Η σκόνη του χρόνου

(εικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη)
(εικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη)

Το άρωμα των εικόνων

Το Φε­στι­βάλ των Ρό­δων στο Πόρ­τλαντ του Όρε­γκον εί­ναι μία από τις πα­λαιό­τε­ρες και δη­μο­φι­λέ­στε­ρες εκ­δη­λώ­σεις στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Πε­ρισ­σό­τε­ροι από 500.000 θε­α­τές συ­γκε­ντρώ­νο­νται κά­θε Ιού­νιο στην πε­ριο­χή, προ­κει­μέ­νου να δουν την εντυ­πω­σια­κή πα­ρέ­λα­ση ολάν­θι­στων αρ­μά­των δια­κο­σμη­μέ­νων με τρια­ντά­φυλ­λα.
Το φε­στι­βάλ αυ­τό, γιορ­τή χρω­μά­των αλ­λά και θε­σπέ­σιων αρω­μά­των, υπήρ­ξε αφορ­μή να προ­κύ­ψει μια εξω­φρε­νι­κή κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή πα­τέ­ντα. Προ­ϊ­όν έμπνευ­σης ενός δαι­μό­νιου επι­χει­ρη­μα­τία, πραγ­μα­τώ­θη­κε στη διάρ­κεια της πρώ­της, δο­κι­μα­στι­κής πα­ρέ­λα­σης του φε­στι­βάλ το μα­κρι­νό 1906.
Όλα ξε­κί­νη­σαν έναν χρό­νο νω­ρί­τε­ρα, όταν ο δή­μαρ­χος της πό­λης ανα­κοί­νω­σε την ίδρυ­ση ενός φε­στι­βάλ αφιε­ρω­μέ­νου στα τρια­ντά­φυλ­λα, με σκο­πό την ανά­δει­ξη της πε­ριο­χής. Η επί­ση­μη έναρ­ξη ορί­στη­κε για τον Ιού­νιο του 1907, με τον εν­διά­με­σο χρό­νο να δια­τί­θε­ται για τις προ­ερ­γα­σί­ες και κά­ποιες δο­κι­μα­στι­κές πα­ρε­λά­σεις αρ­μά­των.
Τό­τε ακρι­βώς ενερ­γο­ποι­ή­θη­καν τα ανα­κλα­στι­κά του θε­α­τρι­κού ιμπρε­σά­ριου και επι­χει­ρη­μα­τία, Σά­μου­ελ «Ρό­ξι» Ρό­θα­φελ, που έβα­λε σε εφαρ­μο­γή την ιδέα του. Στις δο­κι­μα­στι­κές πα­ρε­λά­σεις των αρ­μά­των, ένας οπε­ρα­τέρ κα­τέ­γρα­φε (με βου­βές και ασπρό­μαυ­ρες, ακό­μα, ει­κό­νες) την πο­λύ­χρω­μη πο­μπή, επι­κε­φα­λής της οποί­ας ήταν το αμά­ξι της Πυ­ρο­σβε­στι­κής, με τον αρ­χη­γό και το πλή­ρω­μα… πλαι­σιω­μέ­νους από δε­κά­δες τρια­ντά­φυλ­λα.

Αυ­τό που λαν­σά­ρι­σε ο Ρό­θα­φελ ήταν εντυ­πω­σια­κό, όσο και… ανεκ­δι­ή­γη­το: την πρώ­τη αρω­μα­τι­κή ται­νία στην ιστο­ρία του κι­νη­μα­το­γρά­φου. Το τρικ συ­νί­στα­το στην το­πο­θέ­τη­ση ενός βαμ­βα­κε­ρού υφά­σμα­τος, εμπο­τι­σμέ­νου σε άρω­μα τρια­ντά­φυλ­λου, μπρο­στά από ένα ισχυ­ρό ανε­μι­στή­ρα που σκόρ­πι­ζε την ευω­διά στην αί­θου­σα προ­βο­λής. Η δια­φή­μι­ση της πα­ρά­δο­ξης προ­βο­λής πα­ρου­σί­α­ζε, με επι­χρω­μα­τι­σμέ­νη φω­το­γρα­φία, το ρο­δο­στό­λι­στο όχη­μα της Πυ­ρο­σβε­στι­κής, κυ­κλο­φο­ρώ­ντας και σε μορ­φή τα­χυ­δρο­μι­κού δελ­τα­ρί­ου.
Η πα­τέ­ντα δεν μπο­ρού­σε, φυ­σι­κά, να θε­ω­ρη­θεί καλ­λι­τε­χνι­κό επί­τευγ­μα. Απέ­βλε­πε μό­νο στην άγρα θε­α­τών και γι’ αυ­τό δι­ήρ­κε­σε όσο και η πε­ριέρ­γειά τους. Επα­νήλ­θε, ωστό­σο, κα­τά και­ρούς με διά­φο­ρες ονο­μα­σί­ες (Aromarama, Smell-O-Vision κ.ά.), χω­ρίς να κα­τα­φέ­ρει να δια­δο­θεί.
Το Πο­λυ­έ­στερ (1981) του επο­νο­μα­ζό­με­νου «Βα­σι­λιά του Κα­κού Γού­στου», Τζων Γουώ­τερς, απο­τέ­λε­σε την τε­λευ­ταία ται­νία του εί­δους. Η δι­κή της και­νο­το­μία ήταν ότι στους θε­α­τές μοι­ρά­ζο­νταν ει­δι­κές κάρ­τες «ξύ­στε και μυ­ρί­στε», με οδη­γί­ες σε ποια ση­μεία της προ­βο­λής έπρε­πε να ξύ­σουν και να μυ­ρί­σουν συ­γκε­κρι­μέ­να ση­μεία της κάρ­τας. Οι δυ­σά­ρε­στες οσμές εδώ πλε­ο­νε­κτού­σαν: μυ­ρω­διά από κου­νά­βι, βεν­ζι­νό­κο­λα, καυ­σα­έ­ρια, άπλυ­τες κάλ­τσες, δύ­σο­σμα αέ­ρια κ.λπ. Ου­δε­μία σχέ­ση, δη­λα­δή, με την ευω­δία των ρό­δων στην προ­πα­το­ρι­κή αρω­μα­τι­κή ται­νία. Φυ­σι­κό και επό­με­νο ήταν η εφεύ­ρε­ση αυ­τή να κα­τα­χω­ρι­στεί στη λί­στα του πε­ριο­δι­κού Time με τις «100 χει­ρό­τε­ρες ιδέ­ες όλων των επο­χών».

(Στοι­χεία αντλή­θη­καν από το βι­βλίο του γρά­φο­ντος, Τα μυ­στι­κά του σι­νε­μά, εκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης.)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: