Λένι Μπρους: Ο «βλάσφημος» που ανέτρεψε τους κανόνες

Λένι Μπρους: Ο «βλάσφημος» που ανέτρεψε τους κανόνες


Για κά­ποιους, ήταν ένας κω­μι­κός που άνοι­ξε και­νού­ριους δρό­μους στην αθυ­ρό­στο­μη σά­τι­ρα. Για άλ­λους, ένας από τους πα­ρά­γο­ντες της κοι­νω­νι­κής ανα­τα­ρα­χής και των δρα­στι­κών αλ­λα­γών που προ­έ­κυ­ψαν. Για κά­ποιους άλ­λους, τέ­λος, ήταν ένας δια­σκε­δα­στής με βλά­σφη­μο και δια­βρω­τι­κό χιού­μορ που τον κα­τέ­στη­σε στό­χο ανη­λε­ών διώ­ξε­ων.
Η πο­λυ­τά­ρα­χη (όσο και σύ­ντο­μη) ζωή του Αμε­ρι­κα­νο­ε­βραί­ου κω­μι­κού Λέ­νι Μπρους, ξε­τυ­λί­χτη­κε σε μια βιο­γρα­φι­κή ται­νία, που κέρ­δι­σε την Χρυ­σή Άρ­κτο στο Κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό Φε­στι­βάλ Βε­ρο­λί­νου και ήταν υπο­ψή­φια για 6 Όσκαρ. Το «Lenny» («Λέ­νι ο βρο­μό­στο­μος» στον… επε­ξη­γη­μα­τι­κό­τε­ρο τί­τλο με τον οποίο προ­βλή­θη­κε στην Ελ­λά­δα), υπήρ­ξε προ­ϊ­όν γό­νι­μης συ­νερ­γα­σί­ας δύο δη­μιουρ­γών: του σκη­νο­θέ­τη Μπομπ Φό­σι, με φρέ­σκια τη σο­δειά των 8 Όσκαρ που εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει για το «Κα­μπα­ρέ», και του θε­α­τρι­κού συγ­γρα­φέα-σε­να­ριο­γρά­φου Τζού­λιαν Μπά­ρι, που εί­χε ήδη πα­ρου­σιά­σει το έρ­γο στο Μπρό­ντ­γου­εϊ κερ­δί­ζο­ντας το επί­ζη­λο βρα­βείο Τό­νι.
Φτιαγ­μέ­νη με ένα στιλ που θυ­μί­ζει ντο­κι­μα­ντέρ, το έρ­γο κι­νεί­ται στο με­ταίχ­μιο μνή­μης και μυ­θο­πλα­σί­ας. Ξε­κι­νά από τον πα­ρό­ντα χρό­νο (το 1974 που γυ­ρί­στη­κε η ται­νία) και προ­χω­ρά με φλας μπακ στο πα­ρελ­θόν. Στη­ρί­ζε­ται σε συ­νε­ντεύ­ξεις που παίρ­νει μια φω­νή εκτός κά­δρου (αυ­τή του σκη­νο­θέ­τη Μπομπ Φό­σι) με τρία πρό­σω­πα που συν­δέ­θη­καν στε­νά με τον Λέ­νι: την γυ­ναί­κα του, που ήταν αρ­τί­στα του στρι­πτίζ και έζη­σε μα­ζί του πέ­ντε χρό­νια (ερ­μη­νευ­μέ­νη από την υπο­ψή­φια για Όσκαρ, Βα­λε­ρί Πε­ρέν), την μη­τέ­ρα του και τον ατζέ­ντη του. Τα πρό­σω­πα αυ­τά ανα­συν­θέ­τουν με τις μαρ­τυ­ρί­ες τους τη ζωή του Λέ­νι Μπρους, που υπο­δύ­ε­ται μο­να­δι­κά ο ―επί­σης υπο­ψή­φιος για Όσκαρ― Ντά­στιν Χόφ­μαν.
Η πο­ρεία του Λέ­νι Μπρους ήταν γε­μά­τη εμπό­δια και αντι­φά­σεις, κι­νού­με­νη από τα κου­ρέ­λια προς τη δό­ξα και ξα­νά πί­σω. Η ται­νία πα­ρου­σιά­ζει τα πρώ­τα χρό­νια της κα­ριέ­ρας του, με τα απο­τυ­χη­μέ­να αστεία σε ένα μι­σο­κοι­μι­σμέ­νο κοι­νό, μέ­χρι την ανά­δει­ξή του σε σύμ­βο­λο της αντι­κουλ­τού­ρας χά­ρη στο σή­μα-κα­τα­τε­θέν της σκη­νι­κής πα­ρου­σί­ας του: τη μεί­ξη δια­βρω­τι­κών κοι­νω­νι­κών σχο­λί­ων, με βω­μο­λο­χί­ες και προ­σβο­λές προς πά­σα κα­τεύ­θυν­ση. Ο Λέ­ο­ναρντ Άλ­φρεντ Σνάι­ντερ, πιο γνω­στός με το καλ­λι­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Λέ­νι Μπρους, γεν­νή­θη­κε το 1925 στο Λονγκ Άι­λαντ και πέ­ρα­σε δύ­σκο­λα παι­δι­κά χρό­νια που άφη­σαν ση­μά­δια στην κα­το­πι­νή του ζωή. Οι γο­νείς του χώ­ρι­σαν όταν ήταν παι­δί και ανα­γκά­στη­κε να φι­λο­ξε­νη­θεί στα σπί­τια δια­φό­ρων συγ­γε­νών. Το 1941, σε ηλι­κία 16 ετών, εγκα­τέ­λει­ψε το σχο­λείο και κα­τα­τά­χθη­κε στο πο­λε­μι­κό ναυ­τι­κό, παίρ­νο­ντας μέ­ρος στις μά­χες που διε­ξά­γο­νταν στο μέ­τω­πο της Βό­ρειας Αφρι­κής, στη με­γά­λη από­βα­ση των συμ­μά­χων στη Σι­κε­λία και στην ιστο­ρι­κή μά­χη του Άν­τζιο, κο­ντά στην Ρώ­μη.
Ο στρα­τός, όμως, δεν ταί­ρια­ζε στον Λέ­νι. Φρό­ντι­σε λοι­πόν, να κλεί­σει αυ­τό το κε­φά­λαιο της ζω­ής του με ένα τρό­πο που προ­α­νάγ­γει­λε τα μελ­λο­ντι­κά βή­μα­τά του. Το Μάιο του 1945, λί­γες μέ­ρες με­τά την υπο­γρα­φή της συν­θη­κο­λό­γη­σης και τη λή­ξη του με­γά­λου πο­λέ­μου, δό­θη­κε μια επι­νί­κια γιορ­τή στο πλοίο όπου υπη­ρε­τού­σε. Η συμ­με­το­χή του στην πα­ρά­στα­ση έγι­νε φο­ρώ­ντας γυ­ναι­κεία ρού­χα και εκ­στο­μί­ζο­ντας χυ­δαία υπο­νο­ού­με­να. Μπο­ρεί να εν­θου­σί­α­σε τους ναύ­τες αλ­λά σο­κά­ρι­σε τους αξιω­μα­τι­κούς. Ο Λέ­νι Μπρους έπει­σε τον για­τρό του πλοί­ου που τον εξέ­τα­σε, ότι η σκαν­δα­λι­στι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά του οφει­λό­ταν στις κα­τα­πιε­σμέ­νες ομο­φυ­λο­φυ­λι­κές τά­σεις του. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν να εκ­διω­χθεί με συ­νο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες από τον στρα­τό, «για λό­γους ακα­ταλ­λη­λό­τη­τας στη ναυ­τι­κή υπη­ρε­σία» όπως ανέ­φε­ρε το ―ατι­μω­τι­κό― απο­λυ­τή­ριο. Αυ­τό, όμως, ου­δό­λως τον πτό­η­σε.
Το 1947 κέρ­δι­σε το πρώ­το του νυ­χτο­κά­μα­το, 12 δο­λά­ρια και ένα πιά­το μα­κα­ρό­νια, για την παρ­θε­νι­κή του εμ­φά­νι­ση ως stand-up κω­μι­κός σε ένα μπαρ του Μπρού­κλιν. Ακο­λού­θη­σαν πα­ρα­στά­σεις σε νάιτ κλαμπ και στρι­πτι­ζά­δι­κα, όπου εί­χε την ευ­και­ρία να επε­ξερ­γα­στεί το (ακα­τέρ­γα­στο ακό­μα) χιού­μορ που θα χα­ρα­κτή­ρι­ζε αρ­γό­τε­ρα τον αιχ­μη­ρό του λό­γο. Σύμ­φω­να με τον βιο­γρά­φο του, Άλ­μπερτ Γκόλ­ντμαν, ο Λέ­νι «βυ­θί­στη­κε στον πυθ­μέ­να του βα­ρε­λιού, δου­λεύ­ο­ντας σε μα­γα­ζιά που ήταν χα­μη­λό­τε­ρα και από τα χα­μη­λά. Εκεί βρή­κε από­λυ­τη ελευ­θε­ρία και επι­νοη­τι­κό­τη­τα, που συγ­γέ­νευε με το ύφος και την έμπνευ­ση των και­νού­ριων φί­λων του, των μου­σι­κών της τζαζ».
Η δη­μο­σιό­τη­τα που απέ­κτη­σε στα­δια­κά ο Λέ­νι Μπρους, οφει­λό­ταν, εν πολ­λοίς, στην ελευ­θε­ρο­στο­μία του. Καυ­τη­ρί­α­ζε από σκη­νής τις σε­ξουα­λι­κές, ρα­τσι­στι­κές και θρη­σκευ­τι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις, με ένα λό­γο που τσά­κι­ζε κό­κα­λα: «Αν ο Θε­ός έπλα­σε το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα και το σώ­μα αυ­τό θε­ω­ρεί­ται “βρό­μι­κο”, τό­τε το λά­θος ανή­κει στον κα­τα­σκευα­στή». Ξε­σκέ­πα­ζε την υπο­κρι­σία, λέ­γο­ντας: «Το πρό­βλη­μα εί­ναι ότι πά­ντα πε­ρι­μέ­νου­με από τις γυ­ναί­κες να απο­τε­λούν συν­δυα­σμό μιας κα­θώς πρέ­πει δα­σκά­λας και μιας που­τά­νας με τα­ρί­φα 50 δο­λα­ρί­ων». Χτυ­πού­σε το κα­τε­στη­μέ­νο και τους ―μελ­λο­ντι­κούς― τα­γούς της εξου­σί­ας, υπο­στη­ρί­ζο­ντας: «Κά­ποια μέ­ρα η μα­ρι­χουά­να θα νο­μι­μο­ποι­η­θεί, για­τί πολ­λοί φοι­τη­τές της Νο­μι­κής που σή­με­ρα κα­πνί­ζουν “χόρ­το” θα γί­νουν κά­πο­τε Γε­ρου­σια­στές και θα τη νο­μι­μο­ποι­ή­σουν, για να προ­στα­τεύ­σουν τους εαυ­τούς τους».



Η αφίσα της ταινίας

Η αφίσα της ταινίας

Η αφίσα της ταινίας




Η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή με­τα­φο­ρά της ζω­ής του Λέ­νι Μπρους κυ­κλο­φό­ρη­σε οκτώ χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, με ζω­ντα­νή ακό­μα την ει­κό­να του στην μνή­μη του κοι­νού. Για αυ­τό, πα­ρέ­μει­νε πι­στή στο στοι­χείο που τον χα­ρα­κτή­ρι­ζε: την αθυ­ρο­στο­μία. Σε μια σκη­νή, ο Ντά­στιν Χόφ­μαν επα­να­λαμ­βά­νει κα­τά λέ­ξη ένα μο­νό­λο­γο του Λέ­νι Μπρους, με βά­ση μια μα­γνη­το­ται­νία από την ηχο­γρά­φη­ση ενός σό­ου: «Τι εί­ναι βρό­μι­κο; Και τι εί­ναι κα­θα­ρό; Αν έπρε­πε να κά­νω μια επι­λο­γή, θα προ­τι­μού­σα να δει το παι­δί μου μια πορ­νο­ται­νία - πα­ρά μια “κα­θα­ρή” ται­νία, όπως “Ο Βα­σι­λεύς των Βα­σι­λέ­ων”. Για­τί; Επει­δή “Ο Βα­σι­λεύς των Βα­σι­λέ­ων” εί­ναι γε­μά­τος φό­νους και βαρ­βα­ρό­τη­τες και εγώ δεν θέ­λω το παι­δί μου να σκο­τώ­σει τον Χρι­στό, όταν με το κα­λό επι­στρέ­ψει στη Γη. Επει­δή αυ­τό ακρι­βώς συμ­βαί­νει στην συ­γκε­κρι­μέ­νη ται­νία. Από την άλ­λη, πες μου μια “βρό­μι­κη” ται­νία όπου οποιοσ­δή­πο­τε γρον­θο­κο­πεί­ται ή σκο­τώ­νε­ται. Αν εί­σαι τυ­χε­ρός, μπο­ρεί να δεις κά­ποιον να δέ­νε­ται, ή να μα­στι­γώ­νε­ται πο­λύ ελα­φρά με μια ζώ­νη, αλ­λά το μό­νο που πραγ­μα­τι­κά βλέ­πεις εκεί­νη τη μιά­μι­ση ώρα, εί­ναι πολ­λά ξε­γυ­μνώ­μα­τα, αγκα­λιές, φι­λιά και γκρί­νια, πο­λύ γκρί­νια. Ω Θεέ μου! Και όταν φτά­νει στο τέ­λος της μια σκη­νή, ή και η ίδια η ται­νία, τό­τε απο­κα­λύ­πτε­ται το μό­νο πι­θα­νό όρ­γα­νο θα­νά­του: ένα μα­ξι­λά­ρι. Το ερ­γα­λείο με το οποίο κά­ποιος μπο­ρεί να πνί­ξει μια γκό­με­να, όπως συμ­βαί­νει στις ται­νί­ες τρό­μου. Όμως εδώ, ο τύ­πος παίρ­νει το μα­ξι­λά­ρι και το γλι­στρά­ει απα­λά στο γυ­μνό της σώ­μα. Και χά­νουν και οι δυο το μυα­λό τους. Και κα­νείς τους δεν τραυ­μα­τί­ζε­ται ή σκο­τώ­νε­ται. Και εί­ναι ωραίο. Έτσι τε­λειώ­νουν, κα­τά κα­νό­να, τα “βρό­μι­κα” αυ­τού του εί­δους».

Η ται­νία φω­τί­ζει επί­σης την πο­λυ­τά­ρα­χη ζωή του Λέ­νι Μπρους: Τον εθι­σμό στα ναρ­κω­τι­κά, τη συμ­με­το­χή σε ερω­τι­κά πάρ­τι, τους εσω­τε­ρι­κούς δαί­μο­νες που τον τυ­ραν­νού­σαν. Ήταν η ίδια πά­νω-κά­τω επο­χή, που η κα­ριέ­ρα του άρ­χι­σε να παίρ­νει την κά­τω βόλ­τα. Οι αρ­χές εξα­πέ­λυ­σαν ένα ανε­λέ­η­το κυ­νη­γη­τό, με την κα­τη­γο­ρία του «αι­σχρού χιού­μορ». Ο Λέ­νι Μπρους συ­νέ­χι­ζε απτό­η­τος, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ως όπλο αυ­τό για το οποίο τον κα­τη­γο­ρού­σαν: «Πο­τέ δεν κα­τά­λα­βα για­τί το “γα­μή­σου” θε­ω­ρεί­ται προ­σβο­λή, αφού η πρά­ξη αυ­τή εί­ναι υπέ­ρο­χη», έλε­γε από σκη­νής. «Αν θέ­λου­με να εί­μα­στε πραγ­μα­τι­κά κα­κοί, θα έπρε­πε να λέ­με “μη γα­μη­θείς!”».

Η συ­νέ­χεια της κό­ντρας του με τις αρ­χές επι­φύ­λασ­σε πολ­λά δυ­σά­ρε­στα για εκεί­νον. Στις συλ­λή­ψεις και τις δι­κα­στι­κές πα­ρα­πο­μπές που ακο­λού­θη­σαν ανα­φέ­ρε­ται ο ίδιος εκτε­νώς στην αυ­το­βιο­γρα­φία με τί­τλο Πώς να μι­λάς βρό­μι­κα και να επη­ρε­ά­ζεις τον κό­σμο. Ένα βι­βλίο που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1965, λί­γο πριν τον πρό­ω­ρο θά­να­τό του, διευ­ρύ­νο­ντας τα όρια της ελευ­θε­ρί­ας τού λό­γου και αμ­φι­σβη­τώ­ντας την ιε­ρό­τη­τα της ορ­γα­νω­μέ­νης θρη­σκεί­ας και άλ­λων κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών συμ­βά­σε­ων που θε­ω­ρού­σε ότι ήταν υπο­κρι­τι­κές. «Κα­κώς λέ­γε­ται ότι το αμε­ρι­κα­νι­κό Σύ­νταγ­μα γρά­φτη­κε για να προ­στα­τεύ­σει τους εγκλη­μα­τί­ες. Γρά­φτη­κε για να προ­στα­τεύ­σει την κυ­βέρ­νη­ση από το να γί­νει εγκλη­μα­τί­ας», ση­μεί­ω­νε στον πρό­λο­γο του βι­βλί­ου.

Στην αυ­το­βιο­γρα­φία του πα­ρα­θέ­τει τις πο­λυ­ποί­κι­λες διώ­ξεις που υπέ­στη: Στο Μαϊ­ά­μι τον συ­νέ­λα­βαν για­τί υπο­δύ­θη­κε ένα πα­πά. Στο Σαν Φραν­σί­σκο και στο Σι­κά­γο επει­δή χρη­σι­μο­ποί­η­σε προ­κλη­τι­κές φρά­σεις από σκη­νής. Στη Βο­στώ­νη για έναν επα­να­στα­τι­κό κή­ρυγ­μα υπέρ της ελευ­θε­ρί­ας του λό­γου. Στην Φι­λα­δέλ­φεια και το Λος Άν­τζε­λες, για κα­το­χή ναρ­κω­τι­κών. Η απά­ντη­ση για όλα αυ­τά αντα­να­κλού­σε το αιχ­μη­ρό του χιού­μορ: «Υπο­θέ­τω ότι αυ­τό που συμ­βαί­νει εί­ναι, αν η σύλ­λη­ψή σου πά­ρει με­γά­λη δη­μο­σιό­τη­τα στη Φι­λα­δέλ­φεια και με­τά τo Σαν Φραν­σί­σκο, τό­τε, όταν φτά­σεις στην επό­με­νη πό­λη οφεί­λουν να σε συλ­λά­βουν και εκεί. Αλ­λιώς, τι σκα­τά πό­λη διοι­κούν;».

Στιγ­μα­τι­σμέ­νος ως «αρ­ρω­στη­μέ­νος» κω­μι­κός, ο Λέ­νι Μπρους κό­πη­κε από το ρα­διό­φω­νο και την τη­λε­ό­ρα­ση, θε­ω­ρή­θη­κε ανε­πι­θύ­μη­το πρό­σω­πο σε πολ­λές πό­λεις των ΗΠΑ και μπή­κε στη μαύ­ρη λί­στα των πε­ρισ­σο­τέ­ρων νυ­χτε­ρι­νών κέ­ντρων, επει­δή οι ιδιο­κτή­τες φο­βό­ντου­σαν την ποι­νι­κή δί­ω­ξη. Σε μια από τις ―λι­γο­στές, πλέ­ον― εμ­φα­νί­σεις του, τον Απρί­λιο του 1964 σε ένα κλαμπ του Γκρί­νουιτς Βί­λατζ, τον συ­νέ­λα­βαν ―μια ακό­μα φο­ρά― ντε­τέ­κτιβ της αστυ­νο­μί­ας που βρί­σκο­νταν ανά­με­σα στο κοι­νό. Σύμ­φω­να με τις κα­τα­θέ­σεις τους, εκεί­νη τη βρα­διά εί­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρες από 100 «βρό­μι­κες λέ­ξεις». Πα­ρά τη θερ­μή υπο­στή­ρι­ξη που εί­χε από διά­φο­ρους, ανά­με­σά τους ο Νόρ­μαν Μέι­λερ, ο Άλεν Γκίν­σμπεργκ, ο Γού­ντι Άλεν και ο Μπομπ Ντί­λαν, βρέ­θη­κε ένο­χος και κα­τα­δι­κά­στη­κε για το αδί­κη­μα της αι­σχρό­τη­τας.

Στη διάρ­κεια της δί­κης δια­βά­στη­κε από την πλευ­ρά της υπε­ρά­σπι­σης από­σπα­σμα ενός άρ­θρου του δη­μο­σιο­γρά­φου Άρ­θουρ Γκελμπ, που δη­μο­σιεύ­τη­κε εκεί­νες τις μέ­ρες στις σε­λί­δες των New York Times: «Πα­ρό­λο που με­ρι­κές φο­ρές φαί­νε­ται να κά­νει ό,τι περ­νά­ει από το χέ­ρι του για να συ­γκρου­στεί με το κοι­νό αί­σθη­μα, ο κύ­ριος Μπρους επι­δει­κνύ­ει έναν έντο­νο πνεύ­μα ηθι­κής κά­τω από την αυ­θά­δεια που τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει. Τα ανα­τρε­πτι­κά σχό­λια στις πα­ρα­στά­σεις του, μοιά­ζουν σαν μια σω­τη­ριο­λο­γι­κή διά­λε­ξη. Εί­ναι σαρ­δό­νια, σί­γου­ρα διε­γερ­τι­κά και αρ­κε­τά συ­χνά αστεία ― αλ­λά πο­τέ με εύ­θυ­μο τρό­πο. Η κο­ροϊ­δευ­τι­κή του διά­θε­ση σπά­νια προ­κα­λεί ένα άνε­το γέ­λιο. Απαι­τεί συ­γκέ­ντρω­ση. Υπάρ­χουν πολ­λοί τρό­ποι για να απο­σπά­σεις ένα θλι­βε­ρό χα­μό­γε­λο, ή ένα γέ­λιο εκτί­μη­σης. Υπάρ­χουν όμως κά­ποιοι τρό­ποι πραγ­μα­τι­κά ξε­χω­ρι­στοί, κα­θώς εί­ναι ικα­νοί να προ­κα­λέ­σουν μια έκλαμ­ψη του νου και μια μα­χη­τι­κή σπί­θα στο βλέμ­μα.».

Η κα­τα­δί­κη του απο­τέ­λε­σε τη χα­ρι­στι­κή βο­λή. Οι συ­νε­χείς πιέ­σεις, σε συν­δυα­σμό με τα χρέη που εί­χε δη­μιουρ­γή­σει, έσπρω­ξαν τον ―αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κό κα­τά βά­θος― Λέ­νι Μπρους βα­θιά στην προ­σω­πι­κή του κό­λα­ση. Στις 3 Αυ­γού­στου του 1966 βρέ­θη­κε νε­κρός στο μπά­νιο του σπι­τιού του, με μία άδεια σύ­ριγ­γα δί­πλα του. Ήταν μό­λις 40 ετών. Η λι­τή ανα­κοί­νω­ση για τα αί­τια του θα­νά­του ανέ­φε­ρε: «Οξεία δη­λη­τη­ρί­α­ση από μορ­φί­νη, προ­κλη­θεί­σα λό­γω υπερ­βο­λι­κής δό­σης». Αλ­λά ο φί­λος του, μου­σι­κός πα­ρα­γω­γός Φιλ Σπέ­κτορ, αντέ­τει­νε: «Πέ­θα­νε από υπερ­βο­λι­κή δό­ση αστυ­νο­μί­ας». Εκα­το­ντά­δες θαυ­μα­στές και συ­μπα­ρα­στά­τες στον αγώ­να για την ελευ­θε­ρία του λό­γου συ­γκε­ντρώ­θη­καν στο κοι­μη­τή­ριο όπου έγι­νε η τα­φή του, ενώ το πε­ριο­δι­κό Πλεϊ­μπόι τον απο­χαι­ρέ­τη­σε με αυ­τές τις λέ­ξεις: «Νε­κρός στα 40. ΑΥ­ΤΟ εί­ναι αι­σχρό­τη­τα».

Χρειά­στη­κε να πε­ρά­σουν σχε­δόν τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες από το θά­να­τό του, για να δι­καιω­θεί ―επι­τέ­λους― το αδέ­σμευ­το πνεύ­μα και ο επι­δρα­στι­κός ρό­λος του Λέ­νι Μπρους. Στις 23 Δε­κεμ­βρί­ου 2003, ο τό­τε κυ­βερ­νή­της της Νέ­ας Υόρ­κης Τζορτζ Πα­τά­κις, απάλ­λα­ξε με επί­ση­μη πρά­ξη τον Λέ­νι Μπρους από την πα­λαιά κα­τα­δί­κη για αι­σχρό­τη­τα. Αυ­τή, μά­λι­στα, ήταν η πρώ­τη με­τα­θα­νά­τια χά­ρη στην ιστο­ρία της Νέ­ας Υόρ­κης. Ο βιο­γρά­φος του, Άλ­μπερτ Γκόλ­ντμαν, έγρα­ψε: «Δεν ήταν απλός περ­φόρ­μερ, αλ­λά ένα μέ­σο με­τά­δο­σης μη­νυ­μά­των που πε­ριεί­χαν επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες και αξιο­ση­μεί­ω­τες προ­φη­τεί­ες».

Το πρω­τό­τυ­πο τρέι­λερ της ται­νί­ας:


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: