Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}


Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών ανα­ζη­τά τις ξυ­πό­λη­τες
γυ­ναί­κες των κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών και μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά τους


——— ≈ ———

XXΙΧ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 19: Οι νουβέλες

——— ≈ ———


Γνώ­ρι­σα την Σαρ­λότ πά­νω σε λευ­κό σε­ντό­νι, στο κρε­βά­τι του δια­με­ρί­σμα­τος που νοί­κια­ζε στο Πα­ρί­σι με τον ερα­στή της, έναν ηθο­ποιό ονό­μα­τι Ρο­μπέρ. Πρώ­τα εί­δα το χέ­ρι της, πλεγ­μέ­νο στο χέ­ρι του, ακι­νη­το­ποι­η­μέ­νο· ύστε­ρα την πλά­τη της να αγ­γί­ζε­ται τρυ­φε­ρά και τους ώμους της να προ­σφέ­ρουν την δι­κή τους γύ­μνια. Κα­τό­πιν κύ­λη­σα στα πό­δια της, τό­σο σα­γη­νευ­τι­κά στα ασπρό­μαυ­ρα πλά­να. Πο­τέ μέ­χρι τό­τε δεν υπήρ­χε τέ­τοια εστί­α­ση από σκη­νο­θε­τι­κή κά­με­ρα. Βρι­σκό­ταν προ­φα­νώς στο τέ­λος της ερω­τι­κής πρά­ξης και στην ανταλ­λα­γή ερω­τα­πο­κρί­σε­ων. Εκεί­νος την ρω­τού­σε αν τον αγα­πά κι εκεί­νη απα­ντού­σε πως δεν ξέ­ρει και του ζη­τού­σε να μην μι­λά­ει, αφού εί­ναι τό­σο ωραία στην σιω­πή. Ήταν βέ­βαιη πως «δεν μπο­ρείς να κά­νεις πολ­λά στον έρω­τα. Αγκα­λιά­ζεις, φι­λάς, αλ­λά πραγ­μα­τι­κά μέ­νεις απ’ έξω· εί­ναι σαν σπί­τι που δεν έχεις μπει πο­τέ». Διέ­νυε την δε­κα­ε­τία των εί­κο­σι χρό­νων κι ήταν πα­ντρε­μέ­νη με τον κα­τά μια δε­κα­ε­τία με­γα­λύ­τε­ρό της Πιερ. Ζού­σαν σ’ ένα μο­ντέρ­νο δια­μέ­ρι­σμα έξω από το Πα­ρί­σι μα­ζί με τον γιό του από προη­γού­με­νο γά­μο.

Έφυ­γαν με προ­φυ­λά­ξεις από το σπί­τι και του ζή­τη­σε να την αφή­σει στο πο­λυ­κα­τά­στη­μα Printemps, για ν’ αγο­ρά­σει νέο σου­τιέν. Αυ­τή ήταν η εμ­μο­νή της: το μέ­γε­θος του στή­θους και η ει­κό­να του τέ­λειου σώ­μα­τος. Οι σχε­τι­κές επι­τα­γές την κα­τέ­κλυ­ζαν πα­ντού - στις δια­φη­μί­σεις των πε­ριο­δι­κών που μα­νιω­δώς ξε­φύλ­λι­ζε, στα με­γά­λα δια­φη­μι­στι­κά τα­μπλώ των δρό­μων. Σε μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή στιγ­μή έμοια­ζε πο­λύ μι­κρή κά­τω από μια τε­ρά­στια επι­τοί­χια ει­κό­να μιας «εντυ­πω­σια­κής» γυ­ναί­κας με στη­θό­δε­σμο. Μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη του μπά­νιου διά­βα­ζε ένα άρ­θρο για το ιδα­νι­κό στή­θος, το πρό­τυ­πο της Αφρο­δί­της της Μή­λου και τον υπο­λο­γι­σμό συ­γκε­κρι­μέ­νων εκα­το­στών από την ρώ­γα μέ­χρι το μέ­σο του μπρά­τσου, την μα­σχά­λη ή την βά­ση του λαι­μού ώστε να σχη­μα­τί­ζε­ται ένα ισο­σκε­λές τρί­γω­νο. Ένα μο­ντάζ από ανά­λο­γες ει­κό­νες πε­ριο­δι­κών επεν­δυό­ταν με την θλιμ­μέ­νη φω­νή της Sylvie Vartan στο τρα­γού­δι Quand le film est triste. Η βε­βια­σμέ­νη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα των ημί­γυ­μνων σω­μά­των έδε­νε με τους στί­χους μιας ακα­θό­ρι­στης λύ­πης.

Στο αυ­το­κί­νη­το την ρώ­τη­σε πως θα πε­ρά­σει την μέ­ρα της κι εκεί­νη του απά­ντη­σε πως θα κα­θα­ρί­σει τα ντου­λά­πια και θα δει τη­λε­ό­ρα­ση στη νέα τους συ­σκευή Tele Avia, προ­φέ­ρο­ντας χα­μο­γε­λα­στή το δια­φη­μι­στι­κό της σλό­γκαν: la technique d’ aviation aux service de télévision. Δεν πα­ρέ­μει­νε στο πο­λυ­κα­τά­στη­μα· βγή­κε από την άλ­λη του πλευ­ρά και άλ­λα­ξε διά­φο­ρα τα­ξί για να απο­φύ­γει τον ιδιω­τι­κό αστυ­νο­μι­κό που νό­μι­ζε πως την πα­ρα­κο­λου­θεί. Ακό­μα και μέ­σα στο τα­ξί κοί­τα­ζε από το πί­σω τζά­μι κι έκλει­νε το πλαϊ­νό, ώστε οι αντα­να­κλά­σεις του ήλιου να την κρύ­ψουν από το ανε­πι­θύ­μη­το μά­τι.

Οι άντρες την ήθε­λαν απο­κλει­στι­κά για τον εαυ­τό τους. Ο σύ­ζυ­γος τι­μού­σε την τυ­πι­κή πα­τριαρ­χι­κή πα­ρά­δο­ση και την έβλε­πε ως αντι­κεί­με­νο προ­στα­σί­ας, σαν τους δί­σκους που έφερ­νε από την Γερ­μα­νία, και, φυ­σι­κά, ικα­νο­ποί­η­σης, κα­θώς εκεί­νος όρι­ζε τον χω­ρο­χρό­νο της συ­νεύ­ρε­σης. Πα­ρέ­με­νε απρό­θυ­μος να συγ­χω­ρή­σει μια προ τρι­μή­νου απι­στία που έμα­θε μέ­σω ενός ντέ­τε­κτιβ. Δεν κα­τά­λα­βα αν απο­κα­λύ­φθη­κε η τω­ρι­νή της σχέ­ση ή μια προ­γε­νέ­στε­ρη. Ο ερα­στής με την σει­ρά του της ζη­τού­σε να χω­ρί­σει τον άντρα της και να γί­νει από­λυ­τα δι­κή του. Ήθε­λε παι­δί μα­ζί της ενώ για εκεί­νη ήταν αρ­κε­τός ο γιος του συ­ζύ­γου της. Την αντι­με­τώ­πι­ζε ως κτή­μα του και εί­χε απαι­τή­σεις για την εμ­φά­νι­σή της. Της ζη­τού­σε, κα­τά το πα­ρά­δειγ­μα των γυ­ναι­κών στις ιτα­λι­κές ται­νί­ες, να μην ξυ­ρί­ζει τις μα­σχά­λες της ενώ εκεί­νη προ­τι­μού­σε το αντί­θε­το, όπως οι Αμε­ρι­κα­νί­δες του Χό­λυ­γουντ. Το έβρι­σκε «ομορ­φό­τε­ρο», του έλε­γε, «αλ­λά λι­γό­τε­ρο συ­ναρ­πα­στι­κό», της αντέ­τει­νε. Του άρε­σε να την βλέ­πει γυ­μνή αλ­λά προ­σπά­θη­σε να την εμπο­δί­σει όταν πή­γε να ανε­βεί γυ­μνό­στη­θη στην τα­ρά­τσα – εκεί θα βρι­σκό­ταν έξω από την κτή­ση του. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση αμ­φό­τε­ροι οι άντρες αδυ­να­τού­σαν να την ορί­σουν. Από πού αρ­χί­ζεις; Από πού αρ­χί­ζει η ει­κό­να που έχω για σέ­να; την ρώ­τη­σε κά­ποια στιγ­μή ο Ρο­μπέρ.

H Σαρ­λότ επι­θυ­μού­σε δια­κα­ώς να κα­τα­νο­ή­σει την ίδια την φύ­ση της αγά­πης και ανα­ρω­τιό­ταν αν «εί­ναι έρω­τας όταν εί­ναι από πί­σω». Κα­νέ­νας δε­σμός της δεν ήταν βα­θύς και απέ­φευ­γε ή αδυ­να­τού­σε να εμπλα­κεί συ­ναι­σθη­μα­τι­κά με οποιον­δή­πο­τε. Όταν έμα­θε από τον γυ­ναι­κο­λό­γο για την εγκυ­μο­σύ­νη της, συ­ζή­τη­σε μα­ζί του για την αγά­πη, την σε­ξουα­λι­κή ευ­χα­ρί­στη­ση και την σύλ­λη­ψη. Μη γνω­ρί­ζο­ντας ποιος εί­ναι ο πα­τέ­ρας, τον ρώ­τη­σε αν έχει ση­μα­σία η από­λαυ­ση που ένοιω­θε κα­τά την σύλ­λη­ψη. Θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λεί αμά­χη­το τεκ­μή­ριο για το πρό­σω­πό του;

Μό­νη της έγνοια ήταν το πα­ρόν. Το αγα­πού­σε για­τί «σε εμπο­δί­ζει από το να τρε­λα­θείς», όπως συμ­βαί­νει όταν ανα­λο­γί­ζε­σαι το πα­ρελ­θόν· στο πα­ρόν «δεν υπάρ­χει χρό­νος να σκε­φτείς». Εκεί ζού­σε μέ­σα από τις ζω­ές των άλ­λων. Άφη­σε με εν­δια­φέ­ρον την οι­κια­κή βοη­θό να μο­νο­λο­γεί για μια «άσε­μνη» συ­νεύ­ρε­ση με τον σύ­ζυ­γό της. Σ’ ένα κα­φέ κρυ­φά­κου­σε δυο νε­α­ρά κο­ρί­τσια να συ­ζη­τούν για τις πρώ­τες τους σε­ξουα­λι­κές εμπει­ρί­ες. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε μια φω­το­γρά­φι­ση μό­δας σε μια πι­σί­να, ίσως για να επα­λη­θεύ­σει για άλ­λη μια φο­ρά τον κα­νό­να της εν­δε­δειγ­μέ­νης γυ­ναι­κεί­ας εμ­φά­νι­σης. Και ξά­πλω­νε με τους δυο άντρες.

Σ’ αυ­τά τα πλα­γιά­σμα­τα ο φα­κός πλη­σί­α­σε ση­μεία τους σώ­μα­τός της: ώμους, πλά­τη, κοι­λιά, χέ­ρια. Έτσι εί­δα τα πό­δια της σε ζουμ, και πό­σο σπά­νι­ζαν τέ­τοιες επί­κε­ντρες θέ­ες! Να λοι­πόν, σκέ­φτη­κα, σε ποιες συν­θή­κες τι­μώ­νται από το σκό­πευ­τρο: όταν απο­τε­λούν κυ­ρί­αρ­χα μέ­λη της ερω­τι­κής πρά­ξης κυ­ρί­ως των πα­ρά­νο­μων ερα­στών, κρί­νο­ντας μά­λι­στα και από άλ­λες ται­νί­ες, όπου οι άλ­λο­τε απο­κα­λού­με­νες μοι­χα­λί­δες συ­χνά ει­κο­νο­γρα­φού­νται γυ­μνό­πο­δες πλάι στον ερα­στή τους. Όμως έκα­να λά­θος: στη μέ­ση της ται­νί­ας, η κά­με­ρα υμνεί εκ νέ­ου τα κά­τω άκρα της, πρώ­τα τα πέλ­μα­τά της ξα­πλω­μέ­να ανά­σκε­λα, ανά­με­σα στα πό­δια του Ρο­μπέρ, ύστε­ρα τα δά­χτυ­λά της σε ύπτιο προ­φίλ και σε άλ­λες λή­ψεις, και αυ­τή τη φο­ρά δί­πλα της βρί­σκε­ται ο «νό­μι­μος» Πιερ.

Εδώ μά­λι­στα η προη­γη­θεί­σα πά­λη δεν πε­ριο­ρί­στη­κε επί κλί­νης. Νω­ρί­τε­ρα το ζευ­γά­ρι γευ­μά­τι­σε με φί­λους και όταν εκεί­νοι έφυ­γαν η Σαρ­λότ άρ­χι­σε να πα­ρα­τη­ρεί τους δί­σκους που έφε­ρε ο άντρας της από τα τα­ξί­δια, δη­μιουρ­γώ­ντας του άγ­χος μην τυ­χόν φθα­ρούν. Βη­μά­τι­ζε ξυ­πό­λη­τη μπρο­στά του σαν πρό­σκλη­ση σε εκνευ­ρι­σμό ή κυ­νή­γι, άρ­πα­ξε τα πο­λύ­τι­μα αντι­κεί­με­να και αγνό­η­σε τις κτη­το­ρι­κές προ­στα­γές του, μό­νο έτρε­χε στα δω­μά­τια, ενώ μια άλ­λη γυ­ναί­κα γε­λού­σε ακα­τά­παυ­στα μέ­σα από τα αυ­λά­κια του δί­σκου που έπαι­ζε εκεί­νη την ώρα. Ο φα­κός έκλει­σε και δεν εί­δα τον εξα­γριω­μέ­νο Πιερ και την υπο­χρέ­ω­σή της σε ερω­τι­κή πρά­ξη πα­ρά την θέ­λη­σή της. Κι ύστε­ρα βγή­καν ξα­νά στο φως τμή­μα­τα της σάρ­κας της κι η φρά­ση Δεν εί­ναι ανά­γκη να με βιά­ζεις ή να με χα­στου­κί­ζεις … δεν εί­ναι τρό­πος να κα­τα­φέ­ρεις τους άλ­λους να σου φερ­θούν όπως θέ­λεις.

Συ­νε­πώς δεν υμνή­θη­κε κα­νέ­νας έρω­τας με την επι­κέ­ντρω­ση στα πό­δια. Οι ερω­τι­κές λή­ψεις που κά­δρα­ραν μό­νο κομ­μά­τια της γυ­ναί­κας, δεν τα τό­νι­ζαν αλ­λά τα τε­μά­χι­ζαν. Η Σαρ­λότ δεν βλε­πό­ταν ως όλον, ως σύ­νο­λο σώ­μα­τος και ψυ­χής. Ο έρω­τας έμοια­ζε δια­σπα­σμέ­νος και ανο­λο­κλή­ρω­τος. Οι δυο ερα­στές κομ­μα­τιά­ζο­νταν σε μέ­ρη· ει­κο­νο­ποιού­νταν και απο­μο­νώ­νο­νταν, όπως στις δια­φη­μί­σεις καλ­σόν ή σου­τιέν στα πε­ριο­δι­κά. Πώς να γί­νουν μια ολό­τη­τα, όταν το ίδιο το κορ­μί τους δεν απο­τε­λεί τέ­τοια; Με φι­λάς αλ­λά εί­σαι εκτός, της εί­πε κά­πο­τε ο Ρο­μπέρ. Σε κα­μία τους συ­νεύ­ρε­ση δεν υπήρ­χε οι­κειό­τη­τα ή αι­σθη­σια­σμός. Όταν επι­τέ­λους απο­κα­λύ­πτο­νταν τα πρό­σω­πά τους, έμοια­ζαν κι αυ­τά σαν πό­ζες από μα­νε­κέν, κε­φα­λές που μι­λού­σαν στο κε­νό. Ακό­μα και η φρά­ση της Je t’ aime ακου­γό­ταν μη­χα­νι­κή κι αμή­χα­νη, μια προ­σπά­θεια να πει­στεί η ίδια για τα αι­σθή­μα­τά της.

Με­ρι­κές φο­ρές ήταν λες και όλα όσα γνώ­ρι­ζε ή ήθε­λε να γνω­ρί­ζει για την ζωή βρί­σκο­νταν μέ­σα στα πε­ριο­δι­κά. Η ίδια άλ­λω­στε εν­σάρ­κω­νε τον γυ­ναι­κείο τύ­πο των σε­λί­δων τους: απλα­νή μά­τια, απα­λό δέρ­μα, κα­λο­φτιαγ­μέ­να μαλ­λιά που σί­γου­ρα θα μύ­ρι­ζαν λακ, εκ­φρά­σεις μοι­ρα­σμέ­νες σε αθω­ό­τη­τα και λα­γνεία, άγνω­στες ή ανύ­παρ­κτες σκέ­ψεις στο μυα­λό. Δεν θυ­μό­ταν τον τί­τλο της ται­νί­ας που εί­δε, δεν γνώ­ρι­ζε τί­πο­τα για τον πό­λε­μο που στοί­χειω­νε ακό­μα τις συ­ζη­τή­σεις με φί­λους. Το πρό­σω­πό της δεν έδει­χνε την πα­ρα­μι­κρή αντί­δρα­ση στα ντο­κι­μα­ντέρ για τα στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης. Οι σκέ­ψεις της, εκ­φρα­σμέ­νες με το δι­κό της σπι­κάζ πά­νω από το σιω­πη­λό της πρό­σω­πο, ήταν απο­σπα­σμα­τι­κές, ασυ­νάρ­τη­τες. Έμοια­ζε διαρ­κώς ανα­πο­φά­σι­στη. Η εμ­μο­νή της με τις σω­στές ανα­λο­γί­ες την έφτα­ναν στο ση­μείο να συ­μπιέ­ζει την μέ­ση της μ’ ένα ει­δι­κό όρ­γα­νο που λει­τουρ­γού­σε με δυ­να­μό­με­τρο, τυ­λι­γό­ταν γύ­ρω από την μέ­ση της σαν ζώ­νη κι έβγα­ζε έναν μι­κρό συ­να­γερ­μό κά­θε φο­ρά που η στά­ση του σώ­μα­τος χα­λά­ρω­νε. Όταν έβλε­πε πως τις πλη­σιά­ζει, τό­τε στο πρό­σω­πό της έλα­μπε ένα αυ­τά­ρε­σκο, σχε­δόν ναρ­κισ­σι­στι­κό χα­μό­γε­λο.

Αν τε­λι­κά ο κό­σμος της ήταν σαν ένα πε­ριο­δι­κό με λείο, γυα­λι­στε­ρό χαρ­τί και λα­μπε­ρές φω­το­γρα­φί­ες, και η ται­νία της προ­σο­μοιά­ζει με πε­ριο­δι­κό, σαν κι αυ­τά που μα­νιω­δώς ξε­φύλ­λι­ζε. Εί­ναι γε­μά­τη ρε­κλά­μες, ει­κο­νο­γρα­φή­σεις γυ­ναι­κών, μο­νο­λό­γους και συ­νε­ντεύ­ξεις, τί­τλους που γί­νο­νται λο­γο­παί­γνια, λέ­ξεις που όταν χά­σουν ένα ή δυο γράμ­μα­τα με­τα­τρέ­πο­νται σε άλ­λη λέ­ξη προ­φα­νώς δια­φο­ρε­τι­κής, κά­πο­τε και αντί­στρο­φης ση­μα­σί­ας. Απο­ρη­μέ­νη κι απο­γοη­τευ­μέ­νη από την ζωή, η Σαρ­λότ ξε­φύλ­λι­ζε τις ώρες της σαν ανά­λο­γες σε­λί­δες, μια μο­να­χι­κή φι­γού­ρα πα­γι­δευ­μέ­νη ανά­με­σα στο ψευ­το­ρο­μάν­τσο και στην πα­ρέ­λα­ση οπτι­κών και κει­με­νι­κών προ­στα­γών για το πώς πρέ­πει κα­νείς να ζει την ζωή του.

Με αυ­τό τον τρό­πο ο σκη­νο­θέ­της της την σχε­δί­α­σε ιδα­νι­κά μέ­σα σ’ ένα κύ­κλο που διαρ­κώς διέ­γρα­φε στο έρ­γο του: στην επί­δρα­ση της κουλ­τού­ρας του εμπο­ρί­ου σε βα­σι­κές επι­λο­γές ζω­ής. Ύστε­ρα, σαν την ζώ­νη της μέ­σης, την πε­ριό­ρι­σε σ’ έναν δεύ­τε­ρο ασφυ­κτι­κό κύ­κλο, εκεί όπου το γυ­ναι­κείο σώ­μα γί­νε­ται το ζω­ντα­νό­τε­ρο εμπό­ρευ­μα. Έτσι χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ως ένας σε­ξι­στής που έδει­χνε την γυ­ναί­κα χει­ρα­γω­γη­μέ­νη από την δια­φή­μι­ση, υπο­ταγ­μέ­νη στην αγο­ρά. Την υπε­ρα­σπί­στη­κα αμέ­σως: ίσως ακρι­βώς αυ­τό να ήταν το νό­η­μα, ίσως το φιλμ διέ­φευ­γε πο­λύ μπρο­στά για την επο­χή του ως προς την γυ­ναί­κα.

FM1

FM1

FM1


Η Σαρ­λότ έπαι­ζε τον ρό­λο που της ανέ­θε­σε η ίδια η κοι­νω­νία. Έγι­νε μια ιδιό­κτη­τη σύ­ζυ­γος, αιχ­μά­λω­τη σε οι­κια­κά και θε­σμι­κά όρια, τα οποία μπο­ρού­σε να υπερ­βεί, αν ήταν θαρ­ρα­λέα, μό­νο με έναν τρό­πο: ανα­ζη­τώ­ντας έναν δεύ­τε­ρο άντρα. Εκεί όμως την πε­ρί­με­νε ένας ακό­μα πε­ριο­ρι­σμέ­νος ρό­λος: ένα απλό σε­ξουα­λι­κό υπο­κεί­με­νο - αντι­κεί­με­νο, η ερω­μέ­νη που πα­ρα­νο­μεί και κυ­νη­γιέ­ται. Μπο­ρού­σε να επι­λέ­ξει και τα δυο, αλ­λά όφει­λε να πα­ρα­μεί­νει εκεί, στις δυο αυ­τές επι­φά­νειες και το ίδιο το φιλμ της ζω­ής της μοιά­ζει με μια σει­ρά επι­φα­νειών. Από το σε­ντό­νι - πε­δίο του έρω­τα και το γυ­μνό δέρ­μα μέ­χρι το δια­φη­μι­στι­κό χαρ­τί και το βι­νύ­λιο των δί­σκων, επρό­κει­το για επι­φά­νειες απρο­σπέ­λα­στες και κά­θε προ­σπά­θεια ει­σό­δου στο εσω­τε­ρι­κό τους ήταν μά­ταιη. Τα εν­δό­τε­ρα πα­ρέ­με­ναν μυ­στή­ριο, όπως και ο καρ­πός που έφε­ρε εντός της εί­χε το άγνω­στο του πα­τρός. Οποια­δή­πο­τε πα­ρα­πά­νω σκέ­ψη και κά­θε άλ­λη αλ­λα­γή έμοια­ζε απα­γο­ρευ­μέ­νη. Ανα­πό­φευ­κτα η νέα εκ­δο­χή του έρω­τα την άφη­νε ανι­κα­νο­ποί­η­τη. Η ζωή όφει­λε να έχει κά­τι πα­ρα­πά­νω.

Κι έτσι δεν έπαυε να σκα­λί­ζει ερω­τή­μα­τα που κά­ποια στιγ­μή θα έφυαν απα­ντή­σεις. «Εί­ναι πα­ρά­ξε­νο», εί­χε πει κά­πο­τε στον Ρο­μπέρ, «οι άντρες επι­τρέ­πουν στους εαυ­τούς τους αυ­τό που δεν επι­τρέ­πουν στις γυ­ναί­κες». Σύ­ντο­μα θα του αντα­πό­δι­νε κι ένα χα­στού­κι του. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο ήταν να κα­τα­λά­βει τι της συμ­βαί­νει, όπως ομο­λο­γού­σε στις συ­ζη­τή­σεις. Σχε­δόν το προ­σκα­λού­σε, αν δεν το προ­φή­τευε. Αυ­τή λοι­πόν δεν ήταν η μο­ντέρ­να γυ­ναί­κα της επο­χής, αλ­λά η μή­τρα της, το πρό­πλα­σμα μιας γυ­ναί­κας που βη­μά­τι­ζε προς την ελευ­θε­ρία. Μέ­σα από την νέα γυ­ναί­κα, ανα­δυό­ταν μια νε­ό­τε­ρη. Σχε­δόν η ίδια με οδή­γη­σε στο όνο­μα που θα έδι­να στην κα­τη­γο­ρία των γυ­ναι­κών όπου ανή­κε: νου­βέλ­λες. Νέ­οι βλα­στοί μιας νε­ω­τε­ρι­κής επο­χής και παί­κτριες ται­νιών που πρω­το­τυ­πού­σαν ση­μα­ντι­κά και ονο­μά­στη­καν νου­βέλ βαγκ.

Βέ­βαια οι δια­χει­ρι­στές των επι­τρε­πό­με­νων θε­α­μά­των και οι επι­τε­τραμ­μέ­νοι της λο­γο­κρι­σί­ας έσπευ­σαν να σβή­σουν με­ρι­κές καυ­τές εστί­ες. Κα­ταρ­χήν, αν η ται­νία ήταν εμ­φα­νώς προ­κλη­τι­κή, ο τί­τλος ήταν απρο­κά­λυ­πτος, κα­θώς υπο­νο­ού­σε πως όλες οι πα­ντρε­μέ­νες κυ­ρί­ες εί­ναι δυ­νά­μει μοι­χοί. Ο σκη­νο­θέ­της υπο­χρε­ώ­θη­κε σε υπο­χώ­ρη­ση και η προ­σθή­κη ενός άρ­θρου επα­νόρ­θω­νε την επι­κίν­δυ­νη γε­νί­κευ­ση. Μην ανη­συ­χεί­τε, μας δια­βε­βαί­ω­σαν, τε­λι­κά πρό­κει­ται για τις πε­ρι­πέ­τειες μιας πα­ντρε­μέ­νης γυ­ναί­κας, κά­ποια με­μο­νω­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, μια απλή εξαί­ρε­ση και τα δι­κά σας αν­δρό­γυ­να εί­ναι ασφα­λή. Αρ­νή­θη­κε όμως να εξα­φα­νί­σει τις ανα­φο­ρές στα στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης και δεν μά­θα­με πο­τέ αν υπήρ­χαν και άλ­λες «προ­χω­ρη­μέ­νες» σε­ξουα­λι­κές σκη­νές.

Λί­γο πριν τε­λειώ­σει το διά­στη­μα που μου χά­ρι­σε για να κρυ­φο­κοι­τά­ξω την ζωή της, την εί­δα να δί­νει ρα­ντε­βού με τον Ρο­μπέρ στο αε­ρο­δρό­μιο, πριν το τα­ξί­δι του για την Μασ­σα­λία όπου θα έπαι­ζε στην Βε­α­τρί­κη του Ρα­κί­να. Συ­να­ντή­θη­καν στις τε­λευ­ταί­ες σει­ρές του σι­νε­μά, έφυ­γαν χω­ρι­στά και ξα­να­βρέ­θη­καν στο ξε­νο­δο­χείο του αε­ρο­δρο­μί­ου για την κα­θιε­ρω­μέ­νη κλι­νο­πά­λη. (Εκεί εί­δα για τε­λευ­ταία φο­ρά από κο­ντά τα εξαί­σια δά­χτυ­λά της γερ­μέ­να σε μια πο­λυ­θρό­να.) Ακο­λού­θη­σαν οι εξί­σου κα­θιε­ρω­μέ­νες ερω­τα­πο­κρί­σεις για τον έρω­τα και λί­γο προ­τού απο­χω­ρι­στούν εί­παν μα­ζί C’est fini – τε­λεί­ω­σε. Ανα­ρω­τή­θη­κα αν τε­λεί­ω­σε η ερω­τι­κή πρά­ξη ή κά­θε προ­σπά­θεια να ευ­τυ­χή­σουν, ή το σύ­νη­θες ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρό της Σαρ­λότ και η ίδια η ται­νία που το κι­νη­μα­το­γρά­φη­σε· εκτός αν τα σφι­χτο­δε­μέ­να χέ­ρια, ομοιό­τυ­πο στιγ­μιό­τυ­πο της αρ­χής και του τέ­λους της σή­μαι­ναν την αέ­ναη ανα­κύ­κλω­ση της ιστο­ρί­ας τους ή, απλώς, του σεξ. Το μέ­ρος της συ­νά­ντη­σής τους, ένας κι­νη­μα­το­γρά­φος στο αε­ρο­δρό­μιο, έμοια­ζε με σμί­ξη στον από­λυ­το ά-το­πο τό­πο· εκεί όπου συ­νυ­πάρ­χουν δυο τα­ξί­δια. Αν δεν επι­σφρά­γι­ζαν το άτο­πο και αδύ­να­το της ερω­τι­κής ένω­σης, μπο­ρεί απλώς να υπεν­θύ­μι­ζαν ο ένας στον άλ­λον πως τί­πο­τα δεν εί­ναι πια βέ­βαιο στην ζωή: πως βρι­σκό­μα­στε διαρ­κώς σε συ­νε­χή με­τα­φο­ρά, σ’ ένα τράν­ζιτ με­τα­ξύ δε­κά­δων εαυ­τών και ζού­με ζω­ές γε­μά­τες ψέ­μα­τα και ψευ­δαι­σθή­σεις, τα υλι­κά του σι­νε­μά. Από αυ­τά, άλ­λω­στε, φτιά­χτη­κε κι εκεί­νη.

Όμως ακό­μα κι όταν χα­θή­κα­με μου ήταν αδύ­να­το να ξε­χά­σω τα πό­δια της, την επί­μο­νη εμ­φά­νι­σή τους σε πρώ­το πλά­νο. Κραύ­γα­ζαν κι αυ­τά για το δια­κε­κομ­μέ­νο σώ­μα μα ψι­θύ­ρι­ζαν κά­τι πα­ρα­πά­νω: πως γλί­τω­σαν τις επι­τα­γές της εμ­φά­νι­σης. Απαλ­λαγ­μέ­να από πρέ­που­σες δια­στά­σεις και ιδα­νι­κούς αριθ­μούς, διέ­φυ­γαν κά­θε σχε­τι­κής κα­τα­να­γκα­στι­κής ερ­γα­σί­ας και πα­ρέ­μει­ναν από τις λί­γες ανε­πη­ρέ­α­στες ζώ­νες του γυ­ναι­κεί­ου σώ­μα­τος! Σε μια εύ­γλωτ­τη σκη­νή ο φα­κός κα­τη­φο­ρί­ζει προς τα πό­δια της, που φο­ρούν ορ­θά­νοι­χτα σαν­δά­λια και πα­ρα­κο­λου­θεί την κυ­κλι­κή τους δια­δρο­μή γύ­ρω από μια χάρ­τι­νη δια­φή­μι­ση ενός έντυ­που αφιε­ρώ­μα­τος με τί­τλο «Μέ­χρι πού μπο­ρεί να φτά­σει μια γυ­ναί­κα στον έρω­τα;». Την πε­ρι­κυ­κλώ­νουν, στα­μα­τούν και ξα­ναρ­χί­ζουν, σαν δε­σμευ­μέ­να σ’ ένα αό­ρα­το γαϊ­τα­νά­κι. Όμως η στά­ση τους μοιά­ζει με προ­οί­μιο κά­ποιας πρώ­ι­μης σκέ­ψης. Ανε­πη­ρέ­α­στα από υπο­χρε­ω­τι­κές ανα­λο­γί­ες και προ­δια­γρα­φές, εί­ναι τα ίδια πό­δια που σύ­ντο­μα, ήμουν βέ­βαιος, θα την έβγα­ζαν από τον μά­ταιο κύ­κλο.


{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }

Η ταινία: Une femme mariée: Suite de fragments d'un film tourné en 1964 (Jean-Luc Godard, 1964). Η γυναίκα: Macha Méril (Μαρόκο 1940).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: