Ντάτας: Ο Άνθρωπος-Μνήμη

Ο συγγραφέας Τζον Μπιούκαν πλαισιωμένος από τις κινηματογραφικές μεταφορές του μυθιστορήματός του
Ο συγγραφέας Τζον Μπιούκαν πλαισιωμένος από τις κινηματογραφικές μεταφορές του μυθιστορήματός του




Ο πα­ρου­σια­στής ενός λον­δρέ­ζι­κου μιού­ζικ χολ ανα­κοι­νώ­νει το επό­με­νο νού­με­ρο του προ­γράμ­μα­τος: «Κυ­ρί­ες και κύ­ριοι, με την ευ­γε­νι­κή άδειά σας, έχω την τι­μή να σας πα­ρου­σιά­σω έναν από τους πιο αξιο­θαύ­μα­στους αν­θρώ­πους στον κό­σμο, τον Μί­στερ Μέ­μο­ρι». Η σκη­νή εί­ναι από τα «39 σκα­λο­πά­τια», το κλα­σι­κό θρί­λερ του Άλ­φρεντ Χί­τσκοκ, που ανή­κει στις ται­νί­ες της αγ­γλι­κής, πρώ­της πε­ριό­δου στη φιλ­μο­γρα­φία του. Σε αυ­τή την ται­νία ει­σή­γα­γε, μια και μο­να­δι­κή φο­ρά, το χα­ρα­κτή­ρα που ανήγ­γει­λε ο πα­ρου­σια­στής. Κά­ποιο υπαρ­κτό πρό­σω­πο, που βα­σι­ζό­ταν σε μια μα­κρι­νή ανά­μνη­ση του σκη­νο­θέ­τη.

Τα «39 σκα­λο­πά­τια» (1935) που άνοι­ξαν το δρό­μο για δύο ρι­μέικ (1959, 1978), υπήρ­ξαν, σύμ­φω­να με δή­λω­ση του Χί­τσκοκ, μια από τις αγα­πη­μέ­νες του ται­νί­ες. Γνώ­ρι­σε με­γά­λη καλ­λι­τε­χνι­κή και ει­σπρα­κτι­κή επι­τυ­χία, τό­σο στην Αγ­γλία όσο και στις ΗΠΑ, απο­τε­λώ­ντας δια­βα­τή­ριο για μια κα­το­πι­νή, λα­μπρή κα­ριέ­ρα στο Χό­λι­γουντ. Όταν η ται­νία έκα­νε πρε­μιέ­ρα στο φη­μι­σμέ­νο κι­νη­μα­το­θέ­α­τρο Roxy της Νέ­ας Υόρ­κης, οι New York Times την υπο­δέ­χθη­καν με τα ακό­λου­θα λό­για: «Ο μετρ του σοκ και του σα­σπένς, του ψυ­χρού τρό­μου και του πο­νη­ρά πα­ρά­λο­γου πνεύ­μα­τος, χρη­σι­μο­ποιεί την κά­με­ρα όπως ένας ζω­γρά­φος το πι­νέ­λο του, στυ­λι­ζά­ρο­ντας την ιστο­ρία του και προ­σθέ­το­ντας αξί­ες τις οποί­ες δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σε να υπο­ψια­στεί ο σε­να­ριο­γρά­φος».
Το ασπρό­μαυ­ρο θρί­λερ του Χί­τσκοκ βα­σί­στη­κε στο ομό­τι­τλο μυ­θι­στό­ρη­μα του Σκο­τσέ­ζου συγ­γρα­φέα Τζον Μπιού­καν, που εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει 20 χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Ήταν το πρώ­το από πέ­ντε μυ­θι­στο­ρή­μα­τα μιας σει­ράς, με έναν ήρωα που εί­χε το τα­λέ­ντο να βγά­ζει τον εαυ­τό του από δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις. Η ται­νία εί­χε αρ­κε­τές δια­φο­ρές σε σχέ­ση με το πρω­τό­τυ­πο. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, η δρά­ση το­πο­θε­τεί­ται πα­ρα­μο­νές του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου. Στην ται­νία, πα­ρα­μο­νές του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, ο πρω­τα­γω­νι­στής και αφη­γη­τής της ιστο­ρί­ας, Ρί­τσαρντ Χά­νεϊ, φτά­νει στο Λον­δί­νο από τη Ρο­δε­σία στις αρ­χές του 1914, έχο­ντας κά­νει πε­ριου­σία ως μη­χα­νι­κός ορυ­χεί­ων. Η βα­ρε­τή ζωή της πό­λης τον οδη­γεί στην από­φα­ση να εγκα­τα­λεί­ψει ορι­στι­κά την Αγ­γλία, όταν ένας πα­νι­κό­βλη­τος γεί­το­νας χτυ­πά την πόρ­τα του δια­με­ρί­σμα­τός του ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι έχει ανα­κα­λύ­ψει μια φο­βε­ρή συ­νο­μω­σία. Στην ται­νία, ο Ρί­τσαρντ Χά­νεϊ (Ρό­μπερτ Ντό­νατ) ζει μια ήρε­μη ζωή στο Λον­δί­νο του Με­σο­πο­λέ­μου, μέ­χρι την τυ­χαία εμπλο­κή του σε μια ιστο­ρία και τη συ­να­κό­λου­θη ανα­κά­λυ­ψη μιας ορ­γά­νω­σης ξέ­νων κα­τα­σκό­πων, που επι­διώ­κουν να κλέ­ψουν τα σχέ­δια κα­τα­σκευ­ής ενός νέ­ου μα­χη­τι­κού αε­ρο­πλά­νου. Ένα ακό­μα στοι­χείο που δια­φο­ρο­ποιεί το πρω­τό­τυ­πο από την ται­νία εί­ναι ότι στο μυ­θι­στό­ρη­μα οι ξέ­νοι δεν εί­ναι κα­τά­σκο­ποι, αλ­λά αναρ­χι­κοί που επι­διώ­κουν τη δο­λο­φο­νία ενός Έλ­λη­να πρω­θυ­πουρ­γού, του Κων­στα­ντί­νου Κα­ρο­λί­δη, κα­τά τη διάρ­κεια μιας επί­ση­μης επί­σκε­ψής του στο Λον­δί­νο.
Ακό­μα και ο τί­τλος έχει δια­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σία. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι τα 39 σκα­λο­πά­τια που οδη­γούν σε ένα απο­μο­νω­μέ­νο όρ­μο απ’ όπου σκο­πεύ­ουν να δια­φύ­γουν οι αναρ­χι­κοί. Στην ται­νία απο­τε­λεί την κω­δι­κή ονο­μα­σία της ομά­δας των κα­τα­σκό­πων, που έχουν ως σύν­δε­σμο τον «Μί­στερ Μέ­μο­ρι»: τον Άν­θρω­πο-Μνή­μη που, με βι­τρί­να το επάγ­γελ­μά του, δί­νει συ­γκα­λυμ­μέ­να τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που χρειά­ζο­νται οι κα­τά­σκο­ποι. Ο Μί­στερ Μέ­μο­ρι εί­ναι αυ­τός που ση­μα­το­δο­τεί με την πα­ρου­σία του, τό­σο την έναρ­ξη, όσο και το δρα­μα­τι­κό φι­νά­λε της ται­νί­ας. Στην πρώ­τη σκη­νή, ψυ­χα­γω­γεί το κοι­νό του ιστο­ρι­κού μιού­ζικ χολ Πα­λά­ντιουμ, απα­ντώ­ντας σω­στά στις ετε­ρό­κλη­τες ερω­τή­σεις. Μέ­χρι την στιγ­μή που ακού­γο­νται πυ­ρο­βο­λι­σμοί, και η πα­ρά­στα­ση δια­κό­πτε­ται εν μέ­σω πα­νι­κού. Με πυ­ρο­βο­λι­σμούς επί­σης, κο­ρυ­φώ­νε­ται το θρί­λερ στο φι­νά­λε της ται­νί­ας. Στο ίδιο μιού­ζικ χολ και με τον Ρί­τσαρντ Χά­νεϊ ανά­με­σα στο κοι­νό, απο­φα­σι­σμέ­νο να απο­κα­λύ­ψει τη συ­νο­μω­σία. «Ποιος κέρ­δι­σε το Κύ­πελ­λο το 1926;», ρω­τά τον Μί­στερ Μέ­μο­ρι ένας θε­α­τής. Η απά­ντη­ση εί­ναι άμε­ση και προ­κα­λεί το γέ­λιο των υπο­λοί­πων: «Κύ­πελ­λο; Στο πο­δό­σφαι­ρο ή στο τσάι ανα­φέ­ρε­στε, κύ­ριε;». Και όταν κά­ποιος άλ­λος θε­α­τής επι­μέ­νει στα πο­δο­σφαι­ρι­κά («Πό­τε το κέρ­δι­σε η Τσέλ­σι;»), ει­σπράτ­τει την απά­ντη­ση: «Το 63 προ Χρι­στού, επί αυ­το­κρα­το­ρί­ας Νέ­ρω­να».

Τα γέ­λια, ωστό­σο, πα­γώ­νουν και το σα­σπένς δια χει­ρός Χί­τσκοκ κο­ρυ­φώ­νε­ται, όταν ο ήρω­ας της ται­νί­ας ξε­σκε­πά­ζει τη συ­νο­μω­σία εκ­με­ταλ­λευό­με­νος τον οί­στρο και την τα­χύ­τη­τα με την οποία απα­ντά ο επί σκη­νής πα­ντο­γνώ­στης. «Πό­σο απέ­χει το Γουί­νι­πεγκ από το Μό­ντρε­αλ;», τον ρω­τά. «Να και ένας κύ­ριος από τον Κα­να­δά. Κα­λώς ήλ­θα­τε, κύ­ριε» του απα­ντά εκεί­νος, συ­νε­χί­ζο­ντας απτό­η­τος: «Το Γουί­νι­πεγκ εί­ναι η τρί­τη πό­λη του Κα­να­δά και πρω­τεύ­ου­σα της επαρ­χί­ας Μα­νι­τό­μπα. Η από­στα­ση από το Μό­ντρε­αλ εί­ναι ακρι­βώς 1.424 μί­λια». Πριν προ­λά­βει να δρέ­ψει τις δάφ­νες μιας ακό­μα σω­στής απά­ντη­σης, δέ­χε­ται άμε­σα την καί­ρια ερώ­τη­ση: «Τι εί­ναι τα 39 σκα­λο­πά­τια;». Με κε­κτη­μέ­νη τα­χύ­τη­τα, ο Μί­στερ Μέ­μο­ρι φα­νε­ρώ­νει το μυ­στι­κό: «Τα 39 σκα­λο­πά­τια εί­ναι μια ορ­γά­νω­ση κα­τα­σκό­πων που συλ­λέ­γουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για λο­γα­ρια­σμό του Υπουρ­γεί­ου Εξω­τε­ρι­κών της…». Ξαφ­νι­κά, ακού­γε­ται ένας πυ­ρο­βο­λι­σμός και σω­ριά­ζε­ται στην σκη­νή χτυ­πη­μέ­νος από τον αρ­χη­γό των κα­τα­σκό­πων. Πριν ξε­ψυ­χή­σει απο­κα­λύ­πτει τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που εί­χε απο­θη­κεύ­σει στον εγκέ­φα­λό του σχε­τι­κά με την κα­τα­σκευή ενός αε­ρο­πλά­νου με σιω­πη­λό κι­νη­τή­ρα. «Χαί­ρο­μαι που βγή­κε από το μυα­λό μου», εί­ναι τα τε­λευ­ταία του λό­για.
Ίσως έχει ση­μειο­λο­γι­κό εν­δια­φέ­ρον το γε­γο­νός ότι η αμέ­σως προη­γού­με­νη ται­νία του Άλ­φρεντ Χί­τσκοκ προ­α­νήγ­γει­λε, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, στον τί­τλο της την έλευ­ση του Μί­στερ Μέ­μο­ρι. Ήταν «Ο άν­θρω­πος που ήξε­ρε πολ­λά» (1934), η πρώ­τη διε­θνής καλ­λι­τε­χνι­κή και ει­σπρα­κτι­κή επι­τυ­χία του Χί­τσκοκ, πριν το επα­να­λά­βει με τα «39 σκα­λο­πά­τια». Στα «39 σκα­λο­πά­τια» ανα­γρά­φε­ται, εξαρ­χής, ότι όλα τα πρό­σω­πα του έρ­γου εί­ναι φα­ντα­στι­κά. Το κεί­με­νο, εντού­τοις, έπρε­πε να προ­τά­ξει τη λέ­ξη «σχε­δόν». Ο Μί­στερ Μέ­μο­ρι απο­τε­λεί προ­σθή­κη του Χί­τσκοκ στην ιστο­ρία και βα­σί­στη­κε σε μια προ­σω­πι­κή ανά­μνη­ση κά­ποιου υπαρ­κτού προ­σώ­που. Πρό­κει­ται για τον Γουί­λιαμ Τζέιμς Μποτλ (1875–1956), που φέ­ρε­ται να μην μπο­ρού­σε να δια­βά­ζει και να γρά­φει μέ­χρι την ενη­λι­κί­ω­ση. Προι­κι­σμέ­νος με μια εξαι­ρε­τι­κή ικα­νό­τη­τα να θυ­μά­ται πρό­σω­πα, γε­γο­νό­τα και αριθ­μούς, έκα­νε μια μα­κρά και επι­τυ­χη­μέ­νη κα­ριέ­ρα στα μιού­ζικ χολ της Ευ­ρώ­πης και της Αμε­ρι­κής, ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι μπο­ρού­σε να απα­ντή­σει σε οποια­δή­πο­τε ερώ­τη­ση. Έγι­νε γνω­στός ως «Datas, The Memory Man», δια­φη­μί­ζο­ντας με αυ­τό το προ­σω­νύ­μιο τον τε­ρά­στιο όγκο των δε­δο­μέ­νων που ήταν απο­θη­κευ­μέ­να στη μνή­μη του. Ο Μποτλ συν­δύ­α­ζε την εκ­πλη­κτι­κή ικα­νό­τη­τα να ανα­κα­λεί γε­γο­νό­τα και πα­ντός τύ­που πλη­ρο­φο­ρί­ες, με το χιού­μορ με το οποίο κα­ρύ­κευε τις απα­ντή­σεις του (στοι­χείο απα­ραί­τη­το για να αντι­με­τω­πί­ζει τους τα­ρα­ξί­ες ανά­με­σα στο κοι­νό). Η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή από­δο­ση απο­τυ­πώ­νει με­ρι­κά από αυ­τά. «Πό­σο χρο­νών εί­ναι η Μέι Γου­έστ», ρω­τά­ει ένας θε­α­τής, ανα­φε­ρό­με­νος στη με­γά­λη σταρ του Χό­λι­γουντ στα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου. «Ξέ­ρω κύ­ριε, αλ­λά πο­τέ δεν λέω την ηλι­κία μιας γυ­ναί­κας» εί­ναι η απά­ντη­ση του ετοι­μό­λο­γου πα­ντο­γνώ­στη, κερ­δί­ζο­ντας το χει­ρο­κρό­τη­μα του κοι­νού (για την ιστο­ρία, η Μέι Γου­έστ ήταν 42 ετών όταν γυ­ρί­στη­κε η ται­νία).
Η εμ­φά­νι­ση του ηθο­ποιού Γουάι­λι Γουά­τσον στο ρό­λο του Μί­στερ Μέ­μο­ρι, έχει κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από μια πα­ρο­δι­κή ομοιό­τη­τα με τον Γουί­λιαμ Μποτλ/Ντά­τας. Μια ερώ­τη­ση μά­λι­στα, που του θέ­τει κά­ποιος θε­α­τής, συν­δέ­ε­ται, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, με τον «αρ­χέ­τυ­πο» Γουί­λιαμ Μποτλ. Η ερώ­τη­ση «Πό­τε κρε­μά­στη­κε ο Κρί­πεν;» ανα­φέ­ρε­ται στον Χάρ­βεϊ Κρί­πεν, πιο γνω­στό ως Δό­κτο­ρα Κρί­πεν, που απαγ­χο­νί­στη­κε στη φυ­λα­κή Πέ­ντον­βιλ του Λον­δί­νου για τη δο­λο­φο­νία της συ­ζύ­γου του. Η υπό­θε­ση εί­χε συ­ντα­ρά­ξει την κοι­νή γνώ­μη και συ­ζη­τιό­ταν για χρό­νια. Ο Ντά­τας εί­χε ανα­φερ­θεί πολ­λές φο­ρές στη συ­νά­ντη­σή του με τον Χάρ­βεϊ Κρί­πεν και τη σύ­ζυ­γο (και μελ­λο­ντι­κό θύ­μα του), Κό­ρα, η οποία ήταν τρα­γου­δί­στρια του μιού­ζικ χολ. Αρ­γό­τε­ρα, ο Μποτλ συ­νά­ντη­σε το δή­μιο του Κρί­πεν, ο οποί­ος του δι­η­γή­θη­κε τις λε­πτο­μέ­ρειες του απαγ­χο­νι­σμού. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες προ­στέ­θη­καν στη δε­ξα­με­νή της μνή­μης του, για πι­θα­νή μελ­λο­ντι­κή ερώ­τη­ση που θα δε­χό­ταν ως Ντά­τας. Ου­δέ­πο­τε ρω­τή­θη­κε και έτσι δεν χρειά­στη­κε να απα­ντή­σει επ’ αυ­τού, αν και γνώ­ρι­ζε όλα τα στοι­χεία. Θα ήταν, εντού­τοις, απα­ραί­τη­τα στον κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό του ομό­λο­γο, που σε αυ­τό το ση­μείο δεν δι­καιο­λο­γεί τον τί­τλο του πα­ντο­γνώ­στη: Η ερώ­τη­ση «Πό­τε κρε­μά­στη­κε ο Κρί­πεν;» μέ­νει ανα­πά­ντη­τη από τον Μί­στερ Μέ­μο­ρι.

Η αφίσα της ταινίας

Η αφίσα της ταινίας

Η αφίσα της ταινίας




Ο Ντά­τας υπήρ­ξε συγ­γρα­φέ­ας του εγ­χει­ρί­διου Μια απλή μέ­θο­δος άσκη­σης της μνή­μης (Λον­δί­νο, 1910), κα­θώς και του αυ­το­βιο­γρα­φι­κού βι­βλί­ου Ντά­τας: Ο Άν­θρω­πος-Μνή­μη (Λον­δί­νο, 1932), που συ­νο­δευό­ταν από διά­φο­ρες ει­κο­νο­γρα­φή­σεις και φω­το­γρα­φί­ες. Στην παι­δι­κή του ηλι­κία, ο Χί­τσκοκ εί­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει μια πα­ρά­στα­ση και δια­τή­ρη­σε ανε­ξί­τη­λες εντυ­πώ­σεις από τις επι­δό­σεις του. Η κυ­κλο­φο­ρία του αυ­το­βιο­γρα­φι­κού βι­βλί­ου του Ντά­τας, δύο χρό­νια πριν ξε­κι­νή­σει τα γυ­ρί­σμα­τα της δι­κής του ται­νί­ας, πα­ρεί­χε στον Χί­τσκοκ πλού­σιο υλι­κό για να πλά­σει το χα­ρα­κτή­ρα που απου­σιά­ζει από τις σε­λί­δες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Σε ένα βι­βλίο του Φραν­σουά Τρι­φό σχε­τι­κά με τον Άλ­φρεντ Χί­τσκοκ (Le cinema selon Alfred Hitchcock, 1966), που βα­σί­ζε­ται σε ένα διά­λο­γο των δύο σκη­νο­θε­τών (όταν πέ­ρα­σαν μια εβδο­μά­δα σε ένα γρα­φείο στα στού­ντιο της Universal μι­λώ­ντας για ται­νί­ες), ο Χί­τσκοκ εί­χε ανα­φερ­θεί σε αυ­τό το χα­ρα­κτή­ρα: «Ο Άν­θρω­πος-Μνή­μη βα­σί­ζε­ται σε μια αλη­θι­νή προ­σω­πι­κό­τη­τα των μιού­ζικ χολ, που ονο­μα­ζό­ταν Ντά­τας και τον εί­χα δει, ως παι­δί, σε μια πα­ρά­στα­ση στο Λον­δί­νο. Το κοι­νό του έκα­νε διά­φο­ρες ερω­τή­σεις, όπως “Ποια μέ­ρα βυ­θί­στη­κε ο Τι­τα­νι­κός” και εκεί­νος έδι­νε τις σω­στές απα­ντή­σεις. Στην ται­νία μου, η όλη ιδέα εί­ναι ότι ο άν­θρω­πος αυ­τός εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος από την αί­σθη­ση του κα­θή­κο­ντός του. Ο Άν­θρω­πος-Μνή­μη γνω­ρί­ζει τι εί­ναι τα 39 σκα­λο­πά­τια και όταν του θέ­τουν την ερώ­τη­ση, ανα­γκά­ζε­ται να δώ­σει την απά­ντη­ση». Ο Άλ­φρεντ Χί­τσκοκ εξέ­φρα­σε πα­ρό­μοια συ­ναι­σθή­μα­τα για αυ­τό το χα­ρα­κτή­ρα στη βιο­γρά­φο του, Σάρ­λοτ Τσά­ντλερ: «Βρή­κα εν­δια­φέ­ρο­ντα τον εξα­να­γκα­σμό του Αν­θρώ­που-Μνή­μη να απα­ντή­σει. Βλέ­πε­τε, δεν ήταν ού­τε μά­γος, ού­τε ιδιο­φυία. Η μνή­μη του διέ­θε­τε αυ­τή την ιδιαί­τε­ρη ικα­νό­τη­τα, δια­φο­ρε­τι­κά, θα ήταν ένα συ­νη­θι­σμέ­νο άτο­μο. Όμως, η πε­ρη­φά­νειά του για αυ­τή την ικα­νό­τη­τα, τον έκα­νε θύ­μα. Δεν μπο­ρού­σε να μην την επι­δεί­ξει, ακό­μα και με τί­μη­μα τη ζωή του».
Σε αντί­θε­ση με τον κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα, ο Ντά­τας δεν εί­χε την πα­ρα­μι­κρή σχέ­ση με παι­χνί­δια κα­τα­σκό­πων. Στη διάρ­κεια κά­θε πα­ρά­στα­σης μπο­ρού­σε να απα­ντή­σει σε πε­ρισ­σό­τε­ρες από 50 ερω­τή­σεις. Ο ίδιος, υπο­στή­ρι­ζε ότι εί­χε ένα ρε­περ­τό­ριο 10.000 απα­ντή­σε­ων για κά­θε πι­θα­νό και απί­θα­νο θέ­μα. Τα ερω­τή­μα­τα που του έθε­τε το κοι­νό ήταν ετε­ρό­κλη­τα. Κά­ποια από αυ­τά, τα μνη­μο­νεύ­ει στην αυ­το­βιο­γρα­φία του: Πό­τε εφευ­ρέ­θη­καν τα ημί­ψη­λα κα­πέ­λα; Πό­τε η Τρά­πε­ζα της Γλα­σκό­βης διέ­κο­ψε τις πλη­ρω­μές της; Ποια εί­ναι η τρέ­χου­σα τι­μή για τις φρά­ου­λες; Πό­τε κτί­στη­κε αστε­ρο­σκο­πείο στην ορο­φή του κα­θε­δρι­κού να­ού του Αγί­ου Παύ­λου; Σι­γά-σι­γά, ο Ντά­τας έμα­θε να δια­σκε­δά­ζει τους θε­α­τές, αντί απλώς να τους κα­τα­πλήσ­σει με τις γνώ­σεις του. Ήταν ικα­νός να προ­κα­λεί το γέ­λιο σε ερω­τή­σεις όπως «Πό­τε πέ­τα­ξε η τι­μή του βο­δι­νού στα ύψη;» με απα­ντή­σεις του τύ­που «Όταν η αγε­λά­δα πή­δη­ξε στο φεγ­γά­ρι».
Ο Άν­θρω­πος-Μνή­μη απο­τέ­λε­σε αντι­κεί­με­νο με­λέ­της από κά­ποιους επι­στή­μο­νες της επο­χής του, οι οποί­οι, κα­τό­πιν εξέ­τα­σης, χα­ρα­κτή­ρι­σαν τον εγκέ­φα­λό του «βα­ρύ­τε­ρο» από οποιον­δή­πο­τε άλ­λο εί­χαν με­λε­τή­σει μέ­χρι τό­τε. Του πρό­τει­ναν, μά­λι­στα, να αγο­ρά­σουν τον εγκέ­φα­λο με­τά το θά­να­τό του. Η πρω­το­φα­νής συμ­φω­νία απα­σχό­λη­σε το βρε­τα­νι­κό τύ­πο, με τη δη­μο­σί­ευ­ση της ακό­λου­θης εί­δη­σης: «Ο Ουί­λιαμ Μποτλ, γνω­στός και ως “Ντά­τας, ο Άν­θρω­πος-Μνή­μη”, που ζει στο Μπρίξ­τον Χιλ, πού­λη­σε τον εγκέ­φα­λό του για 1.000 λί­ρες στο Νο­σο­κο­μείο του Βα­σι­λι­κού Κο­λε­γί­ου του Λον­δί­νου, με ένα τά­φο και ένα δρύ­ι­νο φέ­ρε­τρο, επι­προ­σθέ­τως, ως δώ­ρο υπο­γρα­φής. Τα χρή­μα­τα προ­σφέρ­θη­καν από μια ανώ­νυ­μη ομά­δα ια­τρών, που επι­θυ­μούν να εξε­τά­σουν και να ανα­λύ­σουν τον εγκέ­φα­λό του, για να δουν αν θα μπο­ρέ­σουν να βρουν κά­ποια εξή­γη­ση για την εξαι­ρε­τι­κή μνή­μη του». Απο­δεί­χθη­κε μια προ­σο­δο­φό­ρα συμ­φω­νία, κα­θώς, χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο Γουί­λιαμ Μποτλ έγρα­ψε, αστειευό­με­νος, στην αυ­το­βιο­γρα­φία του ότι δεν χρειά­στη­κε να εκ­πλη­ρώ­σει την υπο­χρέ­ω­ση, αφού εκεί­νος συ­νέ­χι­σε να ζει, ενώ οι για­τροί με τους οποί­ους έκα­νε την σχε­τι­κή συμ­φω­νία, εί­χαν ήδη απο­δη­μή­σει εις Κύ­ριον.

Το πρω­τό­τυ­πο τρέι­λερ της ται­νί­ας:

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: