Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

LΧΙV. Οι ξυπόλητες των ταινιών, αρ. 53. Οι αυτονόητες
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}



Γνώρισα την Χαϊντέ σ’ ένα εξοχικό σπίτι στο Σεν Τροπέ, καλεσμένος ενός φίλου η απουσία του οποίου δεν τον εμπόδισε να μου προσφέρει το σπίτι του, όπως και στον φίλο μου Ντανιέλ. Μέσα σε εξαίσιο φυσικό περιβάλλον και όχι μακριά από μια μικρή παραλία, το σπίτι ήταν ιδανικό για ό,τι ζητούσα: να μην κάνω τίποτα απολύτως. Η μοναδική γυναίκα που θα επιθυμούσα να δω βρισκόταν μακριά. Ήθελα η ματιά μου να είναι όσο γινόταν πιο άδεια· το άδειο και το τίποτα είναι πιο κουραστικό να τα ακολουθείς παρά να τα πολεμάς. Οι άνθρωποι που σκέφτονται συνεχώς, δεν ζουν. Έχουμε μόνο τρεις ή τέσσερις πραγματικές ιδέες σε όλη μας την ζωή – οι υπόλοιπες είναι περιττές. Βρήκα κι ένα βιβλίο με τα έργα του Ρουσσώ ώστε οι ύστατες ελάχιστες σκέψεις μου να απορροφώνται στο διάβασμα και παραδόθηκα στο παιχνίδι της σκιάς και του φωτός. Εκείνη εμφανίστηκε λίγα εικοσιτετράωρα μετά την άφιξή μου, καλεσμένη κι εκείνη του απόντος οικοδεσπότη. Και μόνο η παρουσία της μου χάλασε την ησυχία, πόσο μάλλον όταν τα βράδια έρχονταν και την έπαιρνε διαφορετικός κάθε φορά συνομήλικος για να πάνε στην πόλη ενώ τη νύχτα θορυβούσαν στο κρεβάτι της, σε σημείο να αναγκάζομαι να της φωνάζω πίσω από τον τοίχο. Κάντε ησυχία δεσποινίς! Τα πρωινά οι νεαροί εξαφανίζονταν κι εκείνη απλωνόταν φαρδιά πλατιά στο καθιστικό και διάβαζε κόμικς.
Τα πρωινά κατέβαινα για κολύμπι και κάποια στιγμή και με ακολούθησε. Εντάξει, λοιπόν, ας γινόταν κι αυτή μέρος της μοναξιάς μου. Αφού ήταν εκεί, γιατί να μην γίνει παράρτημά της; Έσπευσα, βέβαια, να ξεκαθαρίσω αμέσως την σχέση μας: απλή φιλία. Ξέρω ότι θα ήθελε ακριβώς το αντίθετο ή μια σχέση μισή ερωτική μισή φιλική. Τόνιζα τους όρους της συμφωνίας καθώς της έβγαζα τα παπούτσια και τραβούσα το λευκό της παντελόνι για να βουτήξουμε. (Γελούσε.) Με κάποιο τρόπο με τσιγκλούσε η συγκράτησή της και, υπό τον φόβο να μαλακώσω, αποφάσισα να εκβιάσω κάπως την κατάσταση επιλέγοντας το ανήθικο: να χαϊδέψω ένα κορίτσι που δεν μου άρεσε. Χαϊντέ, της είπα, ζούμε το ίδιο δράμα, είσαι κι εσύ πολύ δημοφιλής.
Το επόμενο πρωινό είδα απ’ την μισάνοιχτη πόρτα τα πόδια της πλεγμένα με κάποιου άλλου. Αργότερα, σα να μη συμβαίνει τίποτα, βγήκε στον ήλιο της βεράντας και παρέταξε τα μακριά της πόδια στην ξαπλώστρα. Είναι σημαντικό που δεν ανήκουμε στην συλλογή της, συμφωνήσαμε με τον Ντανιέλ. Μετά δεν αντέξαμε και της είπαμε: Αν κοιμάσαι από εδώ κι από εκεί χωρίς προμελέτη είσαι η χαμηλότερη των χαμηλών, μια φρικτή ενζενί, ενώ αν συλλέγεις με κάποια συνέπεια ή πλοκή, τότε το θέμα αλλάζει. Εκείνη κοιτούσε τα πόδια της αδιάφορα κι εμάς με απορία και ίσως κάποια απέχθεια. Σα να μην έφτανε αυτό, στην ποδιά της είχε ένα βιβλίο για τον γερμανικό ρομαντισμό! Κάνετε απολύτως λάθος, μας είπε, ψάχνω, προσπαθώ να βρω κάτι. Με κατηγορείτε που περνάω καλά με τους πάντες αλλά καυχιέστε όταν το κάνετε εσείς. Όχι, άκουσέ μας: η ιδέα της συλλογής είναι αντίθετη με εκείνη της αγνότητας.
Τελικά έγινε δεκτή ως μέρος του σκηνικού μας, ίσως και το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου. Εκείνη όμως τι σκεφτόταν; Αν ακολουθούσε κάποιο σχέδιο να με προσθέσει στην συλλογή της, το χειριζόταν περίφημα. Ξαπλωμένη στα ρηχά, μισή μέσα στη θάλασσα μου έλεγε πως η απλή ευτυχία την θλίβει. Δεν άντεξα και της είπα κατάμουτρα: ήρθα να βρω την ηρεμία μου και μου την καταστρέφεις. Αν ο καθένας ζει για τον εαυτό του, δεν θα την καταστρέψω – μου είπε. Ας κάνουμε ειρήνη! Μα δεν είμαστε σε πόλεμο! Επέμεινα και μου επισήμανε πως συνεχίζω μια φιλονικία άνευ νοήματος. Έτριβε το αριστερό της πέλμα πάνω κάτω στο δεξί της πόδι, λες το σώμα της τροφοδοτούσε την σκέψη της. Αυτός θα ήταν ο λόγος, δεν εξηγείται αλλιώς που η κάμερα το πήρε από κοντά. Στο τέλος μου σέρβιρε και την φιλοσοφία της: Είμαστε διαφορετικοί κι αυτό είναι εντάξει. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε. Τι μου έμενε να της πω; Ότι συχνά αναρωτιέμαι τι σημαίνει το χαμόγελό της. Τι δεν της είπα; Ότι καταλάβαινα το παιχνίδι της, να με δεσμεύει λίγο λίγο. Τώρα σίγουρα δεν θα έκανε καμία κίνηση προς εμένα. Ξαπλώσαμε στον ήλιο ανάσκελα, τα πέλματά μας χαϊδεύτηκαν (τώρα τι τροφοδοτούσαν;), έσκυψα να την φιλήσω στα χείλη, ανταποκρίθηκε. Μετά εμφανίστηκε ο Ντανιέλ, που την αναζητούσε. Φαίνεται πως κρατούσε αριθμό προτεραιότητας και τον ακολούθησε. Καλά το έλεγα πως είμαστε το παιχνίδι της. Η θεωρία μου ότι μου συμπεριφερόταν σα να της ανήκα επιβεβαιώθηκε.
Στο σπίτι ο Ντανιέλ άρχισε να γίνεται εριστικός. «Γιατί μια τόσο εύκολη κοπέλα χάνει τον χρόνο της μαζί μας; Είσαι πολύ τυχερή που έχεις και τους δυο μας να ενδιαφερόμαστε για σένα ενώ κανονικά είσαι φτιαγμένη για τους ηλίθιους που σε … καταλαβαίνεις. Για λίγο νόμιζα πως υπήρχε κάτι μέσα σου να σε τραβήξει λίγο από την μίζερη ασημαντότητα. Τελικά το πρόσωπό σου έχει ίχνη ασχήμιας και εκπροσωπείς το κατώτερο στάδιο της ομορφιάς. Θα γράψω στον ιδιοκτήτη να σε διώξει». Εκείνη τον άκουγε χωρίς ενδιαφέρον και το μόνο που είπε ήταν ότι το σπίτι ήταν δικό της όσο και δικό του. Στο τέλος ο Ντανιέλ αποχώρησε θριαμβευτικά κι έμεινα μαζί της.
Την ρώτησα αν πίστευε ότι ο Ντανιέλ είχε ετοιμάσει προσεκτικά την ηρωική του έξοδο; Αλήθεια ή όχι, το ίδιο μου κάνει. Την ενημέρωσα πως του είπα καλά λόγια για την ίδια. Μπορώ και μόνη μου να διαφημίζω τον εαυτό μου. Κι εσύ κάνεις συνεχώς κριτική. Τελικά τι ζητάς από τους άλλους; Κανονικές σχέσεις με κανονικούς ανθρώπους. Και με τους εραστές σου; Δεν είναι εραστές μου. Δεν ήθελα να σκέφτομαι αλλά εκείνη όλο με έκανε να σκέφτομαι.
Η θεωρία μου είχε επιβεβαιωθεί: για τρεις βδομάδες συμπεριφερόταν σα να με κατείχε. Όλες της οι πράξεις ήταν βήματα προς εμένα· ακόμα και το γεγονός ότι δέχτηκε να φιλοξενηθεί από έναν μεσήλικα έμπορο τέχνης, επειδή ο ίδιος της το ζήτησα, για να τον πείσω να αγοράσει ένα σπάνιο βάζο, καθώς γνώριζα ότι θα του αρκούσε απλώς να την κοιτάζει, ως πρόσθετο «αντάλλαγμα». Είχε καταφέρει να εκπορθήσει το κάστρο της ηθικής μου! Και τελικά, αφού ήρθα εδώ για αναψυχή, γιατί να μην την απολαύσω κατά την τελευταία εβδομάδα που μου απέμενε; Ένα ειδύλλιο τόσο καλά οριοθετημένο σε τόπο και στην ιδανική διάρκεια, μακριά από τις ιστορίες μιας νύχτας ή μακράς διάρκειας που με ταλάνιζαν ως τώρα. Επιτέλους, η μοναξιά θα συνδυαζόταν με μια γυναίκα!
Επιστρέφαμε στο σπίτι περνώντας από το χωριό όταν διασταυρωθήκαμε με δυο γνωστούς της σε ένα αυτοκίνητο. Την φώναξαν και κατέβηκε· την προσκαλούσαν σε ένα σπίτι· τους είπε πως δεν μπορούσε εκείνη την στιγμή αλλά σημείωσε την διεύθυνση. Πίσω μου ένα αυτοκίνητο κόρναρε επειδή του είχα κλείσει τον δρόμο. Προχώρησα λίγο για να περάσει αλλά συνέχισα, αδυνατώντας να σταματήσω. Ο δρόμος πλέον ήταν ελεύθερος, το ίδιο και η θέση δίπλα μου. Έφυγα χωρίς δεύτερη σκέψη, μην χαθεί μια τόσο βολική συγκυρία. Σαν ένας ήρωας του Ντοστογιέφσκι, που μπορεί να γευτεί την ελευθερία μόνο όταν απορρίπτει όσα αγαπά! Όσα δεν μου έφερε ο χρόνος, μου τα χάρισε η στιγμή. Αντίο Χαϊντέ! Πόσο απολαυστική ήταν η μοναχική οδήγηση ως το σπίτι! Όταν έφτασα το συναίσθημα μιας ολοκληρωτικής ελευθερίας ήταν κατακλυσμικό – τώρα μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω! Όμως μέσα στην αδειοσύνη και την ησυχία του σπιτιού με κυρίευσε μια ακαθόριστη αγωνία· αδυνατούσα να κοιμηθώ αλλά και να κάνω οτιδήποτε. Άνοιξα το παράθυρο, έξω τα δέντρα αδιάφορα, οι καρέκλες της βεράντες κενές.


Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια» Ερίκ Ρομέρ, «Η συλλέκτρια»

 

 



Έγινα, λοιπόν, κι εγώ ένας χαρακτήρας του Ρομέρ, που μιλούσε ακατάπαυστα και έκανε τα ελάχιστα· από εκείνους που θεμελιώνουν κάθε απόφαση με λόγια και θεωρίες, αλλά στην πράξη κάνουν το εντελώς αντίθετο· που τους αρκεί μια καθημερινή αφορμή για να ακυρώσει κάθε σχέδιο. Η σκέψη μου να συμπληρώσω την μοναξιά μου με την Χαϊντέ ήταν περισσότερο κάποια διανοητική δοκιμή παρά δέσμευση. Κυνικοί νάρκισσοι και ράθυμοι δανδήδες, ούτε εγώ ούτε ο Ντάνιελ παραδεχόμασταν τον πόθο μας ή τον σιωπηρό μας διαγωνισμό ποιος θα υποκύψει τελευταίος. Προτιμήσαμε να την κατατροπώσουμε στο πεδίο της ηθικής. Γιατί ήμασταν τόσο εξοργισμένοι μαζί της; Επειδή ήταν νέα και όμορφη, άρα νιώθαμε υποχρεωμένοι να την γοητεύσουμε και να την κατακτήσουμε; Επειδή στον δρόμο της επιβολής μας έθετε εμπόδια ή αδιαφορούσε; Επειδή ήταν η ολοζώντανη προσωποποίηση της σεξουαλικής ελευθερίας της γενιάς της; Επειδή στα νυχτέρια της προτιμούσε τους άμυαλους συνομήλικους από εμάς τους καλλιεργημένους; Ή απλώς και μόνο επειδή ήταν μια Γυναίκα που σε πείσμα όλων όσων σχεδιάζαμε απειλούσε να μας εμπλέξει στο δικό της ερωτικό παίγνιο;

Και εκείνη πώς τολμούσε να είναι διόλου περίπλοκη παρά υπερβολικά απλή; Δεν φώναζε τις σκέψεις της, δεν επεδείκνυε την αυτοπεποίθησή της. Δεν είχε τίποτα να εξηγήσει για τις επιθυμίες της, καμία δικαιολογία για τις ανάγκες της. Το σώμα της, νέο και αναβράζον, είχε τους δικούς του κανόνες και μια αυθύπαρκτη ζωτικότητα. Στην αρχή, άλλωστε, καθώς η ιστορία μας εκκινούσε με τρεις μικρούς προλόγους για τον καθέναν μας, στο δικό της κομμάτι περπατούσε νωχελικά στην παραλία, ενώ η κάμερα πρώτα βουτούσε στα ρηχά για να παρατηρήσει τα βήματα των ποδιών της και μετά ανέβαινε κομματιάζοντας το σώμα της σε ισάξια κάδρα, σαν γιόρτασμα του θερινού σώματος. Η σεξουαλική της ενέργεια ήταν αυτονόητη, φυσική· βαφτίστηκε ασυδοσία και πορνεία από εμάς που διατηρούσαμε το σχετικό δικαίωμα (και υποχρέωση!) αποκλειστικά για το φύλο μας. Το γνώριζε πως η αγάπη ήταν κάτι άλλο, που την περίμενε σε πιο μακρινά σταυροδρόμια, γι’ αυτό και δεν αποκαλούσε τους ομόκλινούς της «εραστές». Κι εγώ που υπήρξα δίπλα της, τριγυρισμένος από φύση, λουσμένος στο φυσικό φως και μέσα στο συνεχές κελάιδισμα των πουλιών, που τόσο αγαπούσε ο σκηνοθέτης μου, γιατί αρνήθηκα την φύση του γυναικείου σώματος, οποιουδήποτε σώματος;


[Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται]


___________
Η ταινία: La Collectionneuse (αγγλ. The Collector-Girl, ελλ. Η συλλέκτρια), [ Six contes moraux, 3 ], (Éric Rohmer, 1967). Η γυναίκα: Haydée Politoff.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: