«Πάτερσον», του Τζιμ Τζάρμους

«Πάτερσον», του Τζιμ Τζάρμους

Το «Paterson» εί­ναι μια ται­νία για τη δυ­να­τό­τη­τα της ευ­τυ­χί­ας. Αλ­λά δεν πρό­κει­ται για την ευ­τυ­χία έτσι όπως την αντι­λαμ­βά­νε­ται η επο­χή μας. Δεν θα την κα­τα­λά­βαι­νε, δεν θα μπο­ρού­σε να την ανα­γνω­ρί­σει εύ­κο­λα αυ­τός ο υπερ­φί­α­λος κό­σμος που, ού­τως ή άλ­λως, δεν έχει ιδέα πε­ρί ευ­τυ­χί­ας, μό­νο την επι­τυ­χία κα­τα­λα­βαί­νει και μό­νο γι’ αυ­τήν κό­πτε­ται. Το «Paterson» βρί­σκε­ται στον αντί­πο­δα όλων εκεί­νων για τα οποία αγω­νιά, λα­χα­νιά­ζει και σπεύ­δει το κε­νό­δο­ξο σή­με­ρα. Υπό αυ­τή την έν­νοια εί­ναι ένα έρ­γο επα­να­στα­τι­κό και επα­να­στα­τη­μέ­νο, με τον δι­κό του γα­λή­νιο τρό­πο. Όπως ένα ποί­η­μα ή μια με­λω­δία, όπως ένας πί­να­κας ζω­γρα­φι­κής, όπως μια ει­κό­να νε­ρών που κυ­λά­νε, απορ­ρί­πτει το υλι­στι­κό, μη­χα­νι­κό σύ­μπαν της επι­τυ­χί­ας και τα άψυ­χα τέ­ρα­τα που γεν­νά­ει. Ορ­γα­νώ­νει μια ήρε­μη γω­νιά και φω­λιά­ζει εκεί, με συ­ντρο­φιά τα δι­κά του πο­λύ­τι­μα φυ­λα­χτά (αγά­πη, τέ­χνη, αν­θρω­πιά) κα­λά προ­στα­τευ­μέ­νο από τη γε­νι­κή κα­κο­φω­νία. Απο­σύ­ρε­ται και ατε­νί­ζει την ομορ­φιά, την αλή­θεια και την ου­σία, εκεί­να που πραγ­μα­τι­κά με­τρά­νε, εκεί­να που ο μο­ντέρ­νος κό­σμος, συ­νει­δη­τά και συ­στη­μα­τι­κά, επι­λέ­γει να απο­κρύ­πτει. Για τα υπό­λοι­πα αδια­φο­ρεί.

Ο Πά­τερ­σον εί­ναι οδη­γός λε­ω­φο­ρεί­ου σε μια επαρ­χια­κή πό­λη της Αμε­ρι­κής που έχει το ίδιο όνο­μα μ’ εκεί­νον. Ξυ­πνά­ει πο­λύ νω­ρίς το πρωί χω­ρίς ξυ­πνη­τή­ρι, φι­λά­ει τη γυ­ναί­κα του που κουρ­νιά­ζει κοι­μι­σμέ­νη στην αγκα­λιά του, τρώ­ει τα δη­μη­τρια­κά του και πά­ει στη δου­λειά. Εκτε­λεί το ίδιο δρο­μο­λό­γιο κά­θε μέ­ρα, που το δια­φο­ρο­ποιούν όμως οι άν­θρω­ποι που επι­βι­βά­ζο­νται στο λε­ω­φο­ρείο του, το δια­φο­ρο­ποιούν οι ει­κό­νες της πό­λης που εί­ναι πά­ντα η ίδια και πά­ντα αλ­λιώ­τι­κη όταν το βλέμ­μα του πέ­φτει σε ένα άλ­λο ση­μείο της. Όταν σχο­λά­ει κά­θε­ται πά­ντα στο ίδιο πα­γκά­κι, κοι­τά­ζο­ντας τον ίδιο κα­ταρ­ρά­κτη, και δου­λεύ­ει τα ποι­ή­μα­τά του, για­τί ο Πά­τερ­σον εί­ναι ποι­η­τής. Τα βρά­δια βγά­ζει βόλ­τα τον σκύ­λο και πί­νει μια μπύ­ρα στην το­πι­κή μπυ­ρα­ρία, κου­βε­ντιά­ζο­ντας με τον ιδιο­κτή­τη της και άλ­λους θα­μώ­νες. Επι­στρέ­φει στο σπί­τι κι όλα ξα­ναρ­χί­ζουν το επό­με­νο πρωί. Πα­νο­μοιό­τυ­πα αλ­λά πο­τέ ίδια. Πά­ντα λί­γο δια­φο­ρε­τι­κά. Η ζωή ξε­χει­λί­ζει από ποι­κι­λία. Αρ­κεί να μπο­ρείς να την εντο­πί­σεις.

Όταν έχεις κα­τα­κτή­σει το πιο δύ­σκο­λο πράγ­μα, δη­λα­δή το να εί­σαι αλη­θι­νά ευ­τυ­χι­σμέ­νος, όπως ο Πά­τερ­σον, ο Χρό­νος παύ­ει να ξε­τυ­λί­γε­ται σε ευ­θεία γραμ­μή, ανα­κτά την κυ­κλι­κή του δο­μή. Όταν έχεις όλα όσα χρειά­ζε­σαι και δεν σου λεί­πει τί­πο­τα, δεν ζη­τάς τί­πο­τα δια­φο­ρε­τι­κό από αυ­τή τη γλυ­κιά επα­νά­λη­ψη. Να ανα­πνέ­εις, να αγα­πάς και να δη­μιουρ­γείς αρ­κεί. Κά­θε μέ­ρα ξα­νά απ’ την αρ­χή. Ο κό­σμος γί­νε­ται απλός, ήταν ανέ­κα­θεν απλός, μό­νο που δεν μπο­ρού­σες να το δεις. Ήταν ανέ­κα­θεν όμορ­φη η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, παλ­λό­με­νη και λα­μπε­ρή, πλού­σια σε γοη­τευ­τι­κές λε­πτο­μέ­ρειες, όπως ένα κου­τί σπίρ­τα που μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει έμπνευ­ση για ένα υπέ­ρο­χο ερω­τι­κό ποί­η­μα. Αν ό,τι σε πε­ρι­βάλ­λει δεν σου φαί­νε­ται ικα­νό να λει­τουρ­γή­σει ως δη­μιουρ­γι­κό ερέ­θι­σμα, πρέ­πει να αλ­λά­ξεις μά­τια. Επει­δή εί­ναι κα­νείς τυ­φλός, δε ση­μαί­νει πως εξα­φα­νί­ζε­ται η θέα που αδυ­να­τεί να δει.

Ο Τζιμ Τζάρ­μους σκά­ρω­σε ένα συ­γκλο­νι­στι­κό φιλ­μι­κό ποί­η­μα με τα πιο απλά υλι­κά, μπας και μας κά­νει να κα­τα­λά­βου­με ότι κι η ευ­τυ­χία από τα πιο απλά υλι­κά φτιά­χνε­ται. Χώ­ρε­σε μέ­σα στα κά­δρα του λί­γο απ’ το γλυ­κό­πι­κρο με­γα­λείο των μι­κρών πραγ­μά­των που κά­νουν τη βόλ­τα του αν­θρώ­που σε αυ­τή τη γη, τό­σο ση­μα­ντι­κή μέ­σα στην αση­μα­ντό­τη­τά της, τό­σο ευ­λο­γη­μέ­να ανά­λα­φρη πα­ρά το ει­δι­κό βά­ρος της. Κι έβα­λε τον ήρωά του να οδη­γεί λε­ω­φο­ρείο, άρα να επα­να­λαμ­βά­νει μια κυ­κλι­κή δια­δρο­μή κα­θη­με­ρι­νά, για να μας υπεν­θυ­μί­σει ότι αυ­τή εί­ναι η βα­σι­κή αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση: κά­θε μέ­ρα κα­τα­λή­γου­με στο ση­μείο από όπου ξε­κι­νή­σα­με, κά­θε μέ­ρα δια­γρά­φου­με τις κυ­κλι­κές τρο­χιές μας αλ­λά ζού­με με την ψευ­δαί­σθη­ση της ευ­θύ­γραμ­μης κί­νη­σης. Δεν μπο­ρού­με να δού­με τί­πο­τα άλ­λο εκτός από αυ­τό που έχου­με με­τα­τρέ­ψει σε στό­χο, τρέ­χου­με προς τα φι­λό­δο­ξα σχέ­διά μας και ξε­χνά­με πως ό,τι συμ­βαί­νει στη διάρ­κεια αυ­τής της τρε­χά­λας, όλα εκεί­να που προ­σπερ­νά­με βια­στι­κά, εί­ναι η ζωή και εμπε­ριέ­χουν τη δυ­να­τό­τη­τά της ευ­τυ­χί­ας.

«Μό­νο το ν’ αγα­πάς δεν εί­ναι τί­πο­τα/ εύ­κο­λα ο ένας δια­χέ­ε­ται στον άλ­λο/ πρέ­πει να έχεις την αγά­πη προσ­διο­ρί­σει/ σε τό­πο και και­ρό, με τρό­πο/ μέ­χρι τέ­λους», γρά­φει ο Ηλί­ας Λά­γιος σ’ ένα ποί­η­μά του. Ο Πά­τερ­σον έχει προσ­διο­ρί­σει την αγά­πη σε τό­πο και και­ρό, με συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο, κι έτσι κα­τά­φε­ρε να σω­θεί (άλ­λω­στε, «χω­ρίς αγά­πη, τι νό­η­μα υπάρ­χει στο οτι­δή­πο­τε;», όπως λέ­ει κά­ποια στιγ­μή ο ερω­τευ­μέ­νος Έβε­ρετ). Κα­τά­φε­ρε να λυ­τρω­θεί από τον Χρό­νο που κι­νεί­ται ανε­λέ­η­τα προς τα εμπρός (και ξέ­ρου­με όλοι πού ακρι­βώς κα­τα­λή­γει) και ευ­λο­γή­θη­κε από την αιω­νιό­τη­τα του κύ­κλου (οι κύ­κλοι βρί­σκο­νται πα­ντού στην ται­νία: εί­ναι στα ασπρό­μαυ­ρα σχέ­δια με τα οποία γε­μί­ζει τα πά­ντα η Λό­ρα –κουρ­τί­νες, μα­ξι­λά­ρια, τοί­χους–,στα δη­μη­τρια­κά κυ­κλι­κού σχή­μα­τος, στο στό­μιο του πο­τη­ριού που χα­ζεύ­ει κά­θε βρά­δυ ο ήρω­ας, στο ρο­λόι που κοι­τά­ζει κά­θε πρωί). Η αέ­ναα ανα­γεν­νώ­με­νη χα­ρά μέ­σα στην επα­νά­λη­ψη όλων εκεί­νων που έχουν νό­η­μα και αξί­ζουν: να ένας ορι­σμός της ευ­τυ­χί­ας που ο σύγ­χρο­νος άν­θρω­πος, μα­θη­μέ­νος να βα­ριέ­ται εύ­κο­λα και να μην ικα­νο­ποιεί­ται πα­ρά μό­νο με το «δια­φο­ρε­τι­κό» και το «και­νούρ­γιο» (για πο­λύ λί­γο άλ­λω­στε, κι εκεί βρί­σκε­ται η δυ­στυ­χία του), αδυ­να­τεί να κα­τα­λά­βει.

Εί­ναι γνω­στό από τη Σι­μόν ντε Μπω­βουάρ, το πε­ρι­στα­τι­κό που –απ’ ό,τι λέ­ει η ίδια– έκα­νε τον νε­α­ρό φοι­τη­τή Σαρτρ να εν­δια­φερ­θεί έντο­να για τη Φαι­νο­με­νο­λο­γία: ένα βρά­δυ που τα έπι­νε με τον Ρεϊ­μόν Αρόν σ’ ένα μπαρ, του εί­πε εκεί­νος δεί­χνο­ντάς του το πο­τό που εί­χε μπρο­στά του: «κα­τα­λα­βαί­νεις, Ζαν-Πωλ, ότι αν ήσουν φαι­νο­με­νο­λό­γος θα μπο­ρού­σες να φι­λο­σο­φή­σεις με αφορ­μή αυ­τό εδώ το πο­τή­ρι;». Η ποί­η­ση, όμως, βρί­σκε­ται πο­λύ πιο μπρο­στά από τη φι­λο­σο­φία σε ό,τι αφο­ρά αυ­τή την κα­τά­στα­ση άμε­σης πρό­σβα­σης στο ου­σιώ­δες των πραγ­μά­των. Το ίδιο και το –αυ­θε­ντι­κά– ποι­η­τι­κό αρι­στούρ­γη­μα του Τζιμ Τζάρ­μους που φι­λο­σο­φεί χω­ρίς να γί­νε­ται πο­τέ πο­μπώ­δες ή βα­ρύ­γδου­πο, λι­γά­κι σαν να αστειεύ­ε­ται.

Εδώ εί­ναι όλα, γύ­ρω μας, όλες οι απα­ντή­σεις μάς προ­σφέ­ρο­νται απλό­χε­ρα όποια στιγ­μή τις θε­λή­σου­με. Αρ­κεί να κά­νου­με τις σω­στές ερω­τή­σεις.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: