«Million Dollar Baby» του Κλιντ Ίστγουντ

«Million Dollar Baby» του Κλιντ Ίστγουντ



Θέλοντας να μάθει από τον καλύτερο, η επίδοξη πυγμάχος Μάγκι Φιτζέραλντ ζητάει από τον ηλικιωμένο προπονητή, Φράνκι Νταν, να αναλάβει την εκπαίδευσή της. Στην αρχή, ο Φράνκι (ο οποίος ζει μια μοναχική ζωή, αποξενωμένος από τη μοναχοκόρη του και έχοντας ελάχιστους φίλους) αρνείται κατηγορηματικά, λέγοντας στη Μάγκι ότι δεν ενδιαφέρεται να εκπαιδεύσει ένα κορίτσι. Όμως η Μάγκι είναι αποφασισμένη να τον κάνει να αλλάξει γνώμη και τελικά τα καταφέρνει. Σύντομα ο Φράνκι θα διαπιστώσει πως η νεαρή γυναίκα δεν αποδεικνύεται μόνο το μεγάλο πυγμαχικό ταλέντο που πάντα ονειρευόταν να έχει κάτω από τα φτερά του, αλλά και μια καλή φίλη που γεμίζει το μεγάλο κενό που υπήρχε στη ζωή του. Υπό την καθοδήγηση του Νταν, η καριέρα της Μάγκι εκτοξεύεται, αλλά ένα άσχημο ατύχημα στο ρινγκ, θα βάλει φρένο στις φιλοδοξίες της.

Το «Million Dollar Baby» φτάνει σε τόσο μεγάλο βάθος τη δυσπιστία του απέναντι σ' ένα ευτελές όνειρο του αστικού πολιτισμού, ώστε να καθίσταται σχεδόν ανατρεπτικό σε μεταφυσικό επίπεδο. Η σπουδαία ταινία του Ίστγουντ, δεν απορρίπτει απλά το ψέμα της «νίκης» (της τελευταίας, με όλες τις έννοιες, ιδεολογίας μιας θνήσκουσας Δύσης), φτάνει σε σημείο να αρνείται την αξία της όποιας «επιτυχίας» για να επαναφέρει την ήττα στο επίκεντρο του φιλοσοφικού στοχασμού. Αν υπάρχει μεγαλείο του ανθρώπου, μας λένε ο Ίστγουντ και ο εξαιρετικός σεναριογράφος Πολ Χάγκις, τότε αυτό βρίσκεται στον τρόπο διαχείρισης της ήττας. Η νίκη είναι μια φανταχτερή οφθαλμαπάτη, ένα τίποτα σχεδόν, μια εύθρυπτη ψευδαίσθηση∙ αλλά το αμερικανικό σινεμά, ως επί το πλείστον και με εξαίρεση τα πεσιμιστικά seventies, μιλάει κυρίως γι’ αυτήν. Την πρώτη φορά που βλέπει κανείς το «Million Dollar Baby», αρχικά έχει την εντύπωση πως περί της νίκης πρόκειται κι εδώ. Όμως ο Ίστγουντ έχει κάτι άλλο στο μυαλό του. Ο τρόπος με τον οποίο θα ανατρέψει κάθε προσδοκία των θεατών, αφηγούμενος μια -εκ πρώτης όψεως- παραδοσιακή ιστορία νίκης, καθιστά την ταινία του θρησκευτική, εν αντιθέσει με το πλήθος των ιδεολογικών έργων στα οποία μας έχει συνηθίσει ο αμερικανικός κινηματογράφος.

Το Χόλιγουντ, ως βασίλειο της βιομηχανίας του θεάματος, «πουλάει» ιδεολογία στον υπέρτατο βαθμό (ιδεολογία με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Λουί Αλτουσσέρ): είναι μια μηχανή μαζικής παραγωγής και προσφοράς οπτιμιστικής ιδεολογίας. Η θρησκεία, απ’ την άλλη, βρίσκεται στον αντίποδα. Κρατώντας στα χέρια της το μεγάλο χαρτί, την αλήθεια του θανάτου, απογυμνώνει τα ιδεολογικά ψεύδη και την εφήμερη αυτοπεποίθηση που χαρίζουν∙ κρίνοντας τη ζωή από τη σκοπιά του τέλους της, τη βρίσκει υπερβολικά ελαφριά -και δεν πείθεται απ’ τους αφελείς εορτασμούς της. Οι ποικίλες θριαμβολογίες ενός θνητού όντος, της φαίνονται μάλλον ύποπτες και ανάξιες λόγου. Υπό αυτό το πρίσμα ο Ίστγουντ εδώ γίνεται θρησκευτικός (και από σκηνοθετική άποψη, η ματιά του υιοθετεί μια θαυμαστή ασκητική ταπεινότητα, απόλυτα ταιριαστή με το περιεχόμενο). Τέτοια κατάνυξη σε κινηματογραφικό έργο, σε μια οπτιμιστική τέχνη για τις πλατιές μάζες, μοιάζει περίπου σκανδαλώδης (αντίστοιχης βαρύτητας συμβολική απεικόνιση του απόλυτου ορίου της ανθρώπινης προσπάθειας, του θανάτου, με τέτοιο στοχαστικό σεβασμό και χωρίς την παραμικρή επιτήδευση, βρήκα μόνο στο «Turin Horse» και το «All Is Lost» τα τελευταία χρόνια).

Ο άνθρωπος είναι προορισμένος, οντολογικά, να χάσει. Η δύναμή του να αγωνίζεται, έχοντας επίγνωση αυτής της πραγματικότητας, τον μετατρέπει σε πλάσμα παράλογο, σπαρακτικά αξιοπρεπές και ηρωικό. Αυτή είναι η περηφάνια κι η τρομακτική του σοβαρότητα. Δεν υπάρχει ύμνος στη νίκη, σε κάθε νίκη, που να μην περικλείει μια κωμικοτραγική διάσταση, που να μην δημιουργεί κάτι σαν οξύμωρο. Η άκριτη δοξολογία της επιτυχίας ενέχει κάτι το χαμερπές. Αντίθετα, η ήττα είναι ένα θέμα κατεξοχήν ποιητικό και υψηλό. Όπως λέει ο Ζαν Κοκτώ: «Η μόνη βιώσιμη αισθητική είναι η αισθητική της αποτυχίας. Αυτός που δεν καταλαβαίνει την αποτυχία είναι χαμένος... Αν δεν έχει καταλάβει αυτό το μυστικό, αυτή την αισθητική, αυτή την ηθική, δεν έχει καταλάβει τίποτε και η δόξα είναι μάταιη». Ή, με τα λόγια του Εμίλ Σιοράν αυτή τη φορά, «κάθε νίκη είναι λίγο-πολύ ένα ψέμα. Δεν μας αγγίζει παρά επιφανειακά, ενώ μια ήττα, όσο μικρή κι αν είναι, αγγίζει ό,τι πιο βαθύ έχουμε και εκεί μέσα αγρυπνά και δεν μας αφήνει να την ξεχάσουμε, έτσι ώστε, ό,τι κι αν συμβεί, μπορούμε να υπολογίζουμε στη συντροφιά της».

Η ήττα, λοιπόν, είναι το μεγάλο, το δύσκολο (και εξ αυτού μέγιστης σημασίας) θέμα∙ αδιαμφισβήτητη απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί η φοβισμένη διστακτικότητα με την οποία καταπιάνεται μαζί της —πολύ σπάνια άλλωστε— ο χαζοχαρούμενος πολιτισμός μας της τοξικής θετικότητας, που τίποτα δεν θέλει να ξέρει γι’ αυτήν. Και στο «Million Dollar Baby», αυτό το θέμα έχει την κινηματογραφική πραγμάτευση που του αξίζει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: