Κρίστιαν εναντίον Μπλάι: Η ανταρσία που έγραψε ιστορία

Βασισμένο σε αληθινή ιστορία {2}

Το «Μπάουντι» Ακριβές αντίγραφο του «Μπάουντι» που χρησιμοποιήθηκε στην ταινία του 1962. Ο Φλέτσερ Κρίστιαν σε πίνακα συλλογής του Εθνικού Ναυτικού Μουσείου Αυστραλίας. Ο Ουίλιαμ Μπλάι σε πίνακα συλλογής του Εθνικού Ναυτικού Μουσείου Αυστραλίας. «Ναυτική ανταρσία», 1935: Φλέτσερ Κρίστιαν (Κλαρκ Γκέιμπλ) και Ουίλιαμ Μπλάι (Τσαρλς Λότον). «Η ανταρσία του Μπάουντι», 1962: Ουίλιαμ Μπλάι (Τρέβορ Χάουαρντ) και Φλέτσερ Κρίστιαν (Μάρλον Μπράντο). «Η ανταρσία του Μπάουντι», 1984: Ουίλιαμ Μπλάι (Άντονι Χόπκινς) και Φλέτσερ Κρίστιαν (Μελ Γκίμπσον). Στο φόντο το φλεγόμενο «Μπάουντι». Η ανταρσία του «Μπάουντι» σε λιθογραφία της εποχής. Η αντίστοιχη σκηνή στην ταινία του 1935. Ο πλοίαρχος Ουίλιαμ Μπλάι και μέλη του πληρώματος εκδιώκονται από το πλοίο (Συλλογή Βασιλικού Μουσείου Γκρίνουιτς). Η αντίστοιχη σκηνή στην ταινία του 1984. Ο κόλπος όπου κάηκε το πλοίο (και εξ αυτού ονομάστηκε Μπάουντι), με το νησί Πίτκερν στο βάθος (Λιθογραφία του 19ου αιώνα). Το νησί Πίτκερν και η ευρύτερη ζώνη χαρτογραφημένα, πλέον, από την Αμερικανική Γεωγραφική Εταιρεία.

 

 



Το μακρινό 1787 συνέβησαν διάφορα σημαντικά γεγονότα: Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ συνέθεσε την αριστουργηματική σονάτα για βιολί και πιάνο Κ526. Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία (Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1787-1792). Ο Αυστριακός αυτοκράτορας Ιωσήφ ΙΙ απαγόρευσε την ανήλικη εργασία για παιδιά κάτω των 8 ετών. Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ κατήγγειλε από το κελί του, ότι οι φυλακισμένοι σφαγιάζονται στη Βαστίλη. Την ίδια χρονιά, πιο συγκεκριμένα στις 23 Μαΐου 1787, το Βασιλικό Ναυτικό της Μεγάλης Βρετανίας αγόρασε ένα εμπορικό ιστιοφόρο με σκοπό να το χρησιμοποιήσει σε ένα βοτανολογικό πείραμα με εμπορικό στόχο. Επρόκειτο για τη μεταφορά αρτόδεντρων από την Ταϊτή στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες, με την ελπίδα ότι το υψηλής διατροφικής αξίας φυτό θα προσαρμοζόταν στις νέες εδαφικές και κλιματικές συνθήκες, ώστε να αποτελέσουν μια φθηνή πηγή τροφής για τον μεγάλο πληθυσμό των σκλάβων που δούλευαν εκεί.

Το ιστιοφόρο ονομάστηκε «Μπάουντι», αλλά η αποστολή του ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Όχι εξαιτίας ενός –πιθανού σε εκείνες τις θάλασσες– ναυαγίου, αλλά μιας ανταρσίας που εκδηλώθηκε στη διάρκεια του πλου. Έμεινε στην ιστορία ως «Η ανταρσία του Μπάουντι» και έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στη μεγάλη οθόνη. Το HMS (Her Majesty’s Ship) Μπάουντι τέθηκε υπό τις διαταγές του πλοιάρχου Ουίλιαμ Μπλάι, ο οποίος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τα υψηλά κλιμάκια του βρετανικού βασιλικού ναυτικού. Η μέχρι τότε καριέρα του περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή του ως αξιωματικού κατά το τρίτο και τελευταίο ταξίδι τού πλοιάρχου Τζέιμς Κουκ σε αναζήτηση γης στις νότιες θάλασσες. Μετά το θάνατο του Κουκ στη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, ο Μπλάι τέθηκε επικεφαλής και πλοήγησε την αποστολή με ασφάλεια πίσω στην Αγγλία. Ήταν επίσης σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες για το τελευταίο ταξίδι του Κουκ, που υπήρξαν πολύτιμα βοηθήματα στους (υπό διαρκείς μεταβολές τα χρόνια των μεγάλων εξερευνήσεων) χάρτες ναυσιπλοΐας.

Ο έτερος πόλος της ιστορικής ανταρσίας, Φλέτσερ Κρίστιαν, ξεκίνησε τη ναυτική του σταδιοδρομία κάπως καθυστερημένα. Εντάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό ως θαλαμηπόλος σε ηλικία 17 ετών, όταν ο μέσος όρος ηλικίας για αυτή τη θέση ήταν μεταξύ 12 και 14. Με ένα παράξενο παιχνίδι των συμπτώσεων, ο Κρίστιαν υπηρέτησε ένα χρόνο σε κάποιο πλοίο που είχε μεταξύ των αξιωματικών του, το μέλλοντα κυβερνήτη του «Μπάουντι», Ουίλιαμ Μπλάι. Οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν, έγιναν φίλοι και ο Κρίστιαν ζήτησε από τον Μπλάι να του διδάξει τα μυστικά της ναυσιπλοΐας. Η πρόσκαιρη (όπως έμελλε να αποδειχτεί) φιλία ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Μπλάι πρότεινε στον Κρίστιαν να τον ακολουθήσει στο ταξίδι για τη μεταφορά των αρτόδεντρων. Ο τελευταίος αποδέχτηκε την πρόταση με ενθουσιασμό, αδυνατώντας να προβλέψει τις συνέπειες.

Στις 23 Δεκεμβρίου 1787, το «Μπάουντι» απέπλευσε από την Αγγλία για την Ταϊτή. Στη διάρκεια του ταξιδιού, ο Μπλάι υποβάθμισε τον υποπλοίαρχο για λόγους πειθαρχίας και τον αντικατέστησε με τον (έμπιστο προσώρας) Φλέτσερ Κρίστιαν. Μετά από μακρύ ταξίδι το πλήρωμα του «Μπάουντι» αποβιβάστηκε στην Ταϊτή (που τότε λεγόταν Οταχέιτο) και παρέμεινε πέντε μήνες, συλλέγοντας περισσότερα από 1.000 αρτόδεντρα. Στο διάστημα αυτό, αρκετοί συνδέθηκαν με γυναίκες του νησιού και ο Κρίστιαν παντρεύτηκε την Μαϊμίτι, κόρη ενός τοπικού αρχηγού. Το πλοίο σαλπάρισε ξανά στις 4 Απριλίου 1789, αυτή τη φορά με κατεύθυνση τις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες όπου θα παραδίδονταν τα αρτόδενδρα. Δεν έφθασε ποτέ στον προορισμό του, καθώς η ανταρσία ξέσπασε λίγο αργότερα, στις 28 του ίδιου μήνα, ενώ το «Μπάουντι» έπλεε κοντά στα νησιά Τόνγκα.

Η περίφημη ανταρσία έχει μεταφερθεί πέντε, μέχρι στιγμής, φορές στη μεγάλη οθόνη, ξεκινώντας από μια βουβή ταινία του 1916 αυστραλιανής παραγωγής. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δεύτερη μεταφορά της ιστορίας, το 1933, από την MGM. Ηχητική καταρχάς, η ταινία αποτέλεσε ένα παράδοξο υβρίδιο ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ. Στον «Απόηχο του Μπάουντι», ένα πρώην μέλος του πληρώματος αφηγείται την ιστορία της ανταρσίας: Την άφιξη στην Αϊτή για τη συλλογή αρτόδεντρων, την εξέγερση στο ταξίδι της επιστροφής εξαιτίας της απάνθρωπης συμπεριφοράς του πλοιάρχου, και την εγκατάσταση των στασιαστών στο –αχαρτογράφητο τότε– νησί Πίτκερν. Στη συνέχεια η ταινία παίρνει μια απρόβλεπτη στροφή, αντικαθιστώντας την επινοημένη αφήγηση με αληθινές μαρτυρίες και τα σκηνικά του στούντιο με το πραγματικό περιβάλλον. Το συνεργείο ταξίδεψε στη σύγχρονη Αϊτή και στο νησί Πίτκερν όπου κατέφυγαν οι στασιαστές. Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, επισκέφτηκε τους λιγοστούς απογόνους εκείνου του πληρώματος, συγκέντρωσε μαρτυρίες και κατέγραψε τον τρόπο ζωής τους. Η μετάβαση από τη μυθοπλασία στο πραγματικό ολοκληρώθηκε με μια επιτόπια έρευνα για το ναυάγιο του πλοίου. Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν ο Έρολ Φλιν, στην πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση. Η προσπάθεια της MGM να προωθήσει το καινούριο της αστέρι είχε ως αποτέλεσμα να δεχτούν πλήγμα οι εντυπώσεις της αξιοπιστίας. Το τμήμα δημοσιότητας της εταιρείας διέδωσε ότι ο πρωταγωνιστής ήταν άμεσος απόγονος του αρχηγού των στασιαστών, Φλέτσερ Κρίστιαν, του χαρακτήρα δηλαδή που ο Έρολ Φλιν υποδυόταν στην ταινία. Η δημοσιογραφική έρευνα απέδειξε ότι ο Φλιν δεν καταγόταν από τον αρχηγό, ή οποιονδήποτε άλλο μέλος του πληρώματος που πήρε μέρος στην ανταρσία.

Προβλήματα στη σχέση της με την αληθινή ιστορία είχε μια άλλη ταινία της σειράς, που συζητήθηκε, επίσης, λόγω του ηθοποιού που ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Στην «Ανταρσία του Μπάουντι» (1962) Φλέτσερ Κρίστιαν ήταν ο Μάρλον Μπράντο (με Ουίλιαμ Μπλάι τον Βρετανό Τρέβορ Χάουαρντ). Τα προβλήματα που προκαλούσε στα γυρίσματα ο διάσημος σταρ, οι αυτοσχεδιασμοί εκτός κειμένου που έφεραν σε αμηχανία τους συμπρωταγωνιστές, μαζί με τα καπρίτσια και τις παράλογες απαιτήσεις του, είχαν ως αποτέλεσμα να παραιτηθεί, εν μέσω γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης Κάρολ Ριντ και να ολοκληρώσει την ταινία ο στωικότερος Λιούις Μάιλστοουν. Για αυτό, άλλωστε, ο Τύπος της εποχής αναφερόταν σατιρικά στην «Ανταρσία του Μπράντο». Η συγκεκριμένη ταινία επανήλθε στην επικαιρότητα πριν λίγα χρόνια, για λόγους που αφορούσαν το ίδιο το «Μπάουντι», ή μάλλον τη ρέπλικα που χρησιμοποιήθηκε στα γυρίσματα, Το πλοίο έγινε κατόπιν έκθεμα και πόλος τουριστικής έλξης, αλλά έμελλε να έχει παρόμοια τύχη με το πρωτότυπο. Στις 29 Οκτωβρίου 2012 βυθίστηκε κατά τη διάρκεια ενός τουριστικού πλου, όταν χτυπήθηκε από τον τυφώνα Σάντι ανοιχτά των ανατολικών ακτών των ΗΠΑ.

Σε αντίθεση με την εκδοχή του 1962, η ταινία που κυκλοφόρησε το 1984 με πρωταγωνιστικό ντουέτο τους Μελ Γκίμπσον (Κρίστιαν) και Άντονι Χόπκινς (Μπλάι) θεωρείται γενικά ως η πιο ακριβής απεικόνιση της πραγματικής ανταρσίας, χωρίς να αποφύγει και αυτή τα ιστορικά και γεωγραφικά ολισθήματα. Όταν, για παράδειγμα, οι δύο πρωταγωνιστές βρίσκονται στο σπίτι του Μπλάι και σχεδιάζουν το ταξίδι, ο τελευταίος αναφέρεται σε μια διαδρομή που θα τους μεταφέρει στις ακτές της Αυστραλίας. Την εποχή του ταξιδιού του Μπάουντι, αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Αυστραλία λεγόταν γενικά Νέα Ολλανδία. Ένα όνομα που εμφανίζεται επίσης στο χάρτη που χρησιμοποιεί ο Μπλάι. Στην πραγματικότητα, η λέξη «Αυστραλία» καθιερώθηκε αργότερα, αν και κάποιες φορές αναφερόταν ως «Terra Australis».

Κορυφαία θεωρείται η κινηματογραφική εκδοχή του 1935, με πρωταγωνιστές τους Τσαρλς Λότον (πλοίαρχος Μπλάι) και Κλαρκ Γκέιμπλ (υποπλοίαρχος Κρίστιαν). Εδώ, η κύρια έμφαση δόθηκε στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις από τις οποίες προέρχονται ο Μπλάι και ο Κρίστιαν. Ο πρώτος αντιπαθεί τους ευγενείς και αισθάνεται ότι όλοι οι άνθρωποι της ανώτερης τάξης είναι άνευροι και αναποτελεσματικοί. Ο δεύτερος σέβεται τους νόμους, αλλά δεν αφήνει κανέναν να τον υποτιμήσει. Η έντονη αντίθεση των δύο χαρακτήρων είναι ένας πρόσθετος καταλύτης στα κορυφαία γεγονότα της ταινίας: από τον καυγά που έχουν ενώ ταξιδεύουν προς την Ταϊτή, μέχρι την ίδια την εξέγερση. Η «Ναυτική Ανταρσία» υπήρξε η πιο ακριβή, μέχρι τότε, παραγωγή της MGM, με συνολικό κόστος γύρω στα 2 εκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες, κατακτώντας το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Όσο για τους πρωταγωνιστές, αποτέλεσαν δίδυμο υποψηφίων για το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου. Το ασυνήθιστο γεγονός έγινε αφορμή να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία στις απονομές, αυτή του Β΄ Ανδρικού Ρόλου. Η επική περιπέτεια του 1935 βασίστηκε σε μια τριλογία που έγραψαν οι Τσαρλς Νόρντοφ και Τζέιμς Νόρμαν Χαλ, με τίτλους «Ανταρσία στο Μπάουντι», «Άνδρες εναντίον θαλάσσης» και «Η νήσος Πίτκερν» (αν και όσα περιγράφονται στο τρίτο βιβλίο δεν περιλήφθηκαν στο σενάριο). Παρόλο που η ιστορική ακρίβεια είναι συζητήσιμη από την στιγμή που η ταινία στηρίχθηκε σε βιβλία μυθοπλασίας, προσφέρει μια εικόνα των συνθηκών που επικρατούσαν τότε στα ποντοπόρα πλοία και, φυσικά, των γεγονότων που οδήγησαν στη ναυτική ανταρσία.
Τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν σε αυθεντικούς χώρους, στην Γαλλική Πολυνησία, καθώς και στους ανοιχτούς ορίζοντες του Νοτίου Ειρηνικού. Η MGM προσέλαβε 2.500 Ταϊτινούς ως κομπάρσους και οι σκηνογράφοι δημιούργησαν ένα ολόκληρο χωριό, φυτεύοντας σε μεγάλη έκταση φοινικόδεντρα και άλλα τροπικά φυτά για τα πλάνα της ταινίας. Ανάλογη ήταν η ανακατασκευή, σε κλίμακα 1:1, του λιμανιού του Πόρτσμουθ απ’ όπου σαλπάρισε το «Μπάουντι», με βάση κάποιους ζωγραφικούς πίνακες και λιθογραφίες της εποχής. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην εικόνα του ίδιου του πλοίου. Για τις κινηματογραφικές λήψεις στον ωκεανό, η MGM αγόρασε μια σκούνα του 19ου αιώνα, η οποία μεταποιήθηκε σε ναυπηγείο αποκτώντας την εικόνα ενός τρικάταρτου ιστιοφόρου του 18ου αιώνα. Ακόμα και το διάσημο μουστάκι του Κλαρκ Γκέιμπλ, σήμα-κατατεθέν του μεγάλου γόη, θυσιάστηκε στο βωμό της αληθοφάνειας. Ο Γκέιμπλ αναγκάστηκε να το ξυρίσει, γιατί τον 18ο αιώνα, όσοι υπηρετούσαν στο Βασιλικό Ναυτικό, όφειλαν να είναι καλοξυρισμένοι.
Ο χρόνος δράσης της ταινίας εκτείνεται από τον Δεκέμβριο του 1787 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1792. Πράγματι, το «Μπάουντι» σαλπάρισε από την Αγγλία τον Δεκέμβριο του 1787. Όπως στην ταινία έτσι και στην πραγματικότητα, πλοίαρχος ήταν ο Ουίλιαμ Μπλάι και υποπλοίαρχος ο Φλέτσερ Κρίστιαν. Το πλήρωμα αποτελούσαν 43 άνδρες, με την προσθήκη δύο βοτανολόγων (οι οποίοι απουσιάζουν από την ταινία). Οι χαρακτήρες που εμφανίζονται δεν ανταποκρίνονται πλήρως στα υπαρκτά πρόσωπα. Ο Ουίλιαμ Μπλάι, για παράδειγμα, παρουσιάζεται ως η επιτομή των κακών πλοιάρχων στην εποχή των ιστιοφόρων. Ένας άκαμπτος και εκδικητικός χαρακτήρας, αυστηρός τηρητής της πειθαρχίας στο πλοίο. Το μοχθηρό βλέμμα του Τσαρλς Λότον και η κοφτή διαταγή «Πενήντα βουρδουλιές, κύριε Φλέτσερ» του χάρισαν τη διεθνή αναγνώριση και την υποψηφιότητα στα Όσκαρ, αλλά όχι ένα Όσκαρ για την αλήθεια των γεγονότων. Σε μια σκηνή, διατάζει να δέσουν ένα ναυτικό και να τον πετάξουν στη θάλασσα, σέρνοντάς τον με το σχοινί. Σε κάποια άλλη σκηνή προστάζει να μαστιγώσουν ένα παραβάτη, παρόλο που αυτός είναι ήδη νεκρός. Τίποτα από τα δύο μπορούσε να συμβεί πραγματικά στο ταξίδι του «Μπάουντι». Το είδος της τιμωρίας στο πρώτο περιστατικό ήταν μια μέθοδος σωφρονισμού που εφαρμοζόταν ελάχιστα και σε κάθε περίπτωση είχε εγκαταλειφθεί πολύ πριν γίνει πλοίαρχος ο Μπλάι. Όσο για το δεύτερο περιστατικό, με το μαστίγωμα του νεκρού ναύτη, είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι πριν εκδηλωθεί η ανταρσία, μόνο δύο θάνατοι είχαν σημειωθεί εν πλω: ένα μέλος του πληρώματος, που πέθανε από σκορβούτο και ο γιατρός του πλοίου, λόγω αλκοολισμού (στην ταινία ο γιατρός παραμένει μέθυσος, αλλά, ελέω σεναρίου, γλυτώνει το θάνατο). Στον αντίποδα του «κακού» Μπλάι βρίσκονται οι δύο «καλοί» της ταινίας. Ο υποπλοίαρχος Φλέτσερ Κρίστιαν, υπαρκτό πρόσωπο, και ο δόκιμος αξιωματικός Ρότζερ Μπάιαμ, επινοημένος χαρακτήρας. Ο Κρίστιαν είναι ευθύς και δίκαιος, νοιάζεται για το πλήρωμα και αντιτίθεται στην απάνθρωπη συμπεριφορά του Μπλάι. Ο Μπάιαμ είναι ένας ιδεαλιστής, που διχάζεται ανάμεσα στην υπακοή στον πλοίαρχο και στους υπηρεσιακούς κανόνες, και στη φιλία του με τον Κρίστιαν.

Η ταινία έχει και άλλες ιστορικές ανακρίβειες σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε η εξέγερση: ο Κρίστιαν αποφασίζει να αναλάβει την διακυβέρνηση, όταν αρκετοί άνδρες του πληρώματος φυλακίζονται με διαταγή του Μπλάι. Η επακόλουθη ανταρσία επί της οθόνης, έχει αρκετά θύματα μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική και σίγουρα λιγότερη συναρπαστική από την κινηματογραφική εκδοχή της. Το Μπάουντι κατελήφθη αιφνιδίως και αναίμακτα, αφού ο Μπλάι και τα περισσότερα μέλη του πληρώματος κοιμόντουσαν. Από τους 42 άνδρες που βρίσκονταν στο πλοίο, οι 22 υποστήριξαν τον Κρίστιαν, οι 18 παρέμειναν πιστοί στον Μπλάι, ενώ υπήρξαν και 2 μέλη του πληρώματος που κράτησαν ουδέτερη στάση.

Οι στασιαστές επιβίβασαν σε μια βάρκα τον Μπλάι και όσους παρέμειναν στο πλευρό του, εφοδιάζοντάς τους με ένα ναυτικό χάρτη, νερό και τρόφιμα. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, ο Μπλάι πέτυχε ένα πραγματικό άθλο. Μπόρεσε να πλοηγήσει τη βάρκα σε μια απόσταση 3.530 ναυτικών μιλίων (6.556 χιλιόμετρα), μέχρι το Κουπάνγκ της Ινδονησίας. Έφθασε εκεί μετά από 47 ημέρες ωκεάνιου πλου, με τα αποθέματα νερού και τροφής προ πολλού εξαντλημένα, αλλά χωρίς να έχει χάσει ούτε έναν άνδρα. Στο ενδιάμεσο διάστημα, οι στασιαστές επέστρεψαν στην Ταϊτή. Από αυτούς, 16 άνδρες (μεταξύ των οποίων και 4 πιστοί στον Μπλάι, που δεν χώρεσαν στην βάρκα) αποφάσισαν να παραμείνουν στο νησί, παρά τον κίνδυνο να τους ανακαλύψει το Βασιλικό Ναυτικό και να τους οδηγήσει σιδηροδέσμιους στην Αγγλία. Αντίθετα, ο Κρίστιαν θέλησε να αναζητήσει καταφύγιο σε κάποιο άλλο, πιο ασφαλές νησί, που δεν το σημείωναν οι ναυτικοί χάρτες.

Σε αυτό το σημείο η ταινία παίρνει –μια ακόμα φορά– διαζύγιο με την ιστορική ακρίβεια. Ο Κρίστιαν αποφασίζει να εγκαταλείψει την Ταϊτή κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, βλέποντας την αγγλική φρεγάδα «Πανδώρα» να πλησιάζει το νησί. Πράγματι, η «Πανδώρα» είχε σταλεί από το αγγλικό ναυαρχείο για να συλλάβει τους στασιαστές. Κυβερνήτης του πλοίου, όμως, δεν ήταν ο Μπλάι, όπως δείχνει η ταινία για καθαρά δραματουργικούς λόγους. Την περίοδο εκείνη, όπως και αργότερα, στη διάρκεια της δίκης των στασιαστών, εκείνος βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου, σε μια νέα αποστολή μεταφοράς αρτόδεντρων. Κόντρα στα πραγματικά συμβάντα, ο Μπλάι βρίσκεται στο κατάστρωμα του «Πανδώρα», υποδέχεται με άγριες διαθέσεις τους συλληφθέντες (ανάμεσά τους και τον Ρότζερ Μπάιαμ, τον οποίο ο Μπλάι θεωρεί προδότη) και είναι ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη που ακολούθησε στο Λονδίνο. Στην πραγματικότητα, από τους 16 άνδρες που συνελήφθησαν στην Ταϊτή, μόνο οι 10 έφθασαν στην Αγγλία. Οι υπόλοιποι πέθαναν από τις κακουχίες, καθώς τους είχαν κλεισμένους σε ένα στενάχωρο μπαλαούρο που οι κρατούμενοι ονόμασαν «Κουτί της Πανδώρας». Στη δίκη που συντάραξε την βρετανική κοινωνία, τέσσερις από τους συλληφθέντες απαλλάχθηκαν, κατόπιν έγγραφης κατάθεσης του πλοιάρχου Μπλάι ότι παρέμειναν πιστοί σε αυτόν, αλλά δεν μπόρεσαν να επιβιβαστούν μαζί του στην βάρκα. Δύο άλλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο διότι, αν και δεν συμμετείχαν στην ανταρσία, τήρησαν παθητική στάση και δεν αντιστάθηκαν. Στη συνέχεια, πάντως, έλαβαν βασιλική χάρη. Ένας ακόμα καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά στάθηκε επίσης τυχερός. Αυτός απαλλάχθηκε λόγω ενός νομικού ζητήματος που προέκυψε στην ακροαματική διαδικασία. Οι υπόλοιποι τρεις καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό. Ήταν οι μόνοι, τελικά, που πλήρωσαν το τίμημα σε αυτή την ιστορική ανταρσία.

Στο μεταξύ, ο Κρίστιαν, έχοντας πάρει μαζί του οκτώ άνδρες που έμειναν στο πλευρό του, τη γυναίκα του, Μαϊμίτι, έξι Ταϊτινούς και έντεκα γυναίκες (η μία με μωρό στην αγκαλιά), πρόφτασε να σαλπάρει με το «Μπάουντι» σε αναζήτηση νέας κρυψώνας. Το ταξίδι πήρε τέλος στις 15 Ιανουαρίου 1789, όταν αποβιβάστηκαν στο Πίτκερν. Ένα νησί που αναφερόταν, μεν, στους ναυτικούς χάρτες, αλλά με λάθος συντεταγμένες. Για να αποφύγει τον εντοπισμό τού «Μπάουντι» από διερχόμενα πλοία, αλλά και για να αποτρέψει την πιθανή διαφυγή κάποιων που βρίσκονταν μαζί του, ο Κρίστιαν διέταξε να καταστραφεί. Στις 23 Ιανουαρίου το πλοίο παραδόθηκε στις φλόγες, σε ένα μυχό που ονομάστηκε έκτοτε Κόλπος του Μπάουντι. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ο Κλαρκ Γκέιμπλ εκφωνεί έναν ενθουσιώδη λόγο στους στασιαστές που τον ακολούθησαν, οραματιζόμενος μια τέλεια κοινωνία ελευθέρων ανθρώπων. Η πραγματικότητα ήταν, ξανά, εντελώς διαφορετική. Σύμφωνα με το ημερολόγιο που κρατούσε ένας από τους στασιαστές, οι Ταϊτινοί τούς ακολούθησαν παρά τη θέλησή τους. Ουσιαστικά απήχθησαν με δόλο από τον Κρίστιαν με σκοπό να εξασφαλίσει εργατικά χέρια, αλλά και γυναίκες για την αναπαραγωγή της μικρής κοινωνίας που σκόπευε να δημιουργήσει. Αυτό που, ευνόητα, δεν δείχνει η ταινία είναι το άσχημο τέλος που είχαν οι στασιαστές. Η ανισορροπία που προέκυψε (12 γυναίκες για 15 άνδρες), μαζί με την υποδούλωση των Ταϊτινών από τους «ανώτερους» Ευρωπαίους, οδήγησε σε μια νέα ανταρσία. Στεριανή αυτή τη φορά, από τους ιθαγενείς που ξεσηκώθηκαν θανατώνοντας τους περισσότερους στασιαστές. Ανάμεσά τους και τον Φλέτσερ Κρίστιαν, που σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1793.

Κανόνι που ανασύρθηκε από το ναυάγιο του «Μπάουντι» και εκτίθεται στο δημαρχείο του Πίτκερν.



Όσοι απόμειναν, έζησαν στο νησί Πίτκερν χωρίς να εντοπισθούν τα επόμενα 15 χρόνια. Ώσπου, τον Φεβρουάριο του 1808, το αμερικανικό αλιευτικό «Τοπάζ» ανακάλυψε τον Τζον Άνταμς, μοναδικό επιζώντα από το Μπάουντι, μαζί με 9 Ταϊτινές και τα παιδιά που είχαν κάνει με τους στασιαστές. Μεταξύ αυτών, δύο αγόρια και ένα κορίτσι που είχε αποκτήσει ο Κρίστιαν από το γάμο του με την Μαϊμίτι. Απόγονοι αυτών των τριών παιδιών, με επίθετο Κρίστιαν, αποτελούν σήμερα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στα νησιά Πίτκερν και Νόρφολκ. Το ίδιο το «Μπάουντι», ή μάλλον ό,τι είχε μείνει από τον εμπρησμό και τους αιώνες που ακολούθησαν, ανακαλύφθηκε το 1957 ύστερα από καταδυτικές έρευνες του Αμερικανού Καρλ Μάρντεν για λογαριασμό του περιοδικού National Geographic. Ο Μάρντεν κατάφερε να ανασύρει από το βυθό το υπομόχλιο μιας βάρκας, μεταλλικά στοιχεία του πηδαλίου, διάφορα εξαρτήματα, καθώς και τη μία άγκυρα του «Μπάουντι». Η πιο πρόσφατη ανακάλυψη έγινε το 1998, όταν μια αρχαιολογική αποστολή από το Πανεπιστήμιο Τζέιμς Κουκ της Αυστραλίας βρήκε ένα κανόνι του πλοίου, που κατέληξε στο Μουσείο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Αφού συντηρήθηκε, επιστράφηκε στο φυσικό του περιβάλλον, το νησί Πίτκερν, και σήμερα εκτίθεται στο δημαρχείο της πόλης.




Αναμνηστικό γραμματόσημο του 2019, για τα 230 χρόνια από τη ναυτική ανταρσία. Εικονίζεται λεπτομέρεια του κλασικού πίνακα με τον Μπλάι και όσους τον ακολούθησαν στη βάρκα.
Αναμνηστικό γραμματόσημο του 2019, για τα 230 χρόνια από τη ναυτική ανταρσία. Εικονίζεται λεπτομέρεια του κλασικού πίνακα με τον Μπλάι και όσους τον ακολούθησαν στη βάρκα.
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: