«Τα απομεινάρια μιας μέρας», του Τζέιμς Άιβορι

«Τα απομεινάρια μιας μέρας», του Τζέιμς Άιβορι

Ο περίκλειστος κόσμος των καλών τρόπων και της ευπρέπειας ενός μπάτλερ, του κύριου Στίβενς, ο οποίος διατηρεί σε απόλυτη τάξη ένα αριστοκρατικό σπίτι στα τέλη της δεκαετίας του ’30, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, θα δοκιμαστεί με την άφιξη μιας νέας οικονόμου. Η πιθανότητα του έρωτα απ’ τη μία κι η αφέλεια (ή μήπως κάτι χειρότερο; ) του κυρίου του απ’ την άλλη, που καλλιεργεί δεσμούς με τη ναζιστική υπόθεση, θα θέσουν σε κίνδυνο όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκε για χρόνια ο κύριος Στίβενς.

Αναρωτιέμαι αν έχει υπάρξει μεγαλύτερη κινηματογραφική ερμηνεία μετά το 1993 και τα «Απομεινάρια μιας μέρας», απ’ αυτήν που δίνει ο Σερ Άντονι Χόπκινς στη σπουδαία ταινία του Τζέιμς Άιβορι. Και πριν το 1993 δηλαδή, λίγες είναι κατά τη γνώμη μου οι ανδρικές ερμηνείες που μπορούν να συγκριθούν με αυτήν του Χόπκινς στον συγκεκριμένο ρόλο. Ελάχιστες.

Δεν ξέρω αν στα διάφορα εργαστήρια υποκριτικής οι καθηγητές προτείνουν στους μαθητές τους να μελετήσουν τον Χόπκινς στο έργο, ενώ μου μοιάζει απολύτως εύλογο να συμβαίνει αυτό, καταλαβαίνω ότι θα υπήρχε και ο κίνδυνος πολλοί να τα παρατούσαν βλέποντας τι κάνει εδώ. Διότι είναι άλλο πράγμα το ταλέντο στην υποκριτική, η δουλειά, η μέθοδος, η τεχνική, κι άλλο ένας άνθρωπος να έχει καταφέρει να επαναπροσδιορίσει, να ανατρέψει, να τερματίσει και να επινοήσει εκ νέου τι σημαίνει κινηματογραφική υποκριτική, με μια μόνο ερμηνεία (μια άλλη τέτοια σπάνια περίπτωση είναι ο Μπράντο ως Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Ελία Καζάν).

Είναι αλήθεια πως οι λέξεις αδυνατούν να αποδώσουν τι κάνει ο Χόπκινς στην ταινία, και πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια από αυτές τις περιπτώσεις όπου ο κριτικός νιώθει παροπλισμένος μπροστά στο σχεδόν απροσπέλαστο ενός καλλιτεχνικού θαύματος, που ―όπως όλα τα θαύματα― αντιστέκεται σθεναρά στις απόπειρες της ανάλυσης να το υποτάξει. Η ερμηνεία του Χόπκινς, εν ολίγοις, ούτε περιγράφεται, ούτε αναλύεται, μπορεί μονάχα να βιωθεί ως εμπειρία. Έχουν γραφτεί, άλλωστε, άπειρα πράγματα γι' αυτή την ερμηνεία, χωρίς να την έχουν εξαντλήσει (το υψηλό στην τέχνη είναι ανεξάντλητο). Και αξίζει να επανέρχεσαι σ' αυτήν, ειδικά αν ασχολείσαι με την κινηματογραφική τέχνη, (είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης, είτε ως κριτικός), γιατί έχει πολλά και πολύτιμα να σε διδάξει.

Ίσως η έννοια κλειδί σ' αυτή την ερμηνεία να είναι ο έλεγχος ή, καλύτερα, ο αυτοέλεγχος : κεντρικός ήρωας είναι ένας άνθρωπος που ελέγχει τα συναισθήματά του σε βαθμό απόλυτης εξαφάνισής τους (απόλυτης απομάκρυνσης από την κοινή θέα βασικά, γιατί τα συναισθήματα δεν εξαφανίζονται, ακόμα κι αν το θέλεις, εμμένουν, επιμένουν βασανιστικά, κι είναι αυτή ακριβώς η τραγωδία του ―αξιοπρεπούς μέχρι πλήρους αυτοκατάργησης― κυρίου Στίβενς), ένας μικρός αυτοκράτορας του ψυχικού συγκρατημού, κάποιος που μοιάζει να μη διαθέτει καν προσωπικότητα. Ο Χόπκινς τον αποδίδει μ' έναν αδιανόητο αυτοέλεγχο των εκφραστικών του μέσων, με μια σαρωτική υπαινικτικότητα αδιόρατων συσπάσεων του προσώπου, βλεφαρισμάτων, υπερβολικά σύντομων χαμόγελων (που κάθε φορά σημαίνουν κάτι διαφορετικό), σ' ένα αποστομωτικό ρεσιτάλ μινιμαλισμού και ηφαιστειακής εσωτερικότητας που κρατάει τα πάντα κάτω, τα πιέζει κάτω και εντός, σε σημείο που όταν ραγίζει ―εντελώς αθόρυβα εννοείται― η επιφάνεια αυτής της παγωμένης λίμνης που είναι ολόκληρος ο κύριος Στίβενς για τους Άλλους, ένα του βλέμμα να δίνει την αίσθηση έκρηξης χωρίς ήχο, κάποιες στιγμές.

Ο κύριος Στίβενς, βέβαια, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την κοινή μοίρα των θνητών, ακόμα κι αυτός που έχει βαλσαμώσει τη ζωή σε τέτοιο βαθμό, που έχει μετατρέψει την μέσα του ζωή σε άβατο, τελικά ερωτεύεται. Κι ο έρωτας είναι το ―κατά Αλέν Μπαντιού― Συμβάν που θα δοκιμάσει την ευστάθεια του συστήματός του, τις αντοχές του κόσμου του στην έντονη σεισμική δραστηριότητα του συναισθήματος. Αν ο κύριος Στίβενς «έσπαγε» με έναν φανερό τρόπο, τα «Απομεινάρια μιας μέρας» δεν θα ήταν μεγάλη ταινία. Όλο το θέμα είναι ότι δεν φαίνεται να σπάει (και το φαίνεσθαι είναι επίσης κομβική έννοια εδώ) να ισοπεδώνεται, να διαλύεται. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα, εκεί που ο κύριος Στίβενς δεν μας αφήνει ποτέ να κοιτάξουμε και που ο Χόπκινς μάς επιτρέπει να κρυφοδούμε, μ' έναν τρόπο σπαρακτικό. Με τις μικρές, ανεπαίσθητες «ρωγμές» στην «πανοπλία», με τις «χαραμάδες» ενός πεταρίσματος του βλεφάρου, μιας παύσης, ενός χαμηλώματος του τόνου της φωνής ή ενός απότομου ανεβάσματός του, μιας μικρής αλλαγής στον ρυθμό εκφοράς του λόγου.

Προφανώς πρόκειται για μια από τις πιο σπαρακτικές και σαρωτικές ερωτικές ιστορίες από καταβολής σινεμά. Η στιγμή που κοιτάει την νέα οικονόμο από το παράθυρο λίγο μετά την πρόσληψή της στο σπίτι (είναι σίγουρο ότι την έχει ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή), η στιγμή που του ξεφεύγει εκείνο το αλησμόνητο "I 'd be lost without her" συζητώντας μ' έναν γνωστό του για εκείνη (το οποίο καταφέρνει αμέσως να «μαζέψει» τοποθετώντας τη φράση σ' ένα νοηματικό πλαίσιο που την εξουδετερώνει ως προσωπική εξομολόγηση) και, φυσικά, η ΤΕΡΑΣΤΙΑ σκηνή, όπου εισβάλει στον «προσωπικό του χώρο και χρόνο» (τι ειρωνεία το ότι μιλά για «εισβολή», όταν ολόκληρος ο εσωτερικός του χωροχρόνος είναι γεμάτος από εκείνη) και επιμένει να μάθει τι διαβάζει, το πώς την κοιτάζει καθώς τον πλησιάζει όλο και περισσότερο, όλο και πιο επικίνδυνα γι' αυτόν, απειλώντας να διαλύσει όλα όσα έχει βάλει ανάμεσά τους για να προστατευτεί (μάταια, τόσο μάταια), το πώς αισθάνεσαι ότι μυρίζει τα μαλλιά της και μεθάει από το εφήμερο όνειρο της απόδρασης από τον εαυτό του, το πώς σου μεταδίδει ότι υποφέρει από πόθο και φόβο ταυτόχρονα, όλα αυτά συνθέτουν μια ωδή στον έρωτα, χωρίς αντίστοιχο στην ιστορία του σινεμά.

Κι έπειτα είναι αυτό το αλησμόνητο φινάλε στην προκυμαία, τα υγρά μάτια του κυρίου Στίβενς όταν καταλαβαίνει, πολύ αργά, ότι η ζωή δεν γυρίζει πίσω (η, επίσης εκπληκτική, Έμα Τόμσον συμβολίζει ακριβώς αυτό : τη ζωή∙ βασικά είναι η ζωή, που εμφανίζεται πάντα με το πρόσωπο της γυναίκας που αγαπάμε, με τη σάρκα και το βλέμμα και τη φωνή της, ως αδιαμφισβήτητη Αλήθεια της παρουσίας), ότι τίποτα δεν μπορεί να επανορθώσει το ασυγχώρητο λάθος του να έχεις αφήσει τον χρόνο να σε προσπεράσει, πόσα πράγματα υπάρχουν σ' αυτό το βλέμμα, που δεν χωράνε σε λέξεις.

Το συμπέρασμα μοιάζει να προκύπτει αναπόφευκτα: και μόνο αυτό τον ρόλο να είχε παίξει ο Σερ Άντονι Χόπκινς, θα ήταν αρκετό για να θεωρείται ένας από τους τρεις, τέσσερις μεγαλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: