«Stranger Than Paradise» (1984), του Jim Jarmusch

«Stranger Than Paradise» (1984), του Jim Jarmusch

Αν το καλοσκεφτείς, τούτο εδώ το θεσπέσιο φιλμ ευθύνεται για πολλά καλά αλλά και για ορισμένα κακά πράγματα που αφορούν το μοντέρνο σινεμά. Τα καλά δεν χρειάζονται ειδική αναφορά, είναι μάλλον αυτονόητα. Τα κακά έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να τα τονίσουμε. Το βασικότερο έχει μάλλον να κάνει με μια τρομερή παρανόηση: έπεισε διάφορους ατάλαντους και φαντασιόπληκτους νέους, που καίγονταν να θεωρηθούν «καλλιτέχνες», ότι το να κάνεις σινεμά -και μάλιστα σημαντικό- είναι μια πάρα πολύ απλή υπόθεση. Δεν χρειάζονται πολλά, σχεδόν τίποτα. Από μια άποψη, αυτή η παρανόηση μοιάζει σχεδόν δικαιολογημένη.
Δείχνει (αλλά δεν είναι) εύκολο αυτό που κάνει ο Τζάρμους στο «Stranger than Paradise», τόσο απλό, αβίαστο, ανεπιτήδευτο, αυθόρμητο κι αυτοσχεδιαστικό, που ο οποιοσδήποτε θεωρεί ότι μπορεί να το επαναλάβει εκτελώντας τη συνταγή του. Ένα σημαντικό έργο τέχνης, όμως, είναι πάντα η αποτύπωση ενός κάποιου χαρακτήρα, ενός ορισμένου ύφους (ζωής, σκέψης, αίσθησης) που εξ ορισμού δεν αντιγράφεται κι ούτε μπορεί να επαναληφθεί γιατί ο χαρακτήρας και το προσωπικό ύφος, το «βλέμμα» στον κόσμο και τα πράγματα είναι ακριβώς (αν οι λέξεις έχουν ακόμα κάποιο νόημα) αυτό που δεν επαναλαμβάνεται, δεν αντιγράφεται, δεν τυποποιείται. Είναι ταυτότητα.
Αισθάνεται κανείς εδώ τον πειρασμό να κάνει συγκρίσεις με ένα άλλο φαινόμενο, το οποίο αφορά όλους εκείνους που επειδή διάβασαν έναν «απλό» ποιητή και (νόμισαν ότι) τον κατάλαβαν, θεωρούν ότι μπορούν κι εκείνοι να γράψουν «τέτοιου είδους» ποιήματα. Όπως η ποίηση, που είναι αυστηρά προσωπική έκφραση και που το να δοκιμάσεις να την αντιγράψεις μόνο να σε εκθέσει μπορεί και να σε κάνει να φανείς γελοίος, έτσι και το ποιητικό σινεμά του Τζιμ Τζάρμους ΔΕΝ επαναλαμβάνεται. Όσο εύκολο φαίνεται στη θεωρία, τόσο δύσκολο, ή μάλλον ακατόρθωτο, είναι στην πράξη. Αυτές οι ταινίες δεν είναι απλώς «ταινίες του Τζιμ Τζάρμους», ΕΙΝΑΙ ο Τζιμ Τζάρμους.

Έχοντας πει αυτά, το «Stranger than Paradise», η πρώτη μεγάλη στιγμή ενός σπουδαίου κινηματογραφικού ποιητή, μοιάζει σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, να έρχεται από «αλλού» ενώ λίγες ταινίες στην ιστορία του σινεμά φαίνονται τόσο βαθιά ριζωμένες στο «εδώ». Βασικά αυτή η διαρκής συνήχηση ανάμεσα στο «αλλού» και το «εδώ» που γεμίζει τα πλάνα του, αποτελεί πρωταρχική αιτία της διαχρονικής γοητείας του. Όλα σ’ αυτό το καταπληκτικό έργο, δείχνουν οικεία, αναγνωρίσιμα, κοντινά και μαζί ανοίκεια, άγνωστα και μακρινά. Έτσι δεν είναι, όμως, κι η ζωή; Έτσι δεν είναι κι η καθημερινότητα; Το ότι συνειδητοποιούμε κατά κύριο λόγο τη μία τους διάσταση ενώ βιώνουμε σπάνια τη δεύτερη, δεν σημαίνει ότι αυτές οι δύο όψεις της εμπειρίας μας, το οικείο και το ανοίκειο, δεν συνυπάρχουν διαρκώς. Έστω και η πιο πληκτική μέρα στον κόσμο είναι κάτι σαν θαύμα, κάτι το ανεξήγητο και το μαγικό. Αυτή τη μαγεία θέλει να συλλάβει ο φακός του Τζάρμους, χωρίς όμως να καταργήσει τη θαμπή υλικότητα των συνηθισμένων πραγμάτων που την περιβάλλουν. Πράγματων που τα χλόμιασε η υπερβολική εγγύτητα, που τα έφθειρε η τριβή, που πολύ τα έχουμε κοιτάξει, αγγίξει, μυρίσει, γευτεί για να μας κάνουν την παραμικρή εντύπωση. Ο Τζάρμους, όμως, ΘΕΛΕΙ να μας κάνουν εντύπωση, να μας ξαφνιάσουν, να μας σαγηνεύσουν, να τα δούμε σαν να τα πρωτοαντικρίζουμε: γι’ αυτό είναι ποιητής.
Αρκεί να δείξει κάτι η κάμερα του σκηνοθέτη, για να πάψει να είναι εντελώς πραγματικό και να αρχίσει να διαβρώνεται απ’ τα οξέα της ποίησης, του υπερβατικού, του μύθου. Ιδού η μαγεία του σινεμά, η μυθοποιητική του δύναμη, η μεταφυσική του λειτουργία. Ένα νεαρό κορίτσι από την Ουγγαρία φτάνει στη Νέα Υόρκη, διασχίζει τους έρημους, πρωινούς δρόμους της καθώς πηγαίνει να βρει τον ξάδερφό της. Περνάει μπροστά από ουρανοξύστες, κλειστά μπαρ, βενζινάδικα, γκαράζ φορτωμένη με τις βαλίτσες της, τις οποίες αφήνει μια στιγμή κάτω για να πατήσει το play σε ένα κασετοφωνάκι που κρέμεται απ’ τον λαιμό της και να ακούσει το «I Put a Spell on You» του Screaming Jay Hawkins. Χωρίς να το καταλάβουμε, έχουμε βυθιστεί στην αχλή της καθαρής κινηματογραφικής ποίησης. Τόσο απλά. Κι όλα όσα θα ακολουθήσουν, θα είναι κάπως έτσι: πλάνα σαν μικρά ποιήματα, σαν χαϊκού, φτιαγμένα απ’ τα πιο ταπεινά υλικά, από τα άγια τρίμματα του καθημερινού.

Τηλεόραση, πασιέντζες, τσιγάρα Chesterfield, έτοιμα γεύματα, στοιχήματα στον ιππόδρομο, ανούσιες κουβέντες και μισοτελειωμένα ανέκδοτα, βόλτες με αυτοκίνητο, ένα φόρεμα για δώρο που πετιέται στα σκουπίδια, συζητήσεις με μια αξιολάτρευτη ηλικιωμένη γυναίκα από την Ουγγαρία που αρνείται να μάθει αγγλικά αλλά όταν χρειαστεί θα αποκαλέσει τον χαραμοφάη ανιψιό της «son of a bitch». Παρόντα χωρίς καμιά ιδιαίτερη αίγλη που διαδέχονται το ένα το άλλο και είναι αυτό που είναι, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Και τρεις άνθρωποι τόσο κοντά και τόσο μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Τρεις άνθρωποι μαζί που τρυγούν κεφάτα τους χυμούς του ασήμαντου και μοιράζονται τις μοναξιές τους, άλλοτε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, άλλοτε στο δωμάτιο ενός μοτέλ, άλλοτε στους δρόμους, άλλοτε χαζεύοντας μια παγωμένη λίμνη. Χαμένοι στον παράδεισο, χωρίς να το καταλαβαίνουν.
Υπάρχει μια ουρανομήκης τρυφερότητα στο «Stranger than Paradise», που κάτι μοιάζει να τη συγκρατεί για να μην ξεσπάσει, σαν καταιγίδα. Μια τρυφερότητα κρυμμένη, ντροπαλή, που αφήνεται στιγμιαία να αποκαλυφθεί, μέσα σ’ ένα βλέμμα, σ’ ένα χαμόγελο, σε μια χειρονομία, σε κάποια άγαρμπα πειράγματα κι αποτυχημένα αστειάκια, κι έπειτα πάλι μαζεύεται στον εαυτό της. Έτσι και βλεφαρίσεις την έχασες. Υπάρχει μια απέραντη γλυκόπικρη μελαγχολία για τους ανθρώπους και τα τοπία που τους αγκαλιάζουν, σχεδόν στοργικά παρά τη φαινομενική αδιαφορία τους. Υπάρχει, τέλος, ένα χαμηλόφωνο τραγούδι, ένας μελωδικός ψίθυρος, για το «φτηνό» αυτό υλικό της ζωής απ’ το οποίο, κόντρα σε κάθε λογική, ως δια μαγείας (γιατί όλα απ’ αυτή τη μαγεία έρχονται τελικά και εκεί επιστρέφουν), φτιάχνονται τα πιο ακριβά και πολύτιμα. Ο Τζάρμους, σου λέει να στήσεις αυτί να τ’ ακούσεις. Αλλά επειδή είναι ο πρίγκιπας του coolness, επειδή η μοναδικότητά της καλλιτεχνικής του συμβολής βρίσκεται σ’ αυτή την έντιμη άρνηση να πάρει τον κόσμο στα σοβαρά, αφήνει να εννοηθεί ότι και να μην ακούσεις, δεν έγινε και τίποτα.

Σημασία έχει ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να είναι μυστηριώδης και υπέροχος μέσα στο —παραπλανητικό— καθημερινό του ένδυμα, αθεράπευτα μαγεμένος («i put a spell on you»), θαυμάσια ποιητικός. Κι εσύ το ίδιο μέσα σ’ αυτόν. Είτε το αντιλαμβάνεσαι, είτε όχι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: