«Eyes Without a Face» (1960), του Georges Franju

«Eyes Without a Face» (1960), του Georges Franju

Ιδιο­φυ­ής αλ­λά ηθι­κά ανερ­μά­τι­στος πλα­στι­κός χει­ρουρ­γός, του οποί­ου η κό­ρη έχει τραυ­μα­τι­στεί σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό ατύ­χη­μα (με το πρό­σω­πό της να έχει πα­ρα­μορ­φω­θεί εντε­λώς), σκη­νο­θε­τεί τον θά­να­τό της, την κρα­τά­ει φυ­λα­κι­σμέ­νη στο αρ­χο­ντι­κό τους και, με τη βο­ή­θεια της γραμ­μα­τέ­ως του, απα­γά­γει νε­α­ρά κο­ρί­τσια που φυ­σιο­γνω­μι­κά μοιά­ζουν πο­λύ στη δύ­σμοι­ρη θυ­γα­τέ­ρα του με σκο­πό να τους αφαι­ρέ­σει τα κομ­μά­τια δέρ­μα­τος που του χρειά­ζο­νται για να της προ­σφέ­ρει ένα νέο πρό­σω­πο.
Το «Eyes Without a Face» εί­ναι ένα φιλμ που ίσως αφο­ρά πε­ρισ­σό­τε­ρο την επο­χή μας απ’ ό,τι αφο­ρού­σε την επο­χή του. Εί­ναι, δη­λα­δή, ο ορι­σμός του μο­ντέρ­νου κι­νη­μα­το­γρά­φου. Φορ­μα­λι­στι­κά αλ­λά, κυ­ρί­ως, θε­μα­το­λο­γι­κά. Ποια ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δος, άλ­λω­στε, εί­χε με­γα­λύ­τε­ρη εμ­μο­νή με το Πρό­σω­πο από τη δι­κή μας; Το πρό­σω­πο, όμως, όχι με τη φι­λο­σο­φι­κή έν­νοια που δί­νει στη λέ­ξη ο Λε­βι­νάς (ως το απέ­ρα­ντο και ανε­ξά­ντλη­το ση­μαί­νον μιας ετε­ρό­τη­τας που μας δε­σμεύ­ει συ­νο­λι­κά και μας ανα­γκά­ζει να ανα­λά­βου­με την ευ­θύ­νη μας προς τον Άλ­λο), αλ­λά ως κα­θα­ρή ύλη, (επι)φαι­νό­με­νο, ει­κό­να, σαρ­κι­κή επι­φά­νεια.
Το πρό­σω­πο στους δι­κούς μας και­ρούς δεν αντι­με­τω­πί­ζε­ται, όπως στην κλα­σι­κή επο­χή, ως φο­ρέ­ας μιας ηθι­κής –ακό­μα και με­τα­φυ­σι­κής– ση­μα­σί­ας (οι βα­σι­λιά­δες δεν ζη­τού­σαν να τους φτιά­ξουν τα πορ­τραί­τα τους με­γά­λοι ζω­γρά­φοι μό­νο από μα­ταιο­δο­ξία: ήθε­λαν να διαιω­νί­σουν την ει­κό­να τους σαν ση­μείο στον χρό­νο που θα μπο­ρού­σε να συ­μπλη­ρώ­σει τα κε­νά μιας ιστο­ριο­γρα­φί­ας πε­ριο­ρι­σμέ­νης στα γε­γο­νό­τα αλ­λά ανύ­πο­πτης πε­ρί του ιε­ρού βά­θους που εμπε­ριέ­χε­ται στα φυ­σιο­γνω­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά): εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο μια ακό­μα πτυ­χή του κορ­μιού, άλ­λη μια σω­μα­τι­κή εκ­δή­λω­ση. Αυ­τή τη με­τά­βα­ση απ’ την πνευ­μα­τι­κή διά­στα­ση του προ­σώ­που στην υλι­κή του κά­θο­δο ανά­με­σα στα υπό­λοι­πα αντι­κεί­με­να του κό­σμου, εί­χε προ­φα­νώς κα­τά νου ο Ρο­κα­ντέν της σαρ­τρι­κής «Ναυ­τί­ας» όταν έλε­γε το μνη­μειώ­δες, «από τα 40 και με­τά, κα­θέ­νας έχει το πρό­σω­πο που του αξί­ζει».
Εν συ­ντο­μία, ο ει­κο­στός αιώ­νας απο­κτά μια εμ­μο­νή με την εξω­τε­ρι­κή όψη κα­θ’ εαυ­τή, απο­στε­ρώ­ντας την από το άυ­λο βά­θος της (πώς θα μπο­ρού­σε να γί­νει δια­φο­ρε­τι­κά αφού εί­ναι ο αιώ­νας που εφευ­ρί­σκει την τη­λε­ό­ρα­ση και μα­ζί μ’ αυ­τήν την από­λυ­τη λα­τρεία της επι­φά­νειας; ). Ο ει­κο­στός πρώ­τος, ολο­κλη­ρώ­νει τη δια­δι­κα­σία με τα κοι­νω­νι­κά δί­κτυα και την επέ­λα­ση του πιο νο­ση­ρού ναρ­κισ­σι­σμού που έχει γνω­ρί­σει η αν­θρω­πό­τη­τα στην ιστο­ρία της. Το πρό­σω­πο κα­τα­κτά ολό­κλη­ρη την επι­κρά­τεια του ορα­τού, μι­λά για λο­γα­ρια­σμό του, διεκ­δι­κεί ανα­φαν­δόν όλα τα προ­νό­μια του λό­γου (και του Λό­γου). Το πρό­σω­πο πλέ­ον δεν έχει κά­ποιο νό­η­μα – ΕΙΝΑΙ το νό­η­μα. Η εξω­τε­ρι­κή όψη, υπο­βοη­θού­με­νη από τις αι­σθη­τι­κές/ια­τρι­κές/πο­λι­τι­κές εξου­σί­ες που έχουν ανα­λά­βει να την προ­ά­γουν σε ύψι­στο αγα­θό και μεί­ζον πο­λι­τι­στι­κό δια­κύ­βευ­μα, γί­νε­ται η απο­κλει­στι­κή μέ­ρι­μνα ενός κό­σμου που μι­σεί τα βά­θη. Εξ αυ­τού, το­πο­θε­τεί­ται πέ­ραν του Κα­λού και του Κα­κού, υπερ­βαί­νει την ηθι­κή, γί­νε­ται η ίδια μια νέα ηθι­κή. Αυ­τή ακρι­βώς την κα­τά­στα­ση προ­φη­τεύ­ει το «Eyes Without a Face».
Ο χει­ρούρ­γος της ται­νί­ας, που σκο­τώ­νει για να δώ­σει στην κό­ρη του το πρό­σω­πο που της αξί­ζει, εί­ναι ο σκο­τει­νός προ­άγ­γε­λος ενός μέλ­λο­ντος που απο­τε­λεί πλέ­ον το πα­ρόν μας. Εν­νο­εί­ται ότι δεν πρό­κει­ται πα­ρά για έναν με­τα­φο­ρι­κό φό­νο (όλο το φιλμ του Ζωρζ Φραν­ζί κι­νεί­ται –ίσως θα ήταν ακρι­βέ­στε­ρο να πού­με ότι χο­ρεύ­ει– μέ­σα στην πα­ραι­σθη­σια­κή αχλή του πα­ρα­μυ­θιού και του ονεί­ρου, σαν μα­κά­βριο δι­ή­γη­μα του Πόε ή ποί­η­μα του Μπω­ντλαίρ –ας θυ­μη­θού­με, εν προ­κει­μέ­νω, τον στί­χο του με­γά­λου ποι­η­τή για την "τυ­ραν­νία του αν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που"–, ο σκη­νο­θέ­της δεν θέ­λει τί­πο­τα να εκλά­βου­με εδώ κυ­ριο­λε­κτι­κά), γι’ αυ­τό και το εί­δος που επι­στρα­τεύ­ε­ται για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί η αφή­γη­ση αυ­τής της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής ιστο­ρί­ας, εί­ναι το Φα­ντα­στι­κό. Σε αντί­θε­ση, όμως, με συ­να­δέλ­φους που βλέ­πουν στο «Eyes Without a Face» ένα με­λαγ­χο­λι­κό, οι­κο­γε­νεια­κό δρά­μα με­ταμ­φιε­σμέ­νο σε γοτ­θι­κή ται­νία τρό­μου, νο­μί­ζω ότι εδώ δεν πρό­κει­ται κα­θό­λου για την αμο­ρα­λι­στι­κή ευαι­σθη­σία ενός τρα­γι­κού πα­τέ­ρα που ξε­περ­νά τον ηθι­κό Νό­μο από υπερ­βο­λι­κή αγά­πη για το δύ­στυ­χο σπλά­χνο του: κα­μία σκη­νή δεν υπάρ­χει που να υπο­βά­λει αυ­τή την ιδέα, ο –έξο­χος– Pierre Brasseur που υπο­δύ­ε­ται τον για­τρό, απο­δί­δει τον ρό­λο του με τη μέ­γι­στη δυ­να­τή ψυ­χρό­τη­τα, μοιά­ζει πά­ντα λο­γι­κός (μέ­σα στην πα­ρά­νοιά του), με­θο­δι­κός, αυ­το­κυ­ριαρ­χη­μέ­νος, απρό­σβλη­τος από τις πα­ρα­φο­ρές του συ­ναι­σθή­μα­τος.
Ο δό­κτωρ Genessier, εί­ναι ο άν­θρω­πος της επι­στή­μης που δεί­χνει να εν­δια­φέ­ρε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο να τε­λειο­ποι­ή­σει τις ια­τρι­κές τε­χνι­κές του, να φέ­ρει σε πέ­ρας το έρ­γο της ζω­ής του και λι­γό­τε­ρο να μειώ­σει το ψυ­χι­κό άλ­γος της κό­ρης του. Ωθεί­ται από το έν­στι­κτο που ο Φου­κώ ονο­μά­ζει «βού­λη­ση για γνώ­ση» (μια ακό­μα πτυ­χή της νι­τσεϊ­κής «βού­λη­σης για δύ­να­μη») όχι από συ­μπό­νια για το παι­δί του. Γι’ αυ­τό και προ­μη­νύ­ει, με τον πιο τέ­λειο ση­μειο­λο­γι­κά τρό­πο, το σή­με­ρα. Το πρό­σω­πο οφεί­λει να σω­θεί προς χά­ριν και δό­ξαν του προ­σώ­που. Η ομορ­φιά γί­νε­ται (ένα συ­χνά «αι­μο­στα­γές») κα­θή­κον. Της έχει υπο­τα­χθεί άνευ όρων και η επι­στή­μη, η οποία και της προ­σφέ­ρει χω­ρίς σκε­πτι­κι­σμό τις υπη­ρε­σί­ες της. Τι ση­μα­σία έχει αν πρέ­πει να «θυ­σια­στούν» και με­ρι­κά άτυ­χα πλά­σμα­τα στον δρό­μο για την επί­τευ­ξη της τε­λειό­τη­τας; Δεν υπάρ­χει ηθι­κή που να μπο­ρεί να ανα­κό­ψει τη φό­ρα της επι­φά­νειας προς την κα­τά­κτη­ση του μέλ­λο­ντος. Όπως δια­πι­στώ­νει με πι­κρία ο Ντα­νιέ­λ1 στη «Δυ­να­τό­τη­τα ενός νη­σιού», τα κρι­τή­ρια του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού για το σω­μα­τι­κό κάλ­λος, πα­ρα­μέ­νουν, εν πολ­λοίς, να­ζι­στι­κής έμπνευ­σης: απα­στρά­πτου­σα νιό­τη, μυ­ϊ­κή ρώ­μη, στιλ­πνή εξω­τε­ρι­κή ομορ­φιά. Σ’ αυ­τές τις τρεις θε­ό­τη­τες, μπο­ρεί κα­νείς να προ­σφέ­ρει τα πά­ντα, δε­κτή η οποια­δή­πο­τε σπον­δή.
Το συ­γκλο­νι­στι­κό φι­νά­λε αυ­τού του ανα­τρι­χια­στι­κού αρι­στουρ­γή­μα­τος, βέ­βαια, απο­κα­θι­στά την ηθι­κή τά­ξη, υμνεί μια ανα­πά­ντε­χη νί­κη του (συ­ναι­σθη­μα­τι­κού) βά­θους επί της (στεί­ρας σε ευ­σπλα­χνία) επι­φά­νειας, δια­κη­ρύσ­σει ότι υπάρ­χει ένα όριο, ότι το δέρ­μα δεν εί­ναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρο από την καρ­διά, εκ­φρά­ζει μια ελ­πί­δα ότι υπάρ­χει θε­ρα­πεία για την αρ­ρώ­στια της μα­ταιο­δο­ξί­ας κι ότι αυ­τή δεν εί­ναι άλ­λη από την εν­συ­ναί­σθη­ση, την ανα­γνώ­ρι­ση του προ­σώ­που του Άλ­λου (αλ­λά αυ­τή τη φο­ρά πρό­κει­ται για το πρό­σω­πο-ση­μαί­νον της ψυ­χής) ως ιε­ρού συμ­βό­λου μιας μη ανα­γώ­γι­μης ετε­ρό­τη­τας που μας ανα­γκά­ζει να φερ­θού­με υπεύ­θυ­να, να νοια­στού­με, να προ­βού­με σε πρά­ξεις αυ­το­θυ­σί­ας, να υπερ­βού­με τον εγω­ι­σμό και τη φι­λαυ­τία μας, όπως το ήθε­λε ο Λε­βι­νάς.

Τι κρί­μα που η επο­χή μας διέ­ψευ­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά αυ­τή την ελ­πί­δα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: