Φαίδρα. Στην μέση ενός χλιαρού Οκτωβρίου, αρχές τρίτης γυμνασίου και δεύτερου απογευματινού διαλείμματος, ανάμεσα στην παντοκρατορία του μπλε τζην χρώματος στο προαύλιο διέκρινα μια λευκότητα στα χαμηλά. Η «καινούργια» στην τάξη μας Φαίδρα φορούσε σανδάλια. Η καρδιά μου αντέδρασε χτυπητά καθότι ήταν η πρώτη μου συμμαθήτρια με τα κλασικά δερμάτινα σανδάλια που μέχρι τότε έβλεπα μόνο σε τουρίστριες και σπανιότερα σε φοιτήτριες στο κέντρο. Αδυνατούσα να τραβήξω τα μάτια μου· ακόμα και μέσα στην αίθουσα προσπαθούσα να τα εντοπίσω ανάμεσα στο δάσος των ποδιών κάτω από τα θρανία. Παρατηρούσα και τους υπόλοιπους για να συλλάβω γοητευμένους συναδέλφους αλλά διαπίστωσα πως δεν τα πρόσεχε κανείς. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Τι άρεσε σε αυτούς τους ανθρώπους; Ένιωσα ακόμα πιο μόνος μέσα στο γούστο μου αλλά καλύτερα έτσι: χωρίς αντίπαλο, είχα το προβάδισμα σε κάποια φιλοφρόνηση.
Όπως ένα ερωτικό όνειρο μπορεί να αλλάξει εντελώς την διάθεση απέναντι σ’ ένα ως τότε αδιάφορο πρόσωπο, έτσι και μια αποκάλυψη ποδιών μπορούσε να με αιχμαλωτίσει στην γοητεία της ιδιοκτήτριας. Τώρα ακόμα περισσότερο: δεν ήταν μόνο η συνήθης ακαλλώπιστη ομορφιά της ηλικίας τους αλλά και το ίδιο το γεγονός μιας τέτοιας σπάνιας γύμνωσης στις νέες της δεκαετίας του ’80. Η Φαίδρα πλέον μου φαινόταν ερωτικότατη με το υποδειγματικά οβάλ πρόσωπο, την χαμογελαστή στραβάδα των δοντιών και την αντίθεση να έχει μόνιμα τα χέρια στις τσέπες αλλά σήμερα να βγάζει τα πόδια έξω απ’ τις δικές τους. Είχε μεσαία μαλλιά, κατάισια σαν πράσα, και σαφώς ανήκε στην συνομοταξία των φρικιών, όπως λέγονταν τα κορίτσια που δεν ντύνονταν στα ροζ, αυθαδίαζαν δικαίως στους καθηγητές, είχαν χακί τσάντα γεμάτη γραμμένα συγκροτήματα κι έκαναν παρέα μόνο μεταξύ τους ή με τον εαυτό τους. Ήταν πρώτες στις αποχές, δεκτικές σε κοπάνες και έπαιρναν ένα δυο τσιγάρα μάρκας Ρεκόρ που πουλούσε χύμα το περίπτερο μπροστά στον σεπτό ναό του Αγίου Δημητρίου επί της οδού Κυψέλης. Η Φαίδρα ήταν μια από αυτές.
Την προσέγγισα με δυο απρόσκλητα τραυλίσματα κι ένα δόλωμα που ευελπιστούσα ότι θα την άρπαζε. Αύριο παίζει την Ζούγκλα του μαυροπίνακα στην κινηματογράφο Κυψέλη. Οι μαθητές βασανίζουν τους καθηγητές τους, φοβερή φάση, έχω προσκλήσεις για την απογευματινή παράσταση, θέλεις να πάμε μαζί; Φυσικά και δεν είχα, απλώς θα πήγαινα νωρίτερα να πάρω τα δυο εισιτήρια θυσιάζοντας τον δίσκο του εξαμήνου, που αγόραζα με το ελάχιστο παροδικό χαρτζιλίκι. Οκ, πες ώρα, είπε κάπως αμήχανα, αλλά είχε ήδη ανάψει την μηχανή που με ένα «ναι» ζεσταίνει τα σωθικά. Εντυπωσιάστηκα που δεν δοκίμασε ούτε μία από τις προκαταρκτικές αρνήσεις των κοριτσιών. Ήταν όντως φρικιό.
Δεν τόλμησα να της πω να φορέσει τα σανδάλια, ελπίζοντας πως θα το κάνει από μόνη της. Δώσαμε ραντεβού στη έξοδο του σχολείου ― ποτέ δεν την λέγαμε είσοδο. Έφτασα μισή ώρα νωρίτερα και στήθηκα στην απέναντι γωνία μπροστά από το περίφημο 60ό, ένα ψηλό πυργοειδές κτίσμα, πρώην νοσοκομείο της Αεροπορίας, με στριφογυριστές σκάλες και υπόγεια καταφύγια. Ο μισητός τόπος τώρα μου φαινόταν ωραιότατο φόντο για την σκηνή του ραντεβού και το πόστο ιδανικό για να την δω να κατεβαίνει την Κεφαλληνίας, σαββατιάτικη και σανδαλάτη μόνο για μένα, να πιστώσω μια τέτοια εικόνα στο σχολικό κτίσμα, να του προσδώσω μια ομορφιά που θα του έμενε για πάντα. Έμεινα να κοιτάζω το βάθος του δρόμου για ένα σαρανταπεντάλεπτο (ολόκληρο ημίχρονο ποδοσφαιρικού αγώνα!) μέχρι να φανεί το αργό της περπάτημα, και μια δίλεπτη καθυστέρηση ώσπου να διακρίνω την λευκότητα χαμηλά, υπερβολικά λευκή όμως για να δηλώνει γύμνια: είχε έρθει με τα αθλητικά της, κι ας ήταν η μέρα ακόμα πιο ζεστή από χθες. Κατάρρευση, ανάνηψη. Γεια, γεια, πάμε; πάμε. Καθώς κατεβαίναμε την Κυψέλης ένοιωθα δοχείο που αδειάζει απ’ το μισό του περιεχόμενο κι έπρεπε άμεσα να διατηρήσω το άλλο μισό.
Μπορεί μια φιλοφρόνηση να γίνεται καθυστερημένα; αναρωτήθηκα. Ωραία τα χθεσινά σου σανδάλια, τόλμησα. Χαμογέλασε με τα μάτια κάτω: Ευχαριστώ. Τώρα το θυμήθηκες; Είχε πάντα μια απότομη ετοιμότητα και μου ήρθε να της δώσω μια ξεγυρισμένη απάντηση: Όχι, τα σκέφτομαι ακατάπαυστα από εχθές, ακόμα και πριν κοιμηθώ. Τελικά αντιχαμογέλασα και παρέτεινα την συζήτηση: Από πού τα πήρες; Από το Μοναστηράκι. Να τα ξαναβάλεις. Καλά. Είχα το πλεονέκτημα μιας οριστικής εξομολόγησης σε λίγα διαθέσιμα μέτρα· μετά θα μας κατάπινε η μαύρη αίθουσα, όπως ακριβώς κατάπια και την γλώσσα μου. Παραλίγο να μας πατήσει κι ένα αθόρυβο, ως συνήθως, τρόλεϊ, και το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε στην άμυνα απέναντι στον εξαγριωμένο οδηγό. Είχαμε πλέον φτάσει· όμως κανείς δεν θα μου έπαιρνε την στιγμή που όριζα ως κορυφαία της εβδομάδας: την μετάβαση από το φυσικό φως του δρόμου στο σκοτάδι του κινηματογράφου. Αρκούσε το τράβηγμα της βαριάς κουρτίνας και όλα άλλαζαν. Βρισκόμουν κάθε φορά αλλού και οπουδήποτε, με άλλους και οποιουσδήποτε, και μοιραζόμασταν κάθε έγνοια. Και τώρα ετοιμαζόμουν να σκοτιστώ μαζί της. Της πρόσφερα το πρόγραμμα που αγόρασα υπό την πίεση της ταξιθέτριας, το γνωστό δισέλιδο με τον τίτλο του έργου, δυο γραμμές με την υπόθεση του έργου, άλλα δυο κουτάκια με τα προσεχώς και διαφήμιση του γειτονικού ζαχαροπλαστείου «Εκλαίρ» και της κομμώσεων «Βιβή», και το σχολιάσαμε γελώντας, άρα τα έβγαλε τα λεφτά του. Και θα είχα μερικά λεπτά ακόμα αν ο από πάνω δεν ξεκινούσε την παράσταση νωρίτερα. Έστω, μια άλλη μαγεία ξεκινούσε. Μέχρι τώρα η πραγματικότητα σε σχέση με τα εκθαμβωτικά τεκταινόμενα της οθόνης μου φαινόταν λίγη, αλλά αυτή τη φορά, η αληθινή πρωταγωνίστρια βρισκόταν δίπλα μου, σ’ ένα εφηβικό έργο που μόλις άρχιζε και θα μπορούσε να είναι αισθηματικό και περιπετειώδες μαζί. Και ήθελα να πιστεύω ότι είμαστε λιγότερο υποκριτές ― αν και, τι είναι η εφηβεία παρά μια ατέλειωτη προσπάθεια να υποδυθούμε κάποιον άλλον;
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

LΧΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, αρ. 52 και οι ξυπόλητες των βιβλίων, αρ 1. Οι οικείες & οικιακές




















Anne. Στο απέναντι έργο ένας καθηγητής διοριζόταν σε ένα κακόφημο δημόσιο σχολείο, οι μαθητές του οποίου δεν ήταν απλά ανυπάκουοι αλλά και επιθετικοί απέναντι στο προσωπικό. Ένας συνάδελφος τον ενημέρωσε πως τους προσλαμβάνουν μόνο και μόνο για να κρατούν τα παιδιά μέσα σ’ εκείνο τον σκουπιδοτενεκέ, ώστε οι γυναίκες τις πόλης να μπορούν για λίγες ώρες τα πρωινά να κυκλοφορούν χωρίς να κινδυνεύσουν. Κάποιο απόγευμα ο καθηγητής, που είχε μείνει ως αργά, βρήκε ένα γοβάκι στον διάδρομο, και περίεργος προχώρησε στις άδειες αίθουσες· τότε άκουσε τις πνιχτές κραυγές της συναδέλφου του κυρίας Χάμοντ την οποία επιχειρούσαν να βιάσουν, και την έσωσε την τελευταία στιγμή, αναπόφευκτα με άσκηση βίας, ενώ εκείνοι τράπηκαν σε φυγή, όχι χωρίς απειλές.
Σκοτεινιασμένος από το συμβάν ο καθηγητής επέστρεψε σπίτι του, ενώ η γυναίκα του Anne, μια τυπική ξανθή κοντομαλλούσα Αμερικανίδα του ’55, ξαπλωμένη στο κρεβάτι με την λευκή της πιτζάμα, βούρτσιζε τα μαλλιά της, κινώντας κυκλικά τα ελαφρώς ανασηκωμένα πόδια της, που πάνω από την ξέστρωτη κουβέρτα έκαναν κύκλους ευφρόσυνης διάθεσης, χωρίς ακόμα να έχει αντιληφθεί την κρισιμότητα του θέματος. Εκείνες οι πρώτες «κατά πρόσωπο» σκηνές ωραίων πελμάτων σε κινηματογραφικό έργο που μού πρόσφερε εν αγνοία της η Φαίδρα, χαμένες στον χρόνο και απολύτως παρούσες στον τόπο, συμβόλιζαν την αθωότητα του οικείου σώματος που βρισκόταν μακριά από το αγριεμένο πλήθος, έξω από την σκληρή ζωή που μαινόταν στους δρόμους, μέσα στο καταφύγιο της κρεβατοκάμαρας και της συζυγικής αγκάλης. Αν μάλιστα διέκρινε κανείς την ζήλεια της για τον τρόπο με τον οποίο εκείνος μίλησε για την συνάδελφό του, πέρα από το συμβάν, με ένα είδος τρυφερότητας ή έγνοιας, ανίδεη για την κόλαση που είχε περάσει, θα μπορούσε να πει πως ενδόμυχα έδειχνε ταυτόχρονα κεκτημένη και διαθέσιμη, από την κορυφή ως τις πατούσες. Και σε κάθε περίπτωση, έξω σε άγνωστους δρόμους λυμαίνονταν ντυμένοι οι ένοχοι ενώ μέσα στα ζεστά σπίτια έμεναν ασφαλή τα σώματα και γυμνά τα πέλματα. Αυτή ήταν, λοιπόν, η ιδανική περίσταση γύμνωσης άρα και θέασης των ποδιών: να γίνονται οικεία και οικιακά.
Έρικα. Η λογοτεχνική επιβεβαίωση ήρθε με ένα διήγημα του Δημήτρη Χατζή από το Διπλό βιβλίο που διάβαζα εκείνη την περίοδο. Ο μετανάστης στην Γερμανία αφηγητής γνωρίζει την Έρικα σε ένα μπαρ, όπου βρίσκεται με έναν φίλο αυτός, με δυο φίλες εκείνη. Συνομιλούν και όταν οι άλλοι σηκώνονται να φύγουν, εκείνη λέει «εμείς θα μείνουμε λίγο». Δεν μιλούν άλλο, δεν πίνουν, δεν χορεύουν μα ούτε και φεύγουν· είναι περασμένες δυο όταν της προτείνει να την πάει στο σπίτι. Γίνονται όλα «όπως γίνονταν και τις άλλες φορές», και προτού χωρίσουν την Κυριακή το πρωί, αυτός ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου και της δείχνει τους θησαυρούς του, με την προτροπή να πάρει ό,τι θέλει. Εκείνη παίρνει ένα ζευγάρι αντρικά κορδόνια. την ρωτάει τι τα θέλει, του απαντάει τίποτα, γι’ αυτό τα πήρε. Ένα ζευγάρι κορδόνια που δεν χρειάζονται σε τίποτα, αυτό λοιπόν μπορεί να είναι ο έρωτας; αναρωτιέται αυτός, όπως και για το γεγονός ότι αδυνατεί να την ξεχάσει, σε αντίθεση με ό,τι συνήθιζε πριν. Ύστερα μετανιώνει που την άφησε κι έφυγε γιατί έχει την αίσθηση πως καρφώθηκε το κορμί της πάνω του και παρέμενε κολλημένο. Ήταν γεννημένη εκεί γύρω, στην μεγάλη λεωφόρο των ξένων, και «γνώριζε τα σίδερα και τα βαριά μπετόν που δένουν τον κόσμο τους». Τελικά παίρνει το θάρρος και πηγαίνει στο κατάστημα όπου εργαζόταν κουβαλώντας δέματα για τα ράφια, τους πάγκους και τις βιτρίνες.
Πώς είναι αυτή η Έρικα; Ευτυχώς ο συγγραφέας μοιράζεται ό,τι βλέπει ―μαλλιά κοντά, καστανά, πολύ μαλακά, πόδια γερά, πρόσωπο στρογγυλό, σωστή γυναίκα― αλλά κι εκείνο που δεν φαίνεται: πως πίσω από την υποταγή της καίει μια άσβηστη φλόγα, μια παπαρούνα που πολεμάει από κάτω να σπάσει την άσφαλτο. Κι ύστερα το γεωμετρικό της αποτύπωμα εντός του: αν μένει κάτι απ’ αυτήν, γράφει, αυτό είναι κάτι στρογγυλό· η Έρικα είναι μια στρογγυλή γυναίκα με στρογγυλή ζεστασιά. Τι ωραίο να μπορείς να γράφεις έτσι για μια γυναίκα ― σκέφτηκα. Του μοιάζει έτοιμη να δώσει τα πάντα για μια στάλα αληθινή ζωή· είναι έτοιμος κι αυτός να την προσφέρει. Και μετά διάβασα την μαγική του φράση: «Τέλος από μένα το βράδυ …με το σουλάτσο στη λεωφόρο – θα κάτσω σπίτι να σε κοιτάζω μονάχα, μισόγυμνη, ξυπόλητη μπροστά στην κουζίνα να ζεσταίνεις το φαΐ για τα παιδιά μας». Ένας άντρας σ’ ένα παλιό βιβλίο επιθυμούσε να βλέπει την γυναίκα ξυπόλυτη στο σπίτι σε συγκεκριμένη, καθημερινή περίσταση.
Όσο προχωρούσε η ταινία, τόσο λιγότερο ταυτιζόμασταν με τους μαθητές. Εμείς θέλαμε να τρελαίνουμε στις πλάκες τους καθηγητές, όχι να τους γελοιοποιούμε. Η βία εισερχόταν και στο σπίτι, που θεωρούσα αμόλυντο: η Αν δεχόταν ανώνυμα σημειώματα και τηλεφωνήματα πως ο σύζυγός της αργεί να επιστρέψει επειδή βρίσκεται μαζί με την κυρία Χάμοντ· κάποτε τον χτύπησαν και γύρισε μωλωπισμένος· ένας συνάδελφός του είδε τους δίσκους του να γίνονται κομμάτια (εδώ με την Φαίδρα δαγκώσαμε τα χείλη μας ― δυστυχώς ο καθένας το δικό του). Στο τέλος χάρη στον λόγο και σε μερικές πράξεις του ήρωα απομονώθηκε ο πυρήνας των παιδιών που δημιουργούσαν όλα τα δεινά και παρέσυραν ή ανάγκαζαν και τους άλλους να ακολουθήσουν, ενώ ένας από τους μαθητές που εξαρχής είχε δείξει την επιθυμία του να αλλάξει δρόμο, το κατάφερε χάρη σ’ αυτόν· στις πιο δύσκολες στιγμές είχαν βάλει οι δυο τους στοίχημα να μην εγκαταλείψουν ποτέ.
Οι τίτλοι ξεκινούσαν με το Rock Around The Clock των Bill Haley & The Comets, συσχετίζοντας ύποπτα το αμαρτωλό τότε μουσικό είδος με την θρασεία και παραβατική νεολαία. Αλλά σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, από καιρό πιστός του απόγονου ροκ εκείνων των εποχών, αισθάνθηκα πως ήταν πολύ νωρίς για να ονειρεύομαι μια ζωή εγγεγραμμένη σε τέσσερις τοίχους, μια γυναίκα και τις δυο της πατούσες. Ήθελα να περιπλανηθώ έξω από τις πολυκατοικίες και τα σχολεία, να ξεδιαλέξω τις ροκ εντ ρολ ψυχές και να πάρω μαζί μου όλα τα απελεύθερα, πλέον, κορίτσια. Ήθελα τον κόσμο και τον ήθελα τώρα, ήθελα και τον κόσμο τους και τον ήθελα τώρα. Άραγε η Έρικα πώς ζούσε τον δικό της έρωτα;
Στο φτωχικό δωμάτιο ο άντρας πνίγεται από την τρυφερότητα και την «ζέστα» της· ακόμα κι αν όλη νύχτα δεν κοιμούνται, «την διψάει» ακόμα. Την χαρακτηρίζει γλυκιά, ζεστή και κατάδική του. Μια Κυριακή πρωί του κάνει δώρο ένα ζευγάρι αρβύλες και του ζητάει να πάνε στο δάσος για μανιτάρια αλλά εκείνος την αποπαίρνει ― τι είδους επιθυμία είναι αυτή; Κάτι παγώνει στο δωμάτιο· ακόμα κι αν το απόγευμα πάνε σινεμά και για φαγητό, η ταραχή της δεν καταλαγιάζει ούτε τα δάκρυα συγκρατιούνται. Τα μανιτάρια είναι το πρόσχημα, ο αγώνας αφορά τα χατίρια, και είναι ο ίδιος ο έρωτας που δοκιμάζεται μέσα σε αυτά, όσο μικρά κι αν είναι. Και πως να πήγαινε μόνη της για μανιτάρια, αν της ερχόταν η επιθυμία να τον φιλήσει κάτω από το δέντρο; Μπορεί να αναβληθεί κάτι τέτοιο για το απόγευμα; Ύστερα από ένα απελπισμένο δόσιμό της, ακολουθεί η ίδια κουβέντα για αμοιβαία έλλειψη κατανόησης. Ο άντρας αναρωτιέται τι απέγινε εκείνος που ήθελε απλά να την κοιτάζει, παραιτημένος απ’ όλα. Μήπως ο έρωτας είναι αυτό το άγριο ξέσκισμα; εκείνος ο σπασμός στα χείλια της, σαν κάτι να την σέρνει προς μια ξένη δύναμη που δεν μπορεί να της αντισταθεί;
Τελικά την επόμενη Κυριακή ξεκινούν για την εκδρομή τους και μέσα στο τρένο προσπαθούν να κρατήσουν μια συζήτηση αλλά το πράγμα «δεν πηγαίνει μοναχό του». Η Έρικα δεν τον φιλάει σε κανένα δέντρο ούτε ψάχνουν για μανιτάρια. Ήταν λάθος, λοιπόν, η εκδρομή, σκορπίστηκε το όνειρο; Άλλο θα ήταν να το θέλαμε κι οι δυο, είναι η δική της κατάληξη. Το τέλος του έρωτά τους κρατά γύρω στους τρεις μήνες, μέχρι το Σαββατοκύριακο όπου κανείς δεν πήγε στο σπίτι του άλλου. Πρέπει να είναι πολύ σπάνιο πράγμα δυο πλάσματα να μπορούν να μείνουν ενωμένα· άλλοι μένουν παραιτημένοι μαζί, χωρίς αυτόν, άλλοι χωρίζουν για να μην τον προδώσουν. Τώρα ο έρωτας μοιάζει με μια φαντασία που καταλαγιάζει και σκορπίζεται ― κι εμείς κατά βάθος θέλουμε να τον χαλάσουμε, να δούμε τι έχει από μέσα· ίσως να επιχειρεί την γνωριμία του ακατόρθωτου, την σκέψη του άφθαστου. Ο δικός τους για μια στιγμή άγγιξε τον άπιαστο κόσμο και μετά χάθηκε. Μπορούσε τώρα χωρίς αυτόν να παραμείνει μαζί της φίφτι-φίφτι; Θα μπορούσε να πάει έξω από το κατάστημα, να την παίρνει Κυριακές για μανιτάρια, να παντρευτούν και να κάνουν δυο παιδιά. Έτσι δεν γίνεται με όλους; Όχι, προτιμά να μείνει με την άλλη, εκείνη που είχε τον σπασμό στο χείλος και τον τρόμο στα μάτια, κι ας μην ξανάρθει. Και δεν ξαναήρθε.
Καιρό μετά, Κυριακή χαράματα, η Έρικα του χτύπησε την πόρτα. Ήταν μητέρα ενός δίχρονου γιου, είχε παντρευτεί μ’ έναν Γερμανό που την αγαπούσε, ζούσαν καλά, έκαναν σχέδια. Μόλις τους είχε συνοδεύσει στον σταθμό να πάνε στην αδελφή του και μετά έσπευσε σπίτι του μ’ ένα ταξί. Τον συλλογιόταν συχνά και ήθελε να τον επισκεφτεί αλλά όλες της οι μέρες ήταν πιασμένες. Όχι, δεν πήγαιναν για μανιτάρια, γιατί αυτός είναι σύζυγος, δεν είναι το ίδιο. Στην άκρη των χειλιών της «πάλι εκείνο το δικό της», ο σπασμός. Άρχισε μόνη της να γδύνεται· όταν τελείωσαν του φαινόταν σαν μια ώριμη γυναίκα, πολύ λυπημένη. Το βλέμμα της έπεσε στο τραπέζι που είχαν αγοράσει μαζί. Ο δικός τους έρωτας, του είπε, ήταν πολύς, δεν ήταν αγάπη ή φιλία αλλά έρωτας που αδυνατούσε να τον κουβαλάει σε όλη της τη ζωή. Και γλίτωσες; την ρώτησε εκείνος. Η απάντηση ήταν αρνητική. Αλλά η Έρικα ήθελε να το δει κι αυτός, πως αν είχαν μείνει μαζί, κάπως έτσι θα ζούσαν κι αυτοί, όπως γίνεται μ’ όλους, συνεπώς δεν θα έπρεπε να λυπούνται αλλά να χαίρονται.
Όσο της διηγούμουν την ιστορία, η Φαίδρα έμενε σιωπηλή. Στο τέλος είπε κρίμα, αλλά είχε δίκιο η Έρικα. Ούτε εμένα μου αρέσει η κατάληξη του έρωτα σε μια κουζίνα, ένα καθιστικό κι ένα παιδικό δωμάτιο. Ο έρωτας δεν πρέπει να έχει κανένα συμβιβασμό, έτσι θέλω να τον φαντάζομαι. Η πρώτη μου ξυπόλυτη λογοτεχνική ηρωίδα επαλήθευε την αντρική σαγήνη από την ιδιότητα της ξυπόλυτης στο σπίτι γυναίκας που χαίρεται τον περιχαρακωμένο έρωτα αλλά και μου μετέδιδε ένα μήνυμα που έπρεπε οπωσδήποτε να καταγραφεί. Πριν από τα οικεία και οικιακά έπρεπε να πρώτα να μελετήσω τα ανοίκεια και εκτός σπιτιού πόδια.
{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }
______________
Η ταινία: Η ζούγκλα του μαυροπίνακα (Blackboard Jungle (Richard Brooks, 1955). Η γυναίκα: Anne Francis.
Το διήγημα: Από το φίφτυ-φίφτυ στον έρωτα (Χατζής Δημήτρης, Το διπλό βιβλίο, εκδ. Εξάντας, 1976, [α΄ έκδ.], σ. 85-97, ιδίως σ. 89).