«Midsommar», του Ari Aster

«Midsommar», του Ari Aster

Τα έχουμε πει πολλές φορές, το καλό horror δεν αφορά το υπερφυσικό ή το άγνωστο, αφορά αυτό που παρουσιάζεται ως φυσικό και γνωστό αλλά δεν είναι τελικά: δηλαδή τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, αυτό το μέγα άλυτο μυστήριο, αυτή η κοχλάζουσα άβυσσος που πάντα φοράει μάσκα για να ξεγελάει τους ομοειδείς του, είναι το θέμα σε όλες τις σπουδαίες ταινίες τρόμου. Ο άνθρωπος και τα σκοτάδια του που προσπαθεί να κρύψει μέσα στο φως, η «χειμωνιάτικη» ψυχή του που ντύνεται στα καλοκαιρινά λευκά για να μην παραδεχτεί τη μαυρίλα της.
Το «Midsommar» (2019), είναι μια ταινία για την απώλεια και το πένθος, την «ορφάνια» της ψυχής που ζει χωρίς αγάπη και που θα φτάσει στα άκρα για να τη βρει. Μιλάει για την τραγωδία του ανθρώπου που, όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει απ’ τον εαυτό του χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, γεννιέται και πεθαίνει μόνος. Η δημιουργία οικογένειας, είναι ένα εγχείρημα μέσω του οποίου πασχίζουν οι άνθρωποι να αρνηθούν το προφανές. Εμφανιζόμαστε μέσα στους κόλπους της, χωρίς ατομικό περίγραμμα. Είμαστε ένα με τα πάντα και τα πάντα εμφανίζονται ως μορφές αυτής της αγάπης που προστατεύει και μεριμνά διαρκώς. Υποκείμενα γινόμαστε με την απόσπαση και τον διαχωρισμό. Κι έπειτα δεν κάνουμε τίποτα άλλο απ’ το να προσπαθούμε να επιστρέψουμε σ’ αυτή την πρωταρχική κατάσταση χάριτος, όπου δεν υπάρχει εαυτός. Γι’ αυτό ερωτεύονται οι άνθρωποι. Αυτό αναζητούν στις σχέσεις τους. Τη διακοπή της ποινής που λέγεται μοναξιά και την οποία εκτίουν απ’ όταν έγιναν άτομα.
Η ιστορία μιας κοπέλας που έχασε –μ’ έναν φρικτό, ασύλληπτο τρόπο– την οικογένειά της και παλεύει να την αντικαταστήσει με μια άλλη, γίνεται στα χέρια του Άρι Άστερ το τέλειο υλικό που θα του επιτρέψει να μιλήσει μεταφορικά για το πρόβλημα του πολιτισμού ως απάντησης στη μοναξιά. Δεν είναι τυχαίο το ότι η παρέα των φίλων που επισκέπτεται την παγανιστική κοινότητα στη Σουηδία, είναι φοιτητές ανθρωπολογίας. Παρά τα φαινόμενα, η ανθρωπολογία, ως επιστήμη, δεν εξετάζει το αξιοπερίεργο μεμονωμένων πολιτισμικών σχηματισμών αλλά του Πολιτισμού γενικά. Κάθε κοινωνία, ως μεγάλη οικογένεια που προσπαθεί να συνενώσει τα διαχωρισμένα ανθρώπινα όντα προσφέροντάς τους την ψευδαίσθηση μιας επιστροφής στην πρωταρχική τους κατάσταση όπου δεν υπήρχε διαχωρισμός (οι παγανιστές δεν θέλουν να ενωθούν μόνο μεταξύ τους αλλά και με τη φύση), είναι μια αυθαίρετη κατασκευή και το σύστημα κανόνων βάσει του οποίου λειτουργεί και αναπαράγεται είναι εξίσου αυθαίρετο. Σαστίζουμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με αξιακά συστήματα τόσο διαφορετικά απ’ τα δικά μας, γιατί δεν έχουμε κάτσει δευτερόλεπτο να σκεφτούμε κριτικά τον παραλογισμό των δικών μας κοινωνικών εθιμοτυπικών, την –εξίσου αδικαιολόγητη– ηθική μας, τα σαθρά θεμέλια της πίστης μας (στον Θεό, την ιστορική αναγκαιότητα, την αυτορρύθμιση της αγοράς ή οτιδήποτε άλλο). Αλλά αν δεν είμαστε σε θέση να δούμε ότι θεμέλιο των κοινωνιών μας είναι ένα πλέγμα από παλαβομάρες με ορθολογική επίφαση, αυτό οφείλεται στην ανάγκη του ανήκειν σ’ ένα σύνολο, ό,τι κι αν είναι αυτό το σύνολο. Αποδεχόμαστε το οτιδήποτε, αρκεί να εκτρέπει το βλέμμα μας απ’ αυτό που συνιστά την ουσία του ατόμου: την επώδυνη περιχαράκωση στον εαυτό.
Αυτό κάνει η κεντρική ηρωίδα της ταινίας. Δεν θέλει να παραδεχτεί με τίποτα το προφανές της έλλειψης αγάπης απ’ την πλευρά του συντρόφου της, δεν θέλει να δει ότι στην ουσία είναι μόνη (ειδικά μετά την τραγωδία που βίωσε) και συντηρεί μια ψευδαίσθηση συνύπαρξης και συμβίωσης, ένα ψέμα «σχέσης». Το ψέμα στο οποίο, με τη σειρά τους, επιλέγουν να πιστεύουν οι παγανιστές, ότι δηλαδή έχουν μια σχέση αμοιβαίας αγάπης με τη Φύση (εντελώς διαφορετική από εκείνη που διατηρεί μαζί της ο καπιταλιστικός κόσμος, που την εκμεταλλεύεται και την καταστρέφει καθημερινά), ότι Εκείνη πάντα θα μεριμνά και θα τους φροντίζει, δεν είναι περισσότερο εξωφρενικό, αν το καλοσκεφτείς. Ούτε εκείνοι θέλουν να παραδεχθούν ότι είναι μόνοι, ότι ο άνθρωπος οντολογικά είναι διαχωρισμένος αμετάκλητα απ’ τη Φύση, και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι διαθέτει συνείδηση. Συνεπώς η κοπέλα, στη δική τους τρέλα, αναγνωρίζει κάτι απ’ τη δική της. Σε ψυχολογικό επίπεδο, μ’ έναν ιδιόμορφο τρόπο, είναι «συγγενείς». Γι’ αυτό τους επιλέγει ως νέα της οικογένεια. Θα βρει παρηγοριά στη δική τους προθυμία να την αγαπήσουν και να την αποδεχθούν στους κόλπους της κοινότητάς τους, κι ας αντιλαμβάνεται ότι είναι θεόμουρλοι.
Τι να την κάνει, άλλωστε, τη λογική αν την καταδικάζει στη μοναξιά; Γιατί να δέχεται να τη «βασανίζει» ένας εχέφρων που αδυνατεί να την αγαπήσει; Αυτή ψάχνει μονάχα την αγάπη και την «οικογένεια» σε μια νέα της μορφή (όπως τα περισσότερα απ’ τα κακόμοιρα ανθρώπινα όντα, ως βασική αιτία δυστυχίας των οποίων ο Ντελέζ εντόπιζε την «απεχθή ανάγκη τους να τα αγαπούν»). Τον «προδότη», τον στέλνει στην πυρά –εδώ και κυριολεκτικά– χωρίς δισταγμό, όπως κάνουν εύκολα όλοι εκείνοι που κάνουν τα πάντα για να ανήκουν «κάπου», για να τους «αγαπούν», όποιοι κι αν είναι αυτοί που τους αγαπούν. Οι υπόλοιποι, οι «απ’ έξω», ας γίνουν στάχτη. Φυσικά, θα δεχτούν και ορισμένοι απ’ τους «από μέσα» να θυσιαστούν, αν είναι απολύτως απαραίτητο, για την ευημερία του συνόλου. Κι αυτοί πεθαίνουν από αγάπη ή για την αγάπη. Άλλοι πολιτισμοί τους χαρακτηρίζουν αυτοκτονικούς, άλλοι τους βαφτίζουν ήρωες ή αγίους. Η διαφορά ενός καταθλιπτικού από έναν χαρούμενο παγανιστή, αφορά τη δυσπιστία του ενός και την ακραία εμπιστοσύνη του άλλου στο εφικτό της αγάπης, στη δυνατότητα της συγχώνευσης. Όλα όμως, σε τελική ανάλυση, έχουν να κάνουν μ’ αυτήν, με το έλλειμμα ή το πλεόνασμά της (έτσι συνδέονται οι πρώτες με τις τελευταίες σκηνές του έργου, πραγματοποιώντας έναν ωραίο σημειολογικό κύκλο).
Ο Άστερ ξεφτιλίζει τις κοινωνίες, τα έθνη, τον πολιτισμό γενικά, ως κωμικοτραγικές λύσεις στην απελπισμένη ανάγκη για αγάπη και άρση της μοναξιάς. Κάθε μορφή κοινωνικού δεσμού, a priori αυθαίρετη και προβληματική, οφείλεται στη συναισθηματική αδυναμία του ανθρώπου (ας θυμηθούμε, εν προκειμένω, τι έλεγε ο Νίτσε για το «αγελαίο ζώο»). Να τι υπονοεί η –τρομερά πεσιμιστική– κατακλείδα του «Midsommar».
Μπορείς, βέβαια, να τα παρακάμψεις όλα αυτά τα θεωρητικά και να απολαύσεις το υπέροχο αυτό φιλμ αποκλειστικά για την κινηματογραφική του δύναμη, να το χαρείς ως ένα θεσπέσιο ψυχολογικό horror, ένα απ’ τα καλύτερα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Μπορείς να αφεθείς να σε παρασύρει η απίστευτη ατμόσφαιρα, να θαυμάσεις την εντυπωσιακή φωτογραφία και την καλλιτεχνική διεύθυνση-ποίημα, να υποκλιθείς στην αδιανόητη σκηνοθετική μαστοριά του Άστερ που κάνει παπάδες με την τονικότητα, τα καδραρίσματα, το αφηγηματικό τέμπο, τη σύνθεση των πλάνων, την ανάπτυξη χαρακτήρων και ιστορίας, το οπτικό ύφος κτλ. Το «Midsommar», όμως, κινείται σε τόσα επίπεδα, που σχεδόν σε αναγκάζει να το σκεφτείς πολύ, να το «διαβάσεις» με πλάγιους τρόπους, να ξεψαχνίσεις τους συμβολισμούς του. Ταινία τρόμου θα παραμείνει, φυσικά.

Διότι, πράγματι, είναι πολύ τρομακτικό πράγμα (και πηγή ουκ ολίγων φρικαλεοτήτων) η ακόρεστη επιθυμία του ανθρώπου να τον αγαπούν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: