Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}


Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους


——— ≈ ———


XXΧ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 20: Οι παραμυθικές

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}



Πρώτα άκουσα το τραγούδι. Η διαπεραστική μελωδία κι ο βηματιστός ρυθμός διέχυναν την ευεξία τους μέσα από τις μικρές γκρίζες τρύπες του φορητού ραδιόφωνου. Ύστερα κατέγραψα τους στίχους στο τετράδιο των πολύτιμων σημειώσεων. Ακολουθούσαν σε διπλανές στήλες δυο μεταφράσεις, η πιστή και η ελεύθερη. Η επόμενη σελίδα έμενε λευκή, για την μετατροπή τους σε μια σύντομη ιστορία, ανεξάρτητη από τα χωροχρονικά δέσμια του τραγουδιού. Έτσι ήταν τότε οι ακροαστικές τελετές.

Ήταν το Raindrops keep falling on my head από κάποιον B.J. Thomas. Το έβαζα, γυρνούσα την κασέτα στην αρχή, το ξανάβαζα. Ο τύπος μου έλεγε πως οι σταγόνες της βροχής συνεχίζουν να πέφτουν στο κεφάλι του και τίποτα δεν πάει καλά, οπότε άρχισε να μιλάει με τον ήλιο και του είπε στα ίσια πως δεν του αρέσει έτσι όπως αυτός τα κανόνισε. Ήξερε πως η βροχή δεν σταματάει με τα παράπονα και φυσικά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κλάψει γιατί ήταν ελεύθερος και δεν τον ανησυχούσε τίποτα. Για ένα πράγμα ήταν βέβαιος και το αφήνω αμετάφραστο, για να μη χαθεί το χαμόγελο μιας τριπλής ομοιοκαταληξίας: The blues they send to meet me won't defeat me, it won't be long till happiness steps up to greet me.

Μάθαινα λοιπόν πως εκείνα που με βασάνιζαν, παρά την μεταφορά, έχουν μπλε αποχρώσεις και πως υπάρχουν και αυτουργοί που μου τα έστελναν, «αυτοί», κι έτσι είχα μπροστά μου έναν ορατό αντίπαλο που όφειλα να νικήσω: αποστολείς μπλε μορφών που ενσάρκωναν όσους και όσα με ταλαιπωρούσαν. Όταν γνωρίζεις τον εχθρό αποκτάς σημαντικό πλεονέκτημα στις μάχες. Το κομμάτι έγινε ο ύμνος μιας καθημερινής αναμέτρησης. Μπορεί να αδυνατούσα να τηρήσω την αγέρωχη στάση του τραγουδιστή, μπορεί να συννέφιαζα από πάνω κι από μέσα και τελικά να βρεχόμουν από ψιχάλες ή κλάματα, όμως το σιγοτραγουδούσα, έστω και αμυνόμενος.

Αργότερα είδα μια μαγευτική φωτογραφία από μια ταινία, χωρίς την παραμικρή αναφορά στην υπόθεση, παρά μόνο στον τίτλο της: Butch Cassidy and the Sundance Kid. Ένα ζευγάρι πάνω σ’ ένα ποδήλατο, ο άντρας ήταν ο μετέπειτα γνωστός μου Πολ Νιούμαν, η γυναίκα ήταν μια όμορφη μελαχρινή. Είχε όλα τα μάκρη τής τότε θηλυκότητας: στο σώμα, στα μαλλιά, στο φόρεμα. Χαμογελούσαν, έμοιαζαν ερωτευμένοι κι έλαμπαν φως ολόφωτο αλλά δυο πρωτοφανείς πρωτοτυπίες απογείωναν την ζευγαρωτή ποδηλασία – εκείνη ήταν ξυπόλητη και καθόταν μπροστά από το τιμόνι, σε μια επικίνδυνη ισορροπία που όμως βρισκόταν με το μέρος τους!


Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969) Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969)

 

 

Τότε που οι παλαιότερες ταινίες δεν παίζονταν στην μεγάλη οθόνη και είχαν μερικές μόνο πιθανότητες για την μικρή, αρκούσε μια φωτογραφία για να φτιάξω απ’ την αρχή το φιλμ: αυτοί σίγουρα ήταν ζευγάρι που χωρίς καμιά έγνοια κυλούσαν σε χωματόδρομους και λιβάδια τουλάχιστον δυο φορές την ημέρα, μια το πρωί για να υμνήσουν τα όσα τους περίμεναν, και μια αργά το απόγευμα, για να συνοψίσουν τα όσα μοιράστηκαν. Ή για να γιορτάσουν τις νυκτόβιες αγκάλες που, αντίστοιχα, προηγήθηκαν ή ακολουθούσαν. Όμως γνώριζα πως με τέτοιες ιστορίες δεν γράφονται βιβλία ούτε γυρίζονται ταινίες. Ποια τέχνη αρκείται στην ξερή ευδαιμονία; Θα είχαν λοιπόν κι αυτοί την Οδύσσειά τους αλλά τι είδους τρικυμίες τους περίμεναν; Θα τις διέσχιζαν ως χαμογελαστοί συνοδηγοί; Αγόρασα τα βασικά σύνεργα –ένα καπέλο, ένα λευκό πουκάμισο, ένα ποδήλατο– και περίμενα.

Κάποτε έφτασε η στιγμή και μπήκα στην ταινία αντί του τυχερού άντρα αλλά αιφνιδιάστηκα. Δεν με πείραξε που ήμουν ένας διαβόητος ληστής που μαζί με τον έτερο συνέταιρο Sundance Kid λυμαινόμασταν τις αχανείς εκτάσεις της Άγριας Δύσης και σταματούσαμε μέχρι και τραίνα για τον καθημερινό επιούσιο. Άλλωστε στις χίλιες κινηματογραφικές μου ζωές ήταν εκατοντάδες οι φορές που βρέθηκα στις παράνομες όχθες του ηρωισμού. Άλλη ήταν η απογοήτευσή μου: η εμφάνιση της αγαπημένης μου καθυστερούσε ύποπτα. Γύρω στο 27ο λεπτό της συμπυκνωμένης μου 90λεπτης βιογραφίας έφτασα μ’ ένα ποδήλατο ως το σπίτι της. Εκείνη κοιμόταν ακόμα. Δίπλα της ήταν ο Σάντανς Κιντ. Τι συνέβαινε; Δεν ήταν δική μου;

Τραγούδησα έξω από το παράθυρό της και κατάλαβε ότι την περίμενα. Ξεχύθηκε από το κρεβάτι με λευκό της ένδυμα (που τελικά μάλλον ήταν νυχτικό), ενθουσιάστηκε με το ποδήλατό που μόλις τότε εμφανιζόταν στον κόσμο, (ιδού το νέο άλογο της φώναξα, ή κάτι ανάλογο), σκαρφάλωσε πάνω του κι αρχίσαμε την βόλτα. Όσο κι αν ήμουν προετοιμασμένος από την φωτογραφία, δεν χόρταινα την μορφή της, έτσι όπως κλυδωνιζόταν ξυπόλητη και χαμογελαστή στα οχτάρια του δίκυκλου. Και τότε άρχισε εκείνο το τραγούδι! Η έκπληξη ήταν μεγάλη. Κάπως έτσι τηρουμένων των αναλογιών ένιωσαν και οι θεατές όταν ξαφνικά θα άκουσαν το τραγούδι στην ταινία, γιατί κι εκείνοι δεν το περίμεναν, καθώς ο δίσκος κυκλοφόρησε πριν την προβολή. Τα τρία λεπτά που η μελωδία αγλάιζε την κούρσα της ήταν αξέχαστα. Για τέτοιους συνδυασμούς ήμουν ευτυχής που έβλεπα κι έπαιζα κινηματογράφο. Είχε γραφτεί αποκλειστικά για την ταινία και αδυνατούσα να δεχτώ πως βρισκόμουν μπροστά σε μια αδιανόητη σύμπτωση. Σ’ όλα αυτά υπήρχε κάποιο μήνυμα για μένα.

Προς το παρόν εκείνο, βρήκα ένα ρήμα ταιριαστό με το ευδαιμονικό μας τρέξιμο πάνω στις ρόδες: ροδίζαμε. Ροδίζαμε στα μονοπάτια και στους αγροτικούς δρόμους, περνούσαμε ξυστά από δέντρα – πρόλαβε μάλιστα κι έκοψε ένα μήλο να το γευτούμε, σαν μια Εύα σε Νέα Εδέμ. Κι ύστερα όταν σταματήσαμε έξω από έναν αχυρώνα, έτρεξε στον πάνω όροφο και πήρε θέση στο παράθυρο για το δικό μου θέαμα, «ισορροπία πάνω στο ποδήλατο και θεαματική πτώση». Τι μπορούσε λοιπόν να θαμπώσει εκείνη την περίλαμπρη ζεύξη μας; Το τελευταίο που θα περίμενα: Η Έτα Πλέις, όπως ονομαζόταν, δεν ήταν καν δική μου. Είχε αφήσει ζεστό το κρεβάτι που μοιραζόταν με τον εταίρο μου. Ήταν δική του ερωμένη, όχι δική μου. Εμάς μας συνέδεε η παράξενη, ακατάτακτη στα λεξικά φιλία που συνδέει μια σύντροφο με τον φίλο του συντρόφου της. Άραγε θα είχαμε σχέση αν σε είχα γνωρίσει πρώτο; με είχε ρωτήσει λίγα λεπτά πριν στην βόλτα και της απάντησα Μα έχουμε σχέση Έτα. Είσαι πάνω στο ποδήλατό μου. Σε μερικές αραβικές χώρες αυτό ισοδυναμεί με παντρειά. Οι πρώτες δυο προτάσεις έγιναν πολύτιμο φιλοσοφικό επίγραμμα. Αν δεν μπορώ να έχω μια γυναίκα, αρκεί να βρεθεί στο ποδήλατό μου και για τις στιγμές της περιπλάνησης γίνεται η δική μου αγαπημένη. Αργότερα ο κανόνας επεκτάθηκε αναλογικά και σε μοτοποδήλατο, μηχανάκι και μηχανή. Έτσι και τώρα, ο έρωτας συμπυκνωνόταν σε τόπο κινούμενο και σε χρόνο χωμένο μέσα σ’ ένα απόλυτο παρόν. Για τα λίγα λεπτά της τροχιοδρόμησης, ήμασταν εραστές. Επιστρέψαμε αργά και τρυφερά, όχι χωρίς μια ελαφριά μελαγχολία.

Στην υπόλοιπη ζωή ήμουν ο φίλος της φίλης του φίλου μου και στα διαλείμματα από τις «δουλειές» μας πηγαίναμε στο σπίτι της. Εκείνη γνώριζε τα πάντα και ανησυχούσε πως κάποτε θα την επισκεφτούμε ολοκληρωτικά ξέπνοοι και αναίσθητοι – απέφευγε να πει την αμετάκλητη λέξη. Σ’ εκείνες τις ανέμελες ανταύγειες ανάπαυλας μας απολαμβάναμε την φιλοξενία της και τα ξεχνούσαμε όλα. Κάποια στιγμή όμως οι διώκτες μας άρχισαν να μας πλησιάζουν και αποφασίσαμε να πάμε στην Βολιβία, στον παράδεισο των ελεύθερων ληστών. Η Έτα προθυμοποιήθηκε να εγκαταλείψει την δουλειά της ως δασκάλα και να έρθει μαζί μας. Θυμάμαι την άφιξή μας με τραίνο σ’ έναν εγκαταλειμμένο, σχεδόν ερειπωμένο σταθμό: κότες και γουρουνάκια σουλάτσαραν ανάμεσα στα ξερόχορτα κι ένα λάμα στάθηκε να μας παρατηρήσει. Αυτό ήταν ο παράδεισος; Κι όμως, θριαμβεύσαμε σε μερικές σπαρταριστές, λόγω ασύμβατων γλωσσών, ληστείες και κάποτε όταν ξανά μας έσφιγγε ο κλοιός των νόμιμων, αποφασίσαμε να γίνουμε τίμιοι. Αναζητήσαμε δουλειά αλλά μας προσέλαβαν ως φρουρά στην έφιππη κρατική μισθοδοσία. Πώς ν’ αγιάσουμε; Αφού ήμασταν αυτό που ήμασταν. Όμως δεν σκοτώσαμε ποτέ, παρά μόνο όταν απειληθήκαμε από άλλους ληστές σε κάτι ερημιές.

Μια μέρα η Έτα μας είπε πως δεν αντέχει άλλο και πως επιθυμεί να επιστρέψει. Είχε κουραστεί από μια ζωή στον δρόμο και στο κυνηγητό, θρηνούσε και την απώλεια ενός ράντσου που αγαπούσε πίσω στα πάτρια. Γνωρίζαμε πως θα το έκανε και πως δεν υπήρχε περίπτωση να την μεταπείσουμε. Αγκαλιαστήκαμε σιωπηλά κι οι τρεις στο φως του σούρουπου. Δεν υπήρχε κανένας μελοδραματισμός στην σκηνή, ούτε πουθενά αλλού στην ταινία. Αρκούσαν τα γεγονότα όπως συνέβαιναν, ήταν από μόνα τους βαθιά και δεν χρειάζονταν άλλο σκάψιμο. Εμείς συνεχίσαμε γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Δεν σκεφτήκαμε, ή αδιαφορήσαμε για το ενδεχόμενο κάποια στιγμή οι ράθυμες τοπικές αστυνομίες να καλέσουν τον βολιβιανό στρατό. Ακόμα κι όταν βρεθήκαμε περικυκλωμένοι σε κάτι χαλάσματα κάναμε σχέδια για κάποιο νέο τόπο, σκεφτήκαμε και την ελληνική γη. Τελικά δοκιμάσαμε μια ηρωική έξοδο ανάμεσα σε καταιγισμό σφαιρών. Πηγαίναμε χαμογελαστοί προς τον ήλιο. Μετά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο.

Αναζήτησα την ιστορία Έτα Πλέις, πεπεισμένος πως πρόκειται για μια σπάνια γυναίκα. Ποια ήταν, τι ομορφιά είχε, τι απέγινε; Μάζεψα λόγια που ακολούθησαν φήμες ή το αντίστροφο, κι ιστορίες αδιασταύρωτες, καπνισμένες από καπνούς χωρίς φωτιά, που ίσως την συναρμολογούν, ακόμα κι αν δεν ισχύουν. Λεγόταν ότι εργαζόταν σ’ ένα περίφημο πορνείο στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, όπου σύχναζαν τα μέλη της ευρύτερης συμμορίας κι ότι αρχικά ήταν δική μου ερωμένη. Το 1909 κάποια μυστηριώδης γυναίκα που της έμοιαζε ήρθε σε επικοινωνία με τον υποπρόξενο των ΗΠΑ στην Χιλή και ζήτησε την βοήθειά του για να πάρει ένα πιστοποιητικό θανάτου του Σάντανς (το έγγραφο δεν εκδόθηκε ποτέ). Υπάρχουν ενδείξεις πως την ίδια εποχή μετά τον θάνατό του πήγε στην Παραγουάη όπου παντρεύτηκε ενώ σύμφωνα με μια αναφορά στο Πρακτορείο Πίνκερτον, το «μεγαλύτερο ιδιωτικό γραφείο ερευνών» όπως διαφημιζόταν, μια γυναίκα με τα χαρακτηριστικά της σκοτώθηκε σ’ έναν οικιακό καυγά με πιστόλια στην Αργεντινή. Σύμφωνα με άλλες αναφορές έγινε ή ξανάγινε πόρνη ή μετακόμισε στη Νέα Υόρκη ή επέστρεψε στην διδασκαλία κάπου στο Κολοράντο ή στο Όρεγκον. Προτιμώ την τελευταία εκδοχή: ποιο παιδί θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η ωραία τους κυρία υπήρξε μια εύθυμη λησταρχίνα; Σε κάθε περίπτωση, η ταυτότητά της παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα στην ιστορία του «western».

Δυο γεγονότα όμως είναι βέβαια: πως λήστεψε μαζί μας μια τράπεζα στην Αργεντινή και κυνηγημένοι διασχίσαμε τις πάμπες και τις Άνδεις και βγήκαμε στην Χιλή και πως δεν έφυγε μόνη της αλλά ο ευγενής σύντροφός της την συνόδεψε από το Βαλπαραΐσο στο Σαν Φρανσίσκο κι επέστρεψε στην Νότια Αμερική. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ και χάσαμε οριστικά τα ίχνη της. Ω, Έτα Πλέις, θα μπορούσες να ηρεμείς στο ξύλινο σπιτικό σου δίπλα σε γαλήνιες γαίες, να ανταλλάζεις γνώσεις στις αίθουσες με τα μικρά παιδιά και να αθλείσαι στο καθημερινό αγώνισμα μιας οικογένειας. Αλλά δεν ήσουν έτσι. Αγάπησες έναν έκπτωτο της νομιμότητας που υστερεί μπροστά στον έρωτα. Σίγουρα θα σε έθελγε η ιδέα της φροντίδας δυο αντρών που θα σε προστάτευαν διπλά, η έξαψη της περιπέτειας, ένας νέος τόπος όπου ο ήλιος βασιλεύει διαφορετικά. Έτα παραμυθική, που κρύβεσαι απ’ τον μύθο, που χαμογελούσες στο γλυκύτερο τραγούδι παραμυθίας!

Η ταινία πρότεινε μια εντελώς διαφορετική, καλλιτεχνική μορφή του ληστρικού φιλμ. Οι ρυθμοί της είναι αργοί, οι περιπλανήσεις σε λόφους και βουνά εκτενείς και χωρίς ίχνος περιπέτειας. Αλλά ολόκληρη η μουσική της εκτός από το τραγούδι ήταν αποκλειστικά φωνητική, που εντελώς αρμονικά συνόδευε την παράθεση δεκάδων μαυρόασπρων φωτογραφιών των τριών μας από τα υπέροχα γλεντοκόπια μας στη νέα μας γη – μια απολαυστική σκηνοθετική ιδέα. Ο ίδιος ο συνθέτης Βurt Bacharach έγραψε ότι μόνο πολύ αργότερα έμαθε πως σε κανέναν από την 20th Century Fox δεν άρεσε το τραγούδι. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ που έπαιζε τον Σαντανς Κιντ αναρωτιόταν: Πώς θα ταίριαζε σ’ ένα φιλμ που ήταν γεμάτο καλοκαιρία; Την ώρα εκείνη δεν υπήρχε ούτε ψιχάλα στον ορίζοντα! Αργότερα όλοι παραδέχτηκαν πως έκαναν λάθος: το κομμάτι υμνούσε μια στάση ελεύθερης ζωής. Δυο ριψοκίνδυνοι φίλοι απολαμβάναμε το διάλειμμα από τις εργασίες μας σ’ έναν ήσυχο, ειδυλλιακό τόπο. Ήταν ένα «πλήρες αμερικανικό τραγούδι» που ο συνθέτης εμπνεύστηκε ακριβώς παρακολουθώντας την σκηνή. Κι όσο κι αν οι συνθέτες δοκίμασαν να το προσαρμόσουν σε πιο «γουέστερν» στιλ, ήταν αδύνατον. Η σύνθεση είχε ήδη χτιστεί με τα συγκεκριμένα υλικά ρυθμού και μελωδίας και απέβαλλε οποιαδήποτε άλλη επέμβαση.

Το Raindrops keep falling on my head διασκευάστηκε πλείστες φορές αλλά αγάπησα μόνο την δοκιμή των Manic Street Preachers,  ενός ούτως ή άλλως εξαίσιου ροκ «συγκροτήματος». Ούτε αυτοί δεν διανοήθηκαν να το σκληρύνουν, όμως γνώριζαν πολύ καλά πόσο τους ταίριαζε: λίγους μήνες νωρίτερα ο ένας κιθαρίστας τους, ο Richie Edwards, εξαφανίστηκε κι έκτοτε δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Η πολυτάραχη ζωή του ήταν γεμάτη ενδείξεις επιθυμίας μιας φυγής μακριά απ’ όλα. Ίσως η επιλογή της διασκευής μπορεί να ήταν απαραίτητη για τους ίδιους αλλά κι ένα νεύμα προς εκείνον. Αυτή την εκδοχή διάλεξα για την δική μου προσομοίωση της σκηνής. Υπήρχε ένα κορίτσι που πραγματικά επιθυμούσα μα είχε ήδη βρει τον δικό της Σάντανς. Δεν είχα παρά να της προτείνω να πάμε κάπου με το μηχανάκι χωρίς φυσικά να της ζητήσω ανάλογη αμφίεση ή να την καθίσω μπροστά από το τιμόνι. Φρόντισα όμως να είναι καλοκαίρι ώστε να κρυφοκοιτάζω τουλάχιστον τα πόδια της πάνω στα μαρσπιέ. Αυτή ήταν, άλλωστε, η αστική εκδοχή της «ξυπόλητης» συνοδηγού. Έβαλα διπλό βύσμα στο γουώκμαν, ώστε να το ακούμε κι οι δυο με ακουστικά αλλά και για να αποφύγω κάποια συζήτηση που θα με αποσπούσε από την ποθητή συναίσθηση.

Βγήκαμε στις παρυφές της πόλης, σ’ έναν δρόμο με λεύκες την ώρα που τα φύλλα τους έπαιρναν το χρυσοκίτρινο φως του βορρά. Πηγαίναμε σε μια έρημη βιομηχανική περιοχή, αναζητώντας ένα αυτοσχέδιο καφενείο που λειτουργούσε σε μια εγκαταλειμμένη φάμπρικα. Στα εικοσιπέντε λεπτά της διαδρομής είχαμε σχέση, προσομοιωμένη σε μια σχεδόν κινηματογραφική πραγματικότητα. Όταν έφτασε η ώρα να φύγουμε έβρεχε και προτίμησε να καλέσει ταξί. Επέστρεψα μόνος, με μειωμένη ταχύτητα, για να βραχώ όσο πιο μέσα γινόταν, ώστε να μεταφερθώ σε άλλη ταινία και να ξεπεράσω τον ξαφνικό χωρισμό. Σε μια γωνιά στην άκρη του δρόμου είδα ένα πεταμένο ποδήλατο· μου θύμισε ένα ανάλογο στιγμιότυπο του φιλμ, το ποδήλατο του ήρωά μου ριγμένο σε κάτι απόνερα, λίγο πριν την αναχώρησή μας. Μπαίνοντας στην πόλη, στα πρώτα φώτα της οδού Μοναστηρίου, άρχισε να παίζει το απόλυτο τραγούδι τους, το Motorcycle emptiness,  με την στοιχειωτική συμμετοχή του οριστικά διαφυγόντος κιθαρίστα. Για άλλη μια φορά οι στίχοι χώρεσαν το ανέκφραστο: Under neon loneliness / Motorcycle emptiness.



Μέχρι σήμερα συνεχίζω να πολεμώ τους Μπλε, αλλά εκείνοι πολλαπλασιάζονται ενώ εγώ παραμένω ένας. Όποτε βάζω το τραγούδι παίρνω αισιοδοξία και δύναμη, που συχνά έχουν μόνο την διάρκειά του, σαν τις σχέσεις που αιωρούνται στην δίκυκλη συνοδήγηση. Όπως και η πραγματική Έτα Πλέις, έτσι και η δική μου δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε. Ούτε κατάφερα να μάθω αν εκείνο το ρόδισμα ήταν σκηνοθετική κατασκευή ή μια πιθανή πραγματικότητα. Τι σημασία έχει! Η ξυπόλητη μορφή της με το λευκό ένδυμα μοιάζει η ακριβέστερη εικόνα του ανεκπλήρωτου έρωτα.

{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }


Η ταινία: Butch Cassidy and the Sundance Kid (George Roy Hill, 1969). Η γυναίκα: Katharine Ross. Τα τραγούδια: Raindrops keep falling on my head (Β.J. Thomas, 1969, Manic Street Preachers, 1992), Motorcycle emptiness (Manic Street Preachers, 1995).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: