«Αντίχριστος», του Lars Von Trier

«Αντίχριστος», του Lars Von Trier

Ο Λαρς Φον Τρίερ μισεί τους ανθρώπους. Είναι γνωστό. Ίσως με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ίσως να κρατάει μέσα στη μαύρη καρδιά του σαν φυλαχτά, κάποια ίχνη τρυφερότητας για βασανισμένα ανθρώπινα πλάσματα όπως η Bess, η Grace ή η Justin. Πλάσματα που έχουν πονέσει τόσο ώστε να είναι ικανά για υπεράνθρωπες πράξεις: όπως το να αγαπήσουν πραγματικά ή να σκοτώσουν. Τους υπόλοιπους απλά τους απεχθάνεται. Αυτή η απέχθεια ίσως να έμοιαζε με υποκριτική πόζα (γιατί ο μισάνθρωπος ιδιοφυής καλλιτέχνης είναι ένα αφόρητο κλισέ ήδη από τον 19ο αιώνα) αν δεν την είχε αποσαφηνίσει με τέτοια αισθητική μεγαλοπρέπεια στο πιο παρεξηγημένο του αριστούργημα: τον Αντίχριστο.
Ο Αντίχριστος, (Antichrist, 2009), αντίθετα με ό, τι γράφτηκε τότε και με ό,τι ακόμα πιστεύεται εν πολλοίς, δεν είναι το κινηματογραφικό μανιφέστο ενός διαταραγμένου μισογύνη. Αν μοιάζει κάπως έτσι –και το συγκλονιστικό φινάλε εύκολα μπορεί να παραπλανήσει εκείνους που στο σινεμά κρίνουν αυτό που φαίνεται αντί γι' αυτό που υποδηλώνεται με λεπτότητα– είναι επειδή η γυναίκα θυμίζει τη Φύση στο ότι γεννάει διαρκώς νέα πλάσματα, νέες μορφές. Κι ο Τρίερ τη Φύση φοβάται και μισεί κυρίως. Τον άνθρωπο τον μισεί από σπόντα, επειδή –και όποτε– είναι πολύ φυσικός, επειδή αδυνατεί να ξεριζώσει από μέσα του τη Φύση.

Ό,τι ο Τρίερ αντιλαμβάνεται ως Καλό, δεν είναι φυσικό, είναι κόντρα στη φύση. Η υπεράνθρωπη ικανότητα της Bess για αγάπη στο Breaking the Waves δεν είναι φυσική, όπως επίσης η απαίτηση της Grace για Δικαιοσύνη στο Dogville. «Η φύση είναι η εκκλησία του σατανά» γιατί βρίσκεται πίσω από κάθε ανθρώπινη πράξη που προκύπτει εύκολα, αβίαστα, απροσμάχητα. Το ζευγάρι του Αντίχριστου δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να την υπακούει στη μεγαλειώδη αρχική σκηνή της ταινίας. Απολαμβάνει σαρκικά, αειθαλές και λαμπερό στη στιγμιαία αιωνιότητα της ηδονής του. Κι όμως, αυτή η εγωιστική, περίκλειστη ηδονή, τους στερεί το παιδί τους. Το νοιάξιμο, η υπευθυνότητα, είναι ηθικές έννοιες, συνεπώς τεχνητές (ολοφάνερα ο Δανός προβοκάτορας διαφωνεί με τον Καντ) επινοημένες από τον πολιτισμό, μη-φυσικές, άρα υπηρετούν το Καλό κατά τον Τρίερ. Στον αντίποδα, το ορμέμφυτο της απόλαυσης υπηρετεί τον «Σατανά», τη Φύση που δεκάρα δε δίνει αν θα χαθεί ένα ασήμαντο πλασματάκι από αυτά που δημιουργεί σε εκατομμύρια αντίτυπα. Θα το αντικαταστήσει εύκολα, απλά.
Όσα ακολουθούν, ο ταρκοφσκικός εξπρεσιονισμός της εικόνας, τα μπαρόκ ονειρικά πλάνα συνεχόμενων –και ειρωνικών– ανθρωπομορφισμών, η βαριά σε συμβολισμούς ατμόσφαιρα εδεμικής απομόνωσης, οι λακανικές μεταφορές περί του ανέφικτου και α-φύσικου (τι εμπαιγμός!) μιας αληθινής σχέσης μεταξύ των φύλων που να μην έχει ως απώτερο στόχο την αλληλοεξόντωση, το horror στυλιζάρισμα της υπέροχης καλλιτεχνικής διεύθυνσης και το γκροτέσκο torture porn αιματοκύλισμα που συνοψίζει τις φιλοσοφικές ιδέες ως υλικό τους αποτύπωμα (τοποθετώντας, αντιστικτικά, μια αδρή, σφαδάζουσα σωματικότητα στο σημείο που μέχρι πριν λίγο κυριαρχούσαν υπερβολικά αφηρημένες αλληγορίες), δεν βρίσκονται εκεί πάρα για να υπογραμμίσουν αυτό που έχει δηλωθεί ήδη από τα πρώτα λεπτά αυτής της μηδενιστικής βαγκνερικής συμφωνίας κινηματογραφικών εικόνων που είναι ο Αντίχριστος: δεν φταίμε εμείς για το Κακό που κάνουμε, για το Κακό που είμαστε. Είναι στη φύση μας.
Ο πραγματικός Αντίχριστος είναι ο καθένας – κι όχι απλώς η καθεμία. Μοναδικές λύσεις στο πρόβλημα, σύμφωνα με τον Τρίερ, οι εξής δύο: η Αγάπη ή η ολοκληρωτική καταστροφή. Στην πρώτη (και στο Θαύμα που καθιστά εφικτό) πίστεψε στο Breaking the Waves. Δεν φαίνεται να πιστεύει και τόσο πια. Γι' αυτό, καθόλου τυχαία, μετά τον Αντίχριστο φτιάχνει το Melancholia. Που έχει σαν θέμα του το τέλος του κόσμου.

Καταλάβαμε, Λαρς. Ήσουν –επώδυνα– σαφής.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: