Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

L. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 40. Οι ταξιδιώτισσες


1. To 1947 ταξίδεψα με την Κιτ στο Οράν της Αλγερίας. Ο γαμήλιος έρωτάς μας μετρούσε δέκα χρόνια και είχαμε πια φτάσει πολύ κοντά ο ένας στον άλλον αλλά ανάμεσά μας παρέμεναν ολόκληρες περιοχές απόμακρες, σχεδόν αχαρτογράφητες. Γράφαμε και διαβάζαμε μανιωδώς, τέκνα του δυτικού πνεύματος, απόγονοι ενός πολιτισμού από τα όρια του οποίου θέλαμε να βγούμε. Ήμασταν ανικανοποίητοι από τους τόπους, από τους εαυτούς μας, ο ένας από τον άλλον. Ταξιδεύαμε συνεχώς. Επιθυμούσαμε να φύγουμε μακριά από οτιδήποτε μας κάλυπτε σαν κουκούλι ασφάλειας και οικειότητας. Και, μιλώντας για μένα, αναζητούσα το άγνωστο και το απεριόριστο, κι ίσως εκεί ξανάβρισκα την Κιτ. Αποκαλούσαμε τους εαυτούς μας ταξιδιώτες, όχι τουρίστες, γιατί οι δεύτεροι σκέφτονται το σπίτι τους ακόμα κι από τις πρώτες μέρες του ταξιδιού, ενώ οι πρώτοι μπορεί να μην επιστρέψουν ποτέ. Μαζί μας είχε έρθει ο Τζορτζ Τάνερ, περίεργος για το εξωτικό αλλά και μυστικώς ερωτευμένος με την Κιτ. Και εμφανώς τουρίστας.

2. Θυμάμαι την εικόνα της την πρώτη μέρα του ταξιδιού: φορούσε λευκή αμάνικη μπλούζα, λευκή μακριά φούστα και λευκά παπούτσια με ενιαίο ψηλό τακούνι και δαχτυλίδι γύρω από το αστράγαλο, μια ευρωπαϊκή θηλυκότητα μπροστά στο βρώμικο γκισέ, έτοιμη για την ασυνεννοησία με τους υπαλλήλους και την ατέλειωτη αναμονή. Το κόσμημα στον λαιμό της, το έκλαμπρο χαμόγελο, τα κόκκινα νύχια των χεριών, υπενθυμίσεις πως η Κιτ δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει πίσω την φιλαρέσκειά της. Την θυμάμαι να απολαμβάνει το γυάλισμα των παπουτσιών της από ένα μικρό παιδί, ενώ οι τρεις μας αραγμένοι στο καφενείο διαβάζαμε τις εφημερίδες από έναν κόσμο τόσο γνωστό μας και τόσο μακριά. Ο Τάνερ μας ρωτούσε για τα σχέδιά μας, αλλά του απάντησα πως το μόνο μου σχέδιο είναι να μην έχω σχέδιο. Άλλωστε, πρόσθεσα, υπάρχουν μέρες που η Κιτ πιστεύει πως οτιδήποτε στον κόσμο είναι απλώς ένα σημάδι για κάτι άλλο, ένα μυστικό νόημα για την ολότητα της ζωής· γενικά, πως τίποτα δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό που είναι.

3. Σε κάποιο απόμακρο τραπέζι καθόταν ο συγγραφέας του βιβλίου που τώρα γινόταν φιλμ, Πολ Μπόουλς. Η αργή, πεπειραμένη φωνή του έλεγε για μας πως ποτέ δεν ζήσαμε μια ζωή κανονικότητας γιατί κάναμε το μοιραίο λάθος να βλέπουμε τον χρόνο ως ανύπαρκτο· η κάθε χρονιά ήταν σαν την επόμενη, μια αλυσίδα ατέρμονη, ενώ αρκούμασταν στο ενδεχόμενο ότι οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί.

4. Το ίδιο βράδυ βγήκα στους στενούς χωμάτινους δρόμους, ενώ ανθρώπινες μορφές έγερναν στους ξεφτισμένους τοίχους, εξαντλημένοι, αδιάφοροι ή ζητιάνοι. Ο ουρανός έπαιρνε το πιο σκούρο μπλε όταν από ένα ύψωμα είδα πίσω από τους φοίνικες την άσπρη πολιτεία, που υποσχόταν κάτι άλλο. Οι ξένοι ήμασταν ευπρόσδεκτοι εδώ, υπήρξαμε κατακτητές, αφήναμε χρήματα. Κατέβηκα ενώ άρχισε να σκοτεινιάζει και αφέθηκα να οδηγηθώ από κάποιον σε ένα αντίσκηνο όπου με περίμενε μια νεαρή πόρνη. Δεν με αγκάλιασε και με τα δυο της χέρια γιατί το ένα γλίστρησε μέσα στο πορτοφόλι μου. Σηκώθηκα να φύγω, αλλά κυνηγήθηκα από τους άλλους και μόλις πρόλαβα να ξεφύγω, ενώ η Κιτ ξυπνούσε κάθιδρη μ’ έναν εφιάλτη πως δεν θα επέστρεφα ποτέ. Αλαζών, νάρκισσος ή κάτι που δεν γνωρίζω, ήθελα να υπάρξω περιπετειώδης, να κινδυνεύσω. Όταν έφτασα κάπως εξαθλιωμένος στο δωμάτιο, η Κιτ είχε δεχτεί τον Τάνερ για μια πρωινή καλημέρα και με υποδέχτηκε αμήχανη. Αργότερα στο ημίφως της τραπεζαρίας της πανσιόν ανταλλάσσαμε τα συνήθη μισόλογα της ειλικρίνειας. Ήθελε να ρωτήσει που ήμουν χθες το βράδυ, ήθελα να ρωτήσω τι δουλειά είχε αυτός στο δωμάτιό μου. Δεν άκουγα τότε την φωνή του συγγραφέα: «Αντί να κάνουν οποιαδήποτε προσπάθεια να μειώσουν την παραμικρή ένταση που μπορούσε να εγερθεί ανάμεσά τους, εκείνη αποφάσισε να είναι πείσμων και αδιάλλακτη, καθυστερώντας την πολυπόθητη επανασύνδεση».

«Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 Skoyzakis 60 25 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990 «Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990

 

 


5. Συχνά αποζητούσαμε την συντροφιά άλλων ταξιδιωτών για να μην γκρεμιστούμε στο χάσμα μας. Κάποια στιγμή μας πλησίασε ένας περίεργος, καταπιεσμένος Άγγλος που ταξίδευε με την μητέρα του. Ήταν ευκαιρία να πάμε με το αυτοκίνητό τους ως τον επόμενο προορισμό μας και να απαλλαχθώ από τον Τάνερ αλλά η Κιτ πήγε μαζί του με το τρένο για να μην ταξιδεύσει μόνος. Στο κουπέ άπλωσε τα πόδια της στο κάθισμά του με την χαρακτηριστική άνεση της ανεξάρτητης γυναίκας και ενώ εκείνος διέτρεχε απροκάλυπτα τα δάχτυλά του στο λευκό της καλσόν, ενώ συνομιλούσαν επί παντός επιστητού. Είχε βρει τον θαυμαστή εραστή που της ήταν απαραίτητος για να αποδρά από την πραγματικότητά μου – ή την δική της. Γι’ αυτό μια από τις επόμενες ημέρες, κι ενώ η κάμερα ξέκλεβε τα ναρκωμένα πόδια της ανεβασμένα πάνω του, στο αποκοίμισμα του πρωινού, πανικοβλήθηκε όταν άκουσε τα βήματά μου και μόλις πρόλαβε να τον ξαποστείλει από τα σεντόνια της.

6. Δεν θα ξεχάσω το απόγευμα που απομακρυνθήκαμε με τα ποδήλατα ως τις πρώτες αλγερινές ερημιές. Φορούσε ένα ροζ φόρεμα με μια σειρά κουμπιών μπροστά, λευκά παπούτσια, κόκκινο μπερέ. Περπατήσαμε χέρι χέρι και καθίσαμε σ’ ένα ύψωμα ενώ από κάτω μας ενώ ο απογευματινός ήλιος έβαφε την κοιλάδα στο χρώμα της κανέλλας. Βγάλαμε ο ένας τα γυαλιά ηλίου του άλλου, ακουμπήσαμε τα μέτωπά μας (θα μπορούσαν και τα εσώτερά μας να έρθουν τόσο κοντά;), χαμηλώσαμε τα βλέμματα, φιληθήκαμε, και εκεί πάνω στο χώμα κάναμε έρωτα απελπισμένο, εκκρεμή ανάμεσα στο πάθος και την απάθεια. Ήμουν μέσα της όταν είδα τον ουρανό από πάνω μας και της είπα πως μου φάνηκε τόσο σταθερός, σαν να μας προστάτευε από εκείνο που βρισκόταν από πίσω. Της ζήτησα να κοιτάξει. Της έκανα έρωτα και της μιλούσα: Τι είναι από πίσω; Τίποτα, μόνο νύχτα. Ίσως φοβόμαστε κι οι δυο το ίδιο πράγμα… Εσύ δεν φοβάσαι να είσαι μόνος, μου απάντησε, και δεν χρειάζεσαι τίποτα και κανέναν· θα μπορούσες να ζήσεις χωρίς εμένα. Της είπα ότι το να αγαπώ σημαίνει να αγαπώ εκείνη, οτιδήποτε κι αν συμβαίνει ανάμεσά μας· πως ίσως κι οι δυο μας φοβόμαστε να αγαπήσουμε τόσο πολύ. Ύστερα έγειρα πάνω στην κοιλιά της, ενώ επιτέλους χάιδευε τα μαλλιά μου. Μετά τον οργασμό μας, η σιωπηλή απόγνωση.

7. Συνεχίζαμε κάθιδροι σε άλλες πόλεις με αποπνικτικά λεωφορεία, περνώντας χωριά κρυμμένα κάτω από φοίνικες, σπαρμένα σε ατέλειωτα τοπία. Από το μοναδικό κτίσμα που μπορούσε να μας φιλοξενήσει βγήκε ένας άντρας με βρώμικα ρούχα. Ζήτησα δωμάτιο για τρεις και μπήκα να το δω ενώ πίσω μου ο Τάνερ ρώτησε την Κιτ αν πίστευε ότι υποψιαζόμουν κάτι κι εκείνη του απάντησε πως νομίζει ότι ξέρω αλλά δεν γνωρίζω ότι ξέρω. Ο χώρος του φαγητού ήταν ένα δωμάτιο στηριγμένο με κίονα και τοίχους στο πετρόλ που εμείς γνωρίζαμε από τα νοσοκομεία, ένα τετράγωνο άνοιγμα στη στέγη για φως κι ένα σκοτεινότερο δωμάτιο παραμέσα, όπου σιωπούσαν γυναίκες με καλυμμένα πρόσωπα και μικρά παιδιά. Ο άντρας που μας σέρβιρε φορούσε ακόμα πιο βρώμικα ρούχα ενώ ο Τάνερ ψέκαζε παντού για τα έντομα. Στην Κιτ έλειπε το τζιν τόνικ, αλλά παρηγορούνταν με την άποψή μου πως όλοι συνηθίζουν σε οτιδήποτε. Αν ίσχυε αυτό, θα ήταν το τέλος της προόδου, διαφώνησε ο Τάνερ. Η Κιτ πίστευε ότι ισχύει, χωρίς να γνωρίζει αν είναι καλό ή κακό. Τουλάχιστον διασκέδαζα με τον εκνευρισμό του με το φαγητό και την άτακτη φυγή του. Ο Τάνερ, απαραίτητο καύσιμο για την ζήλεια ή τον πλησιασμό μας, απειλή εισβολής στον χώρο που είχαμε μόνο για τους δυο μας, πρόσφορος εραστής - αντίδοτο στην απόγνωση του χαμένου μας πόθου. Φαίνεται πως το κακό φαΐ είναι ο μόνος τρόπος να μείνω μόνος μαζί σου, Κιτ. Στον διάδρομο προς τα δωμάτιά μας την ρώτησα αν θα μπορούσε να είσαι ευτυχισμένη εδώ. Έπρεπε να περιμένω την απάντησή της: Πώς μπορούσε να το ξέρει; Ναι, θα ήταν ευτυχισμένη εδώ αλλά μπορεί να ήθελε να φύγει μετά από τρεις μήνες ή την επόμενη ημέρα. Την άφησα στο δωμάτιό της, στο ίδιο πετρόλ χρώμα, να προσπαθεί να βάλει τάξη στα χαρτιά της, ξυπόλητη, με τα βαμμένα της νύχια ακόμα και εδώ, στην άκρη του κόσμου.

8. Πηγαίναμε ακόμα πιο μακριά, δίπλα δίπλα στο λεωφορείο, που είχε κι αυτό πάρει το χρώμα της ερήμου, πλήρως σκεπασμένο με σκόνη. Στο δωμάτιο άπλωσε τα πλυμένα της εσώρουχα· το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν καθρέφτες εδώ, μου είπε χαμογελώντας και με ρώτησε πώς την έβλεπα· ήθελε να μου αρέσει σε πείσμα κάθε συνθήκης. Έξω, γυναίκες ντυμένες στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια κάθονταν χάμω στις ταράτσες και ξεδιάλεγαν κλαδιά από φοίνικες. Παντού σπίτια από λάσπη και χώμα, με μικρά παράθυρα, με τις στέγες του ενός ταράτσες του άλλου, απαράλλαχτα στους αιώνες. Από ψηλά είδαμε ένα καραβάνι από καμήλες με τους λευκοντυμένους αναβάτες να πλησιάζουν το χωριό. Η έκφρασή της γαλήνεψε· το παρατηρούσε σα να της θύμιζε κάτι που δεν είχε ζήσει. Λίγο αργότερα στεκόμασταν σ’ ένα μέρος με σκόρπιες πέτρες, ίσως νεκροταφείο, και με ρώτησε: δεν σκέφτεσαι ποτέ ότι θα έπρεπε κάπου να σταματήσουμε;

9. Δεν θυμάμαι πότε άρχισα να ψήνομαι από τον πυρετό. Θυμάμαι μόνο τοίχους στο σκούρο πορτοκαλί από την φωτιά που έκαιγε σ’ ένα κωνικό τσουκάλι, άντρες που έπαιζαν μουσικά όργανα ή χτυπούσαν μ’ ένα ξύλο κάτι σπόρους, γυναίκες που έβγαζαν πανηγυρικούς ήχους με την γλώσσα τους, μια νεαρή τυφλή που χόρευε σε έκσταση. Ένας γέρος μου είπε, αν δεν πουλήσεις την ασθένειά σου, δεν θα βρούμε αγοραστή. Όσο επιτάχυνε η μουσική, τόσο περισσότερο τιναζόταν η χορεύτρια και δυνάμωναν τα ουρλιαχτά. Το ίδιο βράδυ πήραμε το μόνο διαθέσιμο λεωφορείο για το Ελ Γκάα, στο Τιμπουκτού. Ριγούσα τυλιγμένος στο σακάκι μου ενώ η Κιτ προσπαθούσε να με σηκώσει, να μη σωριαστώ. Ανάμεσα στα λόγια της άκουσα darling και της είπα πως πρώτη φορά με έλεγε έτσι. Χαμογέλασα γερμένος στο στήθος της, τρέμοντας σύγκορμος. Το στήθος της, η ζεστή μου σωτηρία, η κοσμική μου κρυψώνα. Δεν θα φτάναμε πριν το επόμενο μεσημέρι. Κυλούσαμε στον σκοτεινό δρόμο, κατρακυλούσα στα δικά μου σκοτάδια.

10. Φτάσαμε έξω από την περίκλειστη πόλη στο σκονισμένο φως, αλλά κατέρρευσα μόλις κατέβηκα από το λεωφορείο. Η Κιτ με πήγε κάτω από κάτι αψίδες, όπου έβρισκαν σκιά άνθρωποι και κατσίκες. Αναζητούσε το ξενοδοχείο μας και κάποιος προθυμοποιήθηκε να την οδηγήσει, μόνη μαζί του, μέσα από ανήλιαγα, σκεπαστά στενά. Σε μια αδιέξοδη πλατεία το ξενοδοχείο παρέμενε ερμητικά κλειστό εξαιτίας μιας επιδημίας που μόλις μάθαινε πανικόβλητη. Προσπαθούσε να σκεφτεί και αφέθηκε πάλι στο οδηγό της για την αναζήτηση ενός φορτηγού ενώ με βρήκε παραζαλισμένο να προσπαθώ να σηκωθώ και να αφεθώ στην οργιαστική μουσική που ήδη έπαιζαν γύρω μου, σα να ήταν η ύστατή μου ευκαιρία για ζωή. Ούρλιαζε να μη με ρουφήξουν η νταρμπούκα και η ρίτα - το αραβικό τουμπελέκι και ο ζουρνάς.

11. Ξανά στο δρόμο, στα ατέλειωτα τοπία της ερήμου και των αμμόλοφων, ενώ οι οάσεις με τους φοίνικες υπόσχονταν μια άλλη ζωή. Το φορτηγό μας πήγε στο Sba, όπου βρισκόταν ένα φρούριο. Ενοχλημένος ο Γάλλος διοικητής του οχυρού μάς έδωσε ένα δωμάτιο και μερικά χάπια. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω, «δεν είμαστε στο Παρίσι». Η Κιτ με ξυπνούσε κάθε τόσο για να μου τα δώσει, ενώ ο ήλιος στους τοίχους άλλαζε θέση. Ο τρόμος της καταλάγιασε σε αγωνία και βγήκε έξω από την πύλη για να δει την ανείπωτη ομορφιά. Ο ήλιος χρύσιζε τα πάντα –τους παραπόταμους στο βάθος, τον αχανή ορίζοντα των ερήμων. Είδε το λικνιστικό βάδισμα των καμήλων, την ουτοπία του συνεχούς δρόμου. Ίσως αυτό τελικά ήταν το δικό της τοπίο, και έπρεπε να το περπατήσει ξυπόλητη. Έβγαλε τα παπούτσια της για να κυλήσει η άμμος, σα να τα άδειαζε από το φορτίο ενός άλλου παρελθόντος, και προχώρησε βυθισμένη εντός της.

12. Ήταν βράδυ όταν διέσχιζε ξυπόλητη την πύλη και με βρήκε εξαντλημένο στο ημίφως της κάμαρας· με σκέπασε με το σακάκι της και γραπώθηκε πάνω μου ενώ έξω το μεγάλο αίθριο του κάστρου γέμιζε άμμο. Αργότερα, δεν θυμάμαι αν ήταν δύση ή ανατολή παρά μόνο τον κατακίτρινο ήλιο να φτάνει ως το πρόσωπό μου, και τότε της είπα, όλα αυτά τα χρόνια ζούσα για σένα και δεν το γνώριζα, αλλά τώρα το γνωρίζω. Έφυγα όταν είχε φύγει για να αναζητήσει απεγνωσμένα γιατρό. Όταν γύρισε έγειρε στο ακίνητο σώμα μου, ξυπόλητη, στην εικόνα που μνημείωσε την ταινία μας. Βγήκε έξω, άδεια και απελεύθερη. Είδε την αχανή πορτοκαλιά έρημο, τον βαθυγάλανο ουρανό, τους αμμόλοφους που έμοιαζαν με πούδρα, αεικίνητο γλυπτό που δεν θα τελείωνε ποτέ. Οι καμήλες που περνούσαν μακριά κουβαλούσαν την μνήμη των καραβανιών, την διαδρομή του ονείρου, τον αντικατοπτρισμό της φυγής.

13. Μόνη της πια στην απώτατη ερημιά, θα συνέχιζε την περιπλάνηση αλλά αυτή τη φορά παραδομένη στη ζωή της ερήμου, στην μοίρα ή όπως αλλιώς μεταφράζουμε το ανείπωτο που μας τοπογραφεί εκεί που ζούμε και όπως ζούμε. Ζήτησε να ακολουθήσει ένα καραβάνι βεδουίνων ντυμένων στο σκούρο μπλε, «προσκεκλημένη» ενός νέου με σπινθηροβόλα μάτια, ανεβασμένη σε αυτοσχέδιο κάθισμα πάνω σε μια καμήλα, ενώ τα πόδια της μαλάκωναν στην καμπούρα του ζώου. Λικνιζόταν στον αέρα, μεταξύ γης και ουρανού, ενώ οι νεαροί άντρες φώναζαν τις τελετικές τους ιαχές. Άλλοτε περπατούσε ξυπόλητη δίπλα του (και ίσως απορούσε πώς και δεν ζεματίζονταν οι πατούσες της). Όταν έφτασε στο χωριό τους την είχε ήδη ντύσει σαν βεδουίνο, είχε θάψει τα ρούχα της στην έρημο και την έτρεξε ανάμεσα σε περάσματα και γωνιές ως ένα δωμάτιο σε μια ταράτσα, να κοιτάζει ανάμεσα από τις χαραμάδες τη νέα της ζωή. Οι άλλες γυναίκες είδαν, κατάλαβαν και στήθηκαν απ’ έξω. Το βράδυ όλοι εκτός από εκείνη μαζεύονταν στις αυλές και τα ανοιχτά δωμάτια που φωτίζονταν με τον αρχαίο τρόπο. Έβλεπε έναν κόσμο αρχαϊκό, περιορισμένο στα ελάχιστα και τα ανύπαρκτα, αναμφίβολα θαυμαστό, από τον οποίον όμως βρισκόταν πάλι παράμερα.

14. Ο άντρας την ξύπνησε τρίβοντας τα πόδια της με κάτι ξερόχορτα βουτηγμένα στο νερό και ύστερα τραβούσε τα δάχτυλά της, προς μεγάλη της ευφορία. Ύστερα της τα έβαλε σε μια λεκάνη με νερό και ονομάτιζε το κάθε τους σημείο αυτός στην γλώσσα του κι εκείνη στην δική της: δάχτυλα, γάμπες, γόνατα, μηροί. Επέστρεφε στο αρχικό αλφάβητο του έρωτα, στην εποχή των ελάχιστων λέξεων. Μια μέρα η Κιτ έσκισε όλες τις σελίδες από τα τετράδιά της (μπορούσα να διακρίνω μερικά σχέδιά της και τη φράση I am blue), τις έκοψε σαν τριγωνικές γιρλάντες και τις κρέμασε από τα δοκάρια του ταβανιού. Η γραφή της διακοσμούσε πια το δωμάτιό της, το σπίτι τους. Ο άντρας ήρθε και την αγκάλιασε στο στομάχι, όπως τεντωνόταν να κρεμάσει τις τελευταίες της λέξεις. Αναγνώρισα καλά το βλέμμα της μετά τον έρωτα, απόμακρο και μοναχικό, με ένα τεράστιο ερώτημα για το μετά. Κοίταξε την βαλίτσα της, που παρέμενε σε μια γωνία.

15. Όταν οι άντρες έφυγαν σε ταξίδι, οι γυναίκες μαζεύτηκαν έξω από το δωμάτιό της και τραγουδούσαν. Βγήκε και τους αποκαλύφθηκε. Όλες σιώπησαν· οι μεγάλες την κοίταζαν άγρια, οι μικρές γελούσαν. Πήγε στην αγορά και επιχείρησε να αγοράσει φαγητό με γαλλικά χρήματα. Η αδυναμία συνεννόησης και η αντίδρασή της προκάλεσε βίαιη συμπεριφορά από τους άλλους. Νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο πίσω στο Οράν, απ’ όπου ξεκίνησαν όλα, χωρίς να μάθω ποτέ αν την είχαν τραυματίσει ή είχε χτυπηθεί από την απώλεια προσανατολισμού των ταξιδιωτών και πόσο καιρό έμεινε εκεί. Θυμήθηκα που είχα διαβάσει για την απώλεια. Μια κυρία από την αμερικανική πρεσβεία την επισκέφτηκε για να κανονίσει την επιστροφή της. Το βλέμμα της σκάλωσε στο πάνω σημείο του πελμάτων της: γεμάτο αραβουργήματα, λες και η Κιτ ήθελε κάτι να κρατήσει από την τέχνη των τόπων που άφηνε πίσω της για πάντα. Η κυρία την πληροφόρησε πως κάποιος κύριος Τάνερ την αναζητούσε μανιωδώς και θα την πήγαινε πρώτα να τον δει, τον είχε ειδοποιήσει να την περιμένει. Όταν βγήκε από το ταξί να τον ειδοποιήσει, η Κιτ είχε ήδη εξαφανιστεί.

16. Τότε ήταν που την είδα τελευταία φορά, να περιπλανιέται στο Οράν με γαλάζια ζακέτα, σκουρότερη γαλάζια φούστα και πέδιλα και να κοιτάζει πίσω από τα κατεβασμένα στόρια ενός κινηματογράφου τις προθήκες της ταινίας Remorques του 1941. Ίσως να αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να συγκινηθεί ποτέ ξανά από οποιαδήποτε κινηματογραφική ερωτική ιστορία, ποιος θα μπορούσε ποτέ να κινηματογραφήσει την δική της. Απέναντι είδε ένα καφενείο και μπορεί να θυμήθηκε την αρχή του ταξιδιού μας. Πλησίασε το τζάμι και χαμογέλασε με ανυπομονησία. Ο συγγραφέας Πολ Μπόουλς την ρώτησε αν έχει χαθεί κι εκείνη του απάντησε καταφατικά, αρχίζοντας ένα χαμόγελο ανυπομονησίας. Είμαι βέβαιος πως θα φρόντιζε ο ίδιος να «ξαναβρεθεί» μέσα σε μια περιπλάνηση που δεν θα τελείωνε ποτέ.

17. Εμείς που νιώθαμε πως είχαμε χάσει τον προσανατολισμό μας μέσα στον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε και θέλαμε να βγούμε από αυτόν, που κάθε πόλη μας έμοιαζε ανεπαρκής για το μεγάλο μας άνοιγμα, για την θέαση ολόκληρου του κάδρου της ζωής, αναζητήσαμε στην έρημο τον αγνότερο τόπο της ομορφιάς. Από την παραθαλάσσια Αλγερία ως τα χωριά της Σαχάρας, κατεβαίναμε όλο και βαθύτερα μέσα της, μέχρι τα όρια της ανησυχίας ή του αγνώστου. Αλλά όσο κι αν μέχρι τότε διαβάζαμε τα πάντα, αδυνατούσαμε τώρα να διαβάσουμε ό,τι βλέπαμε και ζούσαμε. Ίσως η έρημος ήταν πολύ μεγάλη για να χωρέσει το πάθος μας, που απλώθηκε, σκορπίστηκε και χάθηκε στα σημεία του ορίζοντα. Εμείς που θέλαμε να δίνουμε στα πάντα ένα νόημα, ήμασταν μπροστά στην απόλυτη αδειανότητα, στην έρημο που απλά υπήρχε εκεί. Ζαλιστήκαμε από την ανελέητη φωταύγειά της και τις σκιές που δίπλα στον ήλιο ήταν σκοτεινότερες από ποτέ. Μπορεί εκείνοι που ζούσαν σε αυτήν να είχαν φτάσει σε μια μυστική κατανόησή της, αλλά εμείς οι εξωτερικοί, εμείς που τελικά ήμασταν οι «εξωτικοί», μείναμε ευάλωτοι, απροστάτευτοι απέναντι στην αρχαία γη και τις προαιώνιες κοινωνίες της που βρίσκονταν τόσο μακριά από τις αλήθειες που νομίζαμε ότι κρατούσαμε και μας κρατούσαν. Πώς να καταλάβω αν βαδίζαμε προς την γνώση ή προς την λήθη; Πώς θα γνωρίζω αν ήταν ο θάνατός μου που έδωσε εκείνη την νέα πνοή στην σεξουαλικότητα της Κιτ και αφέθηκε άφοβα και μοιρολατρικά στην έρημο; Κι ούτε θα μάθω ποτέ τι θα θυμούνται περισσότερο τα πόδια της από το τελευταίο μας ταξίδι: το βύθισμα στην άμμο, την ζεστή αίσθηση της καμήλας, την τριβή του εραστή με τα ξερόχορτα, την ζωγραφική της μνήμης πάνω τους. Εγώ θα την θυμάμαι γερμένη δίπλα μου σ’ εκείνο το δωμάτιο στην άκρη της ερήμου, ξυπόλητη, να με νοιάζεται και να με κρατάει στη ζωή.

18. Η Κιτ στο αλησμόνητο μυθιστόρημα του Paul Bowles [1949] είναι εξίσου ακαταμάχητη αλλά σε αρκετά σημεία διαφορετική και, ιδίως, υφίσταται πλείστα διαφορετικά πάνδεινα. Η ταινία εκ των πραγμάτων εστίασε σε μεγάλο βαθμό στην ερωτική μας ιστορία, στην ιστορία του Πορτ και της Κιτ, ενώ το βιβλίο εκτείνεται σε περισσότερους φιλοσοφικούς κύκλους, από το Ταξίδι, την Έρημο και τους Πολιτισμούς μέχρι την Φιλία, τον Έρωτα και τον Θάνατο. Και ο συνθέτης Ryuichi Sakamoto μας τύλιξε με ένα εξαίσιο μουσικό θέμα, το μόνο που θα μπορούσε να μας ταιριάξει. Στο καφενείο, λίγο πριν ξαναδώσει ζωή στην Κιτ, ο συγγραφέας πρόφερε τις τελευταίες λέξεις της ταινίας: Επειδή δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε, νομίζουμε ότι η ζωή είναι ένα ανεξάντλητο πηγάδι. Ωστόσο, όλα συμβαίνουν μόνο μερικές φορές, πολύ λίγες στην πραγματικότητα. Πόσες ακόμα φορές θα θυμηθείς κάποιο συγκεκριμένο απόγευμα της παιδικής σου ηλικίας, κάποιο απόγευμα που είναι τόσο βαθιά μέρος της ύπαρξής σου, που δεν μπορείς καν να συλλάβεις την ζωή σου χωρίς αυτό; Ίσως τέσσερις ή πέντε φορές παραπάνω. Πόσες φορές θα δεις την πανσέληνο να ανατέλλει; Πιθανόν είκοσι. Κι όμως, όλα φαίνονται απεριόριστα.

{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: Τσάι στη Σαχάρα (The sheltering sky) του Bernardo Bertolucci, 1990. Η γυναίκα: Debra Winger.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: