Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XXΧΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 22: Οι «άπιστες». Επιστολή στην Στεφάν Οντράν, μέρος Β΄

Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973)

Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973)

Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973)

Ωραία μου Στε­φάν,

Αν Η άπι­στη γυ­ναί­κα που υπο­κρί­θη­κες στην φε­ρώ­νυ­μη ται­νία μ’ έχρι­σε δο­λο­φό­νο του ερα­στή σου και μας επα­νέ­φε­ρε στην αμοι­βαία και απο­κλει­στι­κή συ­ζυ­γι­κή λα­τρεία, στον Κόκ­κι­νο γά­μο ήταν η σει­ρά μου να γί­νω εγώ ο ερα­στής σου σε μια πα­ράλ­λη­λη και αντι­κρι­στή μοι­χεία. Επι­τέ­λους, εί­χα την ευ­και­ρία να σε πλημ­μυ­ρί­ζω όχι μό­νο με την αγά­πη μου αλ­λά και με το ίδιο μου το σώ­μα. Αυ­τή τη φο­ρά ονο­μα­στή­κα­με εσύ Λυ­σιέν κι εγώ Πιέρ και εν­δύ­θη­κα την εμ­φά­νι­ση του Μι­σέλ Πι­κο­λί.
Θυ­μά­σαι την αρ­χή της ται­νί­ας; Έφευ­γα από το με­λαγ­χο­λι­κό, κυα­νό σπί­τι μου, ύστε­ρα από μια ακό­μα ψυ­χρή συ­νο­μι­λία με την γυ­ναί­κα μου Κλο­τίλντ, που μου αρ­νού­νταν κά­θε άγ­γιγ­μα και κά­θε προ­θυ­μία μου να την βοη­θή­σω να ξα­να­βγεί στη ζωή. Η Κλο­τίλντ ήταν μια γυ­ναί­κα διαρ­κώς ασθε­νής, κα­τά φα­ντα­σία ή κα­τά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν εί­χε ση­μα­σία. Ύστε­ρα οδή­γη­σα την Σι­τρο­έν μου σ’ έναν δρό­μο γε­μά­το πε­σμέ­να φύλ­λα, αδη­μο­νώ­ντας να σε συ­να­ντή­σω. Με πε­ρί­με­νες στις όχθες μιας ηλιό­λου­στης λί­μνης και κά­να­με έρω­τα πά­νω στα χώ­μα­τα, ηδο­νι­σμέ­νοι και πε­ρι­χα­ρείς. Ακό­μα και το σύ­ντο­μο πέ­ρα­σμα μιας βάρ­κας με παι­διά δεν μας ανα­στά­τω­σε, αντί­θε­τα κρυ­φτή­κα­με έμπλε­οι αδρε­να­λί­νης. Κι ύστε­ρα η συ­νή­θης ακο­λου­θία: σύ­ντο­μη συ­νο­μι­λία, βια­στι­κό ντύ­σι­μο, ανα­νέ­ω­ση του ρα­ντε­βού μας, απο­χαι­ρε­τι­σμός. Μια πα­ράλ­λη­λη σε­κάνς έδει­χνε την δι­κή σου επι­στρο­φή, αντί­στρο­φα στον ίδιο δρό­μο.
Το δι­κό σου σπί­τι εί­χε άλ­λου εί­δους θλι­βε­ρό­τη­τα. Ο σύ­ζυ­γός σου Πολ, ει­ρω­νι­κός και γλοιώ­δης, απο­ρού­σε που εσύ και η δε­κα­τριά­χρο­νη κό­ρη σου από προη­γού­με­νο γά­μο βλέ­πα­τε τη­λε­ό­ρα­ση, πα­ρα­βλέ­πο­ντας πως βα­ριό­σα­σταν και τον βα­ριό­σα­σταν θα­νά­σι­μα. Πως μπο­ρεί­τε και βλέ­πε­τε τέ­τοια σκου­πί­δια στην τη­λε­ό­ρα­ση; ρω­τού­σε εσάς τις έγκλει­στες της οι­κί­ας του, για να ει­σπρά­ξει την δι­κή σου ει­ρω­νεία: Εσείς οι αντι­πρό­σω­ποι του έθνους πρέ­πει να το διορ­θώ­σε­τε αυ­τό. Πό­ση μο­να­ξιά εξέ­πε­μπαν τα ωραία σου πό­δια με το μαύ­ρο καλ­σόν πά­νω στο τρα­πε­ζά­κι! Ήταν σί­γου­ρα ανέγ­γι­χτα για χρό­νια, αν αγ­γί­χτη­καν και πο­τέ.
Θυ­μά­σαι την αί­σθη­ση εκεί­νου του τό­που; Η ται­νία μας την απο­κά­λυ­πτε από την αρ­χή. Κλει­στές πόρ­τες, άδειοι δρό­μοι ακό­μα και το πρωί, μια κω­μό­πο­λη σε διαρ­κή υπνη­λία. Γκρί­ζα πέ­τρι­να σπί­τια κά­τω από γκρί­ζους ου­ρα­νούς. Τα πά­ντα ήταν ήσυ­χα, κά­πο­τε ακού­γο­νταν μό­νο οι κα­μπά­νες της εκ­κλη­σί­ας που έστε­κε βα­ριά και πέ­τρι­νη ξυ­στά στο δρό­μο. Υπήρ­χε ακρι­βέ­στε­ρος κα­θρέ­φτης της διά­θε­σής μας; Τι μπο­ρού­σα­με να κά­νου­με δυο δη­μό­σια κι ανα­γνω­ρί­σι­μα πρό­σω­πα σε μια τέ­τοια θλι­βε­ρή επαρ­χια­κή πό­λη; Σχο­λι­κές γιορ­τές, το­πι­κοί πο­δο­σφαι­ρι­κοί αγώ­νες, κυ­ρια­κά­τι­κες λει­τουρ­γί­ες. Η μό­νη ευ­χά­ρι­στη ενα­σχό­λη­ση μου ήταν ένα παι­χνί­δι μπριτζ με τους φί­λους μου. Την άχα­ρη ζωή μου ολο­κλή­ρω­ναν οι πο­λι­τι­κές συ­νε­δριά­σεις του δή­μου. Ήμουν το δε­ξί χέ­ρι του συ­ζύ­γου σου, αυ­τός ένας συ­ντη­ρη­τι­κός, διε­φθαρ­μέ­νος δή­μαρ­χος, εγώ ένας ιδε­α­λι­στής, αρι­στε­ρός συ­νερ­γά­της, άσπον­δοι συ­νερ­γά­τες με αγε­φύ­ρω­τες ιδέ­ες.
Στην αρ­χή δεν εί­χα­με κα­μία μαύ­ρη σκέ­ψη. Τρέ­χα­με εν­θου­σια­σμέ­νοι ο ένας προς τον άλ­λον, αγκα­λια­ζό­μα­σταν ολο­γέ­λα­στοι. Γδύ­να­με ο ένας τον άλ­λον βια­στι­κά, ανυ­πό­μο­να. Ανα­ζη­τού­σα­με τό­πους συ­νεύ­ρε­σης και δια­σκε­δά­ζα­με την πε­ρι­φε­ρό­με­νη ερω­το­μα­νία μας. Όταν τε­λεί­ω­σε μια ξε­νά­γη­ση στην έκ­θε­ση του το­πι­κού μου­σεί­ου κρυ­φτή­κα­με και πα­ρα­μεί­να­με μέ­σα, για να πλα­γιά­σου­με πά­νω σ’ ένα ιδιαί­τε­ρης ιστο­ρι­κής αξί­ας κρε­βά­τι. Υπο­κρι­θή­κα­με τους άγνω­στους επι­σκέ­πτες και τρι­φτή­κα­με στα με­τα­ξέ­νια σε­ντό­νια. Θυ­μά­σαι όταν τε­λειώ­σα­με; Ανα­δύ­θη­κα από το κά­τω μέ­ρος των σε­ντο­νιών στα αχνι­στά σου πό­δια για να κα­πνί­σω ενώ εσύ έτρι­βες το πέλ­μα σου στο μά­γου­λό μου, σα να υπέ­γρα­φες την αμοι­βαία μας γέ­μι­ση.
Πό­σο ήθε­λα να γε­λά­σω όταν στην επό­με­νη συ­νε­δρί­α­ση του δη­μο­τι­κού συμ­βου­λί­ου έπρε­πε να συ­ζη­τή­σου­με για την ακα­τα­νό­η­τη ει­σβο­λή στο μου­σείο και τον βαν­δα­λι­σμό της βα­σι­λι­κής κλί­νης! Ποιοι να ήταν άρα­γε; Μή­πως μια πο­λι­τι­κή δια­μαρ­τυ­ρία ή κά­ποια κα­κο­ποιά στοι­χεία; Κά­ποιος κα­τέ­λη­ξε πως θα ήταν τί­πο­τα ξε­διά­ντρο­ποι έφη­βοι. Η ση­με­ρι­νή νε­ο­λαία, εί­πε, δεν έχει σε­βα­σμό για τί­πο­τα. Εμείς λοι­πόν ήμα­σταν οι νε­ό­τε­ροι εκεί­νου του γη­ρα­λέ­ου τό­που, εμείς εί­χα­με την φλό­γα της νε­ό­τη­τας!

Σύ­ντο­μα αρ­χί­σα­με να υπο­φέ­ρου­με σε κά­θε απο­χαι­ρε­τι­σμό. Εί­χα­με αιχ­μα­λω­τι­στεί από ανά­ξιους συ­ντρό­φους. Διά βί­ου; Κά­θε βρά­δυ επέ­στρε­φα στην απά­θεια της Κλο­τίλντ που πλέ­ον βρι­σκό­ταν μό­νι­μα στο κρε­βά­τι, αγέ­λα­στη και ασθε­νι­κή, της ετοί­μα­ζα το φάρ­μα­κό της και απο­κοι­μιό­ταν. Αυ­τή τη φο­ρά της το έφτια­ξα δια­φο­ρε­τι­κά. Εί­χα πά­ρει πια την από­φα­ση, να στα­μα­τή­σου­με να υπο­φέ­ρου­με κι οι δυο σ’ αυ­τό το σπί­τι. Έσβη­σε ήσυ­χα, σχε­δόν ανα­με­νό­με­να από τον πε­ρί­γυ­ρο. Γνώ­ρι­ζαν πως ήταν άρ­ρω­στη και θα σκέ­φτη­καν πως κά­ποια σκο­τει­νή πα­θο­λο­γία την συ­νό­δευ­σε με ασφά­λεια ως το τέρ­μα. Ακό­μα κι αν ακού­γο­νταν ψί­θυ­ροι, δεν θα ήταν η πρώ­τη φο­ρά σ’ εκεί­νο το άθλιο μέ­ρος. Το πρώ­το μας εμπό­διο εί­χε καμ­φθεί. Ακο­λου­θού­σε η σει­ρά του.

Ήταν ένα από τα βρά­δια που ερ­χό­σουν πλέ­ον στο σπί­τι μου, όταν βε­βαιω­νό­σουν πως η κό­ρη σου έχει απο­κοι­μη­θεί. Ο Πολ έφυ­γε για το Πα­ρί­σι και θα γυρ­νού­σε την επό­με­νη μέ­ρα αλ­λά σε πα­ρα­πλά­νη­σε και εμ­φα­νί­στη­κε το ίδιο βρά­δυ. Δεν εί­χες κα­μία δι­καιο­λο­γία για την νυ­χτε­ρι­νή σου απου­σία. Εξα­γριώ­θη­κε αλ­λά ταυ­τό­χρο­να εί­χε μια ιδιαί­τε­ρη ηρε­μία. Την επό­με­νη μέ­ρα δέ­χτη­κα το επεί­γον τη­λε­φώ­νη­μά του. Ζή­τη­σε να με συ­να­ντή­σει σε μια ερη­μι­κή το­πο­θε­σία για να συ­ζη­τή­σου­με κά­τι σο­βα­ρό. Έφτα­σα στον άδειο τό­πο, κά­τω από έναν μου­ντό ου­ρα­νό. Ήρ­θε μα­ζί σου αλ­λά σε άφη­σε λί­γα μέ­τρα πί­σω. Μου εί­πε πως γνω­ρί­ζει τα πά­ντα για εμάς. Θα μας σκό­τω­νε; Θα έπαιρ­νε κά­ποια σκο­τει­νή εκ­δί­κη­ση; Φά­νη­κε αδιά­φο­ρος για σέ­να, μό­νο ξέ­ρα­σε τον κυ­νι­σμό του σ’ έναν εκ­βια­σμό που ταί­ρια­ζε πλή­ρως στον χα­ρα­κτή­ρα του. Εί­χε ήδη εκ­φρά­σει στο δη­μο­τι­κό συμ­βού­λιο την επι­θυ­μία του να εξα­γο­ρα­στεί ένα με­γά­λο κομ­μά­τι δη­μο­τι­κής γης για κα­τοι­κί­ες, τις οποί­ες όμως θα εκ­με­ταλ­λευό­ταν εκεί­νος. Πί­σω από την βι­τρί­να ενός κοι­νω­φε­λούς έρ­γου θα κρυ­βό­ταν ο τρα­πε­ζι­κός του λο­γα­ρια­σμός. Με την απα­ραί­τη­τη υπο­στή­ρι­ξή μου θα ξε­χνού­σε τα πά­ντα. Με­τά το «Σου δί­νω κά­τι που χρειά­ζε­σαι και μου δί­νεις κά­τι που χρειά­ζο­μαι». Έτσι θα γι­νό­μουν κι εγώ κά­θαρ­μα σαν κι αυ­τόν, θα τον βοη­θού­σα να πλου­τί­σει με ψέ­μα­τα εις βά­ρος των πο­λι­τών και θα διέ­λυα την πο­λι­τι­κή μου συ­νεί­δη­ση μ’ έναν ολι­κό εξευ­τε­λι­σμό. Με τέ­τοιους τρό­πους λοι­πόν εί­χε φτά­σει ως εδώ.
Η ανε­κτι­κό­τη­τά του μας τρο­μο­κρά­τη­σε και ήταν πια αδύ­να­το να κά­νου­με πί­σω. Τα­πει­νω­μέ­νη όπως ήσουν από την ανα­κά­λυ­ψη της μοι­χεί­ας σου, του ζή­τη­σες να τον ακο­λου­θή­σεις στο τα­ξί­δι του στο Πα­ρί­σι. Οδη­γού­σα­τε νύ­χτα, στον ερη­μι­κό αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μο, μέ­χρι που μια μορ­φή στην άκρη του δρό­μου σας ανά­γκα­σε να στα­μα­τή­σε­τε. Ήμουν  εγώ. Κα­τέ­βη­κε και τον χτύ­πη­σα από πί­σω. Η αυ­ταρ­χι­κή, ανυ­πό­φο­ρη μορ­φή του δεν θα σε βα­σά­νι­ζε πο­τέ ξα­νά, κα­λή μου. Στην κη­δεία της γυ­ναί­κας μου όλοι με κοι­τού­σαν με βλέμ­μα συ­μπό­νιας. Το δι­κό του σώ­μα, κά­που χα­μέ­νο τώ­ρα σε νε­ρά σκο­τει­νά, θα έπαιρ­νε λί­γο χρό­νο μέ­χρι να στεί­λει το σή­μα της εξα­φά­νι­σης.
Όμως εμείς πα­ρα­μέ­να­με απε­γνω­σμέ­νοι και με­τά τον θά­να­τό τους. Ανα­γκα­ζό­μα­σταν ξα­νά να συ­να­ντιό­μα­στε στα κρυ­φά, στρι­μώ­χνα­με την αγά­πη μας στον κλει­στό πια χώ­ρο του σπι­τιού μου, αλ­λά ερ­χό­σουν στα κλε­φτά, όταν εί­χε σκο­τει­νιά­σει, κι έφευ­γες νω­ρίς το ξη­μέ­ρω­μα, όταν βε­βαιω­νό­μα­σταν πως έξω δεν περ­νά­ει κα­νέ­ναν αυ­το­κί­νη­το. Όταν ο ένας απελ­πι­ζό­ταν, ο άλ­λος του έδι­νε θάρ­ρος, μέ­χρι να αντι­στρα­φεί η σει­ρά και ού­τω κα­θε­ξής. — Κά­θε φο­ρά που φεύ­γω στε­νο­χω­ριέ­μαι και πε­ρισ­σό­τε­ρο. — Υπο­μο­νή, έρ­χε­ται χει­μώ­νας και οι νύ­χτες μας θα εί­ναι μα­κρύ­τε­ρες.

Εί­χα­με οδεύ­σει σαν υπνω­τι­σμέ­νοι σε πρά­ξεις που έμοια­ζαν ανα­πό­φευ­κτες. Ίσως εί­μα­στε δυο δια­φο­ρε­τι­κοί, ασύμ­βα­τοι κό­σμοι, εμείς οι ερω­τευ­μέ­νοι, με την δι­κή μας, ιδιαί­τε­ρη λο­γι­κή, κι οι χει­ρι­στές των νό­μων, με την δι­κή τους, άκαμ­πτη, θε­τή λο­γι­κή. Εκεί­νο που για εμάς ήταν ένα κα­λο­με­λε­τη­μέ­νο έγκλη­μα, για εκεί­νους θα ήταν απλώς ένας γρί­φος προς επί­λυ­ση. Υπάρ­χει κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή κα­τά την οποία ξυ­πνά­ει κα­νείς από την έκ­στα­ση ενός έρω­τα και βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πος με τις συ­νέ­πειες των ενερ­γειών του; Σ’ εμάς έφτα­σε δια­φο­ρε­τι­κά απ’ ότι συ­νή­θως. Αρ­χι­κά οι αστυ­νο­μι­κές αρ­χές εί­χαν οπι­σθο­χω­ρή­σει στην επί­λυ­ση του αι­νίγ­μα­τος. Σύμ­φω­να με κά­ποια άνω­θεν δια­τα­γή, τα εν­δε­χό­με­να βρό­μι­κα μυ­στι­κά των εκλε­κτών αρ­χό­ντων έπρε­πε να κα­λυ­φθούν. Η γκω­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση θα ζη­μιω­νό­ταν από πα­ρα­μύ­θια εγκλη­μα­τι­κής ή σε­ξουα­λι­κής πλο­κής. Γι’ αυ­τήν την «εν­δε­χό­με­νη» πλευ­ρά της πο­λι­τι­κής απα­γο­ρεύ­τη­κε η ται­νία μας στην Γαλ­λία.
Αλ­λά η ζωή και πλεί­στοι σκη­νο­θέ­τες της, όπως ο δι­κός μας, αρέ­σκο­νται στην ει­ρω­νεία που φρο­ντί­ζει να διαν­θί­ζει τις ορια­κές μας στιγ­μές κι έτσι εκεί­νη που τους οδή­γη­σε ανα­πό­τρε­πτα στα ίχνη μας ήταν η κό­ρη σου, που φυ­σι­κά ονο­μα­ζό­ταν Ελέν! Αυ­τή η νε­α­ρό­τα­τη, αμό­λυ­ντη ιδε­α­λί­στρια που κά­πο­τε σου έλε­γε ότι θέ­λει να εί­σαι ευ­τυ­χι­σμέ­νη προ­σπά­θη­σε να προ­στα­τεύ­σει την φή­μη σου και κα­τά­φε­ρε το ακρι­βώς αντί­θε­το. Έστει­λε ένα γράμ­μα στην αστυ­νο­μία που δεν ενο­χο­ποιού­σε κα­νέ­ναν, μό­νο απο­κά­λυ­πτε πως οι δυο χή­ροι ήσα­σταν ερα­στές, προ­σπα­θώ­ντας να σε δια­φυ­λά­ξει, αλ­λά τε­λι­κά κα­τά­φε­ρε το αντί­θε­το. Πά­ντα δεν έλε­γαν πως κό­σμος θα σω­θεί από τους νέ­ους; Φα­ντά­σου: εμείς που δο­λο­φο­νή­σα­με ακρι­βώς για να απο­φύ­γου­με τις ενα­ντί­ον μας φή­μες, τώ­ρα συλ­λαμ­βα­νό­μα­σταν επει­δή η Ελέν έκα­νε κά­τι για να μας προ­στα­τεύ­σει από αυ­τές. Δεν ξέ­ρω αν ήταν η αθω­ό­τε­ρη, προ­ε­φη­βι­κή εκ­δο­χή σου, αλ­λά σί­γου­ρα ήταν ο μό­νος χα­ρα­κτή­ρας που δεν συ­ρό­ταν από κά­ποια βου­λι­μία – χρη­μα­τι­κή, σε­ξουα­λι­κή, πο­λι­τι­κή.

Όταν έφτα­σαν σ’ εμάς δεν προ­βά­λα­με κα­μία άρ­νη­ση· απλώς ομο­λο­γή­σα­με. Η επι­θυ­μία μας ήταν να απο­φύ­γου­με τις φή­μες. Αν τώ­ρα πλέ­ον ξε­σκε­πα­ζό­μα­σταν ως ερα­στές, δεν μας πεί­ρα­ζε να απο­κα­λυ­φθού­με και ως δο­λο­φό­νοι. Την τε­λευ­ταία φο­ρά που σφί­ξα­με τα χέ­ρια μας φο­ρού­σα­με κι οι δυο χει­ρο­πέ­δες. Νω­ρί­τε­ρα ο αστυ­νο­μι­κός μας έκα­νε την ερώ­τη­ση που επι­χει­ρού­σε να γε­φυ­ρώ­σει τις δυο λο­γι­κές. Για­τί έπρε­πε να τους σκο­τώ­σε­τε; Για­τί απλά δεν φεύ­γα­τε;Να φύ­γου­με; Πο­τέ δεν ονει­ρευ­τή­κα­με να φύ­γου­με από εδώ, του απα­ντή­σα­με. Δεν το επέ­τρε­πε η κοι­νω­νι­κή μας θέ­ση. Ήμα­σταν επι­φορ­τι­σμέ­νοι με ρό­λους και ιδιό­τη­τες και μας ήταν αδια­νό­η­το να προ­δώ­σου­με τις προσ­δο­κί­ες των άλ­λων. Κα­λύ­τε­ρα μυ­στι­κοί δο­λο­φό­νοι πα­ρά φα­νε­ροί προ­δό­τες! Κα­τά­λα­βες, Λυ­σιέν, πό­σο υπο­κρι­τές υπήρ­ξα­με; Προ­τι­μή­σα­με να εξο­ντώ­σου­με τους συ­ζύ­γους μας πα­ρά να αντι­με­τω­πί­σου­με την δη­μό­σια κα­τα­κραυ­γή. Άκου να φύ­γου­με! Και να χά­σου­με τις ανέ­σεις μας, την ει­κό­να μας, το γό­η­τρό μας; Και­γό­μα­σταν για μια ελευ­θε­ρία που η τά­ξη μας δεν μας επέ­τρε­πε. Ήμα­σταν άλ­λω­στε κι εμείς θύ­μα­τα της «κρυ­φής γοη­τεί­ας της μπουρ­ζουα­ζί­ας», την οποία γνώ­ρι­ζες κα­λά ως παί­κτρια στην φε­ρώ­νυ­μη ται­νία του Λουίς Μπου­νιου­έλ, κοι­νώς πα­ρα­μεί­να­με συ­νε­πείς στον από­λυ­το πα­ρα­λο­γι­σμό. Πο­τέ δεν δια­νοη­θή­κα­με οποια­δή­πο­τε άλ­λη επι­λο­γή!

Τώ­ρα θα φυ­λα­κι­ζό­μα­σταν εμείς που ήμα­σταν ήδη υπήρ­ξα­με έγκλει­στοι σε φυ­λα­κή που οι ίδιοι εί­χα­με φτιά­ξει. Για άλ­λη μια φο­ρά ο Σαρτρ συ­νέ­χι­ζε να εμπο­τί­ζει το γαλ­λι­κό σι­νε­μά της επο­χής: ζού­με κε­κλει­σμέ­νων των θυ­ρών και οι χει­ρό­τε­ροι τό­ποι της κό­λα­σης εί­ναι εκεί­νοι που κα­τα­σκευά­ζου­με οι ίδιοι για τους εαυ­τούς μας μέ­σα από τις πτώ­σεις και τις δει­λί­ες μας. Σ’ εκεί­νο το έρ­γο δεν ήταν οι τέσ­σε­ρις ναρ­κισ­σι­στές που συ­νει­δη­το­ποιού­σαν ότι ο από­λυ­τος βα­σα­νι­σμός δεν εί­ναι να βρί­σκε­σαι κολ­λη­μέ­νος σε μια δυ­στυ­χή σχέ­ση αλ­λά να μην φεύ­γεις από αυ­τήν επει­δή αδυ­να­τείς ή δεν θέ­λεις να φύ­γεις;
Καλ­λιερ­γή­σα­με άρα­γε αι­σθή­μα­τα συ­μπά­θειες στους θε­α­τές κρι­τές μας; Πρό­σε­χαν την φω­νή του αφη­γη­τή που μας πα­ρου­σί­α­ζε ως δυο αν­θρώ­πους δυ­στυ­χείς από την κο­σμι­κή αδι­κία μιας ψυ­χρής συμ­βί­ω­σης; Έβλε­παν πως ζού­σα­με σε γά­μους μο­να­χι­κούς, χω­ρίς ίχνος έρω­τα, χω­ρίς την ελά­χι­στη σω­μα­τι­κή επα­φή; Αντι­λή­φθη­καν πως το έγκλη­μα μάς φαι­νό­ταν ως η μό­νη ηθι­κά δι­καιο­λο­γη­μέ­νη από­δρα­ση; Πα­ρα­δέ­χτη­καν, του­λά­χι­στον, ότι εί­χα­με γί­νει ανα­πό­σπα­στα μέ­λη της συλ­λο­γι­στι­κής των φιλμ νουάρ, πως ό,τι συ­νι­στά ηθι­κή, εδώ δο­κι­μά­ζε­ται και αμ­φι­σβη­τεί­ται; Απά­ντη­σαν στην απελ­πι­σμέ­νη απο­στρο­φή του Ορέ­στη προς την Αθη­νά από τις Ευ­με­νί­δες «Θεά, πες μου αν εί­μαι ένο­χος ή αθώ­ος» που προ­βάλ­λει στους τί­τλους της αρ­χής;
Μπο­ρεί να τους έκα­νε εντύ­πω­ση που τί­πο­τα πά­νω μας δεν έμοια­ζε δρα­μα­τι­κό, πως ήμα­σταν τό­σο ψυ­χροί που θα ανα­ρω­τιού­νταν μή­πως απο­λαμ­βά­να­με την μι­ζέ­ρια των απο­χω­ρι­σμών μας. Εσύ ει­δι­κά θα μπο­ρού­σες να δεί­χνεις έμπλεη πά­θους και να μεί­νεις ως ένας αξιο­μνη­μό­νευ­τος ρό­λος μιας ερω­τευ­μέ­νης γυ­ναί­κας. Όμως ας το θυ­μί­σου­με ο ένας στον άλ­λον για μια ακό­μα φο­ρά: ο σκη­νο­θέ­της μας δεν ήθε­λε δρά­μα­τα και ψυ­χο­λο­γι­κά βά­θη, αλ­λά γε­γο­νό­τα που μι­λούν από μό­να τους, όπως άλ­λω­στε μί­λη­σε το αλη­θι­νό γε­γο­νός πά­νω στο οποίο βα­σί­στη­κε η ται­νία, μια ιστο­ρία που συ­γκλό­νι­σε την Γαλ­λία δυο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα.
Δεν σου κρύ­βω πως αν κά­τι πε­ρί­με­να από τους δυο σας ήταν μια με­γα­λύ­τε­ρη εστί­α­ση στην ιστο­ρία σου, έτσι ώστε να βλέ­πω ευ­κρι­νέ­στε­ρα το σκί­τσο της γυ­ναί­κας που ξε­κί­νη­σε την ζωή της σαν έφη­βη μη­τέ­ρα, πα­ντρεύ­τη­κε έναν άντρα που δεν αγα­πού­σε αλ­λά προ­φα­νώς θε­ώ­ρη­σε απα­ραί­τη­το για την κό­ρη της, τον υπο­στή­ρι­ξε στην κα­ριέ­ρα του και ήταν πά­ντα δί­πλα του στην άνο­δό του αλ­λά μέ­ρα με την ημέ­ρα υπέ­φε­ρε μέ­χρι να βρε­θεί σ’ έναν ρο­μα­ντι­κό δρό­μο που δεν εί­χε ού­τε γυ­ρι­σμό ού­τε κα­τά­λη­ξη. Τώ­ρα στην φυ­λα­κή μου κλεί­νω τα μά­τια και αφή­νω τα μά­γου­λά μου να ζε­στα­θούν από το πέλ­μα σου και εί­μαι βέ­βαιος πως κι εσύ, στο δι­κό σου κε­λί, το αι­σθά­νε­σαι πά­νω μου. 


{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ται­νία: Les noces rouges (αγγλ. τί­τλος Wedding in blood, ελλ. τί­τλος Μα­τω­μέ­νος γά­μος), Σκη­νο­θε­σία Claude Chabrol, 1973). H γυ­ναί­κα: Stéphane Audran.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: