οι τουρίστες. Οι τελευταίοι βρίσκονταν, επιπλέον, αντιμέτωποι με δεκάδες συνοριακές διατυπώσεις, με άγνωστες γλώσσες, με διαφορετικά νομισματικά συστήματα, αλλά και με αλλιώτικα ήθη και έθιμα, που συχνά φάνταζαν… επίφοβα σε σχέση με τις δικές τους συνήθειες. Ο κόσμος εκείνα τα χρόνια έκανε μακρινά ταξίδια επειδή έπρεπε και όχι επειδή ήθελε να ταξιδέψει. Μέχρι που ήλθε ο ατμός και τα άλλαξε όλα.
Η ανάπτυξη των ατμοπλοϊκών γραμμών και των σιδηροδρομικών δικτύων, μετέτρεψε το ταξίδι σε απόλαυση. Ο τουρισμός, στη μορφή που τον γνωρίζουμε, ξεκίνησε όταν επιχειρηματίες όπως ο Τόμας Κουκ έκαναν το ταξίδι επιθυμητό στη μεσαία και την ανώτερη τάξη. Οι πρώτοι ταξιδιωτικοί πράκτορες δημιούργησαν οργανωμένα δίκτυα για γρήγορες και άνετες μετακινήσεις. Οι πρώτοι εκείνοι τουρίστες, προερχόμενοι κυρίως από την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, επιθυμούσαν να επισκεφθούν μέρη μακρινά και να γνωρίσουν τις χώρες και τους λαούς που τις κατοικούσαν. Όλα ετούτα θα τα εύρισκαν στις σελίδες κάποιων βιβλίων, που κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα με τα ταξίδια αναψυχής μεγάλων αποστάσεων.

Thomas Cook: Ένας από τους μεγαλύτερους καινοτόμους των σύγχρονων ταξιδιών.

Η εμφάνιση των τουριστικών οδηγών βοήθησε να γίνει το ταξίδι πιο ορθολογικό, με χρήσιμες πληροφορίες για τον τόπο προορισμού, την ιστορία και τον πολιτισμό του, τα αξιοθέατα, τις κλιματικές συνθήκες, τα ήθη και τα έθιμα, το φαγητό, τους τρόπους μετακίνησης στην ενδοχώρα κ.λπ.. Εκτός από όλα αυτά, τα ιδιαιτέρως πολύτιμα για σύγχρονους μελετητές των «παρυφών» της Ιστορίας, παρείχαν επίσης ένα σύντομο λεξικό χρήσιμων φράσεων, για τη συνεννόηση με τους ντόπιους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία από τις πρώτες (και μακροβιότερες) εκδόσεις του είδους, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα από το δημοσιογράφο Αντόλφ Ζοάν. Οι Μπλε Οδηγοί (Guides Bleus) όπως είναι σήμερα γνωστοί από το χρώμα στα εξώφυλλά τους, που διανέμονταν από τη βιβλιοθήκη-εκδοτικό οίκο Hachette, περιέλαβαν την Ελλάδα στους πρώτους τίτλους της σειράς. Ο τουριστικός οδηγός της Ελλάδας κυκλοφόρησε (διόλου τυχαία) το 1896, γνωρίζοντας τα επόμενα χρόνια δύο επανεκδόσεις. Όλες οφείλονταν, κυρίως, στους εν Ελλάδι Ολυμπιακούς Αγώνες.

Στα πρώτα ατμόπλοια των αρχών του 20ού αιώνα συνυπήρχαν, ακόμα, τα ιστία με τον ατμό. Εδώ, ένας απόπλους του αγγλικού «Britannia»

Η έκδοση του 1896 απευθυνόταν σε χιλιάδες (γαλλόφωνους) επισκέπτες που ήρθαν στην Ελλάδα, προκειμένου να παρακολουθήσουν την πρώτη αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ακολούθησε η δεύτερη έκδοση, το 1906, η οποία προέκυψε για τους ίδιους λόγους. Αυτή τη φορά ήταν η διοργάνωση των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων, γνωστών και ως Μεσολυμπιάδα, που προσέλκυσε ακόμα περισσότερους ξένους επισκέπτες στη χώρα. Η τρίτη έκδοση του οδηγού, «διορθωμένη και επαυξημένη» όπως αναφερόταν στην πρώτη σελίδα, κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα. Με την Ελλάδα περισσότερο γνωστή –πλέον– στον «έξω» κόσμο, χάρη σε αυτά τα δύο μεγάλα αθλητικά γεγονότα και στο πλήθος που συγκέντρωσαν, αναδεικνύοντας τη χώρα ως ελκυστικό προορισμό.
Η τελευταία επανέκδοση του 1911 (από όπου αντλήθηκαν τα στοιχεία του παρόντος κειμένου) συντάχθηκε υπό την εποπτεία του Γκιστάβ Φουζέρ, διευθυντή της Γαλλικής Σχολής Αθηνών και καθηγητή στην Σορβόννης. Περιείχε 27 χάρτες, 56 σχεδιαγράμματα, 30 εικονογραφήσεις και 12 πίνακες. Για τη σύνταξή του συνεισέφεραν με κείμενα, ντοκουμέντα και χρηστικές πληροφορίες, απεσταλμένοι «ιχνηλάτες» του οδηγού, το σύνολο σχεδόν των καθηγητών της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, καθώς και Έλληνες επιστήμονες. Ιδιαίτερες ευχαριστίες απονέμονταν στον καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών –και μετέπειτα ακαδημαϊκό– Αντώνιο Κεραμόπουλο (1870-1960) για την περιγραφή του μουσείου των Θηβών, στον πρώτο Έφορο Αρχαιοτήτων Κυκλάδων του ελληνικού κράτους Δημήτριο Σταυρόπουλο (1872-1919) για τις πληροφορίες σχετικά με τις νεκροπόλεις, και στον συγγραφέα, φιλόλογο και έφορο αρχαιοτήτων Πειραιά, Ιάκωβο Δραγάτση (1853-1935) για τις σημειώσεις του για τον Πειραιά .

«Θα ήταν περιττό να αρχίσουμε αυτόν τον οδηγό με ένα διθύραμβο για τις ομορφιές της Ελλάδας», έγραφε ο Γκιστάβ Φουζέρ στον πρόλογο της έκδοσης. «Για τον ανθρωπιστή μιας προηγούμενης εποχής, η Ελλάδα αποτελούσε μόνο ένα φιλολογικό σκηνικό και ο ίδιος αρκείτο να εξερευνήσει τα αριστουργήματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας και Ιστορίας, χωρίς να εγκαταλείψει το γραφείο του. Σήμερα, η έννοια του Ελληνισμού έχει εκσυγχρονιστεί, δημιουργώντας ένα κίνημα περιέργειας για τη σύγχρονη Ελλάδα. Όλο και περισσότερο, κατανοούμε την ανάγκη να πάμε εκεί, προκειμένου να μελετήσουμε επιτόπου τα ερείπια της αρχαίας τέχνης και να γνωρίσουμε τον σύγχρονο τρόπο ζωής, κάτω από ένα θαυμάσιο σκηνικό φωτός, χρωμάτων και των αρμονικών περιγραμμάτων».
Συνεχίζοντας, ο Φουζέρ σημείωνε: «Ήταν πριν τριάντα χρόνια, όταν εμφανίσθηκε σε αυτή τη συλλογή ο Οδηγός της Ανατολής του Δρος Ιζαμπέρ, που είχε έλθει ως τουρίστας στην Ελλάδα λόγω της έλξης που του ασκούσε η ύπαιθρος χώρα και των αναμνήσεών του από τις κλασικές σπουδές. Έπρεπε όμως να προτάξει τον ενθουσιασμό του έναντι των κινδύνων που τον απειλούσαν. Πριν λίγες δεκαετίες, η κατανόηση των περιπετειών που εγκυμονούσε ένα τέτοιο ταξίδι, αποθάρρυνε τους περισσότερους να το επιχειρήσουν. Στις ημέρες μας όμως, το πνεύμα του Εντμόν Αμπού και του μυθιστορήματός του Ο βασιλεύς των ορέων (1857) δεν μπορεί, πλέον, να επηρεάσει δυσμενώς ένα τουρίστα. Εδώ και πολύ καιρό, οι ιστορίες των ληστών αυτών έχουν πάει να συναντήσουν τις μυθικές περιπέτειες του Κορίνθιου Σκίρωνα και του Αθηναίου Προκρούστη».
Κατά τα γραφόμενα του Φουζέρ, «Όχι μόνο μετά τον Αμπού, αλλά και μετά τις δύο προηγούμενες εκδόσεις του παρόντος οδηγού (1896 και 1906), η Ελλάδα δεν σταμάτησε να εξευρωπαΐζεται. Διαθέτει επαρκές οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, πυκνά ατμοπλοϊκά δρομολόγια, ξενοδοχεία για πιο απαιτητικούς τουρίστες, συχνά καλύτερα εκείνων της Νότιας Ιταλίας, της Σικελίας και πολλών περιοχών της Ισπανίας». Όταν κυκλοφόρησε ο οδηγός, η Ελλάδα είχε, ακόμα, περιορισμένα σύνορα. Έφθαναν μέχρι τη Θεσσαλία και για να πάει ένας τουρίστας βορειότερα, στη Μακεδονία και την Θράκη, ή νότια, στην Κρήτη, έπρεπε να εφοδιαστεί με ειδική βίζα.

1900: Η μόδα των (καλοβαλμένων) Ευρωπαίων για πόλη και εξοχή. Ο καθιστός φορά κοστούμι ταξιδιού.

Το πρώτο κεφάλαιο ξεκινούσε από τα βασικά, κατατοπίζοντας τον αναγνώστη για το πολίτευμα, τη διοίκηση και την οικονομία της χώρας: «Ο νόμος της 5ης Ιουλίου 1899 έχει χωρίσει το Βασίλειο της Ελλάδος σε 26 νομούς, υποδιαιρούμενους σε 69 επαρχίες και δήμους, οι περισσότεροι των οποίων διατηρούν τα αρχαία τοπωνύμιά τους. Ο στρατός αποτελείται από περίπου 24.000 άνδρες σε καιρό ειρήνης. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, του 1909, τα αποθέματα ήταν 135 εκατομμύρια σε εθνικό νόμισμα (δραχμή) και ο εμπορικός στόλος αριθμούσε 286 ατμόπλοια χωρητικότητας 485.000 κόρων. Εισαγωγές προϊόντων: 149 εκατομμύρια τόνοι, εκ των οποίων τα 11 εκατομμύρια αφορούσαν γαλλικά προϊόντα. Εξαγωγές: 117, 5 εκατομμύρια τόνοι»

Εξίσου κατατοπιστική (και ιδιαίτερα χρήσιμη στις συναλλαγές ενός τουρίστα) ήταν η αναφορά στο εθνικό νόμισμα: «Οι συνθήκες του ταξιδιού στην Ελλάδα είναι, πλέον, λιγότερο συμφέρουσες, αφού η ανταλλαγή του χρυσού σε δραχμές, πλέον δεν αποφέρει κέρδος (προηγουμένως ήταν 25 έως 30%). Η ζωή είναι λίγο πιο ακριβή απ’ ό,τι στην Ιταλία. Η διανυκτέρευση στα ξενοδοχεία των πόλεων κοστίζει, κατά μέσο όρο, 12-17 γαλλικά φράγκα. Στα χωριά, η διαμονή και το φαγητό χρεώνονται 7-8 φράγκα ημερησίως. Εν ολίγοις, ο λιγότερο απαιτητικός ταξιδιώτης, αυτός που δεν φοβάται την ταλαιπωρία, ο ικανός να προσαρμοστεί στις τοπικές συνήθειες, και γνωρίζοντας λίγες λέξεις στα ελληνικά, μπορεί, με 2-2.500 φράγκα να κάνει από το Παρίσι ένα ταξίδι αλέ-ρετούρ, μένοντας στην Ελλάδα για 2-2,5 μήνες. Το ταξίδι σε γκρουπ των 2-4 ατόμων είναι πολύ πιο οικονομικό: μοιράζονται τα έξοδα διαμονής, φαγητού, διερμηνέα, καθώς και της ενοικίασης άμαξας, ή πλεούμενου, ανάλογα με τις μετακινήσεις τους».

Εθνολογικό (εκτός από στατιστικό) ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποτύπωση της ελληνικής κοινωνίας, με τον τουριστικό οδηγό να αποτελεί χρήσιμη πηγή πληροφοριών για τον σημερινό ερευνητή: «Η τελευταία απογραφή (1907) δίνει συνολικά 2.631.752 κατοίκους. Θα ήταν δίκαιο να προσθέσουμε περίπου 122.000 Έλληνες από τις φτωχότερες περιοχές (νησιά, Θεσσαλία, Πελοπόννησο) που έχουν μεταναστεύσει προσωρινά στην Αμερική. Ο σημερινός πληθυσμός της Αθήνας είναι 175.000. Στον Πειραιά ανήλθε, από τους 51.021 κατοίκους το 1896, σε 75.800 το 1907. Στην Ελλάδα διαβιούν επίσης 49.407 αλλοδαποί, στους οποίους περιλαμβάνονται 27.371 Οθωμανοί, 1.122 Γάλλοι, 5.382 Ιταλοί και 3.288 Άγγλοι. Από αυτούς, 23.261 είναι Καθολικοί στο θρήσκευμα, 3.516 μουσουλμάνοι και 6.127 Εβραίοι».

«Μια υπηρέτρια στην Αθήνα»: Εικονογράφηση του Frederick Villiers για το «English Illustrated Magazine» (1897)

Ως προς την ελληνική φυλή, το ζήτημα, σύμφωνα με τον τουριστικό οδηγό (και τα δεδομένα της εποχής του) ήταν πολύ αμφιλεγόμενο. Έσπευδε, δε, να επισημάνει ότι από αρχαιοτάτων χρόνων οι εισβολείς και οι επικυρίαρχοι του ελλαδικού χώρου ποικίλλουν, με στοιχεία ξένα στο υπόβαθρο των γηγενών: «Σήμερα συναντά κανείς Αλβανούς, ιλλυρικής φυλής, οι οποίοι ζουν κυρίως στην Βοιωτία, την Αττική, τη Σαλαμίνα, την Κόρινθο. Μιλούν ακόμα μια γλώσσα, τα “Αρβανιτικά”, ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, που δεν σχετίζονται με τα ελληνικά και αποτελούν μωσαϊκό ξένων λέξεων (τουρκικά, ιταλικά κ.λπ.). Οι “Βλάχοι”, ή “Κουτσο-Βλάχοι” (περί τους 10.500) αποτελούν νομαδικό λαό εμπόρων και βοσκών, των οποίων η βάση είναι η Θεσσαλία (Όλυμπος). Ανήκουν σε διάφορες ομάδες, διοικούμενες από τοπικούς αρχηγούς (“τσέλιγκες”), φυλάγουν κοπάδια ζώων, ή ασκούν το επάγγελμα του ημιονηγού (“μουλαράς”). Δεν έχουν αναμειχθεί, όπως οι Σλάβοι και οι Αλβανοί, με τον ελληνικό πληθυσμό. Ζουν σε περιφραγμένους χώρους (“στάνες”), φορούν μάλλινες λευκές κάπες και μιλούν μια γλώσσα συγγενή στα ρουμανικά. Ο όρος “Βλάχος” κατέληξε να αναφέρεται σε όλους τους βοσκούς και τους αγρότες, ακόμα και εκείνους της ελληνικής φυλής, με μία απόχρωση περιφρόνησης».

Ο τουριστικός οδηγός δεν παρέλειπε να παραθέσει τον ενδυματολογικό κώδικα των Ελλήνων, περιγράφοντας λεπτομερώς τα ρούχα που φορούσαν: «Η εισβολή της ευρωπαϊκής μόδας έχει δημιουργήσει μοναδικές μείξεις: ψάθινα καπέλα , γιλέκα και μοντέρνα παντελόνια, συνδυάζονται με την εθνική ενδυμασία (“φουστανέλα”). Ως ρούχο εργασίας, φορούν πάνω από το παντελόνι φαρδύ πουκάμισο που θυμίζει αρχαίο χιτώνα. Στα νησιά, η φουστανέλα έχει αντικατασταθεί από τεράστιο φαρδύ παντελόνι (“βράκα”)». Ιδιαίτερη αναφορά γινόταν επίσης στην γυναικεία ένδυση: «Η γυναικεία ενδυμασία αποτελείται από ένα μακρύ κεντητό πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος, μαύρη ή λευκή κάπα και ένα φουλάρι ως κάλυμμα κεφαλής, με διάδημα χρυσών, ασημένιων, ή χάλκινων κερμάτων. Κάποιες γυναίκες στην επαρχία, φορούν ακόμα μικρό κόκκινο φέσι με χρυσή φούντα».

Πώς φάνταζε, άραγε, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του Έλληνα στα μάτια ενός ξένου επισκέπτη, πριν από 100, και πλέον, χρόνια; Η περιγραφή του γαλλικού οδηγού απαντά στο ερώτημα: «Είναι εντυπωσιακή η επιβίωση συγκεκριμένων στοιχείων του χαρακτήρα και των ηθών της αρχαίας Ελλάδας στη μοντέρνα Ελλάδα. Οι σημερινοί Έλληνες έχουν κληρονομήσει από τους προγόνους τους τη μετριοπάθεια, το ανοιχτό πνεύμα, την εξυπνάδα και, λίγο επιφανειακά, μία τάση για συζήτηση και για πολιτική. Ο ξένος επισκέπτης θα εισπράξει με τον καλύτερο τρόπο την οικειότητα και το ισότιμο πνεύμα των Ελλήνων και θα υποβληθεί ευχάριστα στον βάσανο των ερωτήσεων του οικοδεσπότη. Οι Έλληνες ενδιαφέρονται ζωηρά για την εθνικότητα των επισκεπτών. Εν προκειμένω, ο Γάλλος θα νιώσει εξαρχής το σεβασμό και την αγάπη, χάρη στο φιλελληνικό ρόλο της χώρας του».

«Το μικρό παλάτι των Αθηνών»: Μια από τις πρώτες διαφημίσεις ελληνικών ξενοδοχείων για —γαλλόφωνους— επισκέπτες.

Ο φιλελληνισμός της Γαλλίας αποτυπώνεται στις περιγραφές του… ομοπάτριου τουριστικού οδηγού: «Ο Έλληνας έχει πολύ ζωντανό το αίσθημα της ανεξαρτησίας. Δεν θα βρείτε σε αυτόν τη φορτική εξυπηρέτηση που προσδοκά την ανταπόδοση. Το φιλοδώρημα δεν τον εντυπωσιάζει. Εάν ζητά κάποιο συμπλήρωμα στην αμοιβή, το θεωρεί ως δωρεά, όχι ως ελεημοσύνη». Όσο για το ψυχολογικό προφίλ (και το κοινωνικό στάτους) του πιο χαρακτηριστικού δείγματος Έλληνα, ο οδηγός δεν φείδεται επαίνων: «Ο “παλληκάρης” (εκ του αρχαίου “πάλληξ”), ανέκαθεν ενσαρκώνει τον δημοφιλή τύπο του πατριώτη. Ο ορεσίβιος της Πίνδου, της Αρκαδίας, της Μάνης, με το γεροδεμένο, ευκίνητο κορμί και τη γενναιότητα που τον χαρακτηρίζει, δίνει την εντύπωση μιας υγιούς και γενναιόδωρης δύναμης».

( ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ )

(Eικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: