Μόνο ένα κτήνος μπορεί να γελάει με τη δυστυχία

Μόνο ένα κτήνος μπορεί να γελάει με τη δυστυχία

Μισέλ Ουελμπέκ, Η δυνατότητα ενός νησιού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2007

*

Τρίτη ανάγνωση της Δυνατότητας ενός νησιού σ’ έναν χρόνο. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για πολύ πολύ αγαπημένο μυθιστόρημα (συνεπώς η ανάγνωση, όπως το έβλεπε ο Μπόρχες, γίνεται μια μορφή ευδαιμονίας) αλλά κυρίως επειδή η τόσο περίπλοκη νοηματικά δομή του απαιτεί να επιστρέψεις ώστε να εντοπίσεις περισσότερα πράγματα. Η Δυνατότητα ενός νησιού έχει καταστρωθεί από τον Ουελμπέκ σαν σημειολογική μπάμπουσκα. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις να κάνεις μ’ ένα συμπαγές θέμα, αναδύεται από μέσα του ένα άλλο κι έπειτα ένα άλλο. Την πρώτη φορά που το διαβάζεις, αναπόφευκτα εστιάζεις στη δυστοπική φιλοσοφία του, στον μελλοντολογικό φαταλισμό του, που μοιάζει να πραγματοποιεί νεκροψία στο κουφάρι του δυτικού πολιτισμού. Οι «νεοάνθρωποι», αυτοί οι νεκροζώντανοι αθάνατοι χωρίς πάθη, είναι το αύριο σαν μακάβριο αστείο. Ο Ντανιέλ 24 (και μετά απ’ αυτόν, ο Ντάνιελ 25) σχολιάζει τη ζωή του προκατόχου του, του Ντανιέλ 1, όπως ένας πεθαμένος άνθρωπος ο οποίος, διατηρώντας ένα υπόλειμμα νοητικής δραστηριότητας μετά θάνατον, θα εξέταζε τον βίο του υπό το πρίσμα μιας αποσαρκωμένης πια στωικότητας. Ενέχει τόσα πολλά επίπεδα αυτή η σύλληψη του Ουελμπέκ, που μετά την πρώτη ανάγνωση της Δυνατότητας… θέλεις μέρες μόνο και μόνο για να σκεφτείς σχετικά με τις προεκτάσεις της. Η αθανασία μιας μετα-ανθρωπότητας που διάγει την ύπαρξη των φυτών είναι η ακραία συνέπεια αυτού που κάνει η Δύση σήμερα. Η ψυχική ακινησία της απόλυτης αδιαφορίας θα έρθει ως αποτέλεσμα της μανιώδους επιδίωξης της απόλαυσης. Υποδαυλίζοντας με κάθε πιθανό τρόπο την επιθυμία, ο καπιταλιστικός κόσμος οργανώνει, χωρίς να το γνωρίζει, την καταστροφή της επιθυμίας ως μοναδική διέξοδο από έναν λαβύρινθο εγωιστικών πόθων, ικανών να φέρουν τα ανθρώπινα όντα (όπως έχει συμβεί ήδη αρκετές φορές στην ιστορία τους) στο στάδιο να αποσυνθέσουν τις κοινωνίες που με κόπο διατηρούν σε κατάσταση σχετικά ομαλής λειτουργίας.
Έπειτα, βέβαια (και είναι ίσως αυτό που σου μένει πιο πολύ από το βιβλίο), υπάρχει το θάμβος και η ανατριχίλα αυτής της υπέροχης, της τόσο σπαρακτικής, ερωτικής ιστορίας. Μάλιστα συνειδητοποιείς όσο περισσότερο εμβαθύνεις στην ουσία του μυθιστορήματος ότι ίσως η sci-fi διάσταση να χρησιμεύει μονάχα ως πρόσχημα στον Ουελμπέκ προκειμένου να αναδείξει αυτόν ακριβώς τον έρωτα (ή, αν θέλετε, τον Έρωτα με κεφαλαίο) στην ουρανομήκη του τραγικότητα. Είναι, ενδεχομένως, τέτοια η ανάγκη του να μιλήσει με απόλυτη διαύγεια για τον βασικό παράγοντα που καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, ώστε χρειάζεται μια τόσο εντυπωσιακή, φουτουριστική υποπλοκή για να θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό των υποδηλώσεών του. Γιατί ο Ντάνιελ την πατάει όπως η εποχή του: λαχταρά να κερδίσει την αθανασία μέσα από το κορμί της Έστερ, η κοινωνία της οποίας αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν (έστω κι αν στέκεται κριτικά απέναντί της), την αθανασία μέσα από τη διαιώνιση του σωματικού της σφρίγους. Εκείνος δεν αντέχει την ιδέα της παρακμής του ερωτικού ενστίκτου (που είναι η βασική πηγή της ζωής και τη συνοψίζει ως «σύνολο δυνάμεων που αντιστέκονται στον θάνατο», κατά τη διατύπωση του Μπισά), η καταναλωτική κοινωνία των «αιώνιων kids» δεν αντέχει την ιδέα της παρακμής του κορμιού. Εκείνος παλεύει, σε ατομικό επίπεδο, να γίνει αιώνιος για τη σάρκα κι από τη σάρκα, και η κοινωνία, σε συλλογικό επίπεδο, κάνει το ίδιο ακριβώς με άλλα μέσα. Η κατάρρευση της ανθρωπότητας (μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαρωπής προσδοκίας αναγέννησής της – εδώ βρίσκεται η ειρωνεία) συντελείται παράλληλα με την κατάρρευση του κόσμου του Ντανιέλ. Τελικά η πρώτη δεν βαραίνει στη συνείδηση του αναγνώστη περισσότερο από τη δεύτερη. Είναι μάλιστα εκείνη, η σταδιακή πορεία του κεντρικού αφηγητή προς τον ατομικό αφανισμό μέσω του έρωτα, που δημιουργεί τον εσχατολογικό απόηχο και όχι ο νιτσεϊκής υφής ντετερμινισμός της μετάβασης σ’ ένα νέο, μετά-ιστορικό, στάδιο βιολογικής και μεταφυσικής μετάλλαξης.

Σαν να λέει ο Ουελμπέκ ότι ο θάνατος του συναισθήματος (διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες στη Δύση) θα επιταχύνει τις αναπόφευκτες εξελίξεις και θα επιφέρει την έσχατη μεταμόρφωση. Ο «νεοάνθρωπος» είναι το φάρμακο για μια αρρώστια της οποίας η κατάληξη δεν μπορεί παρά να είναι μοιραία. Ο Ντανιέλ 24 αδυνατεί να κατανοήσει την έννοια του έρωτα που βασάνισε τον πρόγονό του, δεν είναι σε θέση, εξαιτίας μιας αναπότρεπτης πνευματικής μετατροπής, να καταλάβει τον ίδιο του τον εαυτό (αφού πρόκειται για το ίδιο ον, sub specie aeternitatis). Η ειρωνεία είναι διάχυτη. Ο μελλοντικός άνθρωπος, όχι μόνο θα αδυνατεί να νιώσει συναισθήματα, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι υπήρξαν κάποτε θα του είναι ακατανόητο. Ο έρωτας θα μοιάζει με απαρχαιωμένη θρησκεία στην οποία κανείς δεν πιστεύει πια. Όταν ένας θεός χάνει τους πιστούς του, πεθαίνει. Η θρησκεία των Ελλοχείμ, συμβατή με τα ηδονιστικά ιδεώδη του καπιταλιστικού ατομικισμού και τον υλιστικό ευδαιμονισμό της κατανάλωσης, προετοιμάζει αυτό ακριβώς το πέρασμα στον κοινωνικό (ή, μάλλον, α-κοινωνικό) σολιψισμό. Χρεοκοπημένη προκατάληψη μιας ανθρωπότητας που έχει διαρρήξει όλους τους δεσμούς με τον Άλλον, η διυποκειμενικότητα απορρίπτεται. Ο μοντέρνος άνθρωπος (όλη η τέχνη του 20ού αιώνα δεν παύει να το υπενθυμίζει) πεθαίνει από μοναξιά. Αυτό που θα γεννηθεί μετά το τέλος του δεν θα συλλαμβάνει καν τη μοναξιά ως έλλειψη: απλούστατα διότι αυτή θα είναι η μοναδική συνθήκη ύπαρξης που θα γνωρίζει.

Η ηθική στάση του Ουελμπέκ βρίσκεται στην επιλογή του να μη βρει τίποτα αστείο στα παραπάνω. Και για να δώσει έμφαση στον «μη κωμικό χαρακτήρα της ζωής», διαλέγει ο ήρωας του να είναι ένας κωμικός που καταλαβαίνει –με τον πιο επώδυνο τρόπο, είναι η αλήθεια- ότι απέτυχε, ότι εξαπάτησε τους άλλους και τον εαυτό του: το γέλιο, ως αμυντικός μηχανισμός, είναι απλώς υπεκφυγή. Δεν υπάρχει διέξοδος μέσω της χιουμοριστικής στάσης απέναντι στα πράγματα. Αυτό είναι σκανδαλώδες σχεδόν αν αναλογιστούμε τον ρόλο που έπαιξε το χιούμορ στο έργο κάποιων πολύ μεγάλων σκοτεινών συγγραφέων της νεωτερικότητας. Ο Ουελμπέκ, καίτοι ο αξιότερος από τους συνεχιστές τους (και, οπωσδήποτε, ο πιο σημαντικός και ενδιαφέρων συγγραφέας του 21ου αιώνα), αποφασίζει να χαράξει ένα ηθικό όριο ανάμεσα στον εαυτό του και σ’ εκείνους. Η Δυνατότητα ενός νησιού είναι, σποραδικά, πολύ αστεία, αλλά το χιούμορ της είναι πικρό, ανελέητο και «αμοραλιστικό», όπως του ήρωά της, του Ντανιέλ. Συνεπώς δεν πρόκειται για καταφύγιο, αυτή η ανθεκτική κοινοτοπία περί «λύτρωσης», μέσω της σαρκαστικής αντιμετώπισης ενός σκληρού κόσμου, γνωρίζει την έσχατη ανατροπή της. Ο κωμικός δεν σώζεται, αντιθέτως, φτάνει ως τα πέρατα του μαρτυρίου. Μόνο ένα κτήνος μπορεί να γελάει με τη δυστυχία, να ποιο είναι το επιμύθιο της Δυνατότητας… Ο Ντανιέλ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να αποδείξει το αντίθετο, δεν είναι κτήνος. Αδυνατεί να βρει τον κόσμο κωμικό. Συνεπώς δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει, παράλληλα, και την αποτυχία του κυνισμού του. Η εποχή μας είναι σαν αυτόν: δεν πρόκειται να τη σώσουν ούτε τα γελάκια, ούτε οι εξυπνάδες, ούτε οι θλιβερές της προσπάθειες να πείσει ότι έχει υπερβεί τον συναισθηματισμό. Θα σβήσει μέσα στον τρόμο του κενού και της ματαίωσης, όπως ο Ντανιέλ. Σαν εκείνον, θα αυτοκτονήσει επειδή δεν θα αντέχει να ζει άλλο χωρίς αγάπη.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Η δυνατότητα ενός νησιού του Μισέλ Ουελμπέκ

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: