Feggo: Ένας Μεξικανός στη Νέα Υόρκη





Ονο­μά­ζε­ται Felipe Galindo Gomez, αλ­λά εί­ναι διε­θνώς γνω­στός με το καλ­λι­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Feggo. Εί­ναι Με­ξι­κα­νός, ζει στη Νέα Υόρ­κη, σκι­τσά­ρει, ει­κο­νο­γρα­φεί βι­βλία, ζω­γρα­φί­ζει και κά­νει δη­μό­σια τέ­χνη. Οι γε­λοιο­γρα­φί­ες του δη­μο­σιεύ­ο­νται σε με­γά­λες εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά (The New Yorker, The New York Times, The Nation, Wall Street Journal, Reader’s Digest, στη γαλ­λι­κή έκ­δο­ση της International Herald Tribune, κ.ά.), ενώ τα έρ­γα του έχουν πα­ρου­σια­στεί σε πολ­λές ατο­μι­κές εκ­θέ­σεις, κα­θώς και στη Βι­βλιο­θή­κη του Κο­γκρέ­σου των ΗΠΑ. Στα σκί­τσα του ο Feggo δεν απο­τυ­πώ­νει χιου­μο­ρι­στι­κά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Την επι­νο­εί. Η δου­λειά του βα­σί­ζε­ται —και εξε­λίσ­σει— τη μα­κρά πα­ρά­δο­ση της κοι­νω­νι­κής τέ­χνης του Με­ξι­κού, μια τέ­χνη που προ­σπα­θεί, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας χιού­μορ και ει­ρω­νεία, να δώ­σει νό­η­μα (και χα­μό­γε­λο) στον πε­ρί­πλο­κο κό­σμο που μας πε­ρι­βάλ­λει. «Τα σκί­τσα του Feggo επι­θέ­τουν με­ξι­κα­νι­κές ει­κό­νες πά­νω από το αστι­κό το­πίο της Νέ­ας Υόρ­κης, κλεί­νο­ντας παι­χνι­διά­ρι­κα το μά­τι στην πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα», έγρα­ψε για τη δου­λειά του το πε­ριο­δι­κό New Yorker.

(φωτογραφία: Eugenio Castro)
(φωτογραφία: Eugenio Castro)
  • Από το Με­ξι­κό στη Νέα Υόρ­κη. Μί­λη­σέ μας για τις ρί­ζες σου, πώς έγι­νες σκι­τσο­γρά­φος και πώς… με­τα­φυ­τεύ­θη­κες τε­λι­κά στο Μαν­χά­ταν.

«Γεν­νή­θη­κα στην Κου­ερ­να­βά­κα, την “Πό­λη της Αιώ­νιας Άνοι­ξης” όπως τη λέ­νε. Μό­λις μια ώρα από­στα­ση από την Πό­λη του Με­ξι­κού και εκα­το­ντά­δες έτη φω­τός μα­κριά από τον κο­σμο­πο­λι­τι­σμό. Η μη­τέ­ρα μου συ­νή­θι­ζε να μου δί­νει μο­λύ­βια, μπο­γιές και μπλοκ για να την αφή­νω στην ησυ­χία της, κά­τι που μοι­ραία με οδή­γη­σε στο βα­σί­λειο των σκί­τσων. Στην εφη­βεία μου άρ­χι­σα να κά­νω τις πρώ­τες μου γε­λοιο­γρα­φί­ες εμπνε­ό­με­νος από τα αμε­ρι­κα­νι­κά πε­ριο­δι­κά Mad και National Lampoon, τα οποία διά­βα­ζα μα­νιω­δώς κά­θε φο­ρά που πή­γαι­να να δω τη θεία Έλε­να. Σπου­δαία υπό­θε­ση η θεία! Δού­λευε στο μο­να­δι­κό μα­γα­ζί της πε­ριο­χής που που­λού­σε αμε­ρι­κα­νι­κά πε­ριο­δι­κά. Τό­τε δεν μπο­ρού­σα να φα­ντα­στώ ότι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το Mad και το National Lampoon θα δη­μο­σί­ευαν τη δου­λειά μου και ότι θα γνώ­ρι­ζα από κο­ντά και θα γι­νό­μουν φί­λος με πολ­λούς κα­τα­ξιω­μέ­νους γε­λοιο­γρά­φους που θαύ­μα­ζα από παι­δί. Στην ίδια ηλι­κία, έμα­θα μό­νος μου να ζω­γρα­φί­ζω με ακουα­ρέ­λες και έκα­να ό,τι μπο­ρείς να φα­ντα­στείς: από σκη­νές μα­χών του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου και δια­στη­μό­πλοια, μέ­χρι μο­ντέ­λα της Φόρ­μου­λα-1. Εί­ναι με­γά­λη σύμ­πτω­ση που, πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, βρέ­θη­κα να σκι­τσά­ρω γε­λοιο­γρα­φί­ες με θέ­μα τη Φόρ­μου­λα-1, για το πε­ριο­δι­κό της Red Bull “Red Bulletin”. Όταν τέ­λειω­σα το γυ­μνά­σιο, η μη­τέ­ρα μου με εν­θάρ­ρυ­νε να μπω στη Σχο­λή Οπτι­κών Τε­χνών του Εθνι­κού Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στην Πό­λη του Με­ξι­κού. Από την πρώ­τη στιγ­μή ένιω­σα εκεί σαν ψά­ρι μέ­σα στο νε­ρό. Λά­τρε­ψα αυ­τή την τε­ρά­στια πό­λη, με τους διά­φο­ρους πο­λι­τι­σμούς που συ­νυ­πάρ­χουν μέ­σα της: η προ­κο­λομ­βια­νή, η αποι­κιο­κρα­τι­κή και η σύγ­χρο­νη κουλ­τού­ρα. Δια­νο­ού­με­νοι, καλ­λι­τέ­χνες, μου­σεία, συ­ναυ­λί­ες, εκ­θέ­σεις έδι­ναν τον τό­νο στην πο­λι­τι­στι­κή ζωή της πρω­τεύ­ου­σας. Πή­ρα το πτυ­χίο μου στις Οπτι­κές Τέ­χνες, με ει­δί­κευ­ση στη δη­μό­σια τέ­χνη και στη ζω­γρα­φι­κή. Στην αρ­χή δού­λε­ψα πο­λύ με αφη­ρη­μέ­νες γε­ω­με­τρι­κές φόρ­μες, επη­ρε­α­σμέ­νος από τον Frank Stella και τον Joseph Albers. Όσο σπού­δα­ζα τη “σο­βα­ρή” τέ­χνη, συ­νέ­χι­ζα να σκι­τσά­ρω γε­λοιο­γρα­φί­ες. Μια κα­λή αφορ­μή υπήρ­ξε η εφη­με­ρί­δα που εξέ­δι­δε το Πα­νε­πι­στή­μιο για εσω­τε­ρι­κή δια­κί­νη­ση. Έδει­ξα τα σκί­τσα μου στην υπεύ­θυ­νη κα­θη­γή­τρια, της άρε­σαν και μου πρό­τει­νε να τα δη­μο­σιεύ­σουν. Φαί­νε­ται πως άρε­σαν και στην πα­νε­πι­στη­μια­κή κοι­νό­τη­τα, έτσι άρ­χι­σα να δη­μο­σιεύω γε­λοιο­γρα­φί­ες σε τα­κτι­κή βά­ση. Τό­τε ήταν που υιο­θέ­τη­σα την υπο­γρα­φή Feggo, σύμ­πτυ­ξη του Felipe Galindo Gomez, με την οποία πο­ρεύ­τη­κα επαγ­γελ­μα­τι­κά. Ακο­λου­θώ­ντας τη βα­θύ­τε­ρη επι­θυ­μία μου, αντί για ζω­γρά­φος έγι­να τε­λι­κά σκι­τσο­γρά­φος, δια­τη­ρώ­ντας όμως κά­ποιες στα­θε­ρές: Ήμουν και πα­ρα­μέ­νω επί­μο­νος πα­ρα­τη­ρη­τής, αφο­σιω­μέ­νος ανα­γνώ­στης και πα­θια­σμέ­νος με την Τέ­χνη, την Ιστο­ρία και το Χιού­μορ — το τε­λευ­ταίο σκό­πι­μα με κε­φα­λαίο αρ­χι­κό. Αυ­τά τα στοι­χεία κα­θο­ρί­ζουν σε με­γά­λο βαθ­μό τη μα­τιά μου και τη δου­λειά μου.»

  • Ποιες ήταν οι με­γα­λύ­τε­ρες επιρ­ρο­ές σου;

«Όπως ανέ­φε­ρα προη­γου­μέ­νως, το ασε­βές χιού­μορ των Αμε­ρι­κα­νών γε­λοιο­γρά­φων τί­να­ξε το μυα­λό μου στην εφη­βεία, αλ­λά το σχε­δια­στι­κό τους στιλ δεν μου ταί­ρια­ζε. Δο­κί­μα­σα τις δι­κές μου ιδέ­ες με ένα δι­κό μου σχε­δια­στι­κό στιλ, προ­σπα­θώ­ντας να απο­κτή­σω “οπτι­κή ταυ­τό­τη­τα”. Δύο Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νοι σκι­τσο­γρά­φοι με επη­ρέ­α­σαν στα πρώ­τα μου βή­μα­τα. Ο ένας ήταν ο Αρ­γε­ντι­νός Joaquín Salvador Lavado, πα­γκο­σμί­ως γνω­στός ως Quino, δη­μιουρ­γός του κό­μικς στριπ της Μα­φάλ­ντα, αλ­λά και εκα­το­ντά­δων γε­λοιο­γρα­φιών χω­ρίς λε­ζά­ντες. Ο άλ­λος που με επη­ρέ­α­σε απο­φα­σι­στι­κά, ήταν ο συ­μπα­τριώ­της μου Rius, ψευ­δώ­νυ­μο του Eduardo del Rio, η δου­λειά του οποί­ου εί­χε έντο­νο πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό πε­ριε­χό­με­νο, με μια με­γά­λη και ετε­ρό­κλη­τη θε­μα­το­λο­γία: χορ­το­φα­γία, Μαρξ, ναρ­κω­τι­κά, θρη­σκεία, τζαζ, φι­λο­σο­φία κ.ό.κ.. Στο Με­ξι­κό έχουν εκ­δο­θεί μέ­χρι σή­με­ρα γύ­ρω στα 125 άλ­μπουμ με κό­μικς και συλ­λο­γές γε­λοιο­γρα­φιών του, απο­τε­λώ­ντας αν δεν κά­νω λά­θος, πα­γκό­σμιο εκ­δο­τι­κό ρε­κόρ σε αυ­τό τον το­μέα. Ο Rius ήταν με­γά­λος δά­σκα­λος και ενέ­πνευ­σε πολ­λούς γε­λοιο­γρά­φους της νε­ό­τε­ρης γε­νιάς στη χώ­ρα μου. Για μέ­να υπήρ­ξε και ένας πο­λύ κα­λός φί­λος, μέ­χρι τον πρό­σφα­το θά­να­τό του».

  • Πώς ήταν τα πρώ­τα επαγ­γελ­μα­τι­κά σου βή­μα­τα;

«Το 1980 μου δό­θη­κε η ευ­και­ρία να κά­νω ένα κό­μικς στριπ για το χιου­μο­ρι­στι­κό έν­θε­το της εφη­με­ρί­δας UnoMásUno, με έδρα την Πό­λη του Με­ξι­κού. Υπεύ­θυ­νος εκεί­νου του έν­θε­του ήταν ένας γνω­στός γε­λοιο­γρά­φος, ο Magú (Bulmaro Castellanos), μια ακό­μα μορ­φή στη νε­ό­τε­ρη ιστο­ρία της με­ξι­κά­νι­κης γε­λοιο­γρα­φί­ας. Με το έν­θε­το αυ­τό θέ­λη­σε να δώ­σει χώ­ρο και ώθη­ση σε νέ­ους ανερ­χό­με­νους σκι­τσο­γρά­φους, απο­κλει­στι­κά από το Με­ξι­κό, αντί να αγο­ρά­ζει τα δι­καιώ­μα­τα δη­μο­σί­ευ­σης αμε­ρι­κα­νι­κού υλι­κού όπως έκα­ναν οι υπό­λοι­πες εφη­με­ρί­δες, Ο Μagú υπήρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κός στη δη­μιουρ­γία μιας νέ­ας γε­νιάς σκι­τσο­γρά­φων. Ανά­με­σά τους και εγώ, με τα πρώ­τα “επί­ση­μα” δείγ­μα­τα της δου­λειάς μου. Ξε­κί­νη­σα με το “Severiano”, που εί­χε ως πρω­τα­γω­νι­στή ένα νε­α­ρό ζω­γρά­φο ο οποί­ος πά­λευε να τα κα­τα­φέ­ρει. Με λί­γα λό­για, η δι­κή μου ζωή εκεί­να τα χρό­νια και οι δυ­σκο­λί­ες που αντι­με­τώ­πι­ζα για να βρω δου­λειά. Οι χιου­μο­ρι­στι­κές πε­ρι­πέ­τειες του ήρωά μου άρε­σαν και το κό­μικς στριπ συ­νέ­χι­σε να δη­μο­σιεύ­ε­ται για δύο χρό­νια. Ακο­λού­θη­σε το “Ficciomanias”, όπου εί­χα πλέ­ον την από­λυ­τη ελευ­θε­ρία να πλά­θω φα­ντα­στι­κά γε­γο­νό­τα και να δη­μιουρ­γώ σου­ρε­α­λι­στι­κές κα­τα­στά­σεις, στοι­χεία που εξα­κο­λου­θούν να χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τη δου­λειά μου».

Νέος Μετανάστης (από τη σειρά «Manhatitlan»)

Νέος Μετανάστης (από τη σειρά «Manhatitlan»)

Νέος Μετανάστης (από τη σειρά «Manhatitlan»)


  • Μπο­ρείς να μας πε­ρι­γρά­ψεις τη σχε­δια­στι­κή… ρου­τί­να σου; Πό­σο συ­χνά σκι­τσά­ρεις, πό­σες ώρες τη μέ­ρα, πώς και πό­σο ορί­ζει την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά σου αυ­τή η δια­δι­κα­σία;

«Σί­γου­ρα εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από ρου­τί­να. Νο­μί­ζω ότι απο­τε­λεί ένα εί­δος τε­λε­τουρ­γί­ας για εμέ­να. Ακο­λου­θώ ένα ρυθ­μό ερ­γα­σί­ας που μου επι­τρέ­πει να δου­λεύω πα­ράλ­λη­λα διά­φο­ρα πράγ­μα­τα χω­ρίς να χά­νω το μυα­λό μου -του­λά­χι­στον, όχι εντε­λώς. Ξε­κι­νώ να δου­λεύω γύ­ρω στις 9 το πρωί και τις πε­ρισ­σό­τε­ρες μέ­ρες τε­λειώ­νω γύ­ρω στις 11 το βρά­δι, με εν­διά­με­σα δια­λείμ­μα­τα για φα­γη­τό, εξό­δους και διά­βα­σμα. Κά­θε εβδο­μά­δα ετοι­μά­ζω 7-10 γε­λοιο­γρα­φί­ες για το New Yorker, που δη­μο­σιεύ­ει σε τα­κτι­κή βά­ση τη δου­λειά μου στην έντυ­πη και στην ηλε­κτρο­νι­κή του έκ­δο­ση. Πά­ντως, πρέ­πει να πω ότι ο αντα­γω­νι­σμός εί­ναι σκλη­ρός. Κά­θε εβδο­μά­δα δέ­χο­νται στο πε­ριο­δι­κό δε­κά­δες γε­λοιο­γρα­φί­ες, από επαγ­γελ­μα­τί­ες σκι­τσο­γρά­φους, για να επι­λέ­ξουν μό­νο μια ντου­ζί­να για κά­θε τεύ­χος. Από την άλ­λη, αυ­τή η “μά­χη” για την επι­λο­γή έχει και τα κα­λά της: εί­ναι μια εξαι­ρε­τι­κή γυ­μνα­στι­κή του μυα­λού στο κυ­νή­γι της κα­λής ιδέ­ας. Εκτός από το New Yorker, γε­λοιο­γρα­φί­ες μου δη­μο­σιεύ­ο­νται και στο διε­θνή τύ­πο, δι­δά­σκω σε μια καλ­λι­τε­χνι­κή σχο­λή και πα­ρου­σιά­ζω τα έρ­γα μου σε ατο­μι­κές και ομα­δι­κές εκ­θέ­σεις, στις ΗΠΑ και στο εξω­τε­ρι­κό. Όπως ανέ­φε­ρα προη­γου­μέ­νως, δου­λεύω ταυ­τό­χρο­να διά­φο­ρα πρό­τζεκτ, πράγ­μα που με κά­νει να νιώ­θω σαν τον Άν­θρω­πο του Βι­τρού­βιου του ντα Βίν­τσι».

  • Το σκι­τσά­ρι­σμα εί­ναι για σέ­να χα­ρά, ή… πο­νο­κέ­φα­λος;

«Πα­ρό­λο που μου προ­σφέ­ρει με­γά­λη ευ­χα­ρί­στη­ση, η σχε­δί­α­ση δεν εί­ναι εύ­κο­λη δια­δι­κα­σία. Προη­γεί­ται η ιδέα, που συ­νή­θως έρ­χε­ται ανα­πά­ντε­χα. Ο,τι­δή­πο­τε και σε κά­θε στιγ­μή μπο­ρεί να γεν­νή­σει μια ιδέα: Κά­ποια συ­ζή­τη­ση που άκου­σα, μια σκη­νή δρό­μου στις βόλ­τες μου, ένας ιδιό­μορ­φος πε­ρα­στι­κός, κά­ποια εί­δη­ση, ή μια ιστο­ρία που διά­βα­σα κ.λπ. Ση­μειώ­νω στο μπλο­κά­κι που πά­ντα κου­βα­λώ μα­ζί μου αυ­τή την πρώ­ι­μη ιδέα και την επε­ξερ­γά­ζο­μαι αρ­γό­τε­ρα στο σχε­δια­στή­ριο. Έχω πολ­λά μπλο­κά­κια γε­μά­τα με τέ­τοιες ση­μειώ­σεις. Απο­τε­λούν μια χρή­σι­μη τρά­πε­ζα ιδε­ών που διαρ­κώς με­γα­λώ­νει. Έλε­γα πριν ότι η σχε­δί­α­ση δεν εί­ναι εύ­κο­λη δια­δι­κα­σία για μέ­να -και πολ­λούς άλ­λους συ­να­δέλ­φους, φα­ντά­ζο­μαι. Κά­νω διά­φο­ρα δο­κι­μα­στι­κά σκί­τσα μέ­χρι να κα­τα­λή­ξω στη σω­στή ει­κό­να. Σί­γου­ρα εί­ναι μια χρο­νο­βό­ρα και κου­ρα­στι­κή δια­δι­κα­σία. Εί­ναι πα­ρή­γο­ρο πά­ντως. κά­τι που διά­βα­σα σε ένα βι­βλίο σχε­τι­κά με τα στά­δια που ακο­λού­θη­σε ο Πι­κά­σο ζω­γρα­φί­ζο­ντας τις “Δε­σποι­νί­δες της Αβι­νιόν”: Έκα­νε πε­ρισ­σό­τε­ρα από 100 προ­σχέ­δια πριν κα­τα­λή­ξει στον πί­να­κα που γνω­ρί­ζου­με. Με­τά από αυ­τό δεν νιώ­θω άσχη­μα εάν χρειά­ζε­ται να κά­νω αρ­κε­τά σκί­τσα, πριν φτά­σω στο επι­θυ­μη­τό απο­τέ­λε­σμα.»

  • Οι γε­λοιο­γρα­φί­ες σου προ­κύ­πτουν από φυ­σι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση, ή φα­ντά­ζε­σαι κα­τα­στά­σεις που προ­κα­λούν γέ­λιο;

«Μου εί­ναι αδύ­να­τον να βλέ­πω την κα­θη­με­ρι­νή ζωή, χω­ρίς τα φίλ­τρα της φα­ντα­σί­ας μου. Κά­πο­τε, κά­ποιος με ρώ­τη­σε πώς εί­ναι να ζεις με ένα “δια­νοη­τι­κό τσίρ­κο” στο κε­φά­λι. Υπάρ­χουν πά­ντα ερε­θί­σμα­τα της μα­τιάς και του μυα­λού που μου προ­σφέ­ρουν ιδέ­ες. Εμπνέ­ο­μαι από κα­θη­με­ρι­νές κα­τα­στά­σεις και τις φορ­τί­ζω χιου­μο­ρι­στι­κά, με το να βγά­ζω κά­τι ανα­πά­ντε­χο μέ­σα από το “φυ­σιο­λο­γι­κό”. Εκεί εί­ναι που το μυα­λό μου απο­δει­κνύ­ε­ται χρή­σι­μο: Όταν εφευ­ρί­σκει μια συ­στρο­φή σε συ­νή­θεις κα­τα­στά­σεις. Ακό­μα και κά­ποιες ιδέ­ες-κλι­σέ, όπως ένας ναυα­γός σε ξε­ρο­νή­σι, ή κά­ποιος που έχει χα­θεί στην έρη­μο, με πα­ρα­κι­νούν να τις προ­σεγ­γί­σω με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Μου αρέ­σει επί­σης να ανα­μει­γνύω το πα­ρελ­θόν με το πα­ρόν, κα­θώς και την κα­τα­γω­γή μου με το πε­ρι­βάλ­λον της ση­με­ρι­νής ζω­ής μου. Κά­τι τέ­τοιο εί­ναι η σει­ρά “Manhatitlan”, συν­δυα­σμός των λέ­ξε­ων Μαν­χά­ταν και Τε­νο­τστί­τλαν, πρω­τεύ­ου­σα της αυ­το­κρα­το­ρί­ας των Αζ­τέ­κων. Πρό­κει­ται για μια ενό­τη­τα σκί­τσων με στοι­χεία της με­ξι­κα­νι­κής κουλ­τού­ρας, όπως οι μυ­θο­λο­γι­κοί ήρω­ες των Αζ­τέ­κων, σε αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με το αστι­κό το­πίο της Νέ­ας Υόρ­κης.»

  • Εκτός από τη φα­ντα­σία υπάρ­χει και η πε­ζή, σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πώς σχο­λιά­ζεις τα τρέ­χο­ντα κοι­νω­νι­κά ή πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα μέ­σα από τη δου­λειά σου;;

«Κά­νω τό­σο πο­λι­τι­κές όσο και μη-πο­λι­τι­κές γε­λοιο­γρα­φί­ες. Ζώ­ντας σε μια πο­λυ­φυ­λε­τι­κή και πο­λυ­ε­θνι­κή χώ­ρα, θε­ω­ρώ υπο­χρέ­ω­ση να στέ­κο­μαι απέ­να­ντι στο ρα­τσι­σμό, στις κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες, στην απάν­θρω­πη με­τα­χεί­ρι­ση των με­τα­να­στών. Θε­ω­ρώ τον εαυ­τό μου οπτι­κό ακτι­βι­στή. Εκ­φρά­ζω αυ­τά που πι­στεύω με όχη­μα τα σκί­τσα μου, προ­σπα­θώ­ντας να ευαι­σθη­το­ποι­ή­σω το κοι­νό με τον ανά­λα­φρο μαν­δύα του χιού­μορ. Η προ­ε­δρία του Τραμπ βομ­βάρ­δι­σε τον κό­σμο με ένα διαρ­κές μπα­ράζ ψε­μά­των και εφάρ­μο­σε μια οπι­σθο­δρο­μι­κή πο­λι­τι­κή, πράγ­μα που πρό­σφε­ρε δε­κά­δες αφορ­μές για να κά­νω πο­λι­τι­κές γε­λοιο­γρα­φί­ες. Σχο­λιά­ζω επί­σης την όλο και πιο απει­λη­τι­κή κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή και τα πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κά προ­βλή­μα­τα. Αρ­κε­τά από αυ­τά τα σκί­τσα έχουν βρα­βευ­θεί σε διε­θνείς δια­γω­νι­σμούς και ένας λό­γος για αυ­τό εί­ναι ότι έχουν ένα άμε­σα ανα­γνώ­σι­μο μή­νυ­μα. Μια γε­λοιο­γρα­φία ιδιαί­τε­ρα, τα “Αρ­κτι­κά πά­ντα”, έχει τι­μη­θεί με τα πε­ρισ­σό­τε­ρα βρα­βεία και έλα­βε τι­μη­τι­κή διά­κρι­ση από τον ΟΗΕ».

  • Πέ­ρα από τα σκί­τσα, υπάρ­χουν άλ­λες μορ­φές καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης που σου φαί­νο­νται το ίδιο ή πιο ελ­κυ­στι­κές;

«Με εν­δια­φέ­ρουν όλα τα εί­δη, από την προ-Κο­λομ­βια­νή τέ­χνη μέ­χρι τη σύγ­χρο­νη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή. Ασχο­λού­μαι με μια ποι­κι­λία ει­κα­στι­κών εφαρ­μο­γών, αλ­λά πά­ντο­τε εν­σω­μα­τώ­νο­ντας χιου­μο­ρι­στι­κά στοι­χεία. Ακο­λου­θώ διά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις, όπως εί­ναι η δη­μό­σια τέ­χνη. Η Μη­τρο­πο­λι­τι­κή Υπη­ρε­σία Συ­γκοι­νω­νιών (ΜΤΑ) της Νέ­ας Υόρ­κης, μου ανέ­θε­σε τη δη­μιουρ­γία κά­ποιων έρ­γων τέ­χνης για ένα σταθ­μό του με­τρό. Η υπη­ρε­σία αυ­τή διευ­θύ­νει το με­τρό και τα λε­ω­φο­ρεία της πό­λης, κα­θώς και δη­μο­τι­κές το­πο­θε­σί­ες όπως εί­ναι οι γέ­φυ­ρες και τα τού­νελ. Εφαρ­μό­ζουν ένα καλ­λι­τε­χνι­κό πρό­γραμ­μα που εντάσ­σει σε δη­μό­σιους χώ­ρους ποι­ή­μα­τα, αφί­σες με ει­κα­στι­κό πε­ριε­χό­με­νο και έρ­γα τέ­χνης από μω­σαϊ­κό, μέ­ταλ­λο ή γυα­λί. Σε αυ­τό το πλαί­σιο μου ανέ­θε­σαν να δη­μιουρ­γή­σω τέσ­σε­ρεις υα­λο­γρα­φί­ες για το σταθ­μό της 231ης οδού, στη γραμ­μή που δια­σχί­ζει το βό­ρειο τμή­μα του Μαν­χά­ταν. Η το­πο­θε­σία όπου έγι­νε η εγκα­τά­στα­ση μου έδω­σε την ιδέα για τις συν­θέ­σεις των τεσ­σά­ρων έρ­γων με τί­τλο “Μα­γι­κός ρε­α­λι­σμός στο Kingsbridge”. Η πε­ριο­χή έχει πά­ρει το όνο­μά της από τη γέ­φυ­ρα που συ­νέ­δεε κά­πο­τε το Μαν­χά­ταν με το Μπρονξ, μέ­χρι που έκο­ψαν ένα με­γά­λο τμή­μα του εδά­φους για να διευ­ρύ­νουν το East River. Αυ­τό μου έδω­σε τη βα­σι­κή ιδέα, με έναν επι­βά­τη που βγαί­νει από τον υπό­γειο σταθ­μό του με­τρό για να βρε­θεί στη μέ­ση της θά­λασ­σας. Σε προ­σω­πι­κό επί­πε­δο έχω ονο­μά­σει αυ­τά τα έρ­γα “τε­τρά­δυ­μα”, επει­δή ο χρό­νος που χρειά­στη­κε για την ολο­κλή­ρω­σή τους ήταν ίδιος με μία κύ­η­ση. Εν­νέα μή­νες ακρι­βώς. Εί­ναι μια πο­λύ ξε­χω­ρι­στή δη­μιουρ­γία για μέ­να, επει­δή, εντε­λώς τυ­χαία, εγκαι­νιά­στη­καν τη μέ­ρα που συ­μπλη­ρώ­θη­καν 25 χρό­νια από την εγκα­τά­στα­σή μου στο Μαν­χά­ταν. Χαί­ρο­μαι πο­λύ που μου δό­θη­κε η ευ­και­ρία να κά­νω δη­μό­σια τέ­χνη με τα σκί­τσα μου. Αν δεν κά­νω λά­θος, πρέ­πει να εί­μαι ο πρώ­τος γε­λοιο­γρά­φος που έκα­νε κά­τι τέ­τοιο στη Νέα Υόρ­κη».

  • Εκτός από τις υα­λο­γρα­φί­ες, έχεις χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τα σκί­τσα σου και σε άλ­λους το­μείς;

«Αυ­τό έγι­νε σε μια άλ­λη ανά­θε­ση, εκ μέ­ρους του Μη­τρο­πο­λι­τι­κού Μου­σεί­ου της Νέ­ας Υόρ­κης. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, σχε­δί­α­σα τις σα­κού­λες για το πω­λη­τή­ριο του μου­σεί­ου. Ει­κο­νί­ζουν επι­σκέ­πτες να βλέ­πουν τα έρ­γα που εκτί­θε­νται στη Διαρ­κή Συλ­λο­γή. Θα έλε­γα μά­λι­στα, ότι σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση τα σκί­τσα μου… δεν εί­ναι ακί­νη­τα. “Κυ­κλο­φο­ρούν” στην πό­λη, χά­ρη στους επι­σκέ­πτες που με­τα­φέ­ρουν τις σα­κού­λες. Θα μπο­ρού­σα επί­σης να ανα­φέ­ρω μια σει­ρά ει­κα­στι­κών έρ­γων που βα­σί­ζο­νται σε ανα­κυ­κλω­μέ­να υλι­κά. Έχω ονο­μά­σει αυ­τή τη σει­ρά “Με­τα­χει­ρι­σμέ­να / Επα­να­χρη­σι­μο­ποιού­με­να” και δου­λεύω συ­νται­ριά­ζο­ντας τα σκί­τσα με υλι­κά που συ­νή­θως απορ­ρί­πτο­νται: Σα­κού­λες, χάρ­τι­να πιά­τα και πο­τή­ρια, δια­φη­μι­στι­κά φυλ­λά­δια, χαρ­τό­κου­τες κ.λπ. Τα μο­ντά­ρω σε κά­δρα, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας πά­νω τους σκί­τσα με αν­θρώ­πους και σκη­νές της πό­λης. Σε αυ­τό το πλαί­σιο, σκι­τσά­ρι­σα πά­νω σε ένα κύ­πελ­λο κα­φέ και το έρ­γο πα­ρου­σιά­στη­κε από την Village Voice. Αυ­τά τα κύ­πελ­λα κα­φέ, που τώ­ρα έχουν δυ­στυ­χώς εξα­φα­νι­στεί, ήταν πο­λύ δια­δε­δο­μέ­να πριν την επο­χή των Starbucks. Ήταν δια­κο­σμη­μέ­να με ελ­λη­νι­κούς μαιάν­δρους, για­τί τα πρό­σφε­ραν στα λε­γό­με­να Ελ­λη­νι­κά Κα­φέ, οι ιδιο­κτή­τες των οποί­ων ήταν στην πλειο­ψη­φία τους Ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νοί».

  • Μι­λώ­ντας για Ελ­λά­δα, γνω­ρί­ζω ότι έχεις επι­σκε­φθεί τη χώ­ρα μας όχι μό­νο ως του­ρί­στας, αλ­λά και εξαι­τί­ας κά­ποιων καλ­λι­τε­χνι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων. Τι εντυ­πώ­σεις απο­κό­μι­σες;

«Στην Ελ­λά­δα έχω έρ­θει τέσ­σε­ρεις φο­ρές. Την πρώ­τη ως απλός του­ρί­στας, με­τά για μια ατο­μι­κή έκ­θε­ση, κα­τό­πιν για να συμ­με­τά­σχω σε ένα διε­θνές ερ­γα­στή­ριο γε­λοιο­γρα­φί­ας και τέ­λος για να πα­ρα­λά­βω ένα βρα­βείο, στο πλαί­σιο ενός σχε­τι­κού δια­γω­νι­σμού. Θυ­μά­μαι την πρώ­τη επί­σκε­ψη στα 80’ς. Τό­τε ήμουν ακό­μα ένας “ιθα­γε­νής” Με­ξι­κα­νός που δο­κί­μα­ζε την τύ­χη του στη Νέα Υόρ­κη. Χρειά­στη­κε λοι­πόν να ανα­νε­ώ­σω τη βί­ζα μου, βγαί­νο­ντας για λί­γο από τις ΗΠΑ και τό­τε ανα­κά­λυ­ψα με έκ­πλη­ξη ότι το αε­ρο­πο­ρι­κό ει­σι­τή­ριο ήταν φθη­νό­τε­ρο για την Ελ­λά­δα απ’ ό,τι για την πα­τρί­δα μου. Η δεύ­τε­ρη έκ­πλη­ξη για μέ­να ήταν ότι η Αθή­να θύ­μι­ζε έντο­να την Πό­λη του Με­ξι­κού στο κυ­κλο­φο­ρια­κό, στο θό­ρυ­βο, στη μό­λυν­ση της ατμό­σφαι­ρας, αλ­λά και στη φι­λό­ξε­νη διά­θε­ση. Το επό­με­νο τα­ξί­δι μου έγι­νε στο τέ­λος της δε­κα­ε­τί­ας του ’90. Η Ελ­λά­δα προ­σπα­θού­σε να προ­λά­βει την υπό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη, προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νη για το ευ­ρώ. Το οποίο, κα­τά τα άλ­λα, οδή­γη­σε τις τι­μές στα ύψη. Πά­ει ο και­ρός των 8 δο­λα­ρί­ων για δια­νυ­κτέ­ρευ­ση σε ξε­νο­δο­χείο απέ­να­ντι από τη Μη­τρό­πο­λη. Δεν θυ­μά­μαι αν εί­χε εκτο­ξευ­θεί και η τι­μή του ού­ζου. Πα­ρ’ όλα αυ­τά άξι­ζε τον κό­πο. Οφεί­λω να πω ότι η Ελ­λά­δα υπήρ­ξε για μέ­να μια διαρ­κής πη­γή έμπνευ­σης και αρ­κε­τά συ­χνά βρί­σκει τρό­πο να ει­σχω­ρεί στις γε­λοιο­γρα­φί­ες μου. Σε κά­θε τα­ξί­δι μου σκι­τσά­ρι­ζα πρό­χει­ρα και κρα­τού­σα ση­μειώ­σεις. Από το υλι­κό αυ­τό προ­έ­κυ­ψε μια “χει­ρο­ποί­η­τη” έκ­δο­ση σκί­τσων με θέ­μα την Ελ­λά­δα. Ελ­πί­ζω να επι­σκε­φθώ ξα­νά τη χώ­ρα σας, για να πραγ­μα­τώ­σω ένα πα­λιό μου όνει­ρο. Θέ­λω να βρω τον Δία για να του υπο­βάλ­λω τα σέ­βη μου. Πι­στεύω ότι κρύ­βε­ται μέ­σα σε κά­ποια από τις εκα­το­ντά­δες γά­τες που λιά­ζο­νται στα νη­σιά του Αι­γαί­ου.»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: