Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

——————————————————
Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών ανα­ζη­τά τις ξυ­πό­λη­τες
γυ­ναί­κες των κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών και μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά τους.
——————————————————

ΧVΙΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 8: Οι νουαρέσσες, Β΄

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Λος Άν­τζε­λες, Ιού­λιος του 1938. Με λέ­νε Γουώλ­τερ Νεφ, εί­μαι ένας τρια­ντα­πε­ντά­χρο­νος ασφα­λι­στής και τρέ­χω σαν δαι­μο­νι­σμέ­νος στους νυ­χτε­ρι­νούς δρό­μους για να πάω στο γρα­φείο μου. Στον τη­λε­φω­νη­τή ομο­λο­γώ στο αφε­ντι­κό μου πως εγώ σκό­τω­σα τον Ντί­τριχ­σον για τα λε­φτά και για μια γυ­ναί­κα, αλ­λά δεν πή­ρα τί­πο­τα απ’ τα δυο. Όλα ξε­κί­νη­σαν τέ­λη Μα­ΐ­ου, όταν πή­γα στο σπί­τι του στην Κα­λι­φόρ­νια για την ανα­νέ­ω­ση της ασφά­λειάς του. Ο ίδιος έλει­πε αλ­λά όταν εμ­φα­νί­στη­κε η σύ­ζυ­γός του από ψη­λά με κοί­τα­ξε μ’ έναν αξέ­χα­στο τρό­πο. Μου ζή­τη­σε να πε­ρι­μέ­νω στο σα­λό­νι και η κά­με­ρα εστί­α­σε στα πό­δια της έτσι όπως κα­τέ­βαι­ναν τις σκά­λες στα πέ­δι­λά τους. Πο­λύ ωραίο το κό­σμη­μα που φο­ρά­τε στο πό­δι σας, ψέλ­λι­σα όταν κα­θί­σα­με κι εκεί­νη κα­τέ­βα­σε το πό­δι της με ψευ­δή συ­στο­λή. Κα­θώς της εξη­γού­σα ένα νέο συμ­βό­λαιο εκεί­νη ήδη απερ­γα­ζό­ταν ένα δι­κό της. Αλ­λά αδυ­να­τού­σα να βγά­λω από το μυα­λό μου το δια­κό­σμη­μα του πο­διού της και την ρώ­τη­σα τι εί­χε γραμ­μέ­νο πά­νω του: το όνο­μά της, Φύλ­λις. Όταν πή­ρα το θάρ­ρος να της πω ότι δεν εί­ναι πια η προ­τε­ραιό­τη­τά μου να δω τον κ. Ν. με γεί­ω­σε: υπάρ­χει όριο τα­χύ­τη­τας σε αυ­τή την πό­λη, κύ­ριε Νεφ. Και στην ερώ­τη­σή μου ποια εί­ναι η συ­νέ­πεια, με απεί­λη­σε με σω­μα­τι­κή τι­μω­ρία. Η δυ­στυ­χής νύ­φη ατυ­χούς γά­μου ήταν η εύ­μορ­φη Barbara Stanwyck, με τις ξαν­θές ψη­λο­κομ­μέ­νες αφέ­λειες μιας άλ­λης επο­χής
Δεν γνώ­ρι­ζα πως η τι­μω­ρία μου εί­χε ήδη ξε­κι­νή­σει. Ήταν αδύ­να­το να την βγά­λω απ’ το μυα­λό μου, το «πώς εκεί­νο το κό­σμη­μα έδε­νε στο πό­δι της». Στο γρα­φείο βρή­κα μή­νυ­μά της: άλ­λα­ζε το ρα­ντε­βού για την με­θε­πό­με­νη μέ­ρα το με­ση­μέ­ρι. Όλως τυ­χαί­ως δεν εί­χε γυ­ρί­σει ακό­μα ο άντρας της και η υπη­ρέ­τρια εί­χε ρε­πό. Έδει­ξε αιφ­νι­δια­σμέ­νη και για τα δυο. Με­ρι­κές φο­ρές περ­νά­με ολό­κλη­ρα απο­γεύ­μα­τα χω­ρίς να πού­με λέ­ξη και μό­νο κά­θο­μαι και πλέ­κω, μου εί­πε. Μ’ εμέ­να δεν θα χρεια­ζό­ταν να πλέ­κεις, της εί­πα, αγνο­ώ­ντας τους κα­νό­νες της τα­χύ­τη­τας. Με προ­σπέ­ρα­σε, μου πρό­τει­νε να του κά­νω ασφά­λεια ατυ­χή­μα­τος εν αγνοία του και αμέ­σως κα­τά­λα­βα πού το πά­ει. Την απο­πή­ρα, την πρό­σβα­λα κι έφυ­γα. Στα­μά­τη­σα σ’ ένα ντράιβ ιν, ήπια, έπαι­ξα μπό­ου­λινγκ, γύ­ρι­σα σπί­τι και κοι­τού­σα έξω από το πα­ρά­θυ­ρο μέ­χρι να νυ­χτώ­σει· αλ­λά το μυα­λό μου δεν ξε­κολ­λού­σε. Το αγκί­στρι ήταν πο­λύ δυ­να­τό - και δεν ήταν πα­ρά μό­νο η αρ­χή.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Σε λί­γο χτύ­πη­σε η πόρ­τα· το ήξε­ρα πως ήταν εκεί­νη. Η ατμό­σφαι­ρα ήταν τό­σο αναμ­μέ­νη που έκαι­γε τα πολ­λά λό­για. –Τι θέ­λεις να κά­νω; –Να εί­σαι κα­λός μα­ζί μου όπως όταν πρω­το­ήρ­θες σπί­τι. –Δεν γί­νε­ται, κά­τι άλ­λα­ξε. Τα πά­ντα εί­χαν αλ­λά­ξει και για τους δυο μας. Άρ­χι­σε να μου μι­λά­ει για την μαρ­τυ­ρι­κή της ζωή στο σπί­τι· ότι ο άντρας της δεν εν­δια­φε­ρό­ταν αλ­λά την κρα­τού­σε κλει­σμέ­νη, σε ση­μείο να μην μπο­ρεί να ανα­πνεύ­σει. Την έδιω­ξα από κο­ντά μου κι αμέ­σως με­τά την άρ­πα­ξα, φι­λη­θή­κα­με και αγκα­λια­στή­κα­με, ομο­λο­γώ­ντας την τρέ­λα μας ο ένας για τον άλ­λον. Βά­λα­με να πιού­με, κα­θί­σα­με, μου έλε­γε πως της φω­νά­ζει όταν ψω­νί­ζει ρού­χα και την χα­στου­κί­ζει όταν εί­ναι με­θυ­σμέ­νος. Άρ­χι­σε ένα σι­γο­κλαί­ει όπως η βρο­χή στο πα­ρά­θυ­ρο. Με ρώ­τη­σε ξα­νά για τα εν­δε­χό­με­να μιας με­γά­λης ασφά­λειας ζω­ής και γνώ­ρι­ζα ότι σκε­φτό­ταν τον θά­να­τό του. Της απέ­κλει­σα την ιδέα αλ­λά άρ­χι­σα να την σκέ­φτο­μαι ο ίδιος.
Γνώ­ρι­ζα κα­λά την «δι­πλή απο­ζη­μί­ω­ση»: κά­ποια ατυ­χή­μα­τα που συ­νή­θως δεν γί­νο­νται πο­τέ πλη­ρώ­νο­νται δι­πλά. Για πα­ρά­δειγ­μα, αν σκο­τω­νό­ταν στο τραί­νο που θα έπαιρ­νε σύ­ντο­μα. Όταν το απο­φά­σι­σα εί­χα πια πα­τή­σει τον δια­κό­πτη· ο και­ρός για σκέ­ψη εί­χε τε­λειώ­σει. Ένα βρά­δυ απο­φά­σι­σε πα­ρά το σπα­σμέ­νο του πό­δι να τα­ξι­δέ­ψει. Άρ­χι­σα με αγω­νία να εφαρ­μό­ζω το σχέ­διο: έφτια­ξα το άλ­λο­θί μου, σφή­νω­σα κάρ­τες στις συ­σκευ­ές του τη­λε­φώ­νου και του κου­δου­νιού ώστε αν τις βρω πε­σμέ­νες να μαρ­τυ­ρή­σουν τυ­χόν χτύ­πη­μα, κρύ­φτη­κα στο αμά­ξι της και ξε­κί­νη­σα για το αε­ρο­δρό­μιο. Λί­γο πριν φτά­σου­με του έσπα­σα το σβέρ­κο (η κά­με­ρα έδει­χνε μό­νο την έξα­ψη στο ικα­νο­ποι­η­μέ­νο της πρό­σω­πο), κι έτσι στο τραί­νο εμ­φα­νί­στη­κα εγώ με τα στοι­χεία του. Πή­γα στο πί­σω μπαλ­κό­νι του τε­λευ­ταί­ου βα­γο­νιού, έστει­λα έναν πα­ρεί­σα­κτο που μου έπια­σε την κου­βέ­ντα να μου φέ­ρει τα ξε­χα­σμέ­να μου πού­ρα από την κα­μπί­να και πή­δη­ξα στις ρά­γες, ενώ εκεί­νη με πε­ρί­με­νε με το αμά­ξι σ’ έναν συμ­φω­νη­μέ­νο πα­ρά­δρο­μο. Εκεί ρί­ξα­με το σώ­μα του νε­κρού. Ανα­ρω­τιό­μουν για την Φύλ­λις, μή­πως τώ­ρα θα έσπα­γε. Όχι, ού­τε δά­κρυ, ού­τε ένα παί­ξι­μο στο βλέ­φα­ρό της.

Έσπευσα να συναντήσω την Φύλλις στο σούπερ μάρκετ, όπως συνηθίζαμε,
Έσπευσα να συναντήσω την Φύλλις στο σούπερ μάρκετ, όπως συνηθίζαμε,

Η νε­κρο­ψία συμ­φώ­νη­σε με το σχέ­διό μας: μπερ­δεύ­τη­κε στις πα­τε­ρί­τσες κι έπε­σε. Το αφε­ντι­κό μου δεν πεί­στη­κε· που­θε­νά δεν θυ­μό­ταν θα­νά­σι­μη πτώ­ση από τραί­νο με 25 χι­λιό­με­τρα την ώρα. Και πώς γί­νε­ται ένας άν­θρω­πος να κά­νει ασφά­λεια θα­νά­του σε τραί­νο και σε δυο βδο­μά­δες με­τά να σκο­τω­θεί με αυ­τό τον τρό­πο; Οι κα­τα­ρα­μέ­νες του προ­αι­σθή­σεις… Έσπευ­σα να συ­να­ντή­σω την Φύλ­λις στο σού­περ μάρ­κετ, όπως συ­νη­θί­ζα­με, ώστε ακό­μα κι αν μας δουν να φαί­νε­ται τυ­χαίο. Κά­θε φο­ρά ψι­θυ­ρί­ζα­με αγω­νιω­δώς ανά­με­σα στους δια­δρό­μους με τις κον­σέρ­βες. Φο­βά­σαι; Όχι αυ­τόν, εμάς. Το κά­να­με να εί­μα­στε μα­ζί αλ­λά τώ­ρα ανα­γκα­ζό­μα­στε να εί­μα­στε μα­κριά.
Όταν με επι­σκέ­φτη­κε η Λό­λα, η κό­ρη του συ­ζύ­γου της, αιφ­νι­διά­στη­κα. Την εί­χα ήδη γνω­ρί­σει στο σπί­τι τους, την εί­χα συ­νο­δεύ­σει μέ­χρι τον φί­λο της. Μου εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε σχε­δόν συ­ντε­τριμ­μέ­νη ότι η Φύλ­λις ως νο­σο­κό­μα της μη­τέ­ρας της ήταν ολο­φά­νε­ρα υπεύ­θυ­νη για τον θά­να­τό της και προ­χθές την εί­δε να προ­βά­ρει μαύ­ρο κα­πέ­λο. Και τις δυο φο­ρές εί­χε εκεί­νο το αδί­στα­κτο βλέμ­μα. Ήταν βέ­βαιη πως αυ­τή σκό­τω­σε τον πα­τέ­ρα της, και σκό­πευε να μι­λή­σει. Κι ύστε­ρα πά­λι, το αφε­ντι­κό μου ολο­έ­να και κύ­κλω­νε το μυ­στή­ριο. Βρή­κε τον συ­νε­πι­βά­τη του τραί­νου που βε­βαί­ω­νε πως ο συ­νο­μι­λη­τής του δεν ήταν ο ει­κο­νι­ζό­με­νος των εφη­με­ρί­δων. Ήταν πια βέ­βαιος πως επρό­κει­το για έγκλη­μα της γυ­ναί­κας κι ενός άλ­λου που, δεν μπο­ρεί, «σύ­ντο­μα θα εμ­φα­νι­στεί, κά­που, κά­πο­τε θα συ­να­ντη­θούν – από αγά­πη, από μί­σος δεν έχει ση­μα­σία. Δεν θα μπο­ρούν να μεί­νουν μα­κριά. Δεν εί­ναι σε τρό­λεϊ ώστε να κα­τέ­βουν σε δια­φο­ρε­τι­κή στά­ση. Έχουν κολ­λή­σει μα­ζί και πρέ­πει να πά­νε μέ­χρι το τέ­λος της δια­δρο­μής».
Όταν η Λό­λα με ενη­μέ­ρω­σε πως πα­ρα­κο­λου­θού­σε τον φί­λο της να πη­γαί­νει κά­θε βρά­δυ στην μη­τριά της, πά­γω­σα. Εί­ναι δυ­να­τό να με χρη­σι­μο­ποί­η­σαν μό­νο και μό­νο για να φύ­γουν οι δυο τους με τα λε­φτά; Της τη­λε­φώ­νη­σα να με πε­ρι­μέ­νει το βρά­δυ με σβη­στά φώ­τα και ξε­κλεί­δω­τη πόρ­τα. Κα­θό­ταν στην πο­λυ­θρό­να, ομορ­φό­τε­ρη από πο­τέ, με την λευ­κή της ρό­μπα. Ξε­κί­νη­σα πρώ­τος: Ήρ­θα να σου πω αντίο -– Πού πας; -– Εσύ εί­σαι αυ­τή που πας, όχι εγώ. Μου έδω­σε μια πει­στι­κή δι­καιο­λο­γία για όλα κι όταν πλη­σί­α­σα το πα­ρά­θυ­ρο (τι μας κά­νει να τρα­βά­με τις κουρ­τί­νες και να κοι­τά­ζου­με τον δρό­μο; νο­μί­ζου­με πως έτσι λη­σμο­νού­με για λί­γο το πα­ρόν;) με πυ­ρο­βό­λη­σε με το πε­ρί­στρο­φο που εί­χε κρυμ­μέ­νο κά­τω από το μα­ξι­λά­ρι της πο­λυ­θρό­νας όπου κα­θό­ταν και την μέ­ρα που με σα­γή­νευ­σε. Η αστο­χία της χτύ­πη­σε μό­νο το χέ­ρι μου. Δεν τρά­βη­ξε την σκαν­δά­λη δεύ­τε­ρη φο­ρά, επει­δή κα­τά­λα­βε, μου εί­πε, πό­σο μ’ αγα­πού­σε. Τρά­βη­ξα εγώ την δι­κή μου, δί­νο­ντας τέ­λος σε αλή­θειες και ψέ­μα­τα. Έφτα­σα χτυ­πη­μέ­νος στο γρα­φείο και άρ­χι­σε η εξο­μο­λό­γη­σή μου και η ται­νία.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Επέ­στρε­ψα στην έγ­χρω­μη ζωή ανα­κου­φι­σμέ­νος. Για άλ­λη μια φο­ρά οδη­γή­θη­κα σε δια­φο­ρε­τι­κό συ­μπέ­ρα­σμα από τις προη­γού­με­νες πη­γές μου κι αυ­τή τη φο­ρά η δια­πί­στω­ση ήταν εξω­φρε­νι­κή και πα­ρά­λο­γη, πλην απρο­κά­λυ­πτα απο­κα­λυμ­μέ­νη από τις έμπι­στες νουα­ρέσ­σες μου. Στον αλη­θέ­στα­το κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό κό­σμο ήταν κυ­ρί­ως οι πα­ρά­νο­μες και οι απα­γο­ρευ­μέ­νες που γύ­μνω­ναν απρο­κά­λυ­πτα τα πό­δια τους! Όλες αυ­τές οι γυ­ναί­κες, κρυ­φές ερω­μέ­νες, άπι­στες και μοι­χα­λί­δες, πα­νούρ­γες και κα­κούρ­γες, εμ­φα­νώς χρη­σι­μο­ποιού­σαν τα πό­δια τους όχι μό­νο για να απο­πλα­νή­σουν αλ­λά και για να πα­ρα­σύ­ρουν τα επι­λεγ­μέ­να θύ­μα­τα στα μαύ­ρα τους σχέ­δια· τα πό­δια λει­τουρ­γού­σαν ως ευ­κί­νη­τα ερ­γα­λεία της λι­βι­δι­κής αιχ­μα­λω­σί­ας των αντρών!
Διέ­θε­τα, άλ­λω­στε άλ­λη μια από­δει­ξη προς τού­το: για να φτά­σω ως εδώ, εκτός από την απο­πλά­νη­ση του δια­κο­σμη­μέ­νου πο­διού που κα­τέ­βαι­νε τις σκά­λες ανε­βά­ζο­ντας την θέρ­μαν­ση του σα­λο­νιού, προη­γή­θη­κε μια φω­το­γρα­φία που κό­σμη­σε την αφί­σα της ται­νί­ας. Η γυ­ναί­κα, φο­ρώ­ντας εκεί­νη την λευ­κή, εμ­φα­νώς με­τα­ξω­τή ρό­μπα, απλώ­νει φι­λά­ρε­σκα το πό­δι της στα χέ­ρια του άντρα. Αλ­λά αυ­τή η ει­κό­να που μ’ έκα­νε να μπω αμέ­σως στην θέ­ση του δεν υπήρ­χε που­θε­νά στην ται­νία. Για άλ­λη μια φο­ρά συ­νέ­βαι­νε ένα ανε­ξή­γη­το γε­γο­νός που αδυ­να­τού­σα να απο­δώ­σω σε δια­φη­μι­στι­κούς και μό­νο σκο­πούς. Κα­τέ­λη­ξα να πι­στεύω ότι όλες οι φω­το­γρα­φί­ες που εμ­φα­νί­ζο­νται στις προ­θή­κες των σι­νε­μά ή στα πε­ριο­δι­κά με σκη­νές που δεν υπάρ­χουν στο έρ­γο εί­ναι μυ­στι­κές νεύ­σεις στον υπο­ψια­σμέ­νο πα­ρα­κό­λου­θο, πως απο­κα­λύ­πτουν νο­ή­μα­τα για εκεί­νους που θα αντι­λη­φθούν την μυ­στη­ριώ­δη εξα­φά­νι­σή τους.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Της έγρα­ψα, φυ­σι­κά, εξη­γώ­ντας της την δια­κε­καυ­μέ­νη πλην μα­ταιω­μέ­νη μου επι­θυ­μία και τε­λεί­ω­να την επι­στο­λή μου με την φρά­ση «Έκ­φυ­λη Φύλ­λις, μου οφεί­λεις!», με­τα­γρά­φο­ντας την ελ­λη­νι­κή προ­φο­ρά ώστε να εντυ­πω­σια­στεί με την τρί­δυ­μη ηχη­τι­κή. Και δεν έλα­βα απά­ντη­ση αλ­λά, όσο κι αν φαί­νε­ται απί­στευ­το, επα­νόρ­θω­σε σε επό­με­νη ται­νία, όπου πράγ­μα­τι σή­κω­νε το πό­δι της γυ­μνό και ζε­στό να το αγ­γί­ξει ένας άντρας εξί­σου άγνω­στός της! Σε άλ­λο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό λήμ­μα, στις Δι­δα­σκά­λισ­σες.


{Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται}.

Η ται­νία: Double Indemnity (Billy Wilder, 1944)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: