Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XXΧΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 22: Οι «άπιστες». Επιστολή στην Στεφάν Οντράν, μέρος Β΄

Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973) Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973) Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973) Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973) Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973) Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973) Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973) Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973) Les noces rouges (Claude Chabrol, 1973)

 

 

Ωραία μου Στεφάν,

Αν Η άπιστη γυναίκα που υποκρίθηκες στην φερώνυμη ταινία μ’ έχρισε δολοφόνο του εραστή σου και μας επανέφερε στην αμοιβαία και αποκλειστική συζυγική λατρεία, στον Κόκκινο γάμο ήταν η σειρά μου να γίνω εγώ ο εραστής σου σε μια παράλληλη και αντικριστή μοιχεία. Επιτέλους, είχα την ευκαιρία να σε πλημμυρίζω όχι μόνο με την αγάπη μου αλλά και με το ίδιο μου το σώμα. Αυτή τη φορά ονομαστήκαμε εσύ Λυσιέν κι εγώ Πιέρ και ενδύθηκα την εμφάνιση του Μισέλ Πικολί.
Θυμάσαι την αρχή της ταινίας; Έφευγα από το μελαγχολικό, κυανό σπίτι μου, ύστερα από μια ακόμα ψυχρή συνομιλία με την γυναίκα μου Κλοτίλντ, που μου αρνούνταν κάθε άγγιγμα και κάθε προθυμία μου να την βοηθήσω να ξαναβγεί στη ζωή. Η Κλοτίλντ ήταν μια γυναίκα διαρκώς ασθενής, κατά φαντασία ή κατά πραγματικότητα, δεν είχε σημασία. Ύστερα οδήγησα την Σιτροέν μου σ’ έναν δρόμο γεμάτο πεσμένα φύλλα, αδημονώντας να σε συναντήσω. Με περίμενες στις όχθες μιας ηλιόλουστης λίμνης και κάναμε έρωτα πάνω στα χώματα, ηδονισμένοι και περιχαρείς. Ακόμα και το σύντομο πέρασμα μιας βάρκας με παιδιά δεν μας αναστάτωσε, αντίθετα κρυφτήκαμε έμπλεοι αδρεναλίνης. Κι ύστερα η συνήθης ακολουθία: σύντομη συνομιλία, βιαστικό ντύσιμο, ανανέωση του ραντεβού μας, αποχαιρετισμός. Μια παράλληλη σεκάνς έδειχνε την δική σου επιστροφή, αντίστροφα στον ίδιο δρόμο.
Το δικό σου σπίτι είχε άλλου είδους θλιβερότητα. Ο σύζυγός σου Πολ, ειρωνικός και γλοιώδης, απορούσε που εσύ και η δεκατριάχρονη κόρη σου από προηγούμενο γάμο βλέπατε τηλεόραση, παραβλέποντας πως βαριόσασταν και τον βαριόσασταν θανάσιμα. Πως μπορείτε και βλέπετε τέτοια σκουπίδια στην τηλεόραση; ρωτούσε εσάς τις έγκλειστες της οικίας του, για να εισπράξει την δική σου ειρωνεία: Εσείς οι αντιπρόσωποι του έθνους πρέπει να το διορθώσετε αυτό. Πόση μοναξιά εξέπεμπαν τα ωραία σου πόδια με το μαύρο καλσόν πάνω στο τραπεζάκι! Ήταν σίγουρα ανέγγιχτα για χρόνια, αν αγγίχτηκαν και ποτέ.
Θυμάσαι την αίσθηση εκείνου του τόπου; Η ταινία μας την αποκάλυπτε από την αρχή. Κλειστές πόρτες, άδειοι δρόμοι ακόμα και το πρωί, μια κωμόπολη σε διαρκή υπνηλία. Γκρίζα πέτρινα σπίτια κάτω από γκρίζους ουρανούς. Τα πάντα ήταν ήσυχα, κάποτε ακούγονταν μόνο οι καμπάνες της εκκλησίας που έστεκε βαριά και πέτρινη ξυστά στο δρόμο. Υπήρχε ακριβέστερος καθρέφτης της διάθεσής μας; Τι μπορούσαμε να κάνουμε δυο δημόσια κι αναγνωρίσιμα πρόσωπα σε μια τέτοια θλιβερή επαρχιακή πόλη; Σχολικές γιορτές, τοπικοί ποδοσφαιρικοί αγώνες, κυριακάτικες λειτουργίες. Η μόνη ευχάριστη ενασχόληση μου ήταν ένα παιχνίδι μπριτζ με τους φίλους μου. Την άχαρη ζωή μου ολοκλήρωναν οι πολιτικές συνεδριάσεις του δήμου. Ήμουν το δεξί χέρι του συζύγου σου, αυτός ένας συντηρητικός, διεφθαρμένος δήμαρχος, εγώ ένας ιδεαλιστής, αριστερός συνεργάτης, άσπονδοι συνεργάτες με αγεφύρωτες ιδέες.
Στην αρχή δεν είχαμε καμία μαύρη σκέψη. Τρέχαμε ενθουσιασμένοι ο ένας προς τον άλλον, αγκαλιαζόμασταν ολογέλαστοι. Γδύναμε ο ένας τον άλλον βιαστικά, ανυπόμονα. Αναζητούσαμε τόπους συνεύρεσης και διασκεδάζαμε την περιφερόμενη ερωτομανία μας. Όταν τελείωσε μια ξενάγηση στην έκθεση του τοπικού μουσείου κρυφτήκαμε και παραμείναμε μέσα, για να πλαγιάσουμε πάνω σ’ ένα ιδιαίτερης ιστορικής αξίας κρεβάτι. Υποκριθήκαμε τους άγνωστους επισκέπτες και τριφτήκαμε στα μεταξένια σεντόνια. Θυμάσαι όταν τελειώσαμε; Αναδύθηκα από το κάτω μέρος των σεντονιών στα αχνιστά σου πόδια για να καπνίσω ενώ εσύ έτριβες το πέλμα σου στο μάγουλό μου, σα να υπέγραφες την αμοιβαία μας γέμιση.
Πόσο ήθελα να γελάσω όταν στην επόμενη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου έπρεπε να συζητήσουμε για την ακατανόητη εισβολή στο μουσείο και τον βανδαλισμό της βασιλικής κλίνης! Ποιοι να ήταν άραγε; Μήπως μια πολιτική διαμαρτυρία ή κάποια κακοποιά στοιχεία; Κάποιος κατέληξε πως θα ήταν τίποτα ξεδιάντροποι έφηβοι. Η σημερινή νεολαία, είπε, δεν έχει σεβασμό για τίποτα. Εμείς λοιπόν ήμασταν οι νεότεροι εκείνου του γηραλέου τόπου, εμείς είχαμε την φλόγα της νεότητας!

Σύντομα αρχίσαμε να υποφέρουμε σε κάθε αποχαιρετισμό. Είχαμε αιχμαλωτιστεί από ανάξιους συντρόφους. Διά βίου; Κάθε βράδυ επέστρεφα στην απάθεια της Κλοτίλντ που πλέον βρισκόταν μόνιμα στο κρεβάτι, αγέλαστη και ασθενική, της ετοίμαζα το φάρμακό της και αποκοιμιόταν. Αυτή τη φορά της το έφτιαξα διαφορετικά. Είχα πάρει πια την απόφαση, να σταματήσουμε να υποφέρουμε κι οι δυο σ’ αυτό το σπίτι. Έσβησε ήσυχα, σχεδόν αναμενόμενα από τον περίγυρο. Γνώριζαν πως ήταν άρρωστη και θα σκέφτηκαν πως κάποια σκοτεινή παθολογία την συνόδευσε με ασφάλεια ως το τέρμα. Ακόμα κι αν ακούγονταν ψίθυροι, δεν θα ήταν η πρώτη φορά σ’ εκείνο το άθλιο μέρος. Το πρώτο μας εμπόδιο είχε καμφθεί. Ακολουθούσε η σειρά του.

Ήταν ένα από τα βράδια που ερχόσουν πλέον στο σπίτι μου, όταν βεβαιωνόσουν πως η κόρη σου έχει αποκοιμηθεί. Ο Πολ έφυγε για το Παρίσι και θα γυρνούσε την επόμενη μέρα αλλά σε παραπλάνησε και εμφανίστηκε το ίδιο βράδυ. Δεν είχες καμία δικαιολογία για την νυχτερινή σου απουσία. Εξαγριώθηκε αλλά ταυτόχρονα είχε μια ιδιαίτερη ηρεμία. Την επόμενη μέρα δέχτηκα το επείγον τηλεφώνημά του. Ζήτησε να με συναντήσει σε μια ερημική τοποθεσία για να συζητήσουμε κάτι σοβαρό. Έφτασα στον άδειο τόπο, κάτω από έναν μουντό ουρανό. Ήρθε μαζί σου αλλά σε άφησε λίγα μέτρα πίσω. Μου είπε πως γνωρίζει τα πάντα για εμάς. Θα μας σκότωνε; Θα έπαιρνε κάποια σκοτεινή εκδίκηση; Φάνηκε αδιάφορος για σένα, μόνο ξέρασε τον κυνισμό του σ’ έναν εκβιασμό που ταίριαζε πλήρως στον χαρακτήρα του. Είχε ήδη εκφράσει στο δημοτικό συμβούλιο την επιθυμία του να εξαγοραστεί ένα μεγάλο κομμάτι δημοτικής γης για κατοικίες, τις οποίες όμως θα εκμεταλλευόταν εκείνος. Πίσω από την βιτρίνα ενός κοινωφελούς έργου θα κρυβόταν ο τραπεζικός του λογαριασμός. Με την απαραίτητη υποστήριξή μου θα ξεχνούσε τα πάντα. Μετά το «Σου δίνω κάτι που χρειάζεσαι και μου δίνεις κάτι που χρειάζομαι». Έτσι θα γινόμουν κι εγώ κάθαρμα σαν κι αυτόν, θα τον βοηθούσα να πλουτίσει με ψέματα εις βάρος των πολιτών και θα διέλυα την πολιτική μου συνείδηση μ’ έναν ολικό εξευτελισμό. Με τέτοιους τρόπους λοιπόν είχε φτάσει ως εδώ.
Η ανεκτικότητά του μας τρομοκράτησε και ήταν πια αδύνατο να κάνουμε πίσω. Ταπεινωμένη όπως ήσουν από την ανακάλυψη της μοιχείας σου, του ζήτησες να τον ακολουθήσεις στο ταξίδι του στο Παρίσι. Οδηγούσατε νύχτα, στον ερημικό αυτοκινητόδρομο, μέχρι που μια μορφή στην άκρη του δρόμου σας ανάγκασε να σταματήσετε. Ήμουν  εγώ. Κατέβηκε και τον χτύπησα από πίσω. Η αυταρχική, ανυπόφορη μορφή του δεν θα σε βασάνιζε ποτέ ξανά, καλή μου. Στην κηδεία της γυναίκας μου όλοι με κοιτούσαν με βλέμμα συμπόνιας. Το δικό του σώμα, κάπου χαμένο τώρα σε νερά σκοτεινά, θα έπαιρνε λίγο χρόνο μέχρι να στείλει το σήμα της εξαφάνισης.
Όμως εμείς παραμέναμε απεγνωσμένοι και μετά τον θάνατό τους. Αναγκαζόμασταν ξανά να συναντιόμαστε στα κρυφά, στριμώχναμε την αγάπη μας στον κλειστό πια χώρο του σπιτιού μου, αλλά ερχόσουν στα κλεφτά, όταν είχε σκοτεινιάσει, κι έφευγες νωρίς το ξημέρωμα, όταν βεβαιωνόμασταν πως έξω δεν περνάει κανέναν αυτοκίνητο. Όταν ο ένας απελπιζόταν, ο άλλος του έδινε θάρρος, μέχρι να αντιστραφεί η σειρά και ούτω καθεξής. — Κάθε φορά που φεύγω στενοχωριέμαι και περισσότερο. — Υπομονή, έρχεται χειμώνας και οι νύχτες μας θα είναι μακρύτερες.

Είχαμε οδεύσει σαν υπνωτισμένοι σε πράξεις που έμοιαζαν αναπόφευκτες. Ίσως είμαστε δυο διαφορετικοί, ασύμβατοι κόσμοι, εμείς οι ερωτευμένοι, με την δική μας, ιδιαίτερη λογική, κι οι χειριστές των νόμων, με την δική τους, άκαμπτη, θετή λογική. Εκείνο που για εμάς ήταν ένα καλομελετημένο έγκλημα, για εκείνους θα ήταν απλώς ένας γρίφος προς επίλυση. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη στιγμή κατά την οποία ξυπνάει κανείς από την έκσταση ενός έρωτα και βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των ενεργειών του; Σ’ εμάς έφτασε διαφορετικά απ’ ότι συνήθως. Αρχικά οι αστυνομικές αρχές είχαν οπισθοχωρήσει στην επίλυση του αινίγματος. Σύμφωνα με κάποια άνωθεν διαταγή, τα ενδεχόμενα βρόμικα μυστικά των εκλεκτών αρχόντων έπρεπε να καλυφθούν. Η γκωλική κυβέρνηση θα ζημιωνόταν από παραμύθια εγκληματικής ή σεξουαλικής πλοκής. Γι’ αυτήν την «ενδεχόμενη» πλευρά της πολιτικής απαγορεύτηκε η ταινία μας στην Γαλλία.
Αλλά η ζωή και πλείστοι σκηνοθέτες της, όπως ο δικός μας, αρέσκονται στην ειρωνεία που φροντίζει να διανθίζει τις οριακές μας στιγμές κι έτσι εκείνη που τους οδήγησε αναπότρεπτα στα ίχνη μας ήταν η κόρη σου, που φυσικά ονομαζόταν Ελέν! Αυτή η νεαρότατη, αμόλυντη ιδεαλίστρια που κάποτε σου έλεγε ότι θέλει να είσαι ευτυχισμένη προσπάθησε να προστατεύσει την φήμη σου και κατάφερε το ακριβώς αντίθετο. Έστειλε ένα γράμμα στην αστυνομία που δεν ενοχοποιούσε κανέναν, μόνο αποκάλυπτε πως οι δυο χήροι ήσασταν εραστές, προσπαθώντας να σε διαφυλάξει, αλλά τελικά κατάφερε το αντίθετο. Πάντα δεν έλεγαν πως κόσμος θα σωθεί από τους νέους; Φαντάσου: εμείς που δολοφονήσαμε ακριβώς για να αποφύγουμε τις εναντίον μας φήμες, τώρα συλλαμβανόμασταν επειδή η Ελέν έκανε κάτι για να μας προστατεύσει από αυτές. Δεν ξέρω αν ήταν η αθωότερη, προεφηβική εκδοχή σου, αλλά σίγουρα ήταν ο μόνος χαρακτήρας που δεν συρόταν από κάποια βουλιμία – χρηματική, σεξουαλική, πολιτική.

Όταν έφτασαν σ’ εμάς δεν προβάλαμε καμία άρνηση· απλώς ομολογήσαμε. Η επιθυμία μας ήταν να αποφύγουμε τις φήμες. Αν τώρα πλέον ξεσκεπαζόμασταν ως εραστές, δεν μας πείραζε να αποκαλυφθούμε και ως δολοφόνοι. Την τελευταία φορά που σφίξαμε τα χέρια μας φορούσαμε κι οι δυο χειροπέδες. Νωρίτερα ο αστυνομικός μας έκανε την ερώτηση που επιχειρούσε να γεφυρώσει τις δυο λογικές. Γιατί έπρεπε να τους σκοτώσετε; Γιατί απλά δεν φεύγατε;Να φύγουμε; Ποτέ δεν ονειρευτήκαμε να φύγουμε από εδώ, του απαντήσαμε. Δεν το επέτρεπε η κοινωνική μας θέση. Ήμασταν επιφορτισμένοι με ρόλους και ιδιότητες και μας ήταν αδιανόητο να προδώσουμε τις προσδοκίες των άλλων. Καλύτερα μυστικοί δολοφόνοι παρά φανεροί προδότες! Κατάλαβες, Λυσιέν, πόσο υποκριτές υπήρξαμε; Προτιμήσαμε να εξοντώσουμε τους συζύγους μας παρά να αντιμετωπίσουμε την δημόσια κατακραυγή. Άκου να φύγουμε! Και να χάσουμε τις ανέσεις μας, την εικόνα μας, το γόητρό μας; Καιγόμασταν για μια ελευθερία που η τάξη μας δεν μας επέτρεπε. Ήμασταν άλλωστε κι εμείς θύματα της «κρυφής γοητείας της μπουρζουαζίας», την οποία γνώριζες καλά ως παίκτρια στην φερώνυμη ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ, κοινώς παραμείναμε συνεπείς στον απόλυτο παραλογισμό. Ποτέ δεν διανοηθήκαμε οποιαδήποτε άλλη επιλογή!

Τώρα θα φυλακιζόμασταν εμείς που ήμασταν ήδη υπήρξαμε έγκλειστοι σε φυλακή που οι ίδιοι είχαμε φτιάξει. Για άλλη μια φορά ο Σαρτρ συνέχιζε να εμποτίζει το γαλλικό σινεμά της εποχής: ζούμε κεκλεισμένων των θυρών και οι χειρότεροι τόποι της κόλασης είναι εκείνοι που κατασκευάζουμε οι ίδιοι για τους εαυτούς μας μέσα από τις πτώσεις και τις δειλίες μας. Σ’ εκείνο το έργο δεν ήταν οι τέσσερις ναρκισσιστές που συνειδητοποιούσαν ότι ο απόλυτος βασανισμός δεν είναι να βρίσκεσαι κολλημένος σε μια δυστυχή σχέση αλλά να μην φεύγεις από αυτήν επειδή αδυνατείς ή δεν θέλεις να φύγεις;
Καλλιεργήσαμε άραγε αισθήματα συμπάθειες στους θεατές κριτές μας; Πρόσεχαν την φωνή του αφηγητή που μας παρουσίαζε ως δυο ανθρώπους δυστυχείς από την κοσμική αδικία μιας ψυχρής συμβίωσης; Έβλεπαν πως ζούσαμε σε γάμους μοναχικούς, χωρίς ίχνος έρωτα, χωρίς την ελάχιστη σωματική επαφή; Αντιλήφθηκαν πως το έγκλημα μάς φαινόταν ως η μόνη ηθικά δικαιολογημένη απόδραση; Παραδέχτηκαν, τουλάχιστον, ότι είχαμε γίνει αναπόσπαστα μέλη της συλλογιστικής των φιλμ νουάρ, πως ό,τι συνιστά ηθική, εδώ δοκιμάζεται και αμφισβητείται; Απάντησαν στην απελπισμένη αποστροφή του Ορέστη προς την Αθηνά από τις Ευμενίδες «Θεά, πες μου αν είμαι ένοχος ή αθώος» που προβάλλει στους τίτλους της αρχής;
Μπορεί να τους έκανε εντύπωση που τίποτα πάνω μας δεν έμοιαζε δραματικό, πως ήμασταν τόσο ψυχροί που θα αναρωτιούνταν μήπως απολαμβάναμε την μιζέρια των αποχωρισμών μας. Εσύ ειδικά θα μπορούσες να δείχνεις έμπλεη πάθους και να μείνεις ως ένας αξιομνημόνευτος ρόλος μιας ερωτευμένης γυναίκας. Όμως ας το θυμίσουμε ο ένας στον άλλον για μια ακόμα φορά: ο σκηνοθέτης μας δεν ήθελε δράματα και ψυχολογικά βάθη, αλλά γεγονότα που μιλούν από μόνα τους, όπως άλλωστε μίλησε το αληθινό γεγονός πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, μια ιστορία που συγκλόνισε την Γαλλία δυο χρόνια νωρίτερα.
Δεν σου κρύβω πως αν κάτι περίμενα από τους δυο σας ήταν μια μεγαλύτερη εστίαση στην ιστορία σου, έτσι ώστε να βλέπω ευκρινέστερα το σκίτσο της γυναίκας που ξεκίνησε την ζωή της σαν έφηβη μητέρα, παντρεύτηκε έναν άντρα που δεν αγαπούσε αλλά προφανώς θεώρησε απαραίτητο για την κόρη της, τον υποστήριξε στην καριέρα του και ήταν πάντα δίπλα του στην άνοδό του αλλά μέρα με την ημέρα υπέφερε μέχρι να βρεθεί σ’ έναν ρομαντικό δρόμο που δεν είχε ούτε γυρισμό ούτε κατάληξη. Τώρα στην φυλακή μου κλείνω τα μάτια και αφήνω τα μάγουλά μου να ζεσταθούν από το πέλμα σου και είμαι βέβαιος πως κι εσύ, στο δικό σου κελί, το αισθάνεσαι πάνω μου. 


{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: Les noces rouges (αγγλ. τίτλος Wedding in blood, ελλ. τίτλος Ματωμένος γάμος), Σκηνοθεσία Claude Chabrol, 1973). H γυναίκα: Stéphane Audran.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: