«Au Hazard Balthazar», του Robert Bresson

«Au Hazard Balthazar», του Robert Bresson

Το «Στην τύχη ο Μπαλτάζαρ» (1966), είναι η ιστορία ενός γαϊδαράκου. Από όταν ήταν μικρός, τότε που τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν τα παιδιά του αφεντικού του, μέχρι που μεγάλωσε και αναγκάστηκε να γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο του κόσμου -και των ανθρώπων. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Κι όμως, ενδέχεται να μην έχει γυριστεί ταινία πιο κατανυκτική από καταβολής σινεμά. Κάποιος έγραψε πως αυτό το φιλμ, εμπεριέχει σε μιάμιση ώρα όλη την ιστορία του κόσμου. Μπορεί να είναι κι έτσι.

Μετά από μια ευτυχισμένη, ξέγνοιαστη «παιδική ηλικία», όπου υπήρξε αντικείμενο της τρυφερής αγάπης και στοργής ενός μικρού κοριτσιού, ο Μπαλταζάρ εισάγεται στο ανελέητο σύμπαν της εργασίας. Οι άνθρωποι τον χρησιμοποιούν για τις δουλειές τους, τον κακομεταχειρίζονται, τον χτυπούν. Ο Μπαλταζάρ αντέχει, υπομένει. Αυτό είναι προορισμένος να κάνει από τη φύση του. Αλλάζει ιδιοκτήτες συνεχώς, το μόνο που παραμένει ίδιο είναι η σκληρότητα με την οποία τον αντιμετωπίζουν. Δεν έχει δικαίωμα να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Να, όμως, που σαν από ένα ξαφνικό θαύμα, το κοριτσάκι που κάποτε τον φρόντιζε, ξαναβρίσκεται στο δρόμο του. Νέα κοπέλα πια, τον αγκαλιάζει, χαϊδεύει το κεφάλι του, τον παίρνει και πάλι κοντά της και προσπαθεί να μοιραστεί το φορτίο του. Τον στολίζει με λουλούδια, με βάγια, γιατί διαισθάνεται ότι ο Μπαλτάζαρ έχει κάτι από τον Χριστό (θα υποφέρει κι αυτός από τις αμαρτίες των άλλων: τη βία και το Κακό αυτού του κόσμου, θα το μεταφέρει στην πλάτη του αγόγγυστα, με στωική απαντοχή). H καλοσύνη της, για μια στιγμή τον απαλλάσσει απ’ αυτό το ακάνθινο στεφάνι βασάνων που του φόρεσαν οι άνθρωποι.

Οι ευτυχισμένες αυτές μέρες, όμως, δεν θα κρατήσουν πολύ. Το πεπρωμένο τους, τόσο της κοπέλας όσο και του Μπαλτάζαρ, είναι να μαρτυρήσουν μέσα σε έναν κόσμο που δεν ξέρει να αγαπά. Ο μεγάλος Ρομπέρ Μπρεσόν, με το «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» δείχνει με ποιον τρόπο το σινεμά μπορεί να αποτελέσει μια αληθινά θρησκευτική εμπειρία. Η περίφημη σκηνοθετική ασκητική του, εδώ είναι τελειοποιημένη και δεν υπηρετεί απλώς το περιεχόμενο: είναι το περιεχόμενο. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν παρεκκλίνει προς τον σεντιμενταλισμό και τη συναισθηματική εκμετάλλευση. Δεν σου λέει ποτέ ο Μπρεσόν τι να νιώσεις για τους ήρωες, δεν εκβιάζει ούτε στο ελάχιστο τα δάκρυα. Κι, όμως, το συναίσθημα εδώ είναι κατακλυσμικό, απόλυτο (η σπαρακτική σονάτα για πιάνο του Σούμπερτ, συμβάλει τα μέγιστα στη συγκινησιακή δύναμη του φιλμ). Κι αυτό συμβαίνει γιατί στον πυρήνα της αφήγησης, βρίσκεται ο Μπαλτάζαρ: ένα αθώο ον. Ένας γάιδαρος όπου γύρω του μαίνεται η ανθρώπινη περιπέτεια, κι αυτός παραμένει στο κέντρο της θύελλας, φαινομενικά ανεπηρέαστος, έχοντας μονάχα δύο δυνατότητες: να κινείται ή να μένει ακίνητος. Τίποτα άλλο. Κάποιες στιγμές ο πόνος που του προξενούν οι άνθρωποι τον κάνει να γκαρίζει. Αυτό είναι όλο κι όλο που δύναται να εκφράσει.

Κατά τα άλλα, απλώς βρίσκεται ανάμεσά τους (στη σκηνή όπου ο Ζιράρ γυροφέρνει τη Μαρί με σκοπό να την κάνει δική του, αυτό συμβαίνει και κυριολεκτικά), ενώ εκείνοι αναλώνονται απ’ τα πάθη τους. Ο Καρτέσιος θα έλεγε πως ο Μπαλτάζαρ είναι –όπως ένα βότσαλο, ένας κορμός δέντρου, μια θημωνιά– αλλά δεν υπάρχει. Πόσο στενόμυαλη αυτή η αντίληψη. Ο Ρομπέρ Μπρεσόν μας δείχνει ότι υπάρχει, μ’ έναν τρόπο εντονότερο ίσως κι από αυτό των ανθρώπων, κι ας μη σκέφτεται. Διότι δεν έχει κανένα καταφύγιο για να προστατευθεί από την πραγματικότητα, καμιά πνευματική κρυψώνα να κουρνιάσει. Είναι, διαρκώς, έκθετος στα χτυπήματα του αληθινού, μέρος του αληθινού και μάρτυράς του (και με τις δύο έννοιες της λέξης). Υπό αυτό το πρίσμα, ο Μπαλτάζαρ (και όλα τα ζώα) έχει κάτι το ιερό, το άγιο.

Το «Στην τύχη ο Μπαλτάζαρ» είναι πρωτίστως μια ταινία για την αγιοσύνη, μια φιλμική προσευχή. Δεν εξαντλείται εκεί όμως. Η παρουσία του σπουδαίου Πιερ Κλοσσοφσκί στο φιλμ (και μάλιστα σε χαρακτηριστικό ρόλο), επιτάσσει αναγνώσεις που το κάνουν να υπερβαίνει το επίπεδο μιας αριστουργηματικής χριστιανικής παραβολής. Η κοινωνικοπολιτική διάσταση υπάρχει στο έργο, και μάλιστα εμφανώς. Ο –φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, ζωγράφος και για ένα διάστημα δόκιμος μοναχός, μεταξύ άλλων– Κλοσσοφσκί, είναι ένας από τους μείζονες Γάλλους στοχαστές του εικοστού αιώνα που διέκριναν τον τρόπο με τον οποίο τα σώματα, στις βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες μας, έχουν μετατραπεί σε ένα είδος νομίσματος: η λιβιδινική αξία τους –δηλαδή οι επιθυμίες και οι ηδονές που προκαλούν– εντάσσεται στο οικονομικό πεδίο. Ο χαρακτήρας που υποδύεται, προσπαθεί να αγοράσει το σώμα της Μαρί διότι σαν προϊόν της εποχής του, αντιλαμβάνεται τα πάντα με όρους χρηματικής συναλλαγής. Μέσω αυτού, η ιστορική πτυχή της αφήγησης προσαρτάται στην υπερ-ιστορική.

Η μεγαλοφυΐα του ποιητή Μπρεσόν, έγκειται στο ότι διάλεξε να κοιτάξει το ανθρώπινο δράμα, μέσα από τα μάτια ενός γαϊδαράκου. Ασφαλώς έχει βλέμμα για τους ανθρώπινους ήρωές του (σε αντίθεση με αυτό που πίστευε ο Μπέργκμαν για την ταινία), απλώς δεν θέλει να υπαναχωρήσει στις απαιτήσεις ενός μελοδραματικού ανθρωποκεντρισμού. Δεν τον ενδιαφέρει να κάνει φύλλο και φτερό τις συνειδήσεις, να τις ξετινάξει μέσω εξομολογητικών μονολόγων (όπως θα έκανε ο Σουηδός), ούτε να κατανοήσει τα υποκείμενα μέσα από τους κώδικες του ψυχολογισμού. Θέλει απλώς να τα δει, έτσι όπως γεννιούνται δια των πράξεών τους (και σ’ αυτή την επιλογή συναντιέται ο χριστιανισμός με τον υπαρξισμό). Ο κινηματογράφος του Μπρεσόν είναι ένας κινηματογράφος των πράξεων, όχι των λόγων αλλά των έργων. Εκεί βρίσκεται το μεγαλείο του. Σαν τη λογοτεχνία του Χέμινγουεϊ, αρνείται τα πολλά «επίθετα». Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, ο φακός προσηλώνεται στα χέρια. Κανείς δεν έχει κινηματογραφήσει τα ανθρώπινα χέρια με πιο ποιητικό τρόπο από τον Μπρεσόν, με ανάλογη θρησκευτική ευλάβεια και αίσθηση της ιερότητάς τους: διότι τα χέρια είναι η πηγή των έργων, ό,τι κι αν είναι μια πράξη, καλή ή κακή, θεάρεστη ή ποταπή, είτε προκαλεί την αγαλλίαση είτε την οδύνη, από τα χέρια αναβλύζει.

Αλλά ο Μπαλτάζαρ δεν έχει χέρια για να φτιάχνει τον κόσμο, έχει μόνο πόδια και ράχη, για να συνεχίζει να τον υπομένει. Γι’ αυτό και βρίσκεται σε εξωτερική θέση ως προς το εργώδες σύμπαν των ατόμων. Είναι ένα υπόλειμμα του παραδείσου που έχει ξεμείνει στην «κοιλάδα των δακρύων». Έπεσε στα χέρια των ανθρώπων (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αυτή είναι η δυστυχία του. Την οποία επωμίζεται χωρίς διαμαρτυρίες, ως αναπόδραστη μοίρα. Μόνο στο τέλος θα βρεθεί ανάμεσα στους αμνούς, ευλογημένος με την αναπάντεχη τύχη να σβήσει μέσα στην αγκαλιά της αγνότητας, το αμιγές στοιχείο της ύπαρξής του. Αυτό που κάνει τα ζώα να μοιάζουν με αγγέλους που έχουν εκπέσει στη γη: τη σιωπηλή αθωότητα.

Μια περιοχή του θεϊκού, που οι άνθρωποι δεν μπορούν να κατοικήσουν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: