Ένα κίτρινο παιδί στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897

Η προμετωπίδα της «ελληνικής» σελίδας του ημερολογίου, με τη σημαδιακή ημερομηνία δημοσίευσης. Ο δημιουργός του κόμικς, Ρίτσαρντ Φέλτον Άουτκολτ (1863-1928) Το σχεδιαστήριο του Ρίτσαρντ Φ. Άουτκολτ με τα σκίτσα του να… ξεσαλώνουν (λεπτομέρεια). Το Κίτρινο Παιδί με μια ιδιόχειρη αφιέρωση του σχεδιαστή. Η πανηγυρική αναχώρηση του Κίτρινου Παιδιού για το «Γύρο του Κόσμου», με τελευταίο σταθμό την Ελλάδα. Ο επίλογος του ημερολογίου: Ο φιλέλληνας Μίκι Ντούγκαν έγινε, εξ ανάγκης, φιλότουρκος.

 

 

Το μακρινό 1897 η Ελλάδα υποδέχθηκε έναν ιδιαίτερο επισκέπτη εξ Αμερικής. Τον διέκρινε το γεγονός ότι δεν είχε σάρκα και οστά, αλλά ήταν φτιαγμένος από σινική μελάνη και κίτρινο χρώμα. Ξεχώριζε επίσης επειδή δεν είχε έλθει για τουρισμό (έστω ως σκίτσο), αλλά για να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τον ατυχή, όπως ονομάστηκε, Ελληνοτουρκικό πόλεμο της χρονιάς εκείνης. Ένα πόλεμο που είχε ως αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, στο οποίο η ελληνική πλειοψηφία της Οθωμανικής επαρχίας της Κρήτης επιθυμούσε, δια των όπλων, την Ένωση με την Ελλάδα. Το πώς αναμείχθηκε ένα σκίτσο από την άλλη άκρη του Ατλαντικου, σε ένα πραγματικό πόλεμο επί ελληνικού εδάφους, είναι κάτι στο οποίο μόνο το κόμικς και κάποιοι πολεμικοί ανταποκριτές μπορούν να απαντήσουν. Εν αρχή ην το Κίτρινο Παιδί (Yellow Kid). Όχι ένα οποιοδήποτε παιδί, αλλά εκείνο που σηματοδότησε με την παρουσία του την επίσημη έναρξη της ιστορίας των κόμικς. Ο Μίκι Ντούγκαν, πιο γνωστός με το προσωνύμιο Κίτρινο Παιδί (εξαιτίας της μακριάς κίτρινης πουκαμίσας που φορούσε) ήταν ο πρωταγωνιστής ενός κόμικς που σχεδίαζε ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Φ. Άουτκολτ. Εμφανίστηκε στο στερέωμα του αμερικανικού τύπου το Φεβρουάριο του 1895, αρχικά στις σελίδες της εφημερίδας New York World που εξέδιδε ο Τζόζεφ Πούλιτζερ και αργότερα στην αντίπαλη εφημερίδα, New York Journal, του μεγαλοεκδότη Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ (πηγή έμπνευσης του Όρσον Oυέλς για το «Πολίτης Κέιν»).

Εκτός από πρώτος, επίσημα αναγνωρισμένος, ήρωας των κόμικς, το Κίτρινο Παιδί υπήρξε διάσημο για δύο ακόμα λόγους. Ο πρώτος αφορά τα ίδια τα κόμικς, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται στη δημοσιογραφία, ή μάλλον σε ένα συγκεκριμένο όσο και διαβόητο είδος της. Ως προς τα κόμικς, το Κίτρινο Παιδί κατέχει άλλη μια σημαντική πρωτιά. Εκτός από τα σύντομα κείμενα και μονολόγους που ήταν γραμμένα πάνω στην πουκαμίσα του, με την πάροδο του χρόνου εμφανίστηκαν εντός των εικόνων τα γνωστά «μπαλονάκια» του λόγου, που περιείχαν τους διαλόγους των ηρώων (μέχρι τότε γράφονταν κάτω από τις εικόνες, συνήθως σε ρίμα). Αυτό υπήρξε θεμελιώδες στην οπτική γλώσσα των κόμικς που διαμορφωνόταν τότε, γιατί ενοποίησε στη ματιά των αναγνωστών λόγο και εικόνα σε «σάρκα μία». Ο δεύτερος λόγος της (ανεπιθύμητης σε αυτή την περίπτωση) δημοσιότητας του Κίτρινου Παιδιού είναι ότι έγινε αφορμή για την ύπαρξη ενός αρνητικού όρου στη δημοσιογραφία. Ο «κιτρινισμός» στον τύπο προέκυψε από δύο γεγονότα. Το ένα αφορούσε τη μάχη των πωλήσεων μεταξύ των δύο αντίπαλων εφημερίδων που δημοσίευσαν, διαδοχικά, το Κίτρινο Παιδί. Επιδιώκοντας την αύξηση των πωλήσεων, αμφότερες κατέφυγαν στη δημοσίευση «συγκλονιστικών» ιστοριών, με ανάλογη υπερβολή στις διατυπώσεις. Το δεύτερο, καθοριστικό γεγονός, που συνδέεται άμεσα με το πρώτο, ήταν ο ανήλικος πρωταγωνιστής του κόμικς –ή μάλλον, το χρώμα της πουκαμίσας του. «Κίτρινος» λόγω χρώματος ρούχου και αθυρόστομος σε μεγάλο βαθμό, συνέβαλε, εκών άκων, στην επιβολή του γνωστού απαξιωτικού χαρακτηρισμού για μια μερίδα του τύπου.

Ο μικρούλης πρωταγωνιστής της σειράς «μιλούσε» μια ιδιόμορφη, βάρβαρη σλανγκ, υβρίδιο μεταξύ της ευρωπαϊκής (ιρλανδο-γερμανικής) καταγωγής του και της νεοϋορκέζικης γλώσσας του δρόμου. Η γειτονιά που μεγάλωνε ο Μίκι Ντούγκαν ήταν μια παραγκούπολη, τυπικό δείγμα εξαθλιωμένων περιοχών της Νέας Υόρκης στα τέλη του 19ου αιώνα, που κατοικούνταν από οικογένειες φτωχών μεταναστών. Το Κίτρινο Παιδί, άλλωστε, ήταν κουρεμένο «γουλί»: μια συνήθης εικόνα των παιδιών που έπιαναν ψείρες στα γκέτο της αμερικανικής μεγαλούπολης. Ο ρυπαρός και θορυβώδης δρόμος στον οποίο μεγάλωνε ο Μίκι Ντούγκαν, ένας μικρόκοσμος και ταυτόχρονα μεγάκοσμος για αυτόν, πρόσφερε την ονομασία του στον τίτλο της σειράς. Το «Δρομάκι του Χόγκαν» (Hogan’s alley) έχει οριστεί ως ένα θέατρο εποχής στο γύρισμα του αιώνα, στο οποίο οι ταξικές και φυλετικές εντάσεις του νέου αστικού περιβάλλοντος εκφράζονταν από μια ομάδα σκανταλιάρικων παιδιών που βρίσκονταν «στη λάθος μεριά». Η επιτυχία που γνώρισε, οδήγησε το κόμικς από τις εσωτερικές σελίδες στα πρωτοσέλιδα της New York Journal. Παράλληλα, εγκαινιάστηκε μια παράλληλη δράση του Κίτρινου Παιδιού. Όχι σε μορφή κόμικς, αλλά ως στήλη με το ημερολόγιο που υποτίθεται ότι έγραφε (πάντα σε σλανγκ) ο ίδιος ο ήρωας. Ο τίτλος της στήλης ήταν «Σελίδες από το ημερολόγιο του Κίτρινου Παιδιού» και συνοδευόταν από 1-2 ασπρόμαυρα σκίτσα του πρωταγωνιστή, σε αντίθεση με τη χρωματική πανδαισία του κόμικς. Χάρη σε αυτό το «ημερολόγιο» ο Μίκι Ντούγκαν μπόρεσε να ξεφύγει από τα στενά όρια της γειτονιάς του και να επισκεφθεί διάφορες χώρες του κόσμου. Ανάμεσά τους και την Ελλάδα, παρ’ όλο, ή μάλλον εξαιτίας του πολέμου με την Τουρκία. «Ο Γύρος του Κόσμου με το Κίτρινο Παιδί» όπως τιτλοφορήθηκε αυτή η επιμέρους ενότητα, ξεκίνησε με την αναχώρηση του πιτσιρίκου από το λιμάνι της Νέας Υόρκης, δίνοντας «πάσα» στη στήλη με τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του. Από το κατάστρωμα του υπερωκεανείου «Greater New York», ο Μίκι Ντούγκαν βλέπει κάποιες διασημότητες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, να τον αποχαιρετούν από την προκυμαία. Ο Άουτκολτ φρόντισε να τους ξεχωρίσει από το υπόλοιπο πλήθος με το γνώριμό του τρόπο: γράφοντας τα ονόματά τους πάνω στο ρούχο τους. Ανάμεσα σε εκείνους που παρευρέθηκαν κατά την αναχώρηση ήταν ο Θεόδωρος Ρούσβελτ, τότε ακόμα επιθεωρητής της μητροπολιτικής αστυνομίας, καθώς και ο Ρεπουμπλικάνος δήμαρχος της Νέας Υόρκης. Ουίλιαμ Λ. Στρονγκ, Πριν έρθει στα μέρη μας, το Κίτρινο Παιδί είχε επισκεφθεί κατά σειρά: Αγγλία (Λονδίνο), Σκοτία, Ιρλανδία, Γερμανία (Βαυαρία, Άλπεις), Ρωσία, Γαλλία (Παρίσι), Μόντε Κάρλο, Ισπανία (Μαδρίτη), Ιταλία (Βενετία) και Αίγυπτο (Πυραμίδες). Σε κάθε σταθμό του ταξιδιού, ο Άουτκολτ εύρισκε την ευκαιρία να αναδεικνύει χιουμοριστικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε λαού, καθώς και τα αξιοθέατα των πόλεων που επισκεπτόταν ο ήρωάς του. Ο ίδιος ουδέποτε εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη και το σχεδιαστήριό του. Την προεργασία αναλάμβαναν οι ανταποκριτές της εφημερίδας από τις χώρες που επισκεπτόταν το Κίτρινο Παιδί, παρέχοντάς του στοιχεία και πληροφορίες για τη σύνταξη του ημερολογίου.

Αρχικά, η Ελλάδα δεν υπήρχε στο πρόγραμμα του ταξιδιού. Προστέθηκε εκτάκτως στο τέλος, εξαιτίας του πολέμου που διεξαγόταν στη Θεσσαλία και είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον του διεθνούς τύπου. Το 1897 η ελληνοθωμανική μεθόριος βρισκόταν στις ΝΑ προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων. Μεταξύ των ξένων δημοσιογράφων που είχαν πάει εκεί βρίσκονταν και δύο απεσταλμένοι της New York Journal, οι οποίοι με τις ανταποκρίσεις τους… τροφοδότησαν το κόμικς. Αμφότεροι ήταν σημαντικά ονόματα στον αμερικανικό Tύπο. Επρόκειτο για το συγγραφέα και πολεμικό ανταποκριτή, Ρίτσαρντ Χάρτινγκ Ντέιβις (1864-1916) που κάλυψε, μεταξύ άλλων, τον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο στην Κούβα, το δεύτερο πόλεμο των Μπόερ στη Νότια Αφρική, καθώς και τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Τότε μάλιστα, είχε έρθει ξανά στην Ελλάδα, συνελήφθη από τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη ως κατάσκοπος, αλλά αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Εκτός από τον Ντέιβις, απεσταλμένος της New York Journal στο μέτωπο της Θεσσαλίας ήταν και ο Στίβεν Κρέιν (1871-1900). Με «βαρύτερο» βιογραφικό αυτός: ποιητής και συγγραφέας (από τους προδρόμους του αμερικανικού νατουραλισμού) γνώρισε διεθνή αναγνώριση το 1895 χάρη στο μυθιστόρημά του Το κόκκινο σήμα του θάρρους (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο). Στα τελευταία χρόνια της -σύντομης- ζωής του, ο Κρέιν κάλυψε τα γεγονότα στην ελληνοθωμανική μεθόριο συνοδευόμενος από τη δημοσιογράφο και ερωμένη του, Κόρα Τέιλορ. Μια μυθιστορηματική περίπτωση γυναίκας, καθώς ήταν ιδιοκτήτρια νυχτερινού κέντρου και μπουρδέλου, πριν γίνει η πρώτη πολεμική ανταποκρίτρια στην ιστορία του αμερικανικού Τύπου.

Οι δύο απεσταλμένοι της New York Journal βρέθηκαν στις εμπροσθοφυλακές του ελληνικού στρατού, κοντά στα Φάρσαλα. Εκεί… κατέφθασε και το Κίτρινο Παιδί, για να γραφτεί η τελευταία σελίδα του ημερολογίου του. Παρόλο που στο κείμενο δεν αναφέρεται το ακριβές σημείο, εικάζεται ότι ήταν στα υψώματα του λόφου Τεκέ που κατείχε το 9ο ευζωνικό τάγμα και η Λεγεώνα των Φιλελλήνων, αποτελούμενη από ξένους εθελοντές, κυρίως Ιταλούς, Γάλλους και Άγγλους. Από τους τελευταίους (και χάρη στην κοινή τους γλώσσα) αντλούσαν πληροφορίες οι ανταποκριτές της εφημερίδας (και) για το ημερολόγιο του Κίτρινου Παιδιού. Η ημερομηνία της δημοσίευσης στην κορυφή της σελίδας δεν αφήνει αμφιβολίες για τη χρονική στιγμή: 22 Απριλίου 1897. Το κείμενο, με τίτλο «Το Κίτρινο Παιδί στην έδρα του πολέμου», συνοδευόταν από ένα ασπρόμαυρο σκίτσο με τον πρωταγωνιστή να κρατά, ή μάλλον να… συγκρατείται από τον ιστό μιας ελληνικής σημαίας, εν μέσω εκρήξεων. Πάνω στη νυχτικιά του έγραφε με τη δική του ιδιότυπη γλώσσα: «Πω-πω. Πώς πετάνε αυτές οι τουρκικές σφαίρες πασά». Το ημερολόγιο περιείχε αρκετά πραγματολογικά στοιχεία που το καθιστούν ενδιαφέρον. Μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων, αρχιστράτηγος Ετέμ Πασά (που… υποβιβάστηκε σε «στρατηγό» στα γραφόμενα του Μίκι Ντούγκαν – Κίτρινου Παιδιού), καθώς και ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου, Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε αναλάβει τη διοίκηση των επιχειρήσεων του ελληνικού στρατού. Με τον Κωνσταντίνο, μάλιστα, το Κίτρινο Παιδί εκδηλώνει στο γραπτό μια ιδιαίτερη οικειότητα. Αδιαφορώντας για το βασιλικό αξίωμα και το στρατιωτικό βαθμό, ο μικρούλης Αμερικανός απευθύνεται στην ελληνική Υψηλότητα αποκαλώντας τον «Κόνι» (υποκοριστικό του Κωνσταντίνου) και εκφράζει την αμέριστη υποστήριξή του στις ελληνικές δυνάμεις.

Η ημερολογιακή καταγραφή (σε ελεύθερη απόδοση) έχει ως ακολούθως:

«Είκοσι δύο Απριλίου. Είμαι στο σωστό μέρος; Νομίζω πως ναι. Πολέμησα; Εδώ θα σας γελάσω. Μου άρεσε; Πάρα πολύ. Έφτασα μέχρι εδώ μόνο και μόνο για να δω τη μάχη και το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Έλληνες ήταν να με προσκαλέσουν να πάρω μέρος στο παιχνίδι τους. Μου φόρεσαν μια παράξενη στολή (σ.σ. διάβαζε: ευζωνική) και μου έδωσαν ένα όπλο. Το άρπαξα σφιχτά και είπα στον πρίγκηπα του θρόνου ότι ήμουν με το μέρος του. Κόνι, του λέω, δείξε μου ένα Τούρκο που τόλμησε να τα βάλει μαζί σου και θα τον σκοτώσω. Πήγαινε κατά κει, μου κάνει, και θα βρεις ένα ολόκληρο στρατό από δαύτους. Έτσι, τράβηξα για την πρώτη γραμμή και σύντομα είδα ένα Τούρκο. Είσαι μαζί μας; ρώτησα ευγενικά. Όχι, μου είπε, είμαι εναντίον σας. Τότε κι εγώ τον πυροβόλησα και έτσι ξεκίνησε η μάχη. Μόλις με είδε ο Τούρκος στρατηγός έβαλε τις φωνές. Να επιτεθεί όλος ο στρατός μας και να συλλάβει αυτό το παιδί, διέταξε. Όταν τους είδα να έρχονται κατά πάνω μου ούρλιαξα, έι Κόνι, φέρε εδώ τους Έλληνες, και ο Κόνι τους έφερε λέγοντάς μου ότι ήταν μια έξυπνη κίνηση από τη μεριά μου».

Γραμμένο σε μορφή πολεμικού ρεπορτάζ το ημερολόγιο περιγράφει, με το δικό του ιδιάζοντα τρόπο, τις σκληρές μάχες που δόθηκαν επί πραγματικού πεδίου, με τους Έλληνες να έχουν οχυρωθεί καλύπτοντας το δρόμο για τον Τύρναβο:

«Όταν μου τέλειωσαν οι σφαίρες θυμήθηκα τι κάναμε με τις σφεντόνες στη γειτονιά. Γέμισα γρήγορα το όπλο μου με χαλίκια και άρχισα να τους πυροβολώ. Θα πρέπει να σκότωσα τουλάχιστον χίλιους κι ένιωσα μεγάλη χαρά. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να με περικυκλώσουν και να με συλλάβουν γιατί ήξεραν ότι ήμουνα σπουδαίος και τους είχα διαλύσει σε αυτό το παιχνίδι. Ήμουν τόσο απασχολημένος να τους πυροβολώ, ώστε δεν πήρα είδηση κάποιους Τούρκους πίσω μου που σέρνονταν στο έδαφος και με πλησίασαν. Όταν είδα ότι ήμουν σε κίνδυνο, δείλιασα; Μήπως το έβαλα στα πόδια; Όχι βέβαια! Έμεινα ακλόνητος στη θέση μου. Είχα ένα μεγάλο κουδούνι στην τσέπη και χωρίς άλλη κουβέντα το χτύπησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όλοι τα έκαναν πάνω τους από το φόβο και εξαφανίστηκαν, κάνοντάς με να διπλωθώ από τα γέλια. Αλλά υπήρχε ένας που δεν την κοπάνησε. Όρμησε, με έριξε καταγής και κάθισε με όλο το βάρος του πάνω μου. Παραδίνεσαι; με ρώτησε. Φίλε, του είπα, ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις; Όχι, μου απάντησε, δεν έχω ιδέα. Τότε κατάλαβα ότι δεν είχα ελπίδα και του παρέδωσα το όπλο μου μαζί με το λαγοπόδαρο και κάτι άλλα πράγματα που βρίσκονταν στις τσέπες μου».

Το παραπάνω κείμενο εκτείνεται περίπου μέχρι τη μέση της ημερολογιακής καταγραφής. Σε πραγματικό χρόνο, ήταν η κρίσιμη στιγμή που άλλαξαν οι συσχετισμοί και ο σουλτανικός στρατός (επιλεγόμενος «Ασκερί Νιζαμιγιέ Σαχανέ») υποχρέωσε τους Έλληνες σε υποχώρηση. Σε αυτό το σημείο της Ιστορίας υπεισέρχεται η μυθοπλασία του κόμικς. Η αιχμαλωσία αλλάζει τα δεδομένα και υποχρεώνει τον Μίκι Ντούγκαν να υιοθετήσει μια διπλωματική, αν όχι οπορτουνιστική, στάση ενώπιον του Ετέμ Πασά, στον οποίο οδηγείται σιδηροδέσμιος. Σύμφωνα με τη δική του οπτική, ήταν ίδιο με αυτό που έκανε τους «αιχμάλωτους» της αντίπαλης συμμορίας να αλλάζανε με ευκολία στρατόπεδο, όταν έχαναν τον «πόλεμος» στη νεοϋορκέζικη γειτονιά: «…Τέλος πάντων, αυτό το μούτρο με οδήγησε μπροστά στον Τούρκο στρατηγό. Ω, Μίκι, Μίκι, φώναξε, ποιος να το ’λεγε πως θα συναντιόμασταν. Λυπάμαι για σένα αλλά είναι καθήκον μου να σε στείλω στο στρατοδικείο. Με δίκασαν λοιπόν, και είπαν ότι ήμουν εχθρός τους. Ο στρατηγός όμως. είχε μια ιδέα. Μίκι, μου λέει, αν έρθεις με εμάς και πολεμήσεις για τον Σουλτάνο θα σε αφήσω ελεύθερο. Σίγουρα, είπα. Προτιμώ να πολεμήσω για εσάς παρά να με σκοτώσετε, γιατί δεν έχω κάνει διαθήκη. Πήγα λοιπόν με το μέρος τους και έτσι οι Τούρκοι μπόρεσαν να κερδίσουν. Ωραία ήταν. Γέμισα δόξα και γρατζουνιές. Όταν τέλειωσε ο αγώνας, ο Τούρκος στρατηγός έβγαλε από τη στολή του όλα τα μετάλλια και μου τα πρόσφερε. Μίκι, μου είπε, αν δεν ήσουν εσύ θα είχαμε χάσει. Είσαι ο ήρωας της μάχης και επιμένω να σου δώσω τα παράσημά μου. Στρατηγέ, του είπα, αφού επιμένεις, σ’ ευχαριστώ. Είναι κάτι άλλο που μπορώ να κάνω για σένα; μου ξανάπε. Υπάρχει μια μικρή χάρη που θέλω να σου ζητήσω στρατηγέ, του απάντησα. Πες το και θα γίνει, μου λέει. Αν δεν σε πειράζει, θέλω να μου δώσεις αυτά τα μεταξωτά βρακιά που φοράς. Θα γίνουν ένα ωραίο φουστανάκι για τη φίλη μου τη Λιζ, όταν επιστρέψω στη γειτονιά μου». Στο τέλος του κειμένου υπήρχε ένα ακόμα ασπρόμαυρο σκίτσο του Μίκι Ντούγκαν, εκ διαμέτρου αντίθετο με το… φιλελληνικό σκίτσο της κορυφής. Εδώ το Κίτρινο Παιδί υψώνει ένα γιαταγάνι με την ημισέληνο στη λεπίδα του. Στην πουκαμίσα του γράφει: «Ο Αλλάχ μοιάζει να είναι ο αρχηγός αυτού του στρατοπέδου –αλλά δεν τον είδα ακόμα».

Ο Ρίτσαρντ Φ. Άουτκολτ ολοκλήρωσε τη δημοσίευση του «Γύρου του Κόσμου» στις 7 Μαΐου 1897 (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο). Κατά μοιραία σύμπτωση, οι πολεμικές εντυπώσεις του μικρού πρωταγωνιστή δημοσιεύτηκαν την προηγούμενη μέρα της λήξης του πολέμου, με την ανακωχή που υποχρεώθηκε να υπογράψει η χώρα. Το πανηγυρικό φινάλε του υπερατλαντικού ταξιδιού, με τελευταίο σταθμό την Ελλάδα, συνέπεσε με την άδοξη για τη χώρα κατάληξη του πολέμου.

( Eικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη )

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: