«1922» - Από το άσβεστο όνειρο στην εθνική τραγωδία

«1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου» «1922 - Το τέλος ενός ονείρου»

 

 


Το Φεβρουάριο παρουσιάστηκε στον Χάρτη το graphic novel του Θανάση Πέτρου «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς, μια απίστευτη, αληθινή ιστορία διχασμού και πολέμου». Η χρονική και ιστορική συνέχεια εκείνης της αφήγησης βρίσκεται στις σελίδες ενός νέου κόμικς που κυκλοφόρησε φέτος. Δια χειρός του ίδιου δημιουργού, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο (Ίκαρος) και με τον ίδιο αφηγητή-πρωταγωνιστή: το Σμυρνιό στρατιώτη Γιώργο Αμπατζή, που κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό για να γλυτώσει από τον τουρκικό. Στο «1922 - Το τέλος ενός ονείρου», έχουν περάσει έξι χρόνια από τα -άγνωστα εν πολλοίς- γεγονότα στο Γκαίρλιτς, πριν συναντήσουμε εκ νέου τον ήρωα. Αυτή τη φορά στη δίνη του πολέμου της Μικράς Ασίας.
Σε αυτό το δραματικό κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας επικεντρώνεται η νέα δημιουργία του Θανάση Πέτρου. Ο γνωστός σεναριογράφος και σχεδιαστής αποδίδει συναρπαστικά και με ενάργεια τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα που οδήγησαν από τον αρχικό θρίαμβο της προέλασης του ελληνικού στρατού, στην πικρή ήττα, την άτακτη υποχώρηση και την καταστροφή. Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο Θανάσης Πέτρου μάς εισάγει σε μια δραματική στιγμή της μεγάλης πολεμικής επιχείρησης: τη διάβαση της Αλμυράς Ερήμου, πέραν του Σαγγαρίου. Μια πραγματική κόλαση, την οποία διασχίζει το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα εξαντλημένο, χωρίς προμήθειες και με ένα ανελέητο ήλιο να κατακαίει τις εικόνες του κόμικς. Παρακολουθούμε τη μακρά πορεία στην ενδοχώρα της Τουρκίας μέσα από τα μάτια του Γιώργου Αμπατζή. Μια πορεία γεμάτη πολύνεκρες συγκρούσεις, που παρουσιάζονται σε ολοσέλιδες «αιμάσσουσες» συνθέσεις. Με τη ζωή στα αμπριά ελεεινή και το φαγητό πανάθλιο. Αλλά και με κάποιες σπάνιες στιγμές αναψυχής των στρατιωτών και των αξιωματικών, όταν δεν τσακώνονταν εξαιτίας της ταραγμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε την ίδια περίοδο στην Ελλάδα.
Όλοι οι σταθμοί της προέλασης (πριν την άτακτη οπισθοχώρηση, με τις μονάδες αποδεκατισμένες) μεταφέρονται στις σελίδες του κόμικς: Ουσάκ, Αϊνές Χανέ, Σαράκιο, Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχια, Αφιόν Καραχισάρ. Η εικονογραφική απόδοση αυτών των περιοχών είναι συνεπής με τα οπτικά ντοκουμέντα που βρήκε ο Θανάσης Πέτρου για τη δημιουργία του κόμικς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι σπηλιές με τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, στην περιοχή του Αγιαζίν – την αρχαία Φρυγία. Με την ευρηματική προσθήκη ενός φιλίστορου στρατιώτη στο βασικό καστ των πρωταγωνιστών, ο οποίος μιλάει στους συναδέλφους του για την αρχαία ιστορία και τις ελληνικές ονομασίες των περιοχών από τις οποίες διέρχονται, ο Θανάσης Πέτρου αναδεικνύει τις βαθιές ρίζες του ελληνισμού σε εκείνα τα μέρη. «Το 1919 φαινόταν να παίρνει σάρκα και οστά το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Στα μέσα Σεπτέμβρη του 1922 θα έσβηνε για πάντα η παρουσία των Ελλήνων στην Ιωνία μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία», σημειώνει ο ίδιος στον επίλογο του βιβλίου. Ένα βιβλίο που δεν είναι κόμικς-ντοκιμαντέρ, ούτε εικονογραφημένο βιβλίο ιστορίας, όπως λέει στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα του κόμικς; Συνδέεται μήπως με την επετειακή εκατονταετία από εκείνα τα γεγονότα;

«Η ιδέα για κόμικς προέκυψε σχεδόν ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση του προηγούμενου βιβλίου μου για τους όμηρους του Γκαίρλιτς, που κυκλοφόρησε πέρυσι. Είχα το πρώτο μέρος που αναφέρεται στον Εθνικό Διχασμό κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε φαντάστηκα μια τριλογία που συνεχίζει με τη Μικρασιατική Καταστροφή και ολοκληρώνεται στον Μεσοπόλεμο, κάπου στην περίοδο της Δικτατορίας του Μεταξά. Η επέτειος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μάλλον είναι τυχαία σύμπτωση.»

Το 1922, ως χρονιά και ως δραματικό κληροδότημα, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στη νεότερη Ελληνική Ιστορία. Πώς «δάμασες» τα γεγονότα σε επίπεδο σεναρίου;

«Η γέννηση της αρχικής ιδέας να αφηγηθώ τα γεγονότα της περιόδου 1919-1922 ήταν εύκολη και άκοπη, το να αποκτήσει όμως υπόσταση αυτή η ιδέα δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου απλή υπόθεση. Στους Όμηρους του Γκαίρλιτς, η βιβλιογραφία περιορίζεται σε λίγα βιβλία και κάποιες εφημερίδες, ξαφνικά για το 1922 βρέθηκα να κολυμπάω σε ένα πραγματικό πέλαγος βιβλιογραφίας, που περιλαμβάνει πολλές εκατοντάδες βιβλία: στρατιωτικής, πολιτικής ιστορίας, μαρτυρίες-ημερολόγια, διδακτορικές διατριβές, βιβλία λογοτεχνίας. Για του λόγου το αληθές να σημειώσω ότι ο Π. Χατζημωυσής (Βιβλιογραφία 1919-1978. Μικρασιατική εκστρατεία – Ήττα – Προσφυγιά, εκδ. Ερμής, 1981) απαριθμεί 2360 λήμματα! Μάλλον είναι δύσκολο να περιγράψω με λεπτομέρειες όλη τη διαδικασία, αλλά σε γενικές γραμμές αρχικά έπρεπε να βρω την χρονολογική σειρά των σημαντικότερων στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων από το 1919 μέχρι το καλοκαίρι του 1922 και να επιλέξω σε ποια θέλω να εστιάσω. Επιπλέον, ήθελα να βρω τον τρόπο να το κάνω με μια μορφή που δεν θα καταλήξει σε ένα κόμικς – ντοκιμαντέρ ή σε ένα εικονογραφημένο βιβλίο ιστορίας. Οπότε, η διαδικασία της δημιουργίας περιλάμβανε πολύ ψάξιμο, πολύ διάβασμα, χειρόγραφες σημειώσεις επί σημειώσεων, μέχρι να έχω έναν σκελετό του τι θέλω να συμπεριλάβω στο σενάριό μου. Επιπλέον, εμένα με ενδιέφερε αφενός η μεγάλη εικόνα της ιστορίας και των γεγονότων, αλλά ταυτόχρονα και η μικροϊστορία, τα γεγονότα μέσα από τα μάτια των απλών στρατιωτών, όχι μέσα από την “αφήγηση” ενός ιστορικού βιβλίου. Ωστόσο, υπήρχαν πολλά ζητήματα που έπρεπε να βρω λύση, όπως για παράδειγμα: ποια ήταν η πραγματική πορεία στη Μικρασιατική Εκστρατεία της μονάδας στην οποία υπηρετούσαν οι πρωταγωνιστές μου, σε ποια σημεία τοποθετήθηκε, που και πότε μετακινήθηκε, σε ποιες μάχες πήρε μέρος κλπ. Αυτό κι αν ήταν σπαζοκεφαλιά, διότι η δομή του ελληνικού στρατού δεν ήταν σταθερή στη διάρκεια της εκστρατείας. Έτσι, για παράδειγμα, την τάδε ημερομηνία η μεραρχία που με ενδιέφερε ανήκε στο Α΄ Σώμα Στρατού, ενώ μετά από έξι μήνες υπάχθηκε στο Β΄ Σώμα Στρατού, άρα τη μια φορά έψαχνα για το ένα Σώμα και την άλλη φορά για το άλλο. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, όταν κατάφερα να βρω μια βασική δομή, έβαλα τα πάντα κάτω και άρχισα να γράφω το ίδιο το σενάριο. Ολοκληρώνοντας το, το διάβασα, με όση αποστασιοποίηση μπορούσα να έχω, και τελικά διαπίστωσα ότι δεν είχα αποφύγει αυτό που φοβόμουν! Είχα γράψει ένα πολύ ωραίο σενάριο για ντοκιμαντέρ, που ήταν απλώς μια απίστευτη παράθεση πάρα πολλών γεγονότων. Αποτέλεσμα; Ξανάγραψα όλο το σενάριο από την αρχή.»

Το κόμικς, εκτός από χρονολογική-ιστορική συνέχεια των «Αιχμαλώτων του Γκαίρλιτς», είναι παράλληλα μια προέκταση της ζωής του πρωταγωνιστή–αφηγητή. Μας συστήθηκε στους «Αιχμαλώτους» και τον συναντάμε ξανά σε αυτό το κόμικς. Πώς τον προσέγγισες εκ νέου, ως χαρακτήρα, αλλά και ως εικόνα;

«Όντως, ο βασικός πρωταγωνιστής και αφηγητής στο “1922” είναι ο Γιώργης Αμπατζής, που πρωταγωνιστούσε και στους “Όμηρους του Γκαίρλιτς”. Ο Αμπατζής, Σμυρνιός στην καταγωγή, συνεχίζει τη στρατιωτική του θητεία κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, όχι από την αρχή της, αλλά από το καλοκαίρι του 1920. Αν και την περίοδο που παρουσιάζεται στη μονάδα του, έχει ήδη συμπληρώσει τέσσερα χρόνια στρατιωτικής θητείας, είναι στην πραγματικότητα τελείως άπειρος στον πόλεμο. Αν μου επιτρέπεται μια μικρή παρατήρηση: μπορεί οι Έλληνες εκείνη την περίοδο να ήταν στρατευμένοι για σειρά ετών −ο παππούς μου, για παράδειγμα, υπηρέτησε για 7 χρόνια, από το 1916 μέχρι και το 1923− ωστόσο, κατά την άποψή μου, για το σύνολο του ελληνικού στρατού η έλλειψη πραγματικής εμπειρίας από μάχες ήταν μια πραγματικότητα. Ο ελληνικός στρατός είχε πολεμήσει στους βαλκανικούς πολέμους το 1912-13, κάποιες μονάδες είχαν πολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και δύο μεραρχίες είχαν πολεμήσει στην εκστρατεία της Κριμαίας στην Ουκρανία το 1919. Οπότε, ο Αμπατζής αρχικά βλέπει τα πάντα μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που από τη μια θέλει να υπερασπιστεί το μέλλον της πατρίδας του και το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας, αλλά από την άλλη βιώνει τη βίαιη και βάναυση πραγματικότητα του πολέμου και της αιματοχυσίας και διαπιστώνει τις συνέπειες στην προσωπικότητά του.»

Δύο ακόμα, εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες, διακρίνονται στον πολυπρόσωπο θίασο του κόμικς. Ο ένας θετικά και ο άλλος αρνητικά. Πώς –και γιατί- προέκυψαν στην ιστορία σου οι στρατιώτες Νικολάου και Πράπας;

«Ήθελα και πάλι κάποιον συμπρωταγωνιστή του βασικού ήρωα, επομένως σιγά σιγά διαμόρφωσα έναν χαρακτήρα που μοιάζει λίγο εξωπραγματικός για το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται. Αυτός είναι ο Κωνσταντίνος Νικολάου, Αθηναίος, απόφοιτος φιλολογίας που τον συνεπαίρνει η ιστορία και η αρχαιολογία και ουσιαστικά με τις γνώσεις και τις αφηγήσεις του έχει τον ρόλο βαλβίδας εκτόνωσης μέσα στο ζοφερό πεδίο των μαχών ή κατά τις πολύμηνες περιόδους απραξίας που υπήρχαν. Βέβαια, αν κάποιος διαβάσει ημερολόγια στρατιωτών της εποχής θα διαπιστώσει ότι οι συζητήσεις μεταξύ τους πρέπει να περιορίζονταν στην πολιτική και σε αισχρολογίες. Από την άλλη, ο αρβανίτης Πράπας δείχνει το σκαιό πρόσωπο του πολέμου. Είναι αδίστακτος, σαδιστής, το κτήνος του πολέμου! Δεν ξέρω αν στην πραγματικότητα υπήρξαν πολλοί Έλληνες στρατιώτες που είχαν τη συμπεριφορά του Πράπα, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι τον εμπνεύστηκα από τα βιβλία με μαρτυρίες στρατιωτών που υπηρέτησαν εκεί.»

Το «1922» δεν χαρίζει κάστανα στην παρουσίαση των γεγονότων. Οι βαρβαρότητες Ελλήνων στρατιωτών κατά τη νικηφόρα προέλαση, και το αίσθημα της παραίτησης και του πανικού στη διάρκεια της υποχώρησης, δεν αποσιωπώνται –το αντίθετο! Πώς χειρίστηκες αυτά τα επίμαχα ζητήματα;

«Χωρίς φόβο και πάθος! Ένας πόλεμος σκληρός και άγριος ήταν. Βαναυσότητες και έκτροπα έγιναν και από τις δυο πλευρές. Αρκεί κάποιος να διαβάσει ημερολόγια Ελλήνων στρατιωτών για να διαπιστώσει ότι και οι δικοί μας στρατιώτες σε πολλές περιπτώσεις δεν συμπεριφέρθηκαν ιδιαιτέρως πολιτισμένα. Το παρατσούκλι του πρίγκιπα Ανδρέα, πατέρα του προσφάτως εκλιπόντος Φιλίππου, συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ, διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού για λίγους μήνες, ήταν “καψοκαλύβας”, νομίζω ότι αντιλαμβάνεται κάποιος το λόγο. Δεν ήθελα να κάνω ένα βιβλίο ούτε δαιμονοποίησης της μιας πλευράς, ούτε αγιοποίησης της άλλης.»

Οι βίαιες και αιματηρές συγκρούσεις στα μέτωπα του πολέμου, εναλλάσσονται στο κόμικς με σκηνές ανάπαυσης και, σπανιότερα, ψυχαγωγίας. Ποιες ήταν οι πηγές σου για αυτές τις αναφορές;

«Στη διάρκεια των τριών χρόνων του πολέμου υπήρξαν μεγάλες περίοδοι κατά τις οποίες οι εχθροπραξίες ήταν ελάχιστες. Και πάλι μέσα από τη βιβλιογραφία και το φωτογραφικό υλικό διαπιστώνει κανείς ότι οργανώνονταν αθλητικοί αγώνες σε διάφορα αθλήματα, ακόμη και αγώνες μπάσκετ, δίνονταν θεατρικές παραστάσεις, μάλλον από θιάσους με ηθοποιούς στρατιώτες -εγώ αναφέρω μία θεατρική παράσταση με την “Γκόλφω” του Σ. Περεσιάδη, στο Αφιόν Καραχισάρ. Για κάποια περίοδο πρέπει να επικρατούσε ένα κλίμα, ας πούμε, ευωχίας.»

Η Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξε μια γιγάντια πορεία που αποτυπώνεται στο χάρτη ο οποίος παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου. Ποιες τοποθεσίες από αυτή τη μακρά διαδρομή τράβηξαν περισσότερο το (σχεδιαστικό) ενδιαφέρον σου;

«Στη μικρασιατική εκστρατεία υπάρχουν αρκετά γεγονότα ορόσημα. Η προώθηση του ελληνικού στρατού και η κατάληψη της περιοχής του Ουσάκ και της Προύσας το καλοκαίρι του 1920, οι επιθέσεις για την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ τον χειμώνα και την άνοιξη του 1921 και η μεγάλη εαρινή επίθεση το καλοκαίρι του 1921 πέρα από τον Σαγγάριο. Μετά τις αποτυχημένες επιχειρήσεις πέρα από τον Σαγγάριο, ο ελληνικός στρατός υποχωρεί και το μέτωπο θα μείνει παγιωμένο από τον Σεπτέμβριο του 1921, μέχρι τον Αύγουστο του 1922 οπότε και θα γίνει η τουρκική επίθεση με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Όπως προανέφερα, δεν έχω κάνει ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ, αυτό σημαίνει ότι μέσα από το κόμικς, ο αναγνώστης θα μάθει μόνο ότι γνώριζαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μου. Δεν θα μάθει οτιδήποτε για τη μάχη του Ινονού ή την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, γιατί οι πρωταγωνιστές υπηρετούσαν σε μια μονάδα που ήταν 150 χιλιόμετρα νοτιότερα, οπότε και οι ίδιοι μόνο έμμεσα μάθαιναν σχετικές πληροφορίες. Συνεπώς, οι τοποθεσίες στις οποίες εστίασα τη δράση ήταν εκείνες στις οποίες βρέθηκαν οι πρωταγωνιστές μου. Αυτό, βέβαια, μόνο εύκολο δεν ήταν γιατί έπρεπε να βρω τις θέσεις που καταλάμβανε η μονάδα των ηρώων μου. Όταν λέω μονάδα αυτό σημαίνει ότι ξεκινώντας από το Σώμα, πηγαίνουμε στη Μεραρχία, μετά στο Σύνταγμα, στο Τάγμα και τελικά στον Λόχο. Επιπλέον, προσπάθησα να τις ταυτίσω με τα σημερινά τουρκικά τοπωνύμια, κάτι που δεν είναι δεδομένο, αφενός γιατί κάποια τοπωνύμια είναι παρεφθαρμένα στα ελληνικά και στη βιβλιογραφία, ενώ κάποια άλλα έχουν πλέον αλλάξει ονομασία. Όσο για τις σχεδιαστικές ανάγκες σε σχέση με τις τοποθεσίες των γεγονότων, επίσης έκανα πολύ μεγάλη έρευνα ώστε να συγκεντρώσω φωτογραφικό υλικό από ελληνικές πηγές: Βιβλία, ιστοσελίδες, το φωτογραφικό αρχείο της ΕΡΤ, το αρχείο του Βενιζέλου, το φωτογραφικό αρχείο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, ψηφιακούς χάρτες αλλά και πολλές τουρκικές διαδικτυακές πηγές, ακόμα και από μέσα κοινωνικής δικτύωσης.»

Στο βιβλίο σου, η Ιστορία, πέραν των πεδίων της μάχης, είναι επίσης παρούσα στο πολιτικό παρασκήνιο των μετόπισθεν. Ποια θεσμικά πρόσωπα της εποχής εκείνης επέλεξες να βάλεις στο κόμικς και γιατί;

«Όλα τα γεγονότα, στρατιωτικά ή πολιτικά, τα μαθαίνουμε αποκλειστικά μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών. Μόνο σε μία περίπτωση έσπασα το μοντέλο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που υπάρχει στο βιβλίο, μια και οι ήρωες μου δεν θα μπορούσαν να είναι παρόντες, αλλά ήταν κάτι πολύ σημαντικό που έπρεπε να το συμπεριλάβω. Πρόκειται για το πολεμικό συμβούλιο, τη σύσκεψη της Κιουτάχειας, που έγινε τον Ιούλιου του 1921. Εκεί συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Γούναρης, ο υπουργός στρατιωτικών Θεοτόκης, όλη η στρατιωτική ηγεσία, με ωσεί παρόντα τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τότε αποφασίστηκε η προέλαση του ελληνικού στρατού πέρα από τον Σαγγάριο ποταμό. Στην περίπτωση αυτή παρακολουθούμε την πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία να παίρνει τον λόγο.»

Η αναζήτηση στοιχείων που θα στήριζαν και θα εμπλούτιζαν το σενάριό σου εστιάστηκε σε αρκετές εφημερίδες της εποχής. Κυρίως σε εκείνες που εκδίδονταν στη Σμύρνη μέχρι την καταστροφή. Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο από την ανάγνωση εκείνων των φύλλων τι ενσωμάτωσες στην αφήγηση και στην εικονογράφηση του κόμικς;

«H αναζήτηση υλικού στον ημερήσιο τύπο ήταν περιορισμένη, ωστόσο, έψαξα να βρω τι έγραφαν οι ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στη Σμύρνη, τόσο κατά την περίοδο που η πορεία του πολέμου ήταν νικηφόρα, όσο και τις ημέρες του Αυγούστου του 1922, όταν το μέτωπο κατέρρευσε. Στη μία περίπτωση διαπιστώνεις τον ενθουσιασμό που διακατείχε τους Μικρασιάτες για την έκβαση του πολέμου και το μέλλον τους, ενώ στην άλλη βλέπεις πως ουσιαστικά η πραγματική ενημέρωση για την τραγική κατάσταση στο στρατιωτικό πεδίο είχε κάνει φτερά. Προσπάθησα να εντάξω με μικρές λεπτομέρειες στο σενάριο και τις δυο αυτές αντιθετικές διαστάσεις.»

Εκτός από τους τίτλους των εφημερίδων, στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται μια εκτενής βιβλιογραφία που βοήθησε στη δημιουργία του «1922». Ποιος ήταν ο άξονάς σου στην αναζήτηση;

«Από την τεράστια σχετική βιβλιογραφία, έπρεπε να εστιάσω σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία να έχω την ακριβή ημερολογιακή παράθεση των γεγονότων και από τη άλλη να έχω προσωπικές μαρτυρίες. Το πρώτο κομμάτι το κάλυψα σε γενικές γραμμές με τα βιβλία του Γενικού Επιτελείου Στρατού για τη Μικρασιατική Εκστρατεία στα οποία παρουσιάζονται όλα τα γεγονότα με ημερολογιακή σειρά και έχουμε λεπτομερώς όλες τις κινήσεις, τις επιχειρήσεις, τις πολεμικές συγκρούσεις, αναλυτικά τις απώλειες κλπ. Βέβαια, πρόκειται για βιβλία που μοιάζουν να είναι ημερήσιες αναφορές στρατιωτικών μονάδων. Από την άλλη, υπάρχουν αρκετά ημερολόγια στρατιωτών που, ενώ οι ίδιοι σκοτώθηκαν πριν τη λήξη του πολέμου, διασώθηκαν και εκδόθηκαν μετά από σχετική επιμέλεια. Ημερολόγια με φωτογραφίες και καρτ ποστάλ της εποχής, καθώς και η αλληλογραφία στρατιωτών με άγνωστες γυναίκες (τις Αδελφές του Στρατιώτου) που τους έστελναν γράμματα για να τους εμψυχώνουν. Οι συγγραφείς-στρατιώτες στις περισσότερες περιπτώσεις γράφουν τα ημερολόγιά τους με πολύ απλό, σχεδόν προφορικό, λόγο και συχνά καταγράφουν γεγονότα μέρα με τη μέρα. Εξαίρεση αποτελεί το ημερολόγιο του Νίκου Βασιλικού, πατέρα του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού, στο οποίο ο λόγος είναι πολύ πιο επεξεργασμένος, μια και ήταν απόφοιτος νομικής και το συνέγραψε στη Θάσο το 1923.»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: