Γκοντάρ

Γκοντάρ

Η 13η Σεπτεμβρίου του 2022 θα μείνει στην ιστορία ως η μέρα που «έφυγε» ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Ωστόσο η λέξη πρέπει να εννοηθεί με επιφύλαξη — γιατί όσοι έχουν κατακτήσει την αθανασία δεν φεύγουν ποτέ πραγματικά.
Ενσαρκώνοντας την εμπροσθοφυλακή μιας σχολής απείθειας (στις κινηματογραφικές συμβάσεις αλλά όχι μόνο), μιας αναρχικής διάθεσης που άλλαξε ριζικά τον κινηματογράφο, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, για εξήντα και βάλε χρόνια, δεν σταμάτησε να αναζητά: τρόπους έκφρασης, τρόπους επικοινωνίας, τρόπους δημιουργίας, τρόπους «καταστροφής». Παθιασμένος όσο λίγοι με την τέχνη του, σε διαρκές φορμαλιστικό και διανοητικό ξεψάχνισμα, ο πάπας της Νουβέλ Βαγκ, υπήρξε πριν και πάνω απ’ όλα, ένας εξερευνητής.
Ένιωθε ως καθήκον του να πάει πρώτος εκεί που δεν είχε βρεθεί πριν κανένας άλλος, να δει, να ανακαλύψει. Για άλλους ο κινηματογράφος είναι κάτι εκ των προτέρων –και αμετάκλητα– γνωστό, συνεπώς δεν εμπεριέχει εκπλήξεις: για τον Γκοντάρ ήταν άγνωστο σύμπαν κι ας τον ήξερε τόσο καλά, έπρεπε να ξεχάσει τι γνώριζε για να μπορέσει να εκπλαγεί κι έπειτα να μας καταστήσει κοινωνούς στο θαύμα ενός πρωτοφανέρωτου κόσμου. Αυτή είναι η μέθοδος του ποιητή — και ο Γκοντάρ ήταν ποιητής.
Στις ταινίες του, ο εξερευνητής της αισθητικής, ο μοντερνιστής σκηνοθέτης, ο ποιητής και ο φιλόσοφος, συνυπάρχουν, άλλοτε σε αγαστή συνεργασία κι άλλοτε σε ανοιχτή σύγκρουση. Η σύγκρουση, άλλωστε, είναι έννοια κομβικής σημασίας στο σινεμά του. Το ίδιο το φιλμ, πολύ συχνά, είναι το αποτέλεσμα μιας μάχης. Αν θέλουμε να επιβεβαιώσουμε αυτή την αίσθηση, αρκεί να ξαναδούμε το «Με κομμένη την ανάσα», το «Ζούσε τη ζωή της», το «Bande à part», τον «Τρελό Πιερό», το «Σαββατοκύριακο» ή την «Κινέζα» (για να αναφέρουμε, ενδεικτικά, μερικά απ’ τα αριστουργήματά του). Θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει κάποιος που θέλει να αφηγηθεί μια ιστορία, κάποιος που θέλει να τη σχολιάσει ως εξωτερικός παρατηρητής, κάποιος που θέλει να τη χτίσει και κάποιος που θέλει να τη γκρεμίσει: και οι τέσσερις αυτοί είναι ο Γκοντάρ! Η ισορροπία δυνάμεων η οποία επιβάλλεται, τελικά, ανάμεσά τους, συνθέτει το εκρηκτικό φιλμ που φτάνει στον θεατή.

Θα ήταν λίγο να πεις ότι ο Γκοντάρ υπήρξε «ανήσυχο πνεύμα» – λίγο, περιοριστικό και εν τέλει ανακριβές. Η ανησυχία δεν ήταν απλώς μια κατάσταση της συνείδησής του ανάμεσα σε άλλες, αλλά –όπως συμβαίνει με τον Μπερνάντο Σουάρες του Πεσόα– η ίδια η υπαρξιακή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζούσε και δούλευε, αισθανόταν και σκεφτόταν, αντιλαμβανόταν τον εαυτό του και ό,τι τον περιέβαλε. Κάθε του φιλμ, ανεξάρτητα απ’ το εκάστοτε θέμα του, ανεξάρτητα απ’ το αν ο πυρήνας του ήταν κοινωνικός ή πολιτικός, φιλοσοφικός ή ψυχολογικός, έμοιαζε με μια νέα απόπειρα του Γκοντάρ να καταλάβει το σινεμά, και μαζί με το σινεμά, τον κόσμο (ενδέχεται δε, αυτά τα δύο στο μυαλό του να αποτελούσαν μια αδιαίρετη ενότητα), δεν έκανε απλώς ταινίες που γεννούσαν σκέψεις: στοχαζόταν μέσω του κινηματογράφου του. Για πόσους απ’ τους σύγχρονους σκηνοθέτες μπορεί κανείς να ισχυριστεί κάτι τέτοιο;

Αποχαιρετώντας μας ο Γκοντάρ, παίρνει μαζί του όχι μόνο μια ολόκληρη κινηματογραφική εποχή αλλά κι έναν τρόπο αντίληψης του μέσου (των δυνατοτήτων του, της λειτουργίας του, της αποστολής του), που μοιάζει να έχει εκλείψει και δεν φαίνεται πιθανό να αλλάξει αυτό στο άμεσο μέλλον. Μπορεί οι επαναστάσεις στην έβδομη τέχνη να έχουν τελειώσει, δεν ισχύει το ίδιο, όμως, και για έναν απ’ τους μεγαλύτερους επαναστάτες της. Διότι αν ο Γκοντάρ υπηρέτησε τόσο αρχοντικά την τέχνη της κινούμενης εικόνας, αυτό συνέβη ακριβώς επειδή ήταν μια ψυχή σε διαρκή κίνηση, που δεν ήξερε να σταματάει, μια ύπαρξη ολόκληρο γίγνεσθαι, μια ατέρμονη διαδικασία μεταμόρφωσης: και σε τέτοιους ανθρώπους δεν μπορεί ούτε ο θάνατος να ανακόψει την κίνηση, την ακούραστη πορεία προς τα εμπρός.

Ο Γκοντάρ ζει και θα εξακολουθήσει να ζει. Αυτή είναι η αλήθεια – 24 φορές το δευτερόλεπτο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: