Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
LVIΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 48. Επιστολή στην Νάταλι Γουντ, Β΄



Αγα­πη­τή μου Νά­τα­λι

Η επο­χή που σε θυ­μά­μαι με την με­γα­λύ­τε­ρη θέρ­μη ήταν ένα από τα θερ­μά κα­λο­καί­ρια του ’30, τό­τε που ζού­σες με την μη­τέ­ρα σου και την μι­κρή σου αδελ­φή σε μια διώ­ρο­φη παν­σιόν δί­πλα στις σι­δη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές του Dodson, στο Μι­σι­σί­πι. Ήταν ένας τό­πος κα­θη­με­ρι­νής δια­σκέ­δα­σης για πε­λά­τες και θα­μώ­νες και το επί­κε­ντρο ήσουν πά­ντα εσύ, η δη­μο­φι­λής και πε­ρι­πό­θη­τη Άλ­βα. Όλοι οι άντρες διεκ­δι­κού­σαν την προ­σο­χή σου και τρεις την εκ­δή­λω­ναν απρο­κά­λυ­πτα: ο με­σή­λι­κας πλού­σιος επι­χει­ρη­μα­τί­ας κύ­ριος Τζόν­σον, ο φί­λος της μη­τέ­ρας σου, J.J., ο οποί­ος εμ­φα­νώς την χρη­σι­μο­ποιού­σε για να σε πλη­σιά­σει, κι ένας δυ­στυ­χής, πα­λα­βω­μέ­νος μ’ εσέ­να νε­α­ρός. Φυ­σι­κά εσύ, τυ­πι­κή ηρω­ί­δα του Τε­νε­σί Ουί­λιαμς, στο μο­νό­πρα­κτο του οποί­ου τώ­ρα ζού­σες, ονει­ρευό­σουν να φύ­γεις μα­κριά απ’ όλους και να πας «στις ωραί­ες πό­λεις», στο Μέμ­φις, στη Νέα Ορ­λε­ά­νη, ακό­μα και στη Νέα Υόρ­κη. Όμως ο μό­νος τρό­πος για να το κα­τα­φέ­ρεις, σύμ­φω­να με την δε­σπο­τι­κή «Μά­μα», ήταν ο κύ­ριος Τζόν­σον, που φρό­ντι­ζε πά­ντα να κλεί­νει το ακρι­βό­τε­ρο, βο­ρι­νό δω­μά­τιο της παν­σιόν και έπρε­πε να του δα­νεί­ζεις την συ­ντρο­φιά σου ώστε να συ­νε­χί­ζει να το κλεί­νει.
Δια­σκε­δά­ζα­τε σε μια ακό­μα γιορ­τή όταν έφτα­σε στην πό­λη ο Owen Legate, ένας σκε­φτι­κός, μυ­στη­ριώ­δης επι­σκέ­πτης, που με­τέ­φε­ρε την ανα­κοί­νω­ση της από­λυ­σης μιας σει­ράς υπαλ­λή­λων του σι­δη­ρο­δρό­μου, εξαι­τί­ας της ασύμ­φο­ρης πλέ­ον πα­ρά­καμ­ψης του Ντόν­τσον. Δεν έμοια­ζε συ­ντε­τριμ­μέ­νος – εί­χε ήδη, όχι χω­ρίς κά­ποια αό­ρι­στη λύ­πη, απο­δε­χτεί την οι­κο­νο­μι­κή συ­γκυ­ρία της «Με­γά­λης Ύφε­σης»· άλ­λω­στε άλ­λοι λάμ­βα­ναν τις σκλη­ρές απο­φά­σεις που ο ίδιος κοι­νο­ποιού­σε. Τον βρή­κες στο με­γά­λο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας και άρ­χι­σες να του δι­η­γεί­σαι για κά­ποιον ερ­γά­τη που σε πή­γε για χο­ρό σ’ ένα πε­ρί­φη­μο ξε­νο­δο­χείο του Μέμ­φις. Ήσουν συ­νε­παρ­μέ­νη από την ίδια σου την δι­ή­γη­ση, όχι όμως κι ο Όου­εν, που δεν πί­στε­ψε λέ­ξη.
Η βρα­διά βρι­σκό­ταν προς το τέ­λος της: ριγ­μέ­να πιά­τα και χυ­μέ­να πο­τά στις ξύ­λι­νες σα­νί­δες της σά­λας, οι πά­ντες βυ­θι­σμέ­νοι στα πο­τή­ρια τους ή σε μια γω­νιά, ανα­ζη­τώ­ντας το σω­σί­βιο κά­ποιου σώ­μα­τος. Κα­θό­σουν στην κού­νια της βε­ρά­ντας με τον ερω­τευ­μέ­νο νε­α­ρό όταν άκου­σες το Hummingbird Express. Ση­κώ­θη­κες, αγκά­λια­σες με λα­χτά­ρα έναν κί­ο­να και εξο­μο­λο­γή­θη­κες πως αυ­τό το τραί­νο ονει­ρευό­σουν να σε πά­ρει μα­κριά από εκεί­νο το κα­τα­θλι­πτι­κό και ετοι­μόρ­ρο­πο σπί­τι. Αλ­λά το μό­νο που εί­χες ως πα­ρη­γο­ριά ήταν το φι­λί εκεί­νου του άντρα. Τό­τε εί­δες πως ο Όου­εν σας έβλε­πε από το πα­ρά­θυ­ρο και ανέ­βη­κες για να ει­σβά­λεις στο δω­μά­τιό του, δή­θεν κα­τά λά­θος. Επέ­μει­νες ότι σε γνω­ρί­ζουν όλοι στην πό­λη, έχεις και πά­ει στο Μπι­λό­ξι, πολ­λοί άντρες σε θε­ω­ρούν όμορ­φη. Τό­τε σου έκο­ψε την ευ­θυ­μία: αν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­σαι στο δω­μά­τιο με τα δυο γεύ­μα­τα, ας μην χά­νε­τε χρό­νο, μπο­ρεί­τε να ξα­πλώ­σε­τε. Ποια νο­μί­ζεις ότι εί­μαι; του φώ­να­ξες προ­σβε­βλη­μέ­νη. Εσύ ποια νο­μί­ζεις εσύ ότι εί­σαι; σου απά­ντη­σε με την αδια­τά­ρα­κτη ηρε­μία του. Επι­χεί­ρη­σες να τον χτυ­πή­σεις, σε στα­μά­τη­σε προ­τού τον αγ­γί­ξεις. Τα μά­τια σας έβγα­ζαν σπί­θες.
Λί­γο με­τά σύρ­θη­κες στο κρε­βά­τι σου, ανά­με­σα σ’ εκεί­να της αδελ­φής σου και της μη­τέ­ρας σου, και έπρε­πε για μία ακό­μα φο­ρά να απα­ντή­σεις στις τα­πει­νω­τι­κές ερω­τή­σεις της. Ήσουν κα­λή με τον κ. Τ.; Μπρά­βο, για­τί το πλά­νο οι­κο­γε­νεια­κής επι­βί­ω­σης βα­σί­ζε­ται πά­νω του. Της μί­λη­σες για το όνει­ρό σου να βρε­θείς στην Νέα Ορ­λε­ά­νη την επο­χή του Mardi Gras, να έχεις η ίδια σχε­διά­σει το κου­στού­μι σου και να εί­ναι τό­σο χρω­μα­τι­στό ώστε το λευ­κό σου δέρ­μα να λά­μπει κα­θώς περ­πα­τάς ή χο­ρεύ­εις ανά­με­σα στους άντρες που δεν θα ξέ­ρουν ποια εί­σαι. Τα όνει­ρα μπο­ρούν να πε­ρι­μέ­νουν, σου εί­πε εκεί­νη, τώ­ρα προ­έ­χει η πρα­κτι­κή πλευ­ρά: η γλυ­κύ­τη­τα προς τον κ. Τ. δεν πλη­γώ­νει, μό­νο ωφε­λεί.
Να ’σαι, λοι­πόν, ξυ­πό­λη­τη, με το γα­λά­ζιο σου φό­ρε­μα, να κα­τε­βαί­νεις στο ρα­ντε­βού με τον κ. Τ., που σε πε­ρί­με­νε στην βε­ρά­ντα για να βγεί­τε στην πό­λη. Για­τί δεν φο­ρού­σες τα πα­πού­τσια σου; Ήταν κά­ποιο εί­δος άρ­νη­σης, μια κα­θυ­στέ­ρη­ση στην υπο­τα­γή; Όταν εί­δες τον Όου­εν πιο πέ­ρα, έδιω­ξες τον κύ­ριο Τ. να σου φέ­ρει ένα πο­τό, κα­τέ­βη­κες εν­θου­σια­σμέ­νη τα δυο σκα­λο­πά­τια προς το χώ­μα και τον προ­σκά­λε­σες να του δεί­ξεις ένα σκιά­χτρο με κόκ­κι­να μαλ­λιά. Αυ­τή τη φο­ρά έλε­γες αλή­θεια: τον οδή­γη­σες σε μια ξύ­λι­νη κοκ­κι­νο­μάλ­λα με μπλε ρού­χα. Ύστε­ρα δυ­σκο­λευό­σουν να ανα­πνεύ­σεις και του εξή­γη­σες ότι σου συμ­βαί­νει συ­χνά, ίσως επει­δή όταν ο Θε­ός εμ­φυ­σού­σε ανα­πνο­ές, σ’ εσέ­να μπή­καν λι­γό­τε­ρες. Ίσως πά­λι να φταί­ει, εί­πε εκεί­νος, αιω­νί­ως πραγ­μα­τι­στής, που κυ­κλο­φο­ρείς χω­ρίς πα­πού­τσια μέ­σα στο βρά­δυ. Το έδα­φος εί­ναι ζε­στό, του απά­ντη­σες, δεν γνω­ρί­ζεις για την φω­τιά που καί­ει στο κέ­ντρο της γης; Κι εγώ ήμουν βέ­βαιος πως τα πό­δια σου έκαι­γαν από μια άλ­λη φω­τιά, από το δι­κό σου κέ­ντρο.
Το σκιά­χτρο στο έφτια­ξε ο μπα­μπάς σου στον μι­κρό του κή­πο προ­τού σας εγκα­τα­λεί­ψει αλ­λά εσύ ήσουν βέ­βαιη πως, αν σας αγα­πά­ει, θα επι­στρέ­ψει – και μπο­ρεί να εί­ναι σε κά­ποιο από τα τραί­να που περ­νά­νε από τα μέ­ρη σας. Όταν ακού­στη­κε η φω­νή του κ. Τ., πή­ρες τον Όου­εν και κρυ­φτή­κα­τε πί­σω από τις φυλ­λω­σιές. Σε ρώ­τη­σε για­τί τον ανέ­χε­σαι και του μί­λη­σες για κα­λο­σύ­νη προς ένα λυ­πη­μέ­νο άν­θρω­πο – ή για κα­λές μπίζ­νες, σε διέ­κο­ψε εκεί­νος. Εί­ναι ένας τζέ­ντλε­μαν που με εκτι­μά και μου έφε­ρε κι ένα κό­σμη­μα, επέ­μει­νες. Με τι αντάλ­λαγ­μα; σε ρώ­τη­σε. Την ευ­γέ­νεια και την συ­ντρο­φιά μου, που τον κά­νουν ευ­τυ­χι­σμέ­νο. Κι εσέ­να τι σε κά­νει ευ­τυ­χι­σμέ­νη; Τό­τε εξορ­γί­στη­κες: Το ότι εί­μαι όμορ­φη δεν με κά­νει πε­ριου­σία τους! Αλ­λά η τε­λευ­ταία φρά­ση ήταν δι­κή του: Αν πραγ­μα­τι­κά πί­στευ­ες ότι ήσουν όμορ­φη, θα ήσουν το κο­ρί­τσι του εαυ­τού σου.
Πώς θα μπο­ρού­σες τώ­ρα να βγεις με τον κ. Τ.; Αντέ­στρε­ψες το βρά­δυ και εν­θου­σια­σμέ­νη, στα αλή­θεια ή στα ψέ­μα­τα, ει­σέ­βα­λες στην κου­ζί­να και φώ­να­ξες την διά­θε­σή σου να κο­λυ­μπή­σεις. Οι πά­ντες πα­ρά­τη­σαν το τρα­πέ­ζι και σε ακο­λού­θη­σαν στη με­γά­λη δε­ξα­με­νή του σταθ­μού. Αλ­λά ακό­μα και μέ­σα στο σκο­τει­νό νε­ρό κά­ποιος θέ­λη­σε να σε ξε­μο­να­χιά­σει κι αυ­τή τη φο­ρά ήταν ο J.J., που σου ανα­κοί­νω­σε για ποιο λό­γο εί­χε έρ­θει ο εκλε­κτός σου. Άλ­λος ένας επι­χει­ρού­σε να σε κλέ­ψει όμως εσύ ήσουν ήδη αλ­λού.
Τον επι­σκέ­φτη­κες στα τρέ­να και όταν τό­νι­σε ότι δεν έπρε­πε να βρί­σκε­σαι εκεί, του απά­ντη­σες ότι αυ­τό ακρι­βώς διαρ­κώς λες στον εαυ­τό σου. Τον οδή­γη­σες σε ένα πα­ρα­τη­μέ­νο κα­φέ βα­γό­νι, με ζω­γρα­φι­σμέ­να κόκ­κι­να σχέ­δια στο εξω­τε­ρι­κό και μια πε­ρί­τε­χνη επι­γρα­φή με το όνο­μά σου, διά χει­ρός του πα­τέ­ρα σου: Miss Alva. Του έδει­ξες την αρω­μα­τι­κή πού­δρα που λευ­καί­νει τα κα­θί­σμα­τα και του ζή­τη­σες να χα­μο­γε­λά­ει αλ­λιώς οι τρο­χοί του Honeydew Express δεν θα κι­νη­θούν. Κα­θό­σα­σταν ο ένας απέ­να­ντι στον άλ­λον με μια έλ­ξη τό­σο δυ­να­τή που κιν­δύ­νευε να γί­νει απώ­θη­ση. Αυ­τός για άλ­λη μια φο­ρά ανε­λέ­η­τος ρε­α­λι­στής θέ­λη­σε να σε προ­σγειώ­σει. Τα κα­θί­σμα­τα δεν έχουν πού­δρα αλ­λά σκό­νη, οι ρά­γες δεν κι­νού­νται για­τί εί­ναι σκου­ρια­σμέ­νες. To βρά­δυ όμως πή­γα­τε στην άλ­λη πλευ­ρά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, στο σι­νε­μά, και βγαί­νο­ντας του εί­πες πως σε κά­θε λυ­πη­μέ­νη ται­νία θέ­λεις να ξα­να­δείς το τέ­λος μή­πως γί­νει κα­λύ­τε­ρο. Σύ­ντο­μα θα έβλε­πες κι εσύ μια ακό­μα σκλη­ρό­τε­ρη όψη της ζω­ής, κα­θώς οι ερ­γά­τες των τραί­νων πα­ρα­μό­νευαν και τον χτύ­πη­σαν. Και πά­λι έμει­νες μα­ζί του: τον πε­ριέ­θαλ­ψες, τον αγκά­λια­σες, εκεί­νη η μέ­ρα οδή­γη­σε στη δι­κή σας νύ­χτα.


«This Property Is Condemned»

«This Property Is Condemned»

«This Property Is Condemned»

Ξέ­ρω κα­λά, Άλ­βα, πως οι έρω­τες πά­νε μα­ζί με τα δρά­μα­τα, αν όχι στην αρ­χή, σί­γου­ρα στο μέ­σον και φυ­σι­κά στο τέ­λος. Στην παν­σιόν ο Όου­εν άκου­σε ότι η μά­να σου εί­χε ήδη κα­νο­νί­σει την βε­βια­σμέ­νη σας ανα­χώ­ρη­ση για το Μέμ­φις, υπό την προ­στα­σία του γνω­στού κυ­ρί­ου. Ίσως δεν θέ­λεις να θυ­μά­σαι την με­γά­λη σας σύ­γκρου­ση, τα λό­για του (πως τα εν­θου­σιώ­δη σου όνει­ρα απο­τε­λούν πα­ρα­μύ­θια αφού δεν θέ­λεις να αφή­σεις τον τρό­πο που ζεις), την συ­ντρι­βή σου, την μέ­θη και τον απελ­πι­σμέ­νο γά­μο με τον J.J. ώστε να εκ­δι­κη­θείς την μά­να σου, τον Όου­εν και τον ίδιο σου τον εαυ­τό. Όμως μέ­σα στην νύ­χτα ξύ­πνη­σες από την πλά­νη και ση­κώ­θη­κες να κά­νεις εκεί­νο που πραγ­μα­τι­κά ήθε­λες. Έκλε­ψες τα χρή­μα­τα του J.J. και βγή­κες στο σκο­τά­δι να βρεις τρό­πο να πας στη Νέα Ορ­λε­ά­νη να τον ανα­ζη­τή­σεις. Το πρωί σε βρή­κε στο τρέ­νο, να φεύ­γεις ορι­στι­κά – η παν­σιόν στο πα­ρά­θυ­ρό του βα­γο­νιού, κά­δρο από­μα­κρο. Τε­λι­κά έγι­νες μια γυ­ναί­κα του εαυ­τού σου, έστω και πα­ρά­νο­μη. Σ’ ένα μι­κρό δω­μά­τιο της ωραί­ας πό­λης ξε­κί­νη­σε η «ευ­τυ­χι­σμέ­νη» σας ζωή, και έβγαι­νες κά­θε βρά­δυ να τον συ­να­ντή­σεις κα­θώς επέ­στρε­φε από την δου­λειά του. Δεν ήθε­λες τί­πο­τε άλ­λο και δεν φα­ντά­στη­κες πως η μη­τέ­ρα σου δεν θα απο­δε­χό­ταν την μα­ταί­ω­ση των σχε­δί­ων της και θα ερ­χό­ταν να τον βρει, με την απο­κά­λυ­ψη ότι εί­σαι ήδη πα­ντρε­μέ­νη, κοι­νώς, μια απα­τε­ώ­νισ­σα.
Στην αρ­χή της ται­νί­ας η μι­κρή σου αδελ­φή πε­ρι­πλα­νιό­ταν έξω από το εγκα­τα­λειμ­μέ­νο πλέ­ον σπί­τι σας, φο­ρώ­ντας τα ρού­χα και τα κο­σμή­μα­τά σου, ίσως για να σε θυ­μά­ται ή με την ελ­πί­δα να γί­νει δη­μο­φι­λής σαν κι εσέ­να. Αυ­τή ήταν που δι­η­γή­θη­κε την ιστο­ρία σας σε κά­ποιο νε­α­ρό αγό­ρι και στον επί­λο­γο του φιλμ την ολο­κλή­ρω­σε: η μη­τέ­ρα έφυ­γε με κά­ποιον άντρα, ο Όου­εν εί­ναι άγνω­στο που βρί­σκε­ται κι εσύ πέ­θα­νες από πνευ­μο­νία. Σκέ­φτη­κα πως η ίδια βρο­χή που έμοια­ζε να σας προ­στα­τεύ­ει τα βρά­δια που επι­στρέ­φα­τε στην αγά­πη σας, αυ­τή τη φο­ρά σε μού­σκε­ψε τό­σο πο­λύ που ήταν αδύ­να­το να ζή­σεις. Η πι­να­κί­δα στην παν­σιόν τώ­ρα έγρα­φε: «This Property is Condemned».

Νά­τα­λι, με­ρι­κές φο­ρές σκέ­φτο­μαι πως μια άλ­λη μα­τιά θα διέ­κρι­νε σε μι­σό­λο­γα και υπαι­νιγ­μούς πως σου εί­χαν ήδη πι­στώ­σει, ή πι­θα­νώς εί­χες και η ίδια απο­δε­χτεί, κά­ποια άλ­λη, απο­λύ­τως ανταλ­λά­ξι­μη ιδιό­τη­τα· πως η παν­σιόν εκ των πραγ­μά­των με­τα­τρε­πό­ταν σε ένα «σπί­τι» για μια και μο­να­δι­κή ακα­τα­μά­χη­τη γυ­ναί­κα, κά­ποιους δια­βαθ­μι­σμέ­νους πε­λά­τες και με­ρι­κούς τυ­χάρ­πα­στους ή ονει­ρο­πό­λους που ήθε­λαν να σε κά­νουν για πά­ντα δι­κή τους. Για ποιο λό­γο η προ­στά­τρια μά­να σου σε κα­τη­γο­ρού­σε για τις πε­ρι­πέ­τειές σου με διά­φο­ρους νε­α­ρούς ή για τον ασυ­γκρά­τη­το ερω­τι­σμό σου και την ίδια στιγ­μή σου ζη­τού­σε να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις ως εμπό­ρευ­μα για τον πλου­σιό­τε­ρο λά­τρη σου; Ή μή­πως η ίδια αρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βες πως σε έπει­σαν ότι μό­νο αυ­τό σού ται­ριά­ζει, εξού και στο μο­νό­πρα­κτο κα­τέ­λη­γες να ανα­ζη­τάς άντρες στους νυ­χτε­ρι­νούς δρό­μους της Νέ­ας Ορ­λε­ά­νης, ως μια πόρ­νη;
Δεν με εν­δια­φέ­ρει τί­πο­τε από αυ­τά, πα­ρά μό­νο το γε­γο­νός πως τε­λι­κά έφυ­γες προς την γυ­ναί­κα που πά­ντα υπήρ­ξες ή ανα­κά­λυ­ψες, με πρώ­το όχη­μα τον ίδιο τον έρω­τα· και ότι η ιδρυ­τι­κή του στιγ­μή συ­νέ­βη μπρο­στά στο σκιά­χτρο σου, στην δρο­σιά του χώ­μα­τος, σε μια μι­κρο­σκο­πι­κή όα­ση από την κά­ψα του κα­λο­και­ριού, τό­τε που βρέ­θη­κες κο­ντά στον Όου­εν και πα­ρα­τή­ρη­σες πως σε απο­κά­λε­σε για πρώ­τη φο­ρά με το όνο­μά σου, τό­τε που ξυ­πό­λη­τη του μί­λη­σες για ζε­στά χώ­μα­τα στα πό­δια σου και φω­τιές που καί­νε στα έγκα­τα της γης. Γνώ­ρι­ζα πως μι­λού­σες για την δι­κή σου φω­τιά!
Πώς μπο­ρεί, λοι­πόν, μια αγά­πη να χά­νε­ται έτσι; Εί­χες απα­ντή­σει λί­γα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα σε μια άλ­λη ται­νία, στο όχι μα­κρι­νό Κάν­σας του 1928, όταν κι εκεί ένας με­γά­λος σου έρω­τας με έναν συμ­φοι­τη­τή σου πέ­ρα­σε από μύ­ρια κύ­μα­τα αλ­λά συν­θλί­φτη­κε από τις επι­θυ­μί­ες των γο­νέ­ων σας, κλο­νί­ζο­ντας την ψυ­χι­κή σου ισορ­ρο­πία. Στην τε­λευ­ταία σας συ­νά­ντη­ση, με­τά το τέ­λος της νο­ση­λεί­ας σου, κι ενώ εκεί­νος εί­χε ήδη δη­μιουρ­γή­σει οι­κο­γέ­νεια, συμ­φω­νή­σα­τε στις ξε­χω­ρι­στές πια ζω­ές σας να μην πο­λυ­σκέ­φτε­στε την ευ­τυ­χία. Και κα­θώς έφευ­γες θυ­μή­θη­κες για άλ­λη μια φο­ρά κά­ποιους στί­χους του William Wordsworth, που εί­χες μά­θει στο σχο­λείο και μνη­μο­νεύ­α­τε συ­χνά: Though nothing can bring back the hour / Of splendor in the grass, glory in the flower / We will grieve not; rather find / Strength in what remains behind. Αυ­τό, λοι­πόν, εί­ναι το μό­νο που μας μέ­νει: ακό­μα κι αν το πα­ρόν εί­ναι ανυ­πό­φο­ρο, να παίρ­νου­με δύ­να­μη από όσα εξαί­σια ζή­σα­με.


{ Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται }



_____________
Η ται­νία: This Property Is Condemned (Sydney Pollack, 1966. Ελ­λη­νι­κός τί­τλος «Αγά­πη για τον έρω­τα»). Ανα­φο­ρά και στην ται­νία: Splendor in the grass (Elia Kazan, 1961). Η γυ­ναί­κα: Natalie Wood. Το ποί­η­μα: Ode: Intimations of Immortality from Recollections of Early Childhood (William Wordsworth, 1807).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: