Σε πρωτογνώρισα στις πρωτόγνωρες ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του σκηνοθέτη που σε φιλοτέχνησε με σπάνια μα εντελώς μοντέρνα πορτρέτα της σύγχρονης τότε γυναίκας σε φόρμες όχι άγνωστες στην κλασική λογοτεχνία αλλά αδιανόητες μέχρι τότε στην κινηματογραφία. Επί δεκαετία σύντροφος και μούσα του και κατά δεκαεννέα χρόνια νεαρότερη, στα χέρια του πλάστηκες και ωρίμασες ως μια γυναίκα που δεν αρκούνταν στην πραγματικότητα αλλά αναζητούσε εκείνο που η ίδια όριζε ως έρωτα και ζωή. Ανάμεσα σε χαρακτήρες που έμοιαζαν με στατικά αντικείμενα και μέσα σε πλάνα σαν πίνακες ή φωτογραφίες, εσύ προσπαθούσες να είσαι λιγότερο στεγανή, λιγότερο ερμητική, και η σχεδόν υπνωτιστική ομορφιά σου θα έμενε για πάντα ως έργο τέχνης μέσα σε έργο τέχνης.
Στην Περιπέτεια ήρθες ως Κλαούντια και αρχικά εμφανίστηκες ως παραπληρωματική της Άννα που φαινόταν να είναι η κεντρική ηρωίδα. Είχε μόλις υποδεχτεί τον εραστή της Σάντρο από ένα ακόμα ταξίδι του και σχεδιάζατε έναν πλου με γιοτ στα μεσογειακά νερά. Τον υποδέχτηκε χωρίς χαμόγελο λόγω των συνεχών απουσιών, σου είχε άλλωστε ήδη εκφράσει την πικρία της. Έκαναν πάντως έρωτα ενώ από κάτω περίμενες για πολλή ώρα, κοιτάζοντας το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου τους, κάποτε πατώντας διστακτικά στο κατώφλι της κάτω πόρτας. Στο ταξίδι συναντηθήκατε με άλλα φιλικά ζευγάρια, εξίσου απόμακρα, και κάνατε στάση στα Αιολικά Νησιά όπου η Άννα για άλλη μια φορά παραπονέθηκε στον Σάντρο και ύστερα… εξαφανίστηκε. Την αναζητήσατε στο έρημο νησί, στους απότομους βράχους, σε πιθανές κρυψώνες. Δεν ξέρατε τι να σκεφτείτε: κρυβόταν κάπου για να τον ταλαιπωρήσει, είχε κάποιο ατύχημα, γνώριζε κάτι ο γέρος ψαράς που εμφανίστηκε στο έρημο καλύβι όπου διανυκτερεύσατε, αυτοκτόνησε; Βρήκε κάποιο τρόπο να διαφύγει με την βάρκα που ακούστηκε παραπέρα; Την εξαφάνισε ο ίδιος Σάντρο;
Προτού αποχωριστείτε για να ψάξετε στην πόλη της, μόλις που απέφυγες το αναπάντεχο φιλί του Σάντρο. Σε συνάντησε στον σταθμό του τραίνου καθώς επιβιβαζόσουν για Παλέρμο και του ζήτησες με απελπισμένο ύφος να μείνετε μακριά. Κατέβηκε αλλά ξανανέβηκε αμέσως, υποστηρίζοντας πως δεν μπορείτε να πάτε ενάντια στις επιθυμίες σας, μόνο να δείτε τα πράγματα όπως είναι. Αναρωτήθηκες τι υπήρχε να πείτε, ειδικά εκείνη την στιγμή. Κι ύστερα αναζήτησες λίγη ευθυμία στο άκομψο φλερτ ενός ζευγαριού στο παραδιπλανό κουπέ. Μπορεί να κατέβηκε στον επόμενο σταθμό αλλά παρέμενε στη σκέψη σου.
Αρχίσατε να την ψάχνετε μαζί· είδατε κάποιον φαρμακοποιό που ισχυριζόταν πως της πούλησε ηρεμιστικά και μάθατε πως θα πήγαινε στο χωριό Νότο στη νότια Σικελία. Κάνατε στάση σε ένα από τα νεόκτιστα χωριά-φαντάσματα του μεταπολεμικού εποικισμού της υπαίθρου με τις τεράστιες μονοκόμματες εκκλησίες, που αντέγραφαν την φασιστική αρχιτεκτονική του τριάντα αλλά ποτέ δεν κατοικήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν γρήγορα. Ο λόφος σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν η πρώτη σας κλίνη. Όταν φτάσατε στο Νότο μπήκατε από αμηχανία σ’ ένα χρωματοπωλείο και του ζήτησες να σου πει ότι σε αγαπάει. Κι ύστερα, έξω, γερμένη σ’ έναν τοίχο, υπαναχώρησες και μόνο με την σκέψη ότι λίγες μέρες πριν μπορεί να έλεγε τα ίδια στην Άννα.
Μέσα στην απόγνωσή σου έβρισκες στιγμές ευφροσύνης, ιδίως όταν εκείνος κατά λάθος τράβηξε το σκοινί της καμπάνας ενός μεγάλου ναού και ενθουσιάστηκες με την χαρμόσυνη κωδωνοκρουσία που για λίγο σε δέσμευσε με τον τόπο και την στιγμή ή σε ανέβασε σε κάτι πιο ευρύ, διαχρονικό. Σύντομα ξανακατέβηκες αδύναμη στο παρόν κι όταν σου είπε πως ποτέ του ως τότε δεν είχε γνωρίσει γυναίκα να θέλει να δει τα πάντα τόσο καθαρά, αναρωτήθηκες γιατί να μην είναι τα πράγματα λιγότερο σύνθετα. Σου εξομολογήθηκε την απογοήτευση από την αρχιτεκτονική του καριέρα, λέγοντας πως δεν χτίζονται πια όμορφα πράγματα, αλλά τον ενθάρρυνες να μην εγκαταλείψει. Ίσως πίστευες πως η ομορφιά δεν παραιτείται έτσι εύκολα. Σου ζήτησε να παντρευτείτε και αρνήθηκες· δεν ήταν εκεί το θέμα, ποτέ δεν ήταν. Μήπως χωρίς να το αντιλαμβάνεται επιθυμούσε να καταστήσει εσένα το ωραίο και σταθερό κτίσμα της ζωής του;
Τον περίμενες έξω από ένα παλιό ξενοδοχείο ενώ πάνω σου καρφώνονταν τα αρσενικά βλέμματα των περαστικών. Το επόμενο πρωινό σηκώθηκες χαρούμενη, ύψωσες φιλάρεσκα τα γυμνά σου πόδια, τα έντυσες με καλσόν και άρχισες να χορεύεις σ’ ένα τραγούδι της Mina. Δεν έμενε παρά η πολυπόθητη δήλωση της αγάπης του εκείνος σου απάντησε πως την γνωρίζεις ήδη και αναχώρησε για τις υποχρεώσεις του. Χύθηκες στο πάτωμα γιατί μπορούσες να υπάρξεις παρά μόνο μέσα από τον επιβεβαιωμένο έρωτα ενός άντρα και αποκοιμήθηκες εκεί, με το γοβάκι σου δίπλα, για να παραμείνεις, είμαι βέβαιος, στην πρότερη, έστω και στιγμιαία, ευτυχή κατάσταση.
Στην Ταορμίνα ήταν καλεσμένος στο μεγάλο πάρτι του εργοδότη του και μείνατε σε μια σουίτα με χωριστά δωμάτια στο Ξενοδοχείο San Domenico Palace. Σου ήταν αδύνατο να διασκεδάσεις και προτού κοιμηθείς του ζήτησες για τελευταία φορά την επιθυμητή φράση κι όταν εκείνος είπε πως δεν σε αγαπά, είπες κάπως πικρά πως ακριβώς «αυτό αξίζεις», προτού αντιληφθείς πως αστειευόταν. Αργά μέσα στη νύχτα ξύπνησες με κάποιο προαίσθημα, σηκώθηκες με το λευκό σου νυχτικό και τα ανοιχτά πασούμια και χτύπησες την πόρτα του αλλά δεν βρήκες παρά το πουκάμισό του, αραδιασμένο σε μια καρέκλα του διαδρόμου. Το αγκάλιασες και μετά προσπάθησες να γελάσεις με αστείες γκριμάτσες στον καθρέφτη (ή αισθανόσουν ως γελωτοποιός;). Τον αναζήτησες και εξέφρασες σε μια φίλη σου τον φόβο πως η Άννα γύρισε και τον πήρε πίσω. Όμως τον εντόπισες αγκαλιασμένο με μια «συγγραφέα» και πόρνη σ’ έναν από τους καναπέδες του ξενοδοχείου. Τα τελευταία σας πλάνα περιείχαν το βλέμμα σου, την φυγή σου, την συνάντηση σε μια έρημη πλατεία, την λύπη του και το χέρι σου στον ώμο του. Ήταν αδύνατο να ζήσεις χωρίς τον Σάντρο ή οποιονδήποτε άλλο.
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών
LΧV. Οι ξυπόλητες των ταινιών, αρ. 54. Επιστολή στη Μόνικα Βίτι, Α΄
Τελικά η μόνη Περιπέτεια ήταν της γυναίκας που εξαφανίστηκε χωρίς να βρεθεί. Κανείς από τους δυο σας δεν την θρήνησε γιατί γνωρίζατε ότι οι ιδιότητές της ως εραστή και φίλης κάλλιστα αντικαθιστούνταν· περισσότερο αισθανόσασταν ενοχές για την ένωσή σας και ανησυχία για την κοινωνική κατακραυγή που θα ακολουθούσε την ενδεχόμενη αποκάλυψη. Οι άλλοι πάντως σύντομα σταμάτησαν να μιλάνε για την Άννα. Τόσο εύκολα, λοιπόν, ξεχνιέται μια γυναίκα; Ήρθατε κοντά επειδή κι οι δυο προσπαθούσατε να καταλάβετε για ποιο λόγο εξαφανίστηκε ή ακριβώς επειδή εξαφανίστηκε; Μήπως τελικά εκείνη που κινδύνευε να μην βρεθεί ποτέ ήσουν εσύ, έτσι όπως χανόσουν από τον εαυτό σου μέσα σε μια ζωή άδεια από κάθε επικοινωνία; Οι τύποι των διαθέσιμων σχέσεων της εποχής σε άφηναν απομονωμένη, αποξενωμένη και το αρχιτεκτονικό περιβάλλον συμπλήρωνε στην εντέλεια την ξενότητα. Τα σώματά σας έμοιαζαν με κλειστά, ψυχρά αρχιτεκτονήματα, που ακόμα κι αν εντός τους κόχλαζαν από ζωή, εξωτερικά έμοιαζαν απόρθητα. Άλλωστε η αγάπη που αναζητούσες συνθλιβόταν από τα κτίρια μιας άσχημης πολεοδομίας και αργότερα σε όλο και μικρότερα δωμάτια. Ήταν, άραγε, τυχαίο που ο πρώτος σας έρωτας συνέβη σε μια ερημιά έξω, στο φως της ημέρας;
Κι έτσι αναζητούσα απαντήσεις στο ίδιο σου το σώμα. Το πρόσωπό σου στα αμέτρητα κοντινά πλάνα του δικού σου Μιχαήλ Άγγελου ήταν μόνιμα μελαγχολικό, με εξαίρεση τις εξάρσεις της γυναίκας που νομίζει πως είναι ερωτευμένη και εκείνης που αυταπατάται ως προς την ανταπόκριση του εταίρου. Αλλά ήταν τα πόδια σου που έμοιαζαν να θέλουν να ξεφύγουν από την ζωή που τα έβαζες να ζουν. Πρώτα, όταν φτάσατε στο νησί της εκδρομής, έτσι όπως ξάπλωναν σε μια εξέδρα μεταξύ γιοτ και στεριάς, το ένα πέλμα να αγγίζει το ξύλο, το άλλο να δροσίζεται στην αλμύρα· ύστερα όπως ανάδευαν στα ρηχά, και τα κοιτούσες να στάζουν το θαυματουργό νερό. Κι αν με τέτοιες αυτόνομες κινήσεις προσπαθούσαν να ξαναβρούν την φυσικότητα του σώματος, ύστερα περιορισμένα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου αναζήτησαν στον γυμνόποδο χορό ενός τραγουδιού την χαμένη φυσικότητα του ίδιου του έρωτα. Τα παρακολούθησα και στις επόμενες ταινίες σου και κάποιες φορές είδα καθαρά πως ψιθύριζαν εκείνα που δεν μπορούσες ή δεν ήξερες να πεις.
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
_____________
Η ταινία: L’ Avventura (Michelangelo Antonioni, 1960). Η γυναίκα: Monica Vitti