Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

LΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 42. Οι φαντασιώδεις. Επιστολή στην Κατρίν Ντενέβ, ΙΙ

Πο­λυα­γα­πη­μέ­νη μου Κα­τρίν

Όταν σε θυ­μά­μαι ως Σε­βε­ρίν, με κα­τα­κλύ­ζει η μυ­ρω­διά της πα­λιάς πα­ρι­σι­νής πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, των ξύ­λι­νων δα­πέ­δων, των σε­ντο­νιών που τσα­λα­κώ­θη­καν κά­τω από την λευ­κή σου σάρ­κα, του μυ­ρω­μέ­νου σου σώ­μα­τος που άλ­λα­ξε οσμή από τα ύδα­τα των αντρών. Δεν υπήρ­ξα ερα­στής σου αλ­λά ένας ηδο­νο­βλε­ψί­ας όσων εσύ μου επέ­τρε­ψες να πα­ρα­κο­λου­θή­σω από το κα­τε­ξο­χήν πα­ρά­θυ­ρο των ηδο­νών, που μέ­νει πά­ντα ανοι­χτό στις σκο­τει­νές κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές αί­θου­σες, για­τί άλ­λα τό­σα κρά­τη­σες από­κρυ­φα, δι­κά σου και μό­νο δι­κά σου.

Ήσουν τό­σο βα­ριε­στη­μέ­νη, τό­σο κρυω­μέ­νη από την ανια­ρή σου ζωή. Ο σύ­ζυ­γός σου ο Πιερ ήταν ένας νε­α­ρός χει­ρούρ­γος, αφο­σιω­μέ­νος στην δου­λειά του κι εσύ όφει­λες να συμ­βι­βα­στείς με την ιδιό­τη­τα της νε­ό­κο­πης συ­ζύ­γου που υπο­μο­νε­τι­κά τον πε­ρι­μέ­νει τα βρά­δια. Όμως σ’ εμάς που σε βλέ­πα­με από την φα­ντα­σια­κή όψη της ζω­ής σου, η πρώ­τη σου ει­κό­να ήταν άλ­λη. Βρι­σκό­σουν αγκα­λια­σμέ­νη με τον Πιερ πά­νω σε μια άμα­ξα που έτρε­χε σε έναν ερη­μι­κό επαρ­χια­κό δρό­μο. Τους διέ­τα­ξε να στα­μα­τή­σουν, σε κα­τέ­βα­σαν βί­αια, σε έσυ­ραν στο δά­σος, σε έδε­σαν σε ένα κλα­δί, γύ­μνω­σαν την πλά­τη σου και σε μα­στί­γω­σαν ενώ πα­ρα­κα­λού­σες τον άντρα σου να σε σώ­σει. Εκεί­νος τους εί­χε προ­στά­ξει να αρ­χί­σουν, εκεί­νος και τους στα­μά­τη­σε και απο­μα­κρύν­θη­κε, προ­τρέ­πο­ντάς τους «να σου κά­νουν οτι­δή­πο­τε θέ­λουν». Θυ­μά­μαι την ει­κό­να των πο­διών σου όπως σέρ­νο­νταν στα φύλ­λα (οι κάλ­τσες σου κα­τε­βα­σμέ­νες ως τις γό­βες λέ­ρω­ναν την ευ­πρέ­πειά σου), τα βου­λι­μι­κά φι­λή­μα­τα των αμα­ξά­δων, τα αξύ­ρι­στα πρό­σω­πά τους όπως έγδερ­ναν τα ρό­δι­νά σου μά­γου­λα. Η έκ­φρα­σή σου ήταν πα­ρά­ξε­νη, δεν πρό­δι­δε πε­ρισ­σό­τε­ρο πό­νο από ευ­χα­ρί­στη­ση. Με­τά επα­νήλ­θες στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εί­χες και μια δεύ­τε­ρη, φα­ντα­σια­κή ζωή, λοι­πόν, Σε­βε­ρίν;

Στην «κα­νο­νι­κή» σου ζωή, ήσουν η πα­νέ­μορ­φη και «αξιο­σέ­βα­στη» νέα με το λευ­κό δέρ­μα και τα ξαν­θά μαλ­λιά, που με διά­φο­ρες προ­φά­σεις δεν προ­σφε­ρό­ταν στον Πιερ, εντεί­νο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο τον θαυ­μα­σμό της αρε­τής σου. Του ζη­τού­σες συγ­χώ­ρε­ση, του έλε­γες πό­σο τον αγα­πάς και με­τά ξά­πλω­νες σε χω­ρι­στό κρε­βά­τι. Άλ­λω­στε σου ήταν ιδιαι­τέ­ρως αδιά­φο­ρος, σε αντί­θε­ση με τον διο­νυ­σια­κό φί­λο του Αν­ρί, που σε απω­θού­σε έτσι όπως σε ξε­γύ­μνω­νε με το διε­στραμ­μέ­νο του βλέμ­μα. Εκεί­νος δεν ήταν που, όταν σε βρή­κε μό­νη, σου ανέ­φε­ρε τυ­χαία ένα ει­δι­κό πορ­νείο όπου νοι­κο­κυ­ρές ερ­γά­ζο­νται τα απο­γεύ­μα­τα ενώ οι σύ­ζυ­γοι βρί­σκο­νται στα γρα­φεία τους; Σου εί­πε πό­σο τον συ­ναρ­πά­ζει η ατμό­σφαι­ρα των πα­ρα­δο­μέ­νων γυ­ναι­κών και μπρο­στά στην έκ­πλη­ξή σου πρό­σθε­σε με φυ­σι­κό­τη­τα πως πρό­κει­ται για την αρ­χαιό­τε­ρη ερ­γα­σία στον κό­σμο. Ίσως σκέ­φτη­κες: ποιος μπο­ρεί να αρ­νη­θεί την Ιστο­ρία, το αν­θρώ­πι­νο πα­ρελ­θόν, την ανά­γκη της επι­βί­ω­σης;

Σε­βε­ρίν, όσο ψυ­χρή κι αν έδει­χνες μέ­σα στην κομ­ψό­τη­τά σου, εγώ κα­τά­λα­βα τι σου συ­νέ­βαι­νε κα­θώς έβγαι­νες από το μαύ­ρο τα­ξί Σι­τρο­έν μο­ντέ­λο «Βά­τρα­χος» και έμπαι­νες στην σκο­τει­νή αψι­δω­τή εί­σο­δο του κτί­σμα­τος όπου βρι­σκό­ταν το δια­μέ­ρι­σμά σας. Εί­δα από κά­τω τα ψη­λά πα­ρά­θυ­ρα με τα πε­ρί­τε­χνα κά­γκε­λα της φυ­λα­κής σου και αντι­λή­φθη­κα ότι η ζωή σου εί­χε αλ­λά­ξει· ήταν αδύ­να­το να μη σκε­φτείς εκεί­νο το «σπί­τι»· σχε­δόν μύ­ρι­ζα την κρυ­φή σου ανα­στά­τω­ση. Με­τά από πό­ση ώρα εμ­φα­νί­στη­κες στην εί­σο­δό του, φο­ρώ­ντας το σκού­ρο κα­φέ μα­ντώ με δυο σει­ρές κου­μπιών, σα να ήθε­λες να κα­θυ­στε­ρή­σει η αφαί­ρε­σή του, και γυα­λιά ηλί­ου, πα­ρά την συν­νε­φιά, λες και μπο­ρού­σε να κρυ­φτεί η ομορ­φιά σου; Ίσως ένοιω­σες ανα­γού­λα για­τί εί­δα την ρι­πή της μνή­μης σου, την θεία κοι­νω­νία που σε αη­δί­α­ζε όταν ήσουν μι­κρό κο­ρί­τσι ή δεν ένοιω­θες άξιά της. Η κά­με­ρα με κα­τέ­βα­σε στα πό­δια σου όπως ανέ­βαι­ναν στο κλι­μα­κο­στά­σιο· εί­δα το σκού­ρο καλ­σόν, τις μαύ­ρες γό­βες με την με­γά­λη αγκρά­φα, το κα­φέ χα­λί με την μπορ­ντό γραμ­μή, την αί­σθη­ση ενός σπι­τιού στο οποίο δεν έπρε­πε να βρί­σκε­σαι αλ­λά πά­ντα σε πε­ρί­με­νε. Εί­δα­με μα­ζί τις κλει­στές πόρ­τες του ορό­φου, την πλα­στι­κή μαύ­ρη πι­να­κί­δα Madame Anais, MODES. Χτύ­πη­σες την πόρ­τα και με­τά έτρε­ξες μα­κριά αλ­λά επέ­στρε­ψες.

Η κομ­ψό­τα­τη Μα­ντάμ σε κα­τα­νό­η­σε αμέ­σως με ένα άγ­γιγ­μα στο πη­γού­νι, ένα δυ­να­τό πο­τό κι ένα αέ­ρι­νο φι­λί στα χεί­λη. Αφέ­θη­κες στο γδύ­σι­μο του πρώ­του άντρα, ενός ευ­τρα­φή βιο­μή­χα­νου γλυ­κών από το Μπορ­ντώ και μό­λις άλ­λα­ξες γνώ­μη αυ­τός σε ρώ­τη­σε ποια νο­μί­ζεις ότι εί­σαι και σε χα­στού­κι­σε. Τό­τε τον αγκά­λια­σες, ελεύ­θε­ρη πλέ­ον, εφό­σον εί­χες του­λά­χι­στον επι­δεί­ξει την επι­βαλ­λό­με­νη άρ­νη­ση. Αρ­χι­κά, όπως κά­θε άπει­ρη του εί­δους, θέ­λη­σες να δια­λέ­γεις εσύ τους άντρες αλ­λά αυ­τά έπρε­πε να τα ξε­χά­σεις. Όταν δια­νο­ή­θη­κες να ζη­τή­σεις συ­γνώ­μη και να φύ­γεις, η Μα­ντάμ σε μά­λω­σε και μό­νο με­τά το σπρώ­ξι­μο προς τα εν­δο­τε­ρα απά­ντη­σες ευ­γε­νι­κά: Μά­λι­στα Κυ­ρία. Ήταν, βλέ­πεις, η επι­σφρά­γι­ση της υπο­τα­γής που εί­χες ανά­γκη. Στο σα­λό­νι οι άλ­λες δυο γυ­ναί­κες μοι­ρά­ζο­νταν μα­ζί της την θαλ­πω­ρή της οι­κο­γε­νεια­κής ατμό­σφαι­ρας: άκου­γαν ρα­διό­φω­νο ή τη­λε­ό­ρα­ση, έπαι­ζαν χαρ­τιά, έπλε­καν, κά­πνι­ζαν, έπι­ναν, διά­βα­ζαν. Βγή­κες στο δρό­μο ανέκ­φρα­στη και στο σπί­τι μπή­κες στο μπά­νιο και έτρι­ψες το δέρ­μα σου να βγει η μυ­ρω­διά ενός άλ­λου και με­τά έρι­ξες τα εσώ­ρου­χα στο τζά­κι.

Belle du Jour

Belle du Jour

Belle du Jour


Ένα ερη­μι­κό ξύ­λι­νο πα­ρά­πηγ­μα σε κά­ποιο βαλ­τό­το­πο. Ντυ­μέ­νη στα λευ­κά, δε­μέ­νη σε ένα δο­κά­ρι κι ένα πά­γκο. Ήρ­θαν ο άντρας σου και ο γνω­στός φί­λος του και σε έβρι­σαν με τις χει­ρό­τε­ρες λέ­ξεις ― spermentress, sodomite! Σου έρι­χναν λά­σπες στα ρού­χα, στα μαλ­λιά, στο πρό­σω­πο. //// Ένα με­γά­λο ανα­ψυ­κτή­ριο στη μέ­ση ενός πάρ­κου, ένας άντρας που κά­θε­ται στο δι­πλα­νό τρα­πέ­ζι και σε ρω­τά αν έρ­χε­σαι συ­χνά εκεί, η απά­ντη­σή σου πως με την σκέ­ψη σου πη­γαί­νεις κα­θη­με­ρι­νά. Σε προ­σκά­λε­σε στο σπί­τι του για μια κα­λά αμει­βό­με­νη εξυ­πη­ρέ­τη­ση, στά­θη­κε πά­νω από το … φέ­ρε­τρό σου και όταν θέ­λη­σε σε έδιω­ξε κα­κήν κα­κώς, ντυ­μέ­νη μό­νο με διά­φα­νο μαύ­ρο έν­δυ­μα. //// Με­ταλ­λι­κά δε­σμά που μοιά­ζουν με κορ­σέ σε κρα­τούν δε­μέ­νη σ’ ένα δέ­ντρο. Φο­ράς σκού­ρο κόκ­κι­νο αμά­νι­κο φό­ρε­μα και η μα­τω­μέ­νη πλη­γή στο πρό­σω­πό σου δέ­χε­ται το φί­λη­μα του Πιερ. Σε όλες τις φα­ντα­σί­ες σου το πρό­σω­πό σου, αν και τα­πει­νω­μέ­νο, εξέ­πε­μπε μια σχε­δόν πε­ρί­λευ­κη ευ­χα­ρί­στη­ση.

Πή­γαι­νες πλέ­ον στο «σπί­τι» 2 με 5 το από­γευ­μα, γι’ αυ­τό και σε ονό­μα­σαν Belle De JourΗ ωραία της ημέ­ρας. Εκεί γνώ­ρι­σες και ικα­νο­ποί­η­σες όλη την ποι­κι­λία των σε­ξουα­λι­κών φα­ντα­σιώ­σε­ων. Όταν στις αρ­χές αρ­νή­θη­κες κά­ποιον πε­λά­τη, η Ανα­ΐς του έστει­λε μια άλ­λη γυ­ναί­κα και σε πή­ρε στο δι­πλα­νό δω­μά­τιο για να δεις μέ­σα από μια τρύ­πα που κρυ­βό­ταν πί­σω από κά­ποιο κά­δρο. Εί­ναι αη­δια­στι­κό, εί­πες, αλ­λά αμέ­σως με­τά γύ­ρι­σες και ξα­να­κοί­τα­ξες. Ο ερω­τι­σμός σου διε­γει­ρό­ταν όχι από το πρό­σω­πο που σε επέ­λε­γε αλ­λά από το γε­γο­νός ότι έμπαι­νες στο δω­μά­τιο όπου σε πε­ρί­με­νε. Το σεξ ήταν δι­κό σου – αφο­ρού­σε εσέ­να την ίδια και μό­νο. Ήσουν ταυ­τό­χρο­να το υπο­κεί­με­νο και το αντι­κεί­με­νο του πά­θους. Θα μου πεις πο­τέ τι εί­χε το μι­κρό κου­τί εκεί­νου του τε­ρα­τώ­δους Ασιά­τη που μό­λις το άνοι­γε μπρο­στά στις άλ­λες γυ­ναί­κες εκεί­νες αρ­νού­νταν να πά­νε μα­ζί του στο δω­μά­τιο; Δεν το απο­κά­λυ­ψες για­τί για σέ­να το μεί­ζον δεν ήταν το πε­ριε­χό­με­νο αλ­λά εκεί­νο που συμ­βό­λι­ζε - η μέ­γι­στη ερω­τι­κή ση­μα­σία του για κά­ποιον. Ού­τε, πι­στεύω, θα μά­θω τι σκε­φτό­σουν όταν στά­θη­κες απέ­να­ντι στο πα­λιό έρ­γο τέ­χνης με το ζω­γρα­φι­σμέ­νο γυ­μνό – σα να θέ­λη­σες να σκε­φτείς και το ίδιο σου το σώ­μα σαν ανά­λο­γο έρ­γο.

Ήταν θέ­μα χρό­νου να έρ­θει στο «σπί­τι» ο Αν­ρί. Έκα­νε πως δεν σε γνω­ρί­ζει και, φυ­σι­κά, σε επέ­λε­ξε. Μπή­κα­τε στο δω­μά­τιο και τον πα­ρα­κά­λε­σες να μην μι­λή­σει στον σύ­ζυ­γό σου. Του εί­πες πως αυ­τός ευ­θυ­νό­ταν, κα­θώς σου έδω­σε την διεύ­θυν­ση, πως όλα αυ­τά συμ­βαί­νουν πα­ρά την θέ­λη­σή σου και δεν μπο­ρείς να αντι­στα­θείς, πως κά­πο­τε θα πλη­ρώ­σεις τις αμαρ­τί­ες σου αλ­λά πλέ­ον δεν μπο­ρείς να ζή­σεις. Τον προ­έ­τρε­ψες να κά­νει ό,τι θέ­λει μα­ζί σου. Και εκεί που πε­ρί­με­να ότι αυ­τός ο αχρεί­ος θα σε τρυ­γού­σε με τον πλέ­ον βά­ναυ­σο τρό­πο, σου γύ­ρι­σε την πλά­τη. Για­τί εκεί­νο, εί­πε, που τον τρα­βού­σε σ’ εσέ­να ήταν η αρε­τή σου – τώ­ρα χω­ρίς αυ­τήν ήσουν σαν όλες τις άλ­λες. Σε τα­πεί­νω­σε με το να μη σε τα­πει­νώ­σει.

Κά­πο­τε ήρ­θε ένας νε­α­ρός άσχη­μος κα­κο­ποιός ονό­μα­τι Μαρ­σέλ που σύ­ντο­μα θα νό­μι­ζε πως βρή­κε την ιδα­νι­κή γυ­ναί­κα. Ήταν εκεί­νος που κοι­τώ­ντας στα στή­θη σου εί­πε «κρί­μα που έχεις μό­νο δυο». Άρ­χι­σε να γί­νε­ται εμ­μο­νι­κός μα­ζί σου· απο­ρού­σε που ερ­γα­ζό­σουν μό­νο τα με­ση­μέ­ρια και όταν δεν σε έβρι­σκε στο «σπί­τι» έβγαι­νε εκτός εαυ­τού. Σου πρό­τει­νε ακό­μα και να φύ­γε­τε μα­κριά. Δεν το πε­ρί­με­νες ότι κά­πο­τε θα συ­νέ­βαι­νε και αυ­τό; Προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κες να μην του χρε­ώ­νεις τις υπη­ρε­σί­ες σου, πι­θα­νώς επει­δή σου άρε­σε τρό­πος με τον οποίο η άξε­στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του θρυμ­μά­τι­ζε την ευ­γέ­νειά σου. Δεν θα μπο­ρού­σα­τε να γί­νε­τε ερα­στές για­τί σε εν­διέ­φε­ρε μό­νο εκεί­νο που εκ­προ­σω­πού­σε – και άλ­λω­στε πως θα μπο­ρού­σες με αυ­τόν να ικα­νο­ποιείς τους άλ­λους άντρες; Σε ακο­λού­θη­σε και εί­δε πού μέ­νεις. Ει­σέ­βα­λε στο σπί­τι σου και σε εξε­βί­α­σε να τον ακο­λου­θή­σεις, δια­φο­ρε­τι­κά… Επέ­στρε­ψε με ένα πε­ρί­στρο­φο, πα­ρα­φύ­λα­ξε τον Πιερ και τον πυ­ρο­βό­λη­σε, ενώ ο ίδιος σκο­τώ­θη­κε κα­τά την κα­τα­δί­ω­ξη από την αστυ­νο­μία.

Ο Πιερ έμει­νε πα­ρά­λυ­τος, χω­ρίς όρα­ση και φω­νή, κα­θη­λω­μέ­νος σε αμα­ξί­διο, κρυμ­μέ­νος πί­σω από μαύ­ρα γυα­λιά. Ο Αν­ρί υπο­στή­ρι­ξε ότι, για να ξα­λα­φρώ­σει από την δυ­στυ­χία πως αιχ­μα­λω­τί­ζει μια ενά­ρε­τη σύ­ζυ­γο, όφει­λε να μά­θει τα πά­ντα για την «άλ­λη» της ζωή. Χα­μή­λω­σες το κε­φά­λι. πα­ρα­μέ­νο­ντας γε­μά­τη ενο­χές ως το τέ­λος, κα­θώς τους εί­χες όλους προ­δώ­σει: ήσουν υπεύ­θυ­νη για την ανα­πη­ρία του Πιερ και τον θά­να­το του Μαρ­σέλ, εί­χες πα­ρα­τή­σει την Μα­ντάμ Ανα­ΐς, τώ­ρα ο Πιερ θα πλη­γω­νό­ταν βα­θιά. Λί­γο ανά­ψουν τα φώ­τα και χα­θείς, αυ­τός ση­κώ­θη­κε, έβγα­λε τα μαύ­ρα γυα­λιά και σου πρό­τει­νε ένα σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο στην εξο­χή. Τον κά­λε­σες προς το πα­ρά­θυ­ρο κι εκεί­νος σε πλη­σί­α­σε υγιέ­στα­τος και χα­μο­γε­λα­στός. Έξω στο δρό­μο άκου­σες τα κα­μπα­νά­κια μιας άμα­ξας – τον ήχο εκεί­νων των αμα­ξά­δων. Η άμα­ξα έφευ­γε άδεια.

Τι ήταν φα­ντα­σία και τι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε όλα αυ­τά, Σε­βε­ρίν; Ποιος θα μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει αν φα­ντά­στη­κες τον Πιερ κα­θη­λω­μέ­νο, ώστε να ζεις ελεύ­θε­ρα, μέ­χρι που σε επα­νέ­φε­ρε στο πα­ρόν, ή, αν ήταν πράγ­μα­τι ανή­μπο­ρος και ονει­ρεύ­τη­κες πως επέ­στρε­ψε στην πρό­τε­ρη ζωή σας; Η ανα­χώ­ρη­ση της άμα­ξας σή­μα­νε την «θε­ρα­πεία» σου ή το γε­γο­νός ότι οι ανο­μο­λό­γη­τες επι­θυ­μί­ες σου θα εγεί­ρο­νταν κά­θε φο­ρά που θα άκου­γες το «σή­μα» τους; Μή­πως και η ίδια η πα­ρου­σία σου στο «σπί­τι» υπήρ­ξε μια κα­τα­σκευή της φα­ντα­σί­ας σου; Συ­νέ­βη­σαν όλα όπως τα εί­δα και με το τέ­λος της ται­νί­ας επέ­στρε­φες στην ζωή που άρ­μο­ζε στο φύ­λο, την κοι­νω­νι­κή τά­ξη και την κοι­νω­νία σου; Εσύ που έβλε­πες τις ενο­χές σου ως ευ­τυ­χία και τις υπο­τα­γές σου ως εξι­λέ­ω­ση, υπο­τά­χτη­κες τώ­ρα στην άγρα­φη εντο­λή που δια­τά­ζει τα σώ­μα­τα να σκέ­φτο­νται στα κρυ­φά οτι­δή­πο­τε επι­θυ­μούν αλ­λά πο­τέ να μην δια­νοη­θούν να το πρά­ξουν;

Υπο­τα­γή στην κοι­νω­νία, Σε­βε­ρίν! Υπάρ­χουν νό­μοι κοι­νω­νι­κοί, ερω­τι­κοί, σε­ξουα­λι­κοί: οιοσ­δή­πο­τε κύ­ριος επι­σκέ­πτε­ται τα «σπί­τια» σας, γί­νε­ται δε­κτός με τι­μές και θέρ­μες, χω­ρίς να χρειά­ζε­ται να κρύ­βε­ται, και χά­ρη στο βα­λά­ντιό του κα­λεί­στε να τον ικα­νο­ποι­ή­σε­τε. Εσείς οι γυ­ναί­κες όμως μην δια­νοη­θεί­τε να εκ­φρά­σε­τε οποια­δή­πο­τε ερω­τι­κή επι­θυ­μία. Αρ­κε­στεί­τε στην αγά­πη, κα­τά προ­τί­μη­ση την συ­ζυ­γι­κή, και ξε­ρι­ζώ­στε τον αι­σθη­σια­σμό σας! Επι­θυ­μία και συ­μπε­ρι­φο­ρά δεν πά­νε μα­ζί: κρα­τεί­στε την δεύ­τε­ρη και διώξ­τε την πρώ­τη!

Τα γνώ­ρι­ζες όλα αυ­τά γι’ αυ­τό και κρά­τη­σες τα πά­ντα κρυ­φά, πε­ριο­ρι­σμέ­να στο πνεύ­μα. Ομο­λό­γη­σες τον μα­ζο­χι­σμό σου αλ­λά κρά­τη­σες για σέ­να τις πολ­λα­πλές μορ­φές του για­τί εί­ναι απο­λύ­τως δι­κές σου. Εί­χες επί­γνω­ση πως οι φα­ντα­σιώ­σεις και τα φε­τίχ δεν έχουν κα­μία ση­μα­σία εκτός από την ίδια την φύ­ση τους ως φα­ντα­σιώ­σε­ων και φε­τίχ. Πε­ριο­ρί­στη­κες στις πρά­ξεις, χω­ρίς ερ­μη­νεί­ες, με μό­νο ημι­φω­τι­σμό κά­ποιες θο­λές παι­δι­κές μνή­μες, για­τί ο αν­δα­λου­σια­νός θε­ός της ύπαρ­ξής σου πί­στευε ότι ανα­ρίθ­μη­τοι άν­θρω­ποι εί­ναι πι­στοί ή πι­στω­μέ­νοι σε συ­γκε­κρι­μέ­νες σε­ξουα­λι­κές επι­θυ­μί­ες και συ­μπε­ρι­φο­ρές εγ­γε­γραμ­μέ­νες εντός τους από πρώ­ι­μες ηλι­κί­ες και ήταν συ­νε­παρ­μέ­νος από την ιδέα ότι ακρι­βώς αυ­τός ο βα­θύς προ­γραμ­μα­τι­σμός της λι­βι­δούς εί­ναι ισχυ­ρό­τε­ρος από οποια­δή­πο­τε εκ­δή­λω­ση ελεύ­θε­ρης επι­λο­γής.

Ο ίδιος αυ­τός σκη­νο­θέ­της ήταν σε­ση­μα­σμέ­νος φε­τι­χι­στής των πα­που­τσιών και των (κυ­ρί­ως κα­λυμ­μέ­νων) πο­διών, τα οποία και σου κά­δρα­ρε σε πλεί­στα πλά­να, να περ­πα­τούν με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, να στα­μα­τούν με δι­σταγ­μό, να κεί­νται μό­να ή με άλ­λα ζεύ­γη, αλ­λά δεν επι­φύ­λα­ξε λή­ψεις για την γύ­μνια τους εκτός από μία: στε­κό­ταν πί­σω σου και σε συ­νέ­λα­βε την στιγ­μή που έβγα­ζες τις κάλ­τσες σου, συ­νται­ριά­ζο­ντας στην ίδια ει­κό­να την πλά­τη και τα δά­χτυ­λά σου. Δεν θυ­μά­μαι άλ­λη τέ­τοια σκη­νο­θε­τι­κή λή­ψη, να ξε­κλέ­βει το ξέ­ντυ­μα των πο­διών από πί­σω.

Σε­βε­ρίν, ακό­μα κι αν δε­χτού­με ότι τε­λι­κά απο­φά­σι­σες να υπο­τά­ξεις τον υπο­κτα­κτι­κό σου ερω­τι­σμό, μην ανη­συ­χείς: ήσουν τυ­χε­ρή για­τί σε πε­ρί­με­ναν και άλ­λες ζω­ές από άλ­λους θε­ούς, και σε μια από αυ­τές, ως Μα­νόν στην ται­νία Manon 70, από­λαυ­σες τις ερω­τι­κές σου επι­θυ­μί­ες φα­νε­ρά και απρο­κά­λυ­πτα, αδια­φο­ρώ­ντας για τους πά­ντες. Δεν τε­λειώ­σα­με λοι­πόν, Κα­τρίν·

συ­νε­χί­ζε­σαι.


Η ταινία: Belle du Jour (Luis Bunuel, 1967). Η γυναίκα: Catherine Deneuve.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: