Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XXΧΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 21: Επιστολή στην Στεφάν Oντράν, Α΄

«La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). Stéphane Audran «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). Stéphane Audran «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). Stéphane Audran «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). Stéphane Audran «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). «La Femme Infidèle» (Claude Chabrol, 1969). Stéphane Audran

 

 


Ωραία μου Oντράν

Στον υποκριτικό κινηματογραφικό μου βίο είχα την ευκαιρία να σχετιστώ με διάφορους τρόπους με την ίδια γυναίκα αλλά μόνο εσύ με αγκάλιασες με τόσες διαφορετικές ιδιότητες. Έτσι όχι μόνο μπόρεσα να σε δω στα όριά σου αλλά είχα και την ευκαιρία να μελετήσω την έκφραση των ποδιών σου στις εκάστοτε συνθήκες. Υπήρξες λοιπόν κατά σειρά δίπλα μου λατρεμένη αλλά άπιστη σύζυγος, περιπαθής σύντροφος σε αμοιβαία μοιχεία, εράστρια που μ’ έκλεψε από εράστρια, απατημένη αγαπημένη, συνένοχη σύζυγος (στις ταινίες La femme infidèle, Les noces rouges, Les biches, Betty, Jusqavant la nuit αντίστοιχα). Θυμάσαι;

Πρώτα σε λάτρεψα ως σύζυγο, στην ταινία La femme infidele. Η μεγαλοπρεπής ομορφιά σου, τα παστέλ χρώματα στο μακιγιάζ σου, η καλοφτιαγμένη σου κόμη, τα πάντα πάνω σου ήταν λατρεύσιμα. Μετρούσαμε πολλά χρόνια γάμου και μοιραζόμασταν μια βολεμένη ζωή. Το ωραίο μας σπίτι στις Βερσαλλίες είχε έναν μεγάλο περίκλειστο κήπο κι ήταν διακοσμημένο σε αποχρώσεις καφέ, μπλε και πράσινες. Είχαμε πάντα συμμετρία στο τραπέζι, λουλούδια στα μπουκέτα και λάμψη στα ασημικά. Ανταλλάζαμε σιωπές στα γεύματα και τετριμμένες κουβέντες στα ενδιάμεσα. Όποτε συζητούσαμε κανείς μας δεν έδινε την παραμικρή σημασία στα λεγόμενα του άλλου, κι έτσι η μηχανή μας λειτουργούσε σωστά. Τα σκηνοθετημένα κάδρα μας γέμιζαν με διάφορες ανούσιες στιγμές, αέναα επαναλαμβανόμενες στην χλιαρή μας καθημερινότητα. Όμως αυτή δεν είναι η ημερήσια διάταξη της συζυγικής ζωής; Ήμουν γύρω στα σαράντα, κι εσύ γύρω στα τριάντα και είχαμε κατακτήσει μια επιθυμητή κοινωνική θέση. Ένας γιος ολοκλήρωνε την τρίγωνη ευημερία μας.

Ο αδιάκριτος φακός μάς ακολουθούσε μέχρι και την κρεβατοκάμαρα. Κοιταζόμασταν τρυφερά, έβαζα έναν δίσκο στο πικάπ και ξάπλωνα. Έβαζες τα πόδια σου στο μπουντουάρ, περιποιόσουν τα δάχτυλα, τα νύχια. Ερχόσουν κι εσύ στο κρεβάτι, ξάπλωνες, περίμενες. Δεν έκανα τίποτα. Αποκοιμιόμουν κι εσύ παρέμενες ξύπνια. Σε αγαπούσα με μια αγάπη ίσως διαφορετική, άλλη από εκείνη που περίμενες.

Ήμουν ένας ασφαλιστικός πράκτορας και εργαζόμουν ως αργά το απόγευμα. Έτσι τρία απογεύματα την βδομάδα κατέβαινες στο Παρίσι. Έκανες ψώνια, φρόντιζες την εμφάνισή σου, πήγαινες στον κινηματογράφο. Έτσι μου έλεγες. Όμως είχες εραστή. Αρχικά δεν το είχα καταλάβει, όταν ας πούμε έκλεινες βιαστικά το τηλέφωνο, προφασιζόμενη λάθος αριθμό. Σε πίστευα μηχανικά κι αδιάφορα. Εξαρχής ο σκηνοθέτης μας ευφυώς παρουσίαζε τα γεγονότα από την πλευρά μου. Ήταν δίπλα μου όταν έμπαινα μέσα στο σπίτι αλλά κι όταν οδηγούσα για να σε ακολουθήσω. Το έκανα επειδή κάποιες αόριστες αμφιβολίες, ίσως από αδιευκρίνιστες ενδείξεις άρχισαν να με ταλανίζουν. Ένας ντετέκτιβ με βεβαίωσε πως πράγματι έβλεπες κάποιον, έναν διαζευγμένο συγγραφέα ονόματι Βικτόρ. Μου έδωσε μια φωτογραφία και μια διεύθυνση και με αποχαιρέτησε με βλέμμα γεμάτο οίκτο. Ένα μουντό απομεσήμερο στήθηκα στην γωνία απέναντι από το σπίτι του. Περίμενα εκεί, ακόμα κι όταν άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Κάποτε μια γυναίκα βγήκε από το σπίτι. Ήσουν εσύ.

Αποφάσισα να τον επισκεφτώ. Αρχικά ήμουν ευγενικός, χαιρόμουν κιόλας που επιτέλους έβλεπα ολοζώντανο το μυστικό σου. Ήταν εμφανώς αμήχανος, αν όχι ταραγμένος. Αντί να ψελλίζω εγώ, ψέλλιζε εκείνος! Για να τον ηρεμήσω, του είπα πως έχουμε συμφωνήσει να μην ανακατευόμαστε ο ένας στην ιδιωτική ζωή του άλλου, αλλά κι ότι έχουμε συνεννοηθεί να τα λέμε όλα μεταξύ μας. Συνεπώς μου μίλησες γι’ αυτόν κι έτσι θέλησα να τον συναντήσω. Του έριξα κι ένα δηλητηριώδες βέλος, ότι είχες πολλούς εραστές συντομότερης διάρκειας. Τον ρώτησα πώς γνωριστήκατε: καθόσασταν δίπλα στο σινεμά κι ένιωσε ένα είδος διαθεσιμότητας εκ μέρους σου. Η ταινία ήταν απαίσια, παραπονεθήκατε σχεδόν ταυτόχρονα, σου έδωσε την διεύθυνσή του και τον επισκέφτηκες. Τόσο απλά… Σα να ήθελα να βασανιστώ περισσότερο, τον ρώτησα αν ήταν ευχαριστημένος μαζί σου. Φωτίστηκε το πρόσωπό του, ναι, η Ελέν είναι άνθρωπος χωρίς περιπλοκές και τώρα καταλάβαινε γιατί, ήταν επειδή της είχα δώσει μηδενική αίσθηση ενοχής! Ανυποψίαστος για τον βρασμό μου, προχώρησε: Ξέρετε τι μου αρέσει στην Ελέν; η γλυκύτητά της. Δεν της φαίνεται, αλλά είναι ιδιαίτερα μαλακή και τρυφερή. Ήταν εμφανές πως δεν σε γνώριζα σχεδόν καθόλου ή δεν μου έδειξες ποτέ την πραγματική σου φύση. Ένιωθα να ανεβαίνει θερμό αίμα στο κεφάλι μου. Αυτός συνέχισε να με φλογίζει: Μένετε στις Βερσαλίες κι αυτό είναι εφιάλτης για την Ελέν. Είναι φτιαγμένη για το Παρίσι.

Με ρώτησε κιόλας αν θέλω να δω το σπίτι και απάντησα καταφατικά, πως με βοηθάει να φανταστώ… Ζήτησα να δω την κρεβατοκάμαρα κι ανησύχησε μήπως είχα κάποια σχετική διαστροφή αλλά τον καθησύχασα, πως απλώς θα με ευχαριστούσε να δω τον χώρο όπου ευτυχούσε η καλή μου. Δεν με διέλυσε τόσο το άστρωτο κρεβάτι όσο κάτι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Ένας μεγάλος αναπτήρας που σου είχα κάνει δώρο στην τρίτη επέτειο του γάμου μας. Δεν έχει σημασία πως μόνο εγώ κάπνιζα. Ήταν το δώρο μου σ’ εσένα. Μου είπε πως του το έφερες από το σπίτι, λέγοντάς του πως θα είχα ξεχάσει την ύπαρξή του. Σίγουρα θα χαμογελάσατε κι οι δυο εκείνη την ώρα. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα, άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. Μπορεί να το είχα προετοιμάσει ή να το συνέλαβα σε δευτερόλεπτα πάνω στον βρασμό μου: τον χτύπησα στο κεφάλι από πίσω με μια γλυπτή κεφαλή. Κατέρρευσε στο πάτωμα βαρύς και άψυχος.

Μπορείς, νομίζω, να φανταστείς την διαδοχή των πράξεων της συγκάλυψης, την έχεις δει δεκάδες φορές σε ταινίες νωρίτερα και αργότερα. Με ψυχραιμία και ταχυπαλμία ταυτόχρονα καθάρισα το δάπεδο, σκούπισα τα αποτυπώματά μου, τακτοποίησα τον χώρο που επιτέλους ησύχαζε από την φλυαρία του συγγραφέα σου, τύλιξα σ’ ένα σεντόνι την σορό, την έβαλα στο πορτ μπαγκάζ και την άδειασα σε μια παρακείμενη λίμνη. Γύρισα σπίτι το βράδυ μ’ ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ανακούφισης, σα να επέστρεφα στην παλιά, ήρεμη ζωή μας. Στο τραπέζι μού ανακοίνωσες τους καλούς βαθμούς του γιου μας. Σήκωσα το ποτήρι με την σαμπάνια κι έκανα πρόποση «σ’ αυτή την αξιομνημόνευτη μέρα». Δεν ήταν;

Οι μέρες περνούσαν κι ο εραστής σου δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Υποθέτω σκεφτόσουν πως θα σε βαρέθηκε Μια αργόσυρτη θλίψη ζωγράφιζε το ωραίο σου πρόσωπο. Καθόμασταν στον κήπο και περπάτησες αργά για να μπεις στο σπίτι. Ήσουν ξυπόλητη και τα γκρίζα σου πέλματα αντανακλούσαν το χρώμα της ψυχικής σου διάθεσης. Κλεινόσουν στο υπνοδωμάτιο και σωριαζόσουν στο κρεβάτι· το σώμα που άλλοτε έσφυζε σε μια κλίνη, τώρα έμοιαζε πάνινο. Έβγαζες έναν ήχο που η κάμερα πλησίασε για ν’ ακουστεί. Ήταν ο αναστεναγμός της απόγνωσης. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, τότε στην κρεβατοκάμαρα καλλώπιζες τα πόδια σου για εμένα, για εκείνον ή και για τους δυο μας;

Ήταν θέμα χρόνου να πληροφορηθεί η αστυνομία την εξαφάνισή του και σ’ επισκέφθηκαν επειδή υπήρχες στην ατζέντα του. Τους είπες την αλήθεια σου, πως δεν γνωρίζεις που μπορεί να πήγε. Τα κατάλαβες όλα όταν ανακάλυψες στην τσέπη του σακακιού μου την φωτογραφία του. Αισθάνθηκες ταπεινωμένη επειδή τελικά γνώριζα, μπορεί και να ανακουφίστηκες που ο εραστής σου δεν σε απέρριψε μα συνετρίβη από το βάρος της μεγαλύτερης συζυγικής αγάπης. Όμως πάνω απ’ όλα συγκλονίστηκες επειδή αντιλήφθηκες πως σε αγαπούσα τόσο πολύ ώστε να φτάσω σε αυτό το σημείο. Κι έτσι δεν με κατέδωσες, μα σιώπησες. Κατέστρεψες την φωτογραφία ενώ θα μπορούσες να με ενοχοποιήσεις οριστικά και αμετάκλητα. Ύστερα βγήκες στον κήπο, όπου έκανα κάποιες δουλειές. Ο φακός πλησίασε το πρόσωπό σου, όπου άρχισε να διαγράφεται η αρχή ενός χαμόγελου.

Ίσως αυτή η πράξη πάθους να ήταν το κομμάτι που έλειπε στο παζλ μας, όπως το αντίστοιχο κομμάτι στο παιχνίδι του γιου μας που έμενε ανολοκλήρωτο και δημιουργούσε σ’ όλους μας ένταση. Γνωρίζαμε πως έχουμε φταίξει κι οι δυο ή ένα μέρος των ενοχών μου σίγουρα έπρεπε να μετατοπιστεί σ’ εσένα. Στο τέλος οι αστυνομικοί ήρθαν για μια ακόμα φορά, ίσως με ατράνταχτες πια αποδείξεις εναντίον μου. Η τελευταία μου φράση «σε αγαπώ τρελά», ήταν η προσωπική μου απολογία προς εσένα. Είχαμε προλάβει να δούμε ο ένας τον άλλον με ένα διαφορετικό φως. Σα να ανακάλυψα μια νέα αρμονία στην ζωή μας, σα να σε κέρδισα ξανά ολοκληρωτικά. Βλέπεις την ειρωνεία; Βρεθήκαμε πιο κοντά από πότε κι ας μην παραδεχτήκαμε ποτέ τι κάναμε!

Τι ιστορία φτιάξαμε, Στεφάν μου. Με μια πρόχειρη ματιά έμοιαζε με απλή ιστορία απιστίας και εκδίκησης, στα πρότυπα του Άλφρεντ Χίτσκοκ, του μαιτρ που πρώτος διέχυσε στις ιστορίες του την ειρωνεία και την φύση της ενοχής. Όμως ο δικός μας σκηνοθέτης, ο σύζυγός σου Κλωντ Σαμπρολ, ήταν ένας διαφορετικός στυλίστας, που καρύκευε τον κυνισμό του με αδιόρατο χιούμορ και γινόταν πιο ανθρώπινος. Η ταινία μας αδιαφόρησε για την διάκριση της ενοχής και της αθωότητας. Ο Σαμπρόλ δεν έδινε σημασία ούτε σε ηθικά ζητήματα ούτε σε αστυνομικούς γρίφους· τον ενδιέφεραν οι καταστάσεις της καρδιάς. Κι ίσως μόνο οι εγκαυματίες των παθών μπορούσαν να διακρίνουν την ανεστραμμένη ερωτική ιστορία, την σιωπηλή παθολογία του έρωτα. Κάθε άλλη προστιθέμενη πλοκή δεν έχει σημασία· αρκούν τα γεγονότα και η αίσθηση που αφήνουν στον καθένα μας.

Ήσουν κι εσύ μια έξοχη υποκρίτρια. Τόσο στον «κύκλο της Ελέν», μια τριλογία πάνω στη μοιχεία, όσο και σε άλλες ταινίες του αποτυπώσατε τις πλέον απολίτιστες συμπεριφορές των «πολιτισμένων» αστών· την βία που παρέμενε πιεσμένη κάτω από την πολιτιστική επιφάνεια της κοινωνίας τους προτού ξεσπάσει δραματικά. Οι έξυπνες γυναίκες που υποδυόσουν υφίσταντο κάθε αντίφαση της αστικής τους ευπρέπειας με ανυπολόγιστες συνέπειες. Υπάρχει όμως ένα πρόσθετο καθοριστικό στοιχείο που νομίζω πως διέκρινα· θα σε ρωτήσω στο επόμενο τεύχος, όπου θα ξαναβρεθούμε σε άλλη ταινία, αμφότεροι μοιχοί πλέον, κι εκεί βάζεις τα ίδια σου τα πόδια μέσα στην πρόσκαιρη γιορτή του εξωσυζυγικού έρωτα, που κι αυτή θα έχει το σκληρό της τέλος.

Ο Σαμπρόλ σε κρατούσε, όπως όλους μας, με ελάχιστα συναισθηματικά ξεσπάσματα. Οι εκφράσεις σκεπάζονταν κι οι εντάσεις μεταφέρονταν στην περιφέρεια: στα σκουλαρίκια σου, στον έντονα χρωματισμένο τοίχο της κρεβατοκάμαρας, στο δυνατό φως μιας λάμπας, σ’ ένα φωτεινό σου φόρεμα. Τα αντικείμενα, άλλωστε, τα χρησιμοποιούσε και ως σύμβολα: το λευκό αγαλματίδιο που προσπαθούσα να καθαρίσω από το αίμα ήσουν εσύ, ο τεράστιος αναπτήρας το πάθος που μεταφέρθηκε στον εραστή, το ανολοκλήρωτο παζλ του γιου μας ο ημιτελής γάμος μας.

Κάποιος αμερικανός σκηνοθέτης επιχείρησε να δοκιμάσει ένα ριμέικ της ταινίας τριάντα πέντε χρόνια αργότερα. Εκεί αποκαλύπτεται η χαώδης διαφορά μεταξύ μιας γαλλικής και μιας αμερικανικής θέασης των πραγμάτων. Οι υπερατλαντικοί διασκευαστές δεν διανοούνται μια εξωσυζυγική γνωριμία ως συνειδητή, παρά μόνο ως έργο συμπτώσεων ή κάποιου θεού. Τυχαία οι εραστές πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον, τυχαία εισβάλλει ο σύζυγος στην πολυκατοικία του εραστή. Μια φίλη της γυναίκας, μάλιστα, ανύπαρκτη στην γαλλική ταινία, φιλοσοφεί: κάποιος ερωτεύεται και όλα τελειώνουν καταστροφικά. Πάντα τελειώνουν καταστροφικά. Επίσης η γυναίκα συλλαμβάνει τον σύζυγό της να φλερτάρει με άλλη γυναίκα, συνεπώς θα τον τιμωρήσει με απιστία. Στο δε τέλος της ταινίας, τον χωρίζει. Πάνω απ’ όλα πρέπει να μπουν στη θέση τους οι παρεκκλίνοντες και να μην διασαλευτεί το ήθος του γάμου. Εμείς ως αστοί Γάλλοι του Σαμπρόλ, δεν νοιαζόμασταν γι’ αυτά – η σχέση απλώς συνέβη και ο καθένας έκανε ό,τι έκανε.

Τελικά με συνέλαβαν ή όχι; Οι θεατές μας μπορούν να διαλέξουν. Αν έμενα δίπλα σου, πιθανώς να ήμουν πάντα περιορισμένος στην λωρίδα του παραδείσου που έφτιαξα κι εσύ θα παρέμενες για μένα μια θεότητα που ποτέ δεν θα είχα ολοκληρωτικά δική μου. Ίσως και ο Σαμπρόλ να ένοιωθε κάτι ανάλογο για σένα, Στεφάν Ωντράν, και να το δήλωνε κινηματογραφικά στον κόσμο ή σ’ εσένα. Άλλωστε το επίθετο της ηρωίδας του αποτελεί αναγραμματισμό με το πατρικού σου. Και, τελικά, σε μοιράστηκε με όλο τον κόσμο, ώστε να μην σ’ έχει αποκλειστικά δική του κανείς. Ή απλώς να κινηματογραφούσε μια μέγιστη δήλωση λατρείας προς την δική του «Ελέν».

Όμως είτε έτσι είτε αλλιώς, εμείς θα παραμέναμε σιωπηλοί. Σε κάποιο κιτρινισμένο πια κινηματογραφικό περιοδικό διάβασα πως αυτή ήταν η τιμωρία μας για ό,τι ήμασταν. Ακόμα και μετά από τέτοια αμοιβαία παραδοχή αγάπης, αδυνατούσαμε να κοινωνήσουμε τα αισθήματά μας, λες και οι αλλεπάλληλες κοινωνικές συμβάσεις μάς είχαν απογυμνώσει από κάθε εκφραστική ικανότητα. Ήμασταν εγκλωβισμένοι σε εσωτερικά δεσμά. Ακόμα κι ο ίδιος ο τίτλος μας μοιάζει κι αυτός ειρωνικός: τελικά άπιστη ήσουν και στον εκτός της τάξης σου εραστή, που σύντομα θα ξεχνούσες και, πιθανώς, στο μέλλον να αντικαθιστούσες.

Η ταινία: La Femme Infidèle (Claude Chabrol, 1969). Η γυναίκα: Stéphane Audran.


{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: